Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 3_Συμφορές)

Δεν ξέραμε για πόση ώρα περπατούσαμε, αλλά σίγουρη ήταν αρκετή και όλοι είχαμε κουραστεί. Οι αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια μας έκαναν ακόμη πιο κοπιαστικό το περπάτημα μας.


Ξαφνικά μια κοπέλα έπεσε στο έδαφος από την εξάντληση.

Δεν μπορούσα να δω ποια ήταν, αλλά κάποιοι έτρεξαν κοντά της.

«Κάντε την να συνέλθει και γρήγορα. Δεν μπορούμε να χάσουμε χρόνο» είπε ο Ντέιβιντ.

«Για κάποιον που είναι πάνω στο άλογο είναι πολύ εύκολο να δίνεις διαταγές, αλλά έλα στην θέση μας κάθαρμα» άκουσα μια γνώριμη φωνή να λέει και κατάλαβα ότι εκείνος που είχε μιλήσει ήταν ο Τζορτζ.

Ο αξιωματικός τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες.

«Πώς με αποκάλεσες;» τον ρώτησε.
 
«Κάθαρμα, αυτό δεν είσαι; Αυτό δεν είστε όλοι; Επιτεθήκατε σε αμάχους, κάψατε το χωριό τους, σκοτώσατε και τώρα μας έχετε αλυσοδεμένους και απαιτείτε να έχουμε δυνάμεις μετά από όλα αυτά;» ούρλιαξε. «Είστε ελεεινοί, άνανδροι, δεν αξίζετε περισσότερο από τα σκουλήκια» συνέχισε απτόητος και τον έφτυσε.

«Αδερφέ μου, σταμάτα σε εκλιπαρώ. Μην τους εξαγριώνεις. Είμαι καλά, μπορώ να συνεχίσω» είπε η κοπέλα που ήταν στο έδαφος.

Τώρα την αναγνώρισα. Ήταν η Λουσίν η οποία ήταν η κατά τρία χρόνια μικρότερη αδερφή του Τζορτζ, έναν χρόνο μεγαλύτερη μου.

«Αδερφή του είσαι κορίτσι;» την ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Μάλιστα άρχοντα μου. Παρακαλώ συγχωρήστε την αναίδεια του» είπε και έσκυψε το κεφάλι σαν δείγμα υποταγής.

«Σήκω επάνω Λουσίν» είπε ο Τζορτζ έντονα, την έπιασε από το μπράτσο και την σήκωσε. «Μην σε δω να σκύβεις ξανά το κεφάλι μπροστά σε αυτά τα αποβράσματα» της είπε πιάνοντας την από τους ώμους και την ταρακούνησε.

Ο Ντέιβιντ με έναν σάλτο κατέβηκε από το άλογο του και πλησίασε τα δύο αδέρφια.

Το βλέμμα του είχε κάτι το απροσδιόριστο, κάτι ετοιμαζόταν να κάνει.

«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ παλικάρι;» ρώτησε τον Τζορτζ.

«Ένας άτιμος λεηλατητής» απάντησε με σταθερή φωνή ο Τζορτζ αν και διέκρινα ότι τα χέρια του έτρεμαν.

«Είμαι ο στρατηγός Ντέιβιντ, ανώτατος αξιωματικός του στρατού του Άσλιρντ του πιο εύφορου βασιλείου» είπε με αλαζονεία.

«Και τον πλούτο που έχετε τον κλέβετε από άλλους αξιότιμε στρατηγέ όπως κάνατε και στον δικό μας τόπο; Γιατί εμείς που είμαστε απλοί άνθρωποι ότι έχουμε ξέρουμε ότι είναι από τον κόπο μας, δεν ξέρουμε από όπλα και δολοπλοκίες, ούτε από στρατηγικά τεχνάσματα. Ξέρουμε όμως να ζούμε τίμια, όντας περήφανοι για το ότι έχουμε τις σοδειές μας, τις περιουσίες μας διότι εμείς δουλεύουμε μέρα νύχτα για να βγάλουμε το ψωμί μας. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν έρχεστε εσείς και μας κλέβετε ότι έχουμε και δεν έχουμε, με ποιο δικαίωμα σκοτώσατε τον πατέρα μου και την μητέρα μου και με ποιο δικαίωμα μας έχετε βάλει αυτές τις αλυσίδες και μας πηγαίνετε ένας Θεός ξέρει πού; Ρωτάω και απαιτώ μια εξήγηση άθλιε, κάθαρμα, ανάθεμα την ώρα που γεννήθηκες» είπε κυριευμένος από την οργή και την απελπισία του και τον έφτυσε στο πρόσωπο.

Η Λουσίν δίπλα του είχε μείνει κατάπληκτη και όλοι παρακολουθούσαμε την σκηνή αμίλητοι. Ξέραμε ότι ο Τζορτζ είχε δίκιο, ότι τα λόγια του εξέφραζαν τον καθένα μας ξεχωριστά, αλλά μόνο εκείνος είχε το θάρρος να μιλήσει, να σηκώσει το ανάστημα του και σύντομα θα το πλήρωνε.

«Έχεις θάρρος αγόρι μου, πρέπει να σου το αναγνωρίσω. Όμως έχεις και μεγάλη γλώσσα και αυτό δεν μου αρέσει. Κάτι πρέπει να γίνει λοιπόν για αυτό» είπε κοιτάζοντας τον χαιρέκακα.

«Τι εννοείτε;» ρώτησε έντρομη η Λουσίν δίπλα του.

«Στρατιώτες κόψτε του την γλώσσα, ώστε να μην μπορεί να αντιμιλήσει ποτέ ξανά» διέταξε ο στρατηγός.

«Τι; Όχι, όχι δεν μπορείτε να του το κάνετε αυτό» ούρλιαξε εκείνη και αγκάλιασε τον Τζορτζ. «Ζήτα να σε συγχωρέσει, ζήτα έλεος» του είπε σπαραχτικά.

Εκείνος είχε χάσει το χρώμα του, αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Δεν μετανιώνω για ότι είπα. Αν είναι να πληρώσω το θάρρος που έδειξα ας είναι» είπε περήφανος.

«Τι λες; Όχι, αδερφέ μου!» φώναζε η Λουσίν υστερικά, αλλά στρατιώτες την απομάκρυναν από κοντά του και κάποιοι άλλοι ανέλαβαν να κάνουν ότι διέταξε ο Ντέιβιντ και ο Τζορτζ δεν αντέδρασε ούτε στο ελάχιστο.

****

Μετά από κάποια ώρα είχαμε σταματήσει στο δάσος για να ξεκουραστούμε.

Εγώ πλησίασα τον Τζορτζ ο οποίος έτρεμε από την σύγχυση και τον αγκάλιασα.

Ήθελε να φανεί γενναίος, αλλά είχε λυγίσει.

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις» του είπα.

Πήγε να μου πει κάτι, αλλά ακούστηκε σαν μουγκρητό. Έπειτα δάκρυα κύλησαν στα μάτια του.

Του τα σκούπισα με τα χέρια μου.

«Ησύχασε. Ήσουν πολύ γενναίος» είπα και βούρκωσα και εγώ.

Τότε ήρθε κοντά η αδελφή του η οποία δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Του έπιασε τα χέρια.

«Τι θα κάνουμε; Πού μας πάνε;» ρώτησε τρέμοντας.

«Προφανώς θα μας πάνε στα μέρη τους και μετά θα μας πουλήσουν για σκλάβους» της είπα.

Δεν είχε νόημα να της δίνω ελπίδες. Έπρεπε όλοι να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα όσο σκληρή και να ήταν.

Της έφυγε ένας λυγμός και ο Τζορτζ της χάιδεψε το μάγουλο. Παρά την δική του τραγωδία, προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα.

Τα δύο αδέρφια αγκαλιάστηκαν και εγώ κοίταξα τον ουρανό.

«Θεέ μου γιατί δεν μας προστάτεψες;» σκέφτηκα και δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου, αλλά τα σκούπισα.

Και τότε ήρθε στο μυαλό μου ένα πρόσωπο το οποίο δεν βρισκόταν μαζί μας αιχμάλωτο και θλίψη κυρίευσε την ψυχή μου.

«Ο πατέρας Ρίτσαρντ; Τον είδε κανείς; Κατάφερε να δραπετεύσει;» ρώτησα

«Τον είδα που έμπαινε στην εκκλησία και είδα στρατιώτες να τον ακολουθούν μέσα στο ναό. Προφανώς τον σκότωσαν» μου είπε η Λουσίν και εγώ έβαλα το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου.

Άρχισα να κλαίω και λυγμοί τράνταζαν το κορμί μου. Τον ένιωθα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο και είχε χαθεί και εκείνος.

Ήταν φονιάδες τελικά, ανελέητοι και χάρηκα που ο Τζορτζ έστω και για λίγο τους μίλησε όπως τους άξιζε, ακόμη και αν αυτό θα το πλήρωνε στην υπόλοιπη ζωή του. Δεν θα μπορούσε να αρθρώσει λέξη ποτέ ξανά, δεν θα μπορούσε να εκφράσει όσα ένιωθε, θα ήταν καταδικασμένος από εδώ και πέρα να ζει μέσα στην μοναξιά της σιωπής του.

Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν φωνές.

«Τι έγινε;» ρώτησα και κοίταξα γύρω μου.

Είδα δύο έφιππους να περνούν από μπροστά μας και ο ένας μάλιστα είχε μπροστά του μια γυναίκα και την αναγνώρισα αμέσως αν και δεν είδα το πρόσωπο της. Καμία άλλη δεν είχε αυτά τα κόκκινα μακριά μαλλιά που τόσο πολύ ήθελα να έχω.

Η Έμμα.

Την είχαν πιάσει τελικά, δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Την πήγαν μπροστά στον στρατηγό Ντέιβιντ και κάτι τους είπε αλλά δεν ακούσαμε τι. Της έβαλαν αλυσίδες και την άφησαν μαζί με εμάς.

«Έμμα» φώναξα και έτρεξα προς το μέρος της.

Εκείνη γύρισε προς εμένα και ήρθε και αυτή κοντά μου και με αγκάλιασε κλαίγοντας.

«Τι συνέβη; Ο πατέρας σου μου είπε ότι μπορέσατε να διαφύγετε με τον Τζέιμς και τα παιδιά» της είπα.

Ήταν σε άθλια κατάσταση, είχε παντού γρατσουνιές, το φόρεμα της ήταν σκισμένο και τα μάτια της είχαν πρηστεί από το κλάμα.

«Μας κυνήγησαν... μας πρόλαβαν... ο Τζέιμς... ο Τζέιμς» έλεγε αλλά δεν μπορούσε να ολοκληρώσει από την ταραχή της.

«Πάρε βαθιές ανάσες και ηρέμησε σε παρακαλώ. Τι έγινε με τον Τζέιμς; Ξέφυγε τουλάχιστον αυτός με τα παιδιά;» την ρώτησα ελπίζοντας να μου απαντήσει πως εκείνοι ήταν καλά.

«Τον σκότωσαν, μετά τα παιδιά και εμένα... εμένα.. αχ Λίριο δεν... δεν μπορείς να ξέρεις τι...» είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της και έπεσε στα γόνατα.

Εγώ είχα μείνει στήλη άλατος με όσα είχα ακούσει. Δεν έδειξαν έλεος ούτε σε δύο μικρά παιδιά. Αυτό έλεγε πολλά. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να μας σώσει.

Αγκάλιασα την ξαδέρφη μου με στοργή.

«Με έβλαψαν, αφού σκότωσαν τον άνθρωπο μου και τα παιδιά μου με ατίμασαν» μου είπε όταν ηρέμησε.

Δεν χρειαζόταν να μου πει άλλα. Είχα ακούσει αρκετά, είχα δει πολλά και όμως δεν είχα καμία αμφιβολία πως όλα αυτά δεν ήταν παρά μόνο η αρχή.

****

Περπατούσαμε τρεις μέρες όταν τελικά φτάσαμε στην πόλη που δεν είχε μείνει τίποτα πια.

Σε αυτό το διάστημα είχαμε μιλήσει με τον Γκάμπριελ, είχαμε θρηνήσει για τον χαμό του πατέρα Ρίτσαρντ, και μαζί με την Έμμα είχαμε κλάψει για τις οικογένειες μας. Πλέον είχαμε η μία την άλλη, αλλά φοβόμουν ότι σύντομα θα χωριζόμασταν.

Μας πήγαν στο λιμάνι και επιβιβαστήκακαμε σε ένα καράβι. Θα πηγαίναμε στο Άσλιρντ τον τόπο που καταγόταν ο νέος μας άρχοντας. Προφανώς ήταν εκείνος ο άνδρας που μας χάρισε την ζωή σε μένα και στον Γκάμπριελ μόνο και μόνο για να αποκτήσει δύο επιπλέον υπηρέτες.

Μας έβγαλαν τις αλυσίδες και μας έκλεισαν σε ένα χώρο που είχε ένα μικρό παράθυρο.

Οι καρποί όλων μας είχαν πληγιάσει, αλλά δεν ήταν αυτό που με ανησυχούσε την δεδομένη στιγμή, αλλά κάτι άλλο. Φαίνεται ότι η πληγή του Τζορτζ στο στόμα του είχε μολυνθεί. Είχε ανεβάσει πυρετό και όσο και αν εκείνος χαμογελούσε και προσπαθούσε να δείχνει δυνατός καταλαβαίναμε ότι η ζωή του κινδύνευε.

Στο καράβι που ταξιδεύαμε ανέβηκε και ο άρχοντας και κάποια στιγμή ήρθε να μας δει. Το βλέμμα του έπεσε πάνω μου και έπειτα στον Γκάμπριελ και χαμογέλασε.

«Εσείς οι δύο θα έρθετε στο κάστρο μαζί μου όπως σας είπα»

Τότε όμως είδε και την Έμμα και την πλησίασε. Την κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια μαγεμένος.

«Κοίτα να δεις! Αρχόντισσες και δεν έχουν τόση ομορφιά. Και εσύ θα έρθεις. Εσείς οι τρεις θα γίνετε υπηρέτες μου. Οι υπόλοιποι θα πουληθείτε ως σκλάβοι» είπε ψυχρά και μας άφησε.

Ένιωσα απέραντη ανακούφιση και αγκάλιασα την Έμμα.

«Τουλάχιστον θα είμαστε μαζί» της είπα και εκείνη μετά από τρεις μέρες χαμογέλασε.

«Μακάρι να είμαι και εγώ με τον αδερφό μου» είπε η Λουσίν.

Γύρισα και την κοίταξα.

Βρισκόταν δίπλα στον Τζορτζ ο οποίος ήταν κατακόκκινος, είχε ξαπλώσει. Κατάλαβα ότι έσβηνε.

Πήγα προς το μέρος τους και χαμογέλασα ενθαρρυντικά.

«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησα ξέροντας βέβαια ότι δεν μπορούσε να μου απαντήσει.

Εκείνος όμως ούτε που με κοίταξε. Ήταν άσχημα, πολύ άσχημα.

****


Δεν κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος, αλλά πετάχτηκα όρθια όταν άκουσα κραυγές και το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι.

Προσπαθούσαμε να δούμε από που έρχονται και τότε καταλάβαμε.

Η Λουσίν ούρλιαζε πάνω από τον Τζορτζ ο οποίος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.

Πήγα και την αγκάλιασα, προσπαθώντας να την κάνω να αισθανθεί καλύτερα, αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Είχε μείνει μόνη της στον κόσμο και αυτό ήταν μαχαίρι στην καρδιά.

Άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο άρχοντας και ο στρατηγός.

«Τι φωνές είναι αυτές;» ρώτησε ο Ντέιβιντ αγανακτισμένος.

Η Λουσίν τον κοίταζε με ένα βλέμμα που έσταζε δηλητήριο και του επιτέθηκε.

«Εσύ φταις, εσύ τον σκότωσες κάθαρμα, γουρούνι» έλεγε και τον χτυπούσε στο στήθος με τις γροθιές της.

Ο άρχοντας πλησίασε τον Τζορτζ και έβαλε το αυτί στο στήθος του φίλου μας.

«Είναι νεκρός. Θα τον πετάξουμε στην θάλασσα» είπε.

«Όχι, ποτέ. Πάνω από το πτώμα μου» είπε η Λουσίν την οποία την είχε πιάσει υστερία.

Όταν ήρθαν στρατιώτες να πάρουν το σώμα του προσπάθησε να τους εμποδίσει, αλλά ο άρχοντας την ακινητοποίησε.

«Κάτσε φρόνιμα μικρή» της είπε, αλλά εκείνη τον δάγκωσε.

Έβγαλε ένα βογγητό πόνου.

«Θα το πληρώσεις αυτό» της είπε και αμέσως έβγαλε το σπαθί και την σκότωσε μπροστά μας. «Πετάξτε και αυτήν τώρα» είπε και αφού έριξε μια ματιά σε όλους χαμογέλασε ειρωνικά.

«Τουλάχιστον θα είναι μαζί με τον αδερφό της. Δεν χαίρεστε;» είπε και έφυγε.

Το πως ένιωθα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί. Δεν είχα δύναμη να μιλήσω, να αναπνεύσω...

«Ο ένας μετά τον άλλον» είπε ο Γκάμπριελ.

«Όταν θα φτάσουμε στο κάστρο, δεν θα του φέρουμε ποτέ αντίρρηση» είπε η Έμμα τρομαγμένη.

«Μην μιλάτε σας παρακαλώ» τους είπα και πήγα να κοιτάξω από το παράθυρο.

Είδα το απέραντο γαλάζιο να απλώνεται και το μυαλό μου ταξίδεψε στο παρελθόν, όχι πολύ μακριά. Με τον Τζορτζ είχαμε αρραβωνιαστεί πριν τρεις εβδομάδες και τώρα δεν υπήρχε πια, ούτε οι γονείς μου υπήρχαν, ούτε ο θείος μου, ούτε ο Τζέιμς, ούτε τα ανίψια μου, ούτε η Λουσίν, ούτε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Όλα είχαν αλλάξει σε λίγες στιγμές μόνο και εγώ καθόμουν και σκεφτόμουν ότι το μέλλον μου ήταν αβέβαιο και ίσως να μην είχα και μεγάλο περιθώριο ζωής μπροστά μου.

«Λίριο, είσαι καλά;» άκουσα τον Γκάμπριελ να λέει πίσω μου και αισθάνθηκα ότι μου έπιασε τον ώμο.

Γύρισα και έπεσα στην αγκαλιά του και έβαλα τα κλάματα.

Οι περισσότεροι κλαίγαμε. Δεν μας άξιζε αυτό. Σε κανέναν μας.

Σκέφτηκα ότι ονειρευόμουν πως θα ήταν να κάνω οικογένεια με τον Τζορτζ. Δεν είχα προλάβει να τον αγαπήσω ως άνδρα, αλλά τον είχα αγαπήσει ως άνθρωπο. Έπειτα οι γονείς μου, δεν θα τους άκουγα να με λένε ξανά «Πούλια», δεν....

«Σταμάτα να σκέφτεσαι πια, αλλιώς θα τρελαθείς» είπα στον εαυτό μου και κοίταξα τον Γκάμπριελ.

«Πρέπει να επιβιώσουμε με κάθε τρόπο. Δεν θα ξεχάσουμε τους νεκρούς μας, θα τους έχουμε στην καρδιά μας και θα προσευχόμασταν για αυτούς, αλλά κύριος στόχος θα είναι η επιβίωση μας και ο Θεός ας μας βοηθήσει» είπα και έσφιξα τον σταυρό που είχα κρεμασμένο στο λαιμό μου.

Η πίστη ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει.