Το Θέλημα των Θεών, του Παύλου Καπασάκη

Ντάστον, Νότια Βαράνια

Έτος Ανεξαρτησίας 581

68η Ημέρα του Φθινοπώρου

Οι δύο έφιππες φιγούρες, τυλιγμένες με καφέ μανδύες από λεπτό πετσί για προστασία από την βροχή, συνέχισαν να προχωρούν προς βορειοδυτικά. Ο δρόμος που ακολουθούσαν δεν ήταν πολυσύχναστος καθώς εξυπηρετούσε μόνο τις ανάγκες των λίγων οικισμών που υπήρχαν στην γύρω περιοχή. Δεν συνάντησαν κανέναν εκτός από μια μεγάλη γκρίζα κουκουβάγια κουρνιασμένη στο κλαδί ενός γυμνού από φύλλα δέντρου που έστεκε μοναχικό στην άκρη του δρόμου. Το επιβλητικό πουλί τις παρατηρούσε αυστηρά με τα μεγάλα κίτρινα μάτια του. Ήταν τόσο σκοτεινή εκείνη η ημέρα που τα πλάσματα της νύχτας δεν είχαν αποσυρθεί στις κρυψώνες τους μετά το ξημέρωμα, σαν κάποιος θεός να είχε απλώσει ένα γιγάντιο γκρίζο πέπλο καλύπτοντας ολόκληρο τον ουρανό.

Η βροχή που έπεφτε αδιάκοπα από το πρωί είχε σταματήσει εδώ και αρκετή ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και παντού πλανιόταν η μυρωδιά σάπιων βρεγμένων φύλλων. Ο ουρανός παρέμενε σκοτεινός, πλημμυρισμένος από απειλητικά γκρίζα σύννεφα. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να αρχίσει να βρέχει ξανά. Στην περιοχή της Βαράνια ήταν συχνό φαινόμενο οι γκρίζες βροχερές ημέρες τέτοια εποχή καθώς προετοίμαζαν την έλευση του συνήθως χιονισμένου χειμώνα στις περιοχές των Εννέα Βασιλείων της Βαλέντα.

Από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων έπεφταν ακόμη σταγόνες νερού και έμοιαζαν με λευκά ξεθωριασμένα πετράδια στο λιγοστό φως εκείνης της ημέρας. Ο ήχος που προκαλούσαν την στιγμή που συναντούσαν το έδαφος ήταν το μοναδικό που ακουγόταν πέρα από τις οπλές των δύο αλόγων στον λασπωμένο δρόμο.

Μετά από πορεία περίπου μίας ώρας σταμάτησαν τα άλογα τους στην κορυφή ενός μικρού λοφίσκου. Μπροστά τους και λίγο χαμηλότερα βρισκόταν ο προορισμός τους, η μικρή κωμόπολη του Ντάστον, περιστοιχισμένη από έναν ψηλό τοίχο ύψους πέντε μέτρων περίπου. Με πληθυσμό που αριθμούσε σε περίπου εξακόσιους κατοίκους, ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής. Αν και η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθαρή, λόγω του καιρού, είδαν από μακριά αυτό που έψαχναν. Στο κέντρο, ανάμεσα στις στέγες, δέσποζε ένα επιβλητικό πέτρινο κτίριο με ψηλό καμπαναριό που έμοιαζε με παρατηρητήριο.

Ένας ναός των Τριάντα.

Από τον ορίζοντα μπροστά τους φάνηκαν λάμψεις αστραπών και ακούστηκαν ήχοι από βροντές που προμήνυαν τον ερχομό καταιγίδας.

Σπιρούνισαν ελαφρά τα άλογα τους και κατηφόρισαν τον χωματόδρομο που οδηγούσε προς την πόλη.

Στην πύλη, ένα πουγκί γεμάτο χάλκινα νομίσματα τους εξασφάλισε την είσοδο χωρίς ερωτήσεις από τους φρουρούς. Επέλεξαν το λιγότερο πολυσύχναστο από τα τρία πανδοχεία που συνάντησαν. Πλήρωσαν το διπλάσιο της απαιτούμενης τιμής στον έκπληκτο πανδοχέα και πέρασαν το υπόλοιπο της ημέρας σε ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.



Ϣ



Μονάχα όταν οι καμπάνες του ναού της μικρής πόλης είχαν προ πολλού σημάνει την Βραδινή Ώρα και το φως της ημέρας είχε εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, παραχωρώντας την θέση του στο σκοτάδι μιας ομιχλώδους και αφέγγαρης νύχτας, ξεμύτισαν από το δωμάτιο. Κατέβηκαν κρυφά με σχοινί από το παράθυρο το οποίο οδηγούσε σ’ ένα στενό σοκάκι στην πίσω πλευρά του οικήματος. Μέσα από το πανδοχείο ακούγονταν φωνές και μουσική από κάποια συντροφιά περιπλανώμενων βάρδων. Από την ένταση της οχλαγωγίας εύκολα διαπίστωνε κανείς ότι ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο τέτοια ώρα.

Η βροχή είχε πλέον σταματήσει και το Ντάστον είχε τυλιχτεί με πυκνή ομίχλη. Η ορατότητα ήταν αδύνατη σε απόσταση πέρα των τεσσάρων ή πέντε βημάτων. Οι δρόμοι δεν είχαν ιδιαίτερη κίνηση καθώς προχωρούσε η νύχτα.

Τόσο το καλύτερο για την αποστολή τους.

Τα Μαύρα Ρόδα δρούσαν απαρατήρητα και με μυστικότητα.

Κινήθηκαν αθόρυβα μέσα στην ομίχλη και στις σκιές. Νωρίτερα, καθώς κατευθύνονταν προς το πανδοχείο, είχαν εντοπίσει έναν φαρδύ πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στον ναό. Δεν άργησαν ιδιαίτερα να φτάσουν έξω από την είσοδο του πέτρινου οικοδομήματος. Δύο φρουροί, οπλισμένοι με λόγχες και κοντά σπαθιά, στεκόταν αριστερά και δεξιά της. Ήταν ακόμη ανοικτή για όποιον επιθυμούσε να προσέλθει για νυχτερινή προσευχή στους θεούς. Προχώρησαν μέσα όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε προσκυνητής ώστε να μην κινήσουν τυχόν υποψίες. Οι φρουροί τους έριξαν απλώς δύο βαριεστημένα βλέμματα χωρίς να ασχοληθούν περισσότερο.

Όταν μπήκαν μέσα έριξαν πίσω τις κουκούλες τους και χτένισαν με το βλέμμα το εσωτερικό. Το κτίριο άνηκε στην αρχιτεκτονική των θρησκευτικών κτισμάτων σε αυτή την πλευρά της ηπείρου. Μακρόστενο, με δύο παράλληλες σειρές από κολόνες κατά μήκος του να στηρίζουν την οροφή. Πάνω τους ήταν σκαλισμένα διάφορα διακοσμητικά σχέδια με το ρόδο, το ιερό λουλούδι, το σύμβολο των Τριάντα Θεών, να κυριαρχεί ανάμεσα τους. Το πάτωμα ήταν εξ’ ολοκλήρου καλυμμένο με πέτρινες πλάκες. Στους πλαϊνούς τοίχους, υπήρχαν συνολικά είκοσι έξι εσοχές σαν κόγχες, δεκατρείς σε κάθε πλευρά. Κάθε μία περιείχε ένα άγαλμα που απεικόνιζε μία από τις θεότητες του Πάνθεον των Τριάντα. Ανάμεσα και απέναντι τους είχαν τοποθετηθεί διάσπαρτα ξύλινα καθίσματα. Στο βάθος διακρίνονταν τα αγάλματα των τριών ανώτερων θεών πίσω από ένα χαμηλό ξύλινο κουβούκλιο. Ακόμη πιο πίσω, υψωνόταν το άγαλμα του Άον του Υψίστου, του Πατέρα του Χρόνου και των Πάντων.

Η πιο μικρόσωμη από τις δύο φιγούρες έγνεψε στην άλλη να κινηθεί προς την δεξιά πτέρυγα ενώ εκείνη προχώρησε διακριτικά προς την αριστερή. Κινήθηκαν όσο πιο αθόρυβα γινόταν από εσοχή σε εσοχή καθώς προσποιούνταν ότι προσεύχονται. Οι ελάχιστοι παρευρισκόμενοι δεν τους έδωσαν την παραμικρή σημασία. Μόλις παρουσιάστηκε η κατάλληλη ευκαιρία εξαφανίστηκαν μέσα στις σκιές.

Έμειναν εκεί να παραμονεύουν, περιμένοντας υπομονετικά για ώρες.



Ϣ



Τα μεσάνυχτα, αφού είχε σημάνει την Μεσονύχτια ώρα με το χτύπημα της καμπάνας, ο εφημέριος Ρέξλερ βγήκε από την πλαϊνή πόρτα του καμπαναριού στον κυρίως χώρο του ναού. Επιθεώρησε στα γρήγορα το εσωτερικό για την περίπτωση που κάποιος είχε ξεχαστεί ακόμη μέσα. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανένας, προχώρησε προς την κεντρική πόρτα. Εκεί καληνύχτισε τους δυο φρουρούς και τους έστειλε να ξεκουραστούν. Ο ναός θα άνοιγε ξανά την Πρωινή Ώρα.

Κλείδωσε την πόρτα και τοποθέτησε οριζόντια στις ειδικές υποδοχές ένα μικρό ξύλινο δοκάρι που την ασφάλιζε κατά την διάρκεια της νύχτας. Πόνος διαπέρασε τις αρθρώσεις του καθώς το έκανε. Σκέφτηκε ότι οι Κύκλοι των Εποχών είχαν περάσει πια, ο χρόνος και τα γηρατειά είχαν αμείλικτα αφήσει το σημάδι τους πάνω του. Σύντομα θα έπρεπε να γράψει στον Επίσκοπο της Βαράνια στην πρωτεύουσα, στο Έλβανμπριτζ.

Είναι καιρός νομίζω να έρθει κάποιος νεότερος σαν βοηθός μου και για να με αντικαταστήσει όταν θα συμπλήρωσω τους κύκλους της ζωής μου.

Καθώς επέστρεφε προς τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του πρόσεξε κάτι πεσμένο στο πάτωμα. Στο πέτρινο δάπεδο, ανάμεσα στις δύο σειρές από κολόνες βρισκόταν κάποιο μακρόστενο αντικείμενο. Καθώς πλησίαζε, είδε ότι επρόκειτο για μια τυλιγμένη περγαμηνή. Κανονικά θα υπέθετε ότι είχε πέσει από κάποιον. Ωστόσο, συνειδητοποίησε ότι πριν από λίγο είχε περάσει από εκείνο ακριβώς το σημείο και δεν υπήρχε εκεί. Την σήκωσε από το πέτρινο δάπεδο και την περιεργάστηκε στα χέρια του. Δεν είχε κάποια σφραγίδα με βουλοκέρι, ούτε κάποιο όνομα. Ήταν απλά δεμένη με μια μαύρη κορδέλα. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, την έλυσε. Πριν προλάβει να ξετυλίξει εντελώς το χαρτί ένιωσε ένα τρεμούλιασμα να κατακλύζει ολόκληρο το κορμί του καθώς αναγνώριζε με τρόμο το περιεχόμενο. Παραπάτησε προς τα πίσω την στιγμή που η περγαμηνή έπεφτε από τα χέρια του. Κατάφερε με κόπο να παραμείνει όρθιος αν και ένιωθε τα τρεμάμενα γόνατα του να τον συγκρατούν μετά βίας. Πάνω στο χαρτί ήταν περίτεχνα ζωγραφισμένο ένα σχέδιο όμοιο με πολλά από αυτά που κοσμούσαν τον ναό του οποίου ήταν εφημέριος.

Ένα κατάμαυρο ρόδο, το σύμβολο του Πέρεγκοστ, του θεού του Θανάτου.

Το διακριτικό του Τάγματος του Μαύρου Ρόδου.

Ξαφνικά κάποιες ξεχασμένες αναμνήσεις ζωντάνεψαν στην σκεψη του. Θυμήθηκε τα λόγια που είχε ακούσει κάποτε όταν ήταν νεαρός μαθητευόμενος από κάποιον ηλικιωμένο ιερέα σε κάποιο μοναστήρι.



Σαν δεις το Μαύρο Ρόδο,

Έρχεται το τέλος,

Είναι θέλημα των θεών.



Ήταν ευρέως γνωστό ότι το Ιερατείο των Τριάντα Θεών διατηρούσε επισήμως δύο στρατιωτικές οργανώσεις υπό τις διαταγές του. Αυτές ήταν ευρέως γνωστές ως Τάγματα του Ρόδου. Η πρώτη ήταν το Τάγμα του Κόκκινου Ρόδου που φρουρούσε τους μεγαλύτερους ναούς και ορισμένα υψηλόβαθμα μέλη του Ιερατείου. Το δεύτερο και πολυπληθέστερο ήταν το Τάγμα του Γαλάζιου Ρόδου το οποίο επίσημα προστάτευε τα Εννέα Βασιλεία από τους βάρβαρους στα νότια. Η ιστορία και τα κατορθώματα των Ιπποτών του Γαλάζιου Ρόδου ήταν ξακουστά και χιλιοτραγουδισμένα σε όλα τα μήκη και πλάτη της ηπείρου.

Η βραχνή χαμηλή φωνή του γέρου ιερέα ηχούσε ακόμη στα αυτιά του. Του είχε διηγηθεί πως υπήρχε και ένα τρίτο κρυφό ‘‘Τάγμα’’ του οποίου την ύπαρξη ελάχιστοι γνώριζαν. Ένιωσε την ίδια ανατριχίλα όπως και τότε που το πρωτοάκουσε, πολλούς κύκλους εποχών πίσω.

Το Τάγμα του Μαύρου Ρόδου.

Επρόκειτο για μία μυστική σέκτα η οποία δρούσε σε όλα τα μήκη και πλάτη της ηπείρου. Αποστολή τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση ατόμων τα οποία έβλαπταν, είτε ηθελημένα είτε όχι, την εικόνα και το κύρος του Ιερατείου στα Εννέα Βασίλεια της Βαλέντα. Το όνομα τους το είχαν πάρει από το εξαιρετικά σπάνιο μαύρο ρόδο του οποίου το δηλητήριο χρησιμοποιούσαν για να δολοφονούν τα θύματα τους. Σύμφωνα με όσα του είχε πει ο γέρο ιερέας λάμβαναν εντολές μόνο από τον Μέγα Πατριάρχη της Σαραντούν και λογοδοτούσαν απ’ ευθείας σε αυτόν. Κανένας δεν γνώριζε το παραμικρό σχετικά με το ορμητήριο, τον ακριβή αριθμό των μελών του, τον τρόπο στρατολόγησης τους ή οτιδήποτε άλλο.

Η ύπαρξη τους ήταν κάτι σαν ένας σκοτεινός θρύλος…

Θυμόταν ότι είχε ρωτήσει τον ηλικιωμένο ιερέα που τα ήξερε όλα αυτά. Εκείνος όμως του απάντησε ψυχρά ότι θα ήταν προτιμότερο να μην μάθει περισσότερα και δεν του ανέφερε ποτέ ξανά τίποτε για αυτό. Όλως τυχαίως μετά από λίγο καιρό ο γέρο κληρικός βρέθηκε νεκρός δίπλα ακριβώς στο κρεβάτι του. Τα αίτια του θανάτου του δεν έγιναν ποτέ γνωστά. Αυτές οι γνώσεις ξεχάστηκαν γρήγορα αν και παρέμειναν κρυμμένες σε μια μακρινή γωνιά του μυαλού του. Για να ξυπνήσουν ολοζώντανες τώρα, πολλούς κύκλους εποχών μετά.

Η αναπνοή του έβγαινε κοφτή. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το Τάγμα του Μαύρου Ρόδου δεν ήταν απλά ένας μύθος. Ένιωσε να άκουσε κάτι σαν ψίθυρο στο αυτί του και κοίταξε δεξιά και αριστερά του χωρίς να δει κάποιον. Κατάφερε γρήγορα να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Για μια φευγαλέα στιγμή μόνο, ήλπισε πως είχε κάνει λάθος και ότι η περγαμηνή είχε πέσει από κάποιον που βρισκόταν νωρίτερα μέσα στον ναό. Κάποιον που είχε πάει να ικετέψει του θεούς για συγχώρεση βλέποντας το τέλος του να πλησιάζει.

Μια γυναικεία φωνή που ακούστηκε πίσω του διέλυσε κάθε ελπίδα μέσα του.

«Ο εφημέριος Ρέξλερ;»

Ένιωσε κρύο ιδρώτα να κυλά στην ραχοκοκκαλιά του κάτω από τα ράσα του.

Είχαν έρθει γι’ αυτόν.

Γύρισε αργά προς την κατεύθυνση της φωνής. Σε απόσταση περίπου εφτά ή οκτώ βημάτων απέναντι του στεκόταν μια κοπέλα με το πορτοκαλί φως των πυρσών να τρεμοπαίζει πάνω στην λεπτή σιλουέτα της. Ακουμπούσε με την πλάτη σε μια πλαϊνή κολώνα και τον κοιτούσε σταθερά έχοντας σταυρωμένα τα χέρια της μπροστά της. Ήταν λίγο πιο κοντή από τον ίδιο με μαύρα ίσια μαλλιά πιασμένα σφιχτά πίσω από το κεφάλι της. Το ιδιαίτερα όμορφο πρόσωπο της είχε λεπτά χαρακτηριστικά ενώ τα λαμπερά μαύρα μάτια της είχαν μια ψυχρότητα που δεν είχε αντικρύσει ποτέ ξανά στην διάρκεια των εξήντα οκτώ κύκλων της ζωής του. Η απουσία ακόμη και της παραμικρής υποψίας συναισθήματος σε αυτό το βλέμμα ήταν ολοκληρωτική. Φορούσε ένα μαύρο πέτσινο χιτώνιο χωρίς μανίκια πάνω από ένα λεπτό καφέ μάλλινο πουκάμισο. Το εφαρμοστό παντελόνι της ήταν σκούρο καφέ και κατέληγε μέσα σε ένα ζευγάρι μπότες του ίδιου χρώματος. Στον αριστερό της γοφό κρεμόταν θηκαρωμένο ένα μακρύ μαχαίρι με σκαλιστή μαύρη λαβή και στον δεξιό μια μικρή χειροβαλλίστρα. Θεώρησε δεδομένο ότι υπήρχαν περισσότερα όπλα κρυμμένα πάνω της. Άρχισε να ξεπερνά τον φόβο που πήγε να τον κατακλύσει.

«Ο ίδιος. Ποιά είστε και τί θέλετε;» ρώτησε χωρίς το παραμικρό ίχνος ευγένειας.

«Ονομάζομαι Μπριάννα και έχω κάποιες ερωτήσεις για εσάς. Αφορούν το χωριό του Γκίλκρεστ που βρίσκεται στην επαρχία της Μπερστίν, τρεις ημέρες δρόμο προς τα δυτικά. Είμαι σίγουρη ότι το έχετε ακουστά».

Ο προσποιητά αθώος τόνος της φωνής της και η διατύπωση της τελευταίας φράσης του έδωσαν την εντύπωση ότι τον ειρωνευόταν.

Εννοείται πως γνώριζε το Γκίλκρεστ. Πριν έρθει στο Ντάστον, ο Ρέξλερ εκτελούσε χρέη εφημέριου σε εκείνο το μικρό χωριό στα δυτικά της Βαράνια για πολλούς κύκλους εποχών. Είχε επιδείξει ιδιαίτερο ζήλο στα καθήκοντα του σε όλη την διάρκεια της ζωής του που υπηρετούσε στις τάξεις του ιερατείου. Ορισμένες φορές μάλιστα το έπραττε σε βαθμό πέραν των νόμων και της ηθικής. Πάντα όμως φρόντιζε επιμελώς να καλύψει ή να εξαφανίσει τυχόν ίχνη που θα τον ενοχοποιούσαν σε κάθε περίπτωση. Συγκεντρώθηκε για να διατηρήσει την ψυχραιμία του.

«Μα φυσικά. Το Γκίλκρεστ. Πάει πολύς καιρός από τότε που έφυγα από εκεί. Τα γέρικα κόκκαλα μου με ταλαιπωρούν αλλά η μνήμη μου παραμένει δυνατή» απάντησε με προσποιητή αδιαφορία.

«Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για την εποχή που η επιδημία της Μαύρης Σκιάς είχε πέσει εκεί πριν από δέκα επτά Κύκλους περίπου. Ευτυχώς για το υπόλοιπο βασίλειο δεν εξαπλώθηκε έξω από τα όρια της γύρω περιοχής. Ωστόσο, το χωριό σχεδόν ερήμωσε. Μεταξύ των λίγων που γλίτωσαν ήσασταν και εσείς».

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε.

«Την θυμάμαι εκείνη την χρονιά. Οι Θεοί μας είχαν καταραστεί δίχως αμφιβολία. Ο Μαύρος Καβαλάρης είχε εγκατασταθεί στο Γκίλκρεστ για πολύ καιρό. Τα βράδια νομίζαμε ότι ακούγαμε τις οπλές του αλόγου του στους αγρούς έξω από το χωριό» απάντησε αναφερόμενος στον άγγελο του θανάτου. Οι θρύλοι και δεισιδαιμονίες σχετικά με την συγκεκριμένη θεότητα προκαλούσαν φόβο.

«Δεν πέθαναν, όμως όλοι εκείνη την περίοδο από την επιδημία» πρόσθεσε η Μπριάννα κοιτάζοντας τον εξεταστικά. Άφησε την κολόνα στην οποία στηριζόταν και κινήθηκε δυο τρία βήματα προς το μέρος του.

Στένεψε το βλέμμα του καχύποπτα.

«Και ποιός είναι αυτός που ζητά να μάθει για μια εποχή που όλοι θα προτιμούσαν να ξεχάσουν;» ρώτησε προσποιούμενος τον ενοχλημένο. Στην πραγματικότητα όμως τα άκρα του κόντευαν να παραλύσουν. Είχε αρχίσει να νιώθει φόβο, πραγματικό φόβο.

Χωρίς να κουνήσει καθόλου τα βλέφαρα της, η συνομιλήτρια του τράβηξε το δεξί μανίκι του πουκαμίσου της φανερώνοντας ένα τατουάζ στον βραχίονα της. Ένα μαύρο ρόδο, πανομοιότυπο με εκείνο που είχε δει νωρίτερα στην περγαμηνή στο δάπεδο.

«Εκείνη την εποχή υπήρχε ένας σιδηρουργός στο χωριό, κάποιος ονόματι Τόρακ που ζούσε εκεί με την γυναίκα του, την Σίλντα, και τα δύο τους παιδιά, την Κρισσέλντα και τον Μάγκρεμπ» είπε η Μπριάννα. «Εκείνος ήταν Ορκ και εκείνη άνθρωπος. Τα δύο παιδιά ήταν ημίαιμοι Ορκ. Κατοικούσαν σε ένα σπίτι λίγο πιο μακριά από τα υπόλοιπα του οικισμού».

Εξακολουθούσε να την παρατηρεί προσποιούμενος τον ατάραχο όση ώρα εκείνη μιλούσε. Η καρδιά του όμως είχε αρχίσει να πάλλεται σαν τρελή μέσα στο στήθος του.

«Κάηκαν ζωντανοί από μια ξαφνική πυρκαγιά που ξέσπασε μια νύχτα εκείνου του καλοκαιριού. Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι κάτω από την καθοδήγηση του εφημέριου τους, μια μικρή ομάδα χωρικών με αναμμένους πυρσούς περικύκλωσε το σπίτι. Θεωρούσαν ότι οι Θεοί τους τιμωρούσαν εξαιτίας αυτής της ανίερης, όπως την ονόμαζαν, ένωσης και των μιαρών καρπών της που ζούσαν ανάμεσα τους. Γι’ αυτό, έβαλαν φωτιά στο σπίτι με την οικογένεια μέσα, ώστε να εξαγνιστεί το χωριό τους από τα βδελύγματα που είχαν εξοργίσει τους Θεούς» συνέχισε εκείνη με άχρωμη και σταθερή φωνή.

«Αυτό είναι ένα άθλιο ψέμα! Ποιος καταραμένος διαδίδει τέτοια ανόητα πράγματα;» διαμαρτυρήθηκε έντονα.

Πώς τα ξέρει όλα αυτά;

Ήταν μπερδεμένος, αν και το έκρυβε με ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν ένοχος αλλά γνώριζε ότι δεν υπήρχε κανένας ζωντανός μάρτυρας που να μπορεί να τον κατηγορήσει.

Δεν μπορεί να γλίτωσε κανείς.

Είχε φροντίσει ο ίδιος προσωπικά γι’ αυτό άλλωστε.

Θυμήθηκε τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια.

Ποτέ δεν είδε με καλό μάτι τον Ορκ και την άνθρωπο γυναίκα του. Θεωρούσε την ένωση δύο διαφορετικών φυλών ως την υπέρτατη βλασφημία και τα παιδιά που θα γεννιόντουσαν από αυτή, καταραμένα. Αρκετοί χωρικοί συμφωνούσαν μαζί του. Υπήρχαν, όμως, πολλοί που συμπαθούσαν τον ήσυχο σιδηρουργό και την οικογένεια του. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί το ανεπιθύμητο ζευγάρι και τα μικρά τους αν και ουδέποτε έκρυψε την απέχθεια του προς το πρόσωπο τους. Όταν ξέσπασε το θανατικό στο χωριό ήλπιζε ότι η αρρώστια θα πετύχαινε αυτό που δεν μπορούσε αυτός. Μάταια, όμως, κανένας από την οικογένεια δεν προσβλήθηκε και τα δεκαήμερα περνούσαν, είχε φτάσει ήδη το καλοκαίρι. Κάποια στιγμή όμως εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια υποχώρησης της φονικής επιδημίας και το αντιλήφθηκε πρώτος αυτός από όλους τους υπόλοιπους. Τότε βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε και δεν έχασε καθόλου χρόνο. Μάζεψε κρυφά έξι από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του που είχαν απομείνει ζωντανοί και κατάφερε να τους πείσει ότι έπρεπε οι ίδιοι να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους προκειμένου να λυτρωθούν από το κακό που τους είχε βρει. Αφού τους έβαλε να ορκιστούν στους Θεούς ότι δεν θα έλεγαν τίποτα σε κανέναν, κατέστρωσαν ένα σχέδιο. Ένα βράδυ, αρκετά μετά την Μεσονύκτια Ώρα, περικύκλωσαν κρυφά το σπίτι, μπλόκαραν όλες τις πόρτες του με ξύλα και έβαλαν φωτιά παντού. Οι μισοί από αυτούς γύρισαν αμέσως στο χωριό. Για να μην κινήσουν υποψίες άρχισαν να φωνάζουν προσποιούμενοι τους πανικόβλητους για να ξυπνήσουν τους υπόλοιπους δήθεν σε βοήθεια. Μέχρι να συγκεντρωθούν όμως ήταν πια αργά.

Η εικόνα με τις φλόγες να έχουν υψωθεί λαμπερές στον νυχτερινό ουρανό καταβροχθίζοντας αδηφάγα το σπίτι και όλους όσους ήταν μέσα γύρισε ολοζώντανη στην σκέψη του…

«Εγώ ήμουν αυτός που προσπάθησε να τους συγκρατήσει απ’ το να κάψουν το σπίτι όταν κατάλαβα τι σκόπευαν να κάνουν. Ήταν όμως αργά. Φέρτε μου αμέσως αυτόν τον υποτιθέμενο μάρτυρα» είπε με προκλητικό τόνο.

Τότε άκουσε βήματα και ένα θρόισμα πίσω του.

Στράφηκε και είδε μια δεύτερη γυναίκα, ντυμένη όμοια με την Μπριάννα αν και λίγο νεότερη, να στέκεται ευθυτενής μερικά βήματα πιο πέρα. Ήταν ψηλότερη, πιο μυώδης και πιο μεγαλόσωμη από εκείνον. Είχε το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Τα σκούρα της μάτια αντανακλούσαν το φως από τις φλόγες των πυρσών και έμοιαζαν να αντικατοπτρίζουν το ίδιο το μίσος που έκαιγε μέσα τους καθώς τον κοιτούσαν. Το τετράγωνο πρόσωπο της αγρίευε ακόμα παραπάνω από τα έντονα χαρακτηριστικά της. Το πραγματικά ασυνήθιστο πάνω της, όμως, ήταν το δέρμα της. Είχε ένα παράξενο χρώμα, σαν ωχρό πράσινο.

Μια αδιανόητη μέχρι πρότινος πιθανότητα έκανε αισθητή την παρουσία της στο μυαλό του…

«Να σας συστήσω την Κρισσέλντα, αν και είμαι σίγουρη ότι γνωρίζεστε από παλιά» άκουσε την παγερή φωνή της Μπριάννα πίσω από την πλάτη του.

Πώς είναι δυνατόν; Πως κατάφερε να γλιτώσει το μίασμα;



Ϣ



Στεκόταν ολοζώντανος, ακριβώς εκεί, μπροστά της. Το κορμί του παρέμενε λεπτό αν και είχε αρχίσει να καμπουριάζει ελαφρώς. Τα μαλλιά και τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του με την γαμψή μύτη είχαν ζαρώσει με την πάροδο του χρόνου. Το διαπεραστικό βλέμμα του όμως δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Τα μάτια του την κοιτούσαν με την ίδια ακριβώς απέχθεια που είχαν πάντα όποτε τύχαινε να συναντηθούν την εποχή που ζούσαν στο Γκίλκρεστ. Τα δάχτυλα της σφίχτηκαν μέχρι να ασπρίσουν οι αρθρώσεις τους. Επιστράτευσε όλον τον αυτοέλεγχο της ώστε να παραμείνει ψύχραιμη. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της και στον δάσκαλο της ότι δεν θα άφηνε το μίσος να την κυριεύσει.

Η δίψα για εκδίκηση πρέπει να τιθασεύεται. Το παράτολμο μίσος συνήθως μας παρασύρει στο λάθος μονοπάτι, θυμήθηκε τα λόγια του Τιβέρις, του μέντορα της, του ανθρώπου που την βρήκε κάποτε να περιπλανιέται μόνη στις ερημιές κάπου στην δυτική Βαράνια και την έσωσε.

«Ο Τόρακ και η Σίλντα είχαν δημιουργήσει κρυφά μια υπόγεια κρυψώνα στο σπίτι τους για ώρα ανάγκης. Ίσως να είχαν καταλάβει τις προθέσεις ορισμένων στο Γκίλκρεστ» ακούστηκε η σαρκαστική φωνή της Μπριάννα πίσω από τον Ρέξλερ. Αυτός, όμως, δεν είχε πάρει ούτε στιγμή το βλέμμα του από εκείνη.

«Εκείνο το μοιραίο βράδυ, μονάχα το κορίτσι κατάφερε να φτάσει ως εκεί όπου και κρύφτηκε για να γλιτώσει. Ευτυχώς, για το παιδί, υπήρχαν αποθηκευμένα αποξηραμένα τρόφιμα και λίγο πόσιμο νερό ώστε να μην πεθάνει από την πείνα και την δίψα».

Καθώς μιλούσε η σύντροφος της, η Κρισσέλντα άνοιξε το πάνω μέρος του χιτωνίου της αποκαλύπτοντας το πλάι του λαιμού της για να δει ξεκάθαρα ο ιερέας τα σημάδια από κάψιμο στο δέρμα της, ενθύμιο από τις φλόγες εκείνης της νύχτας.

«Λίγες ημέρες μετά, βγήκε από εκεί και έτρεξε μακριά. Ήταν υπερβολικά τρομαγμένη για να μιλήσει ή να εμπιστευτεί οποιονδήποτε από το Γκίλκρεστ φυσικά. Περιπλανήθηκε κυνηγημένη σαν αγρίμι για μερικές ημέρες στις ερημιές. Κάποια στιγμή, δίπλα σε ένα ποταμάκι όπου σταμάτησε για να ξεδιψάσει, την ανακάλυψαν οι άντρες της συνοδείας ενός ιερωμένου. Αυτός ο καλός άνθρωπος την έσωσε και την πήρε υπό την προστασία του. Το όνομα του ήταν Τιβέρις Νέλκιν.»

Είδε τον Ρέξλερ να μην αντιδρά αρχικά στο άκουσμα του πραγματικού ονόματος του Μέγα Πατριάρχη της Σαραντούν, του πνευματικού ηγέτη του δόγματος των Τριάντα Θεών σε ολόκληρη την ήπειρο και στα πέρατα του κόσμου. Μετά από λίγες στιγμές όμως τα μάτια του γούρλωσαν απο έκπληξη.

«Έπρεπε να περάσουν αρκετοί κύκλοι εποχών μέχρι εκείνο το τρομαγμένο κορίτσι να βρει το θάρρος και να μιλήσει στον δάσκαλο της για τα όσα φρικτά είχε ζήσει. Να του περιγράψει όλα αυτά που στοίχειωναν τον ύπνο της τις νύχτες».

Είδε την Μπριάννα της να κινείται, ενώ ακόμη μιλούσε, πίσω από τις κολώνες κρατώντας απόσταση μερικών βημάτων από τον ιερέα. Ήρθε και στάθηκε δίπλα της. Ένιωσε το χέρι της να ακουμπά στον ώμο της. Την κοίταξε τρυφερά στα μάτια για λίγες στιγμές και έπειτα στράφηκε στον Ρέξλερ.

Βλέποντας το πρόσωπο του γερο ιερέα να μορφάζει έντονα από αποστροφή και περιφρόνηση, συμπέρανε ότι είχε καταλάβει ότι υπήρχε κάτι περισσότερο από απλή φιλία ανάμεσα στην ίδια και την σύντροφο της.

«Μπορείτε εύκολα να μαντέψετε την συνέχεια από εκεί και πέρα. Η αλήθεια πάντως είναι ότι δυσκολευτήκαμε για να σας βρούμε. Φύγατε κρυφά από το Γκίλκρεστ και όσοι έχουν απομείνει δεν γνώριζαν που είχατε πάει. Μας έδωσαν κάποιες πληροφορίες όμως αν και με δυσκολία. Έμοιαζαν να σας φοβούνται, ακόμη και μετά από τόσο καιρό. Εννοείται πώς μόλις κατάλαβαν ποιοι σας αναζητούσαν άνοιξαν το στόμα τους μετά χαράς. Φυσικά, ούτε λόγος για τυχόν αυτόπτες μάρτυρες από εκείνο το βράδυ. Όλοι είχαν πεθάνει μυστηριωδώς ο ένας μετά τον άλλο μέχρι το τέλος εκείνου του ίδιου καλοκαιριού».

Η Μπριάννα ολοκλήρωσε την αφήγηση της και απομακρύνθηκε από κοντά της. Περπάτησε προς το πλάι όπου και στάθηκε ανάμεσα σε δύο κολόνες στα δεξιά του Ρέξλερ με το πρόσωπο της στραμμένο προς αυτόν.

Τότε η Κρισσέλντα έσπασε την σιωπή της. Η φωνή της έτρεμε από την ταραχή.

«Θυμάμαι τον δύστυχο αδερφό μου να προσπαθεί να βγει από το παράθυρο. Δέχτηκε ένα βέλος στον λαιμό. Σε άκουσα να ουρλιάζεις εκστασιασμένος “Πέθανε βδέλυγμα!”»

Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της.



Ϣ



Ένιωσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου να έχουν τεντωθεί καθώς άγρια οργή τον κατέκλυσε. Τότε θυμήθηκε ένα όπλο που είχε στην ζώνη του. Με σύμμαχο τις σκιές και τον ελλιπή φωτισμό, το χέρι του κινήθηκε αργά κάτω από τα ράσα του. Αναζήτησε κρυφά το εγχειρίδιο που είχε πάντα μαζί του. Το ένστικτο της επιβίωσης και το μίσος είχαν υπερνικήσει τον όποιο φόβο του.

«Η ένωση Ανθρώπου και Ορκ είναι βλασφημία! Είναι προσβολή στους Θεούς και το θέλημα τους! Αντιβαίνει στους νόμους της φύσης!» βρυχήθηκε μανιασμένα κουνώντας έντονα στον αέρα το αριστερό του χέρι. Επιχείρησε να κρατήσει την προσοχή των δύο εκτελεστών μακριά από την κρυφή κίνηση του άλλου του χεριού.

«Δεν έχεις δικαίωμα να το κρίνεις αυτό! Δεν είσαι άξιος!» του αντιγύρισε αγριεμένη η Κρισσέλντα.

Η όψη της τον τρόμαξε αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του. Το χέρι του επιτέλους αγκάλιασε σφιχτά την λαβή της λεπίδας του. Ετοιμάστηκε να επιτεθεί.

«Πώς τολμάς, μίασμα;» είπε μέσα από τα δόντια του. «όλη μου τη ζωή υπηρετώ τους θεούς. Όλες μου οι πράξεις γίνονται σύμφωνα με το θέλημα τους».

Αυτό ακριβώς σκόπευω να κάνω και τώρα.

«Έτσι νομίζεις εσύ…» του απάντησε με το πρόσωπο της να έχει σκληρύνει.

Πριν προλάβει να τιναχτεί προς το μέρος της για να την μαχαιρώσει άκουσε έναν ανεπαίσθητο μεταλλικό ήχο στα δεξιά του. Ένιωσε ένα τσίμπημα στο πλάι του λαιμού του. Γύρισε και είδε την Μπριάννα να τον παρακολουθεί προσεκτικά. Στο χέρι της κρατούσε την άδεια χειροβαλλίστρα της.

Αυτό ήταν όλο;

Άρπαξε το μικρό βέλος με το χέρι του και το πέταξε με δύναμη κάτω, περιφρονητικά. Τράβηξε την λεπίδα του. Πήγε φανερά να κινηθεί απειλητικά προς την Κρισσέλντα αλλά κοντοστάθηκε. Γούρλωσε τα μάτια του καθώς συνειδητοποίησε με φρίκη τι συνέβαινε πραγματικά. Από τον λαιμό του ξεκίνησε ένας οξύς πόνος που γοργά απλώθηκε σε όλο του το κορμί. Ένιωσε τα άκρα του να παραλύουν και τα σωθικά του να καίγονται. Το μαχαίρι έπεσε από το χέρι του.

Δηλητήριο από αγκάθι μαύρου ρόδου.

Είχε διαβάσει κάποτε για αυτό. Τότε που έψαχνε πώς θα απαλλασόταν από τους έξι χωρικούς που ο ίδιος χειραγώγησε ώστε να κάψουν τον Τόρακ και την οικογένεια του. Προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά η φωνή του πνίγηκε στο λαρύγγι του. Από τα χείλη του βγήκε μόνο μια άηχη κραυγή. Τρόμος και απελπισία τον κυρίευσαν την στιγμή που αντιλήφθηκε την ματαιότητα της προσπάθειας του. Έπεσε ανάσκελα σφαδάζοντας από τους πόνους. Το δηλητήριο του είχε παραλύσει την γλώσσα και όλα του τα άκρα. Ένιωθε σαν κάποιος να είχε ανάψει έναν πυρσό μέσα στα σωθικά του.

Εξακολουθούσε όμως να έχει τις αισθήσεις του και τα λογικά του όταν άκουσε την Μπριάννα να μιλάει ξανά.

«Αφού ερευνήσαμε κάποια γεγονότα, δεν ήταν δύσκολο να συμπεράνουμε ότι εσύ ήσουν ο υπεύθυνος για τον θάνατο των υπολοίπων έξι από εκείνη τη νύχτα ώστε να μην μιλήσουν ποτέ. Τελικά όμως, το θέλημα των θεών ήταν να μαθευτεί η αλήθεια και να τιμωρηθεί ο βασικός υπαίτιος του εγκλήματος. Επιπλέον, μάθε ότι για χάρη της Κρισσέλντα τροποποιήσαμε λίγο την δική σου δόση του δηλητηρίου. Ο Μέγας Πατριάρχης θεώρησε σωστό να υποφέρεις λίγο περισσότερο. Άλλωστε, το αξίζεις και με το παραπάνω» ο τόνος της ήταν θριαμβευτικός και χωρίς ίχνος της πρότερης ψυχρότητας της.

Είδε την Κρισσέλντα να σκύβει αργά από πάνω του. Πλησίασε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της να του ψιθυρίζει.

«Πέθανε, βδέλυγμα…»

Έτσι απόμεινε να κοιτάζει ανήμπορος την στέγη του ναού. Φρικτοί πόνοι κυρίευσαν το κορμί του για αρκετή ώρα ώσπου να τον λυτρώσει τελικά ο Μαύρος Καβαλάρης.

Ήταν θέλημα των θεών…