Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 4_ Ο Άντριου μέρος 1)

Όταν τελικά άκουσε ησυχία δισταχτικά κατέβασε τον μοχλό και η πόρτα της κρυψώνας του άνοιξε. Βγήκε κάνοντας δειλά βήματα και προσπάθησε να ακούσει κάποια ομιλία ή βήματα.

Τίποτα, επικρατούσε μια νεκρική σιγή.

Βγήκε εντελώς και κατέβασε ξανά τον μοχλό. Η πόρτα έκλεισε.

Τοποθέτησε όπως έκανε πάντα ένα τραπέζι από πάνω, έτσι να μην φαίνεται και με γοργά βήματα βγήκε από την εκκλησία και αυτό που αντίκρισε τον έκανε να δακρύσει. Σπάνια έκλαιγε, πάντα αντιμετώπιζε ότι του έφερνε η ζωή με αισιοδοξία και πίστη, αλλά μπροστά σε αυτό το θέαμα έσπασε.

Το χωριό ήταν κατεστραμμένο, τα σπίτια ήταν καμμένα, υπήρχαν νεκροί στον δρόμο και όλα πρόδιδαν ότι το χωριό είχε λεηλατηθεί.

Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό.

«Πώς άφησες να συμβεί αυτό Κύριε;» είπε και αφού έμεινε εκεί πεσμένος στα γόνατα για λίγη ώρα, σκούπισε τα δάκρυα του και σηκώθηκε.
Έτρεξε να ελέγξει όσους ήταν πεσμένοι, μήπως κάποιος ήταν ζωντανός, αλλά γρήγορα διαπίστωσε πως όλοι τους είχαν παραδώσει τις ψυχές τους με βίαιο τρόπο.

Κοίταξε γύρω του και ένιωσε να τον πνίγουν οι τύψεις. Είχε φανεί δειλός, είχε σώσει μόνο τον εαυτό του, ούτε το αγόρι που μεγάλωσε δεν σκέφτηκε να βοηθήσει. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δική του ζωή.

Πόσο ντρεπόταν!

Θα μπορούσε να σώσει και άλλους συγχωριανούς του, και άλλους συνανθρώπους του, πάντα στα κηρύγματα του έλεγε ότι έπρεπε να γινόμαστε θυσία για τον διπλανό μας, αλλά εκείνος είχε γυρίσει την πλάτη σε όλους αυτούς τους αθώους που τον θαύμαζαν και είχαν να πουν πάντοτε έναν καλό λόγο για το πρόσωπο του.

Δεν είχε φανεί αντάξιος του λειτουργήματος του. Ένας ιερέας πάντα πρέπει να είναι έτοιμος να κάνει το καλό για τους γύρω του, αλλά εκείνος προστάτεψε μόνο τον εαυτό του και τώρα οι δρόμοι του χωριού του είχαν γεμίσει με πτώματα νεκρών ανθρώπων που αγαπούσε.

Του ήρθε αναγούλα και έκανε να γυρίσει στην εκκλησία, όμως τότε άκουσε την φωνή κάποιου

«Πατέρα Ρίτσαρντ»

Γύρισε να δει τον άνθρωπο που τον φώναζε και συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Έντουαρντ ο θείος της Λίριο, ο πατέρας της Έμμα.

«Θεέ μου, ζεις» είπε ο ιερέας και έκανε τον σταυρό του.

«Μετά βίας» είπε αδύναμα και βόγκηξε.

Ένα βέλος είχε τρυπήσει τον θώρακα του, όταν έγινε αυτό ήταν μπροστά η Λίριο, αλλά τελικά δεν είχε πεθάνει.

«Μπορώ να σε βοηθήσω. Έχε πίστη Έντουαρντ» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Τον πήγε στην εκκλησία και έφερε κάποια βότανα. Ήξερε από ιατρική. Είχε ενδιαφερθεί να μάθει γιατί ήθελε να βοηθά όποιον είχε ανάγκη.

Του έβγαλε προσεχτικά το βέλος και καθάρισε την πληγή του, μετά άπλωσε το πολτό που είχε κάνει με τα βότανα και την έδεσε.

«Θα νιώσεις καλύτερα. Ξεκουράσου φίλε μου» του είπε. «Όλα θα πάνε καλά»

«Όταν θα βρω τις δυνάμεις μου, θα τους κηδέψουμε όπως τους αξίζει» είπε ο Έντουαρντ και αμέσως βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο ύπνο, ο οποίος όμως εκείνη την στιγμή θα τον ωφελούσε.

«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ και κοίταξε προς τον Εσταυρωμένο.

Ανάμεσα στους νεκρούς δεν είχε δει τον Γκάμπριελ ή την Λίριο.

«Θεέ μου, ας είναι αυτά τα παιδιά καλά. Προστάτεψε τα και βοήθησε να αναρρώσει γρήγορα ο Έντουαρντ. Συγχώρεσε με που φέρθηκα τόσο εγωιστικά, αλλά φοβήθηκα. Δεν έχω φοβηθεί ποτέ άλλοτε στην ζωή μου έτσι» μονολόγησε την προσευχή του με δάκρυα στα μάτια.

Έπειτα κοίταξε τον Έντουαρντ και χαμογέλασε.

Ήταν ζωντανός, αυτό είχε σημασία.

Από εδώ και πέρα θα έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει.



Ένα τράνταγμα με έκανε να ξυπνήσω τρομαγμένη.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα

«Φτάσαμε στο Άσλιρντ Λίριο» μου είπε ο Γκάμπριελ.

Τον παρατήρησα και πρόσεξα ότι είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.

«Δεν κοιμήθηκες καθόλου, ε;» τον ρώτησα.

«Όχι, δεν μπορούσα» απάντησε σφιγμένος.

Τον καταλάβαινα. Ήταν δύσκολο τέτοιες ώρες να κοιμηθεί κανείς, αλλά από ότι φαίνεται στην δική μου περίπτωση η κούραση νίκησε τον φόβο και την ταραχή που αισθανόμουν και μπόρεσα να κοιμηθώ έστω και για λίγο.

«Τι θα γίνει τώρα;» είπε η Έμμα δίπλα μου και μου έπιασε το μπράτσο.

«Δεν ξέρω Έμμα μου, αλλά ας μην αφήνουμε τον πανικό να μας κυριεύει» είπα και πρόσεξα ότι κατά κάποιον τρόπο ήμουν ήρεμη.

Πού την είχα βρει όλη αυτήν την ψυχραιμία; Εγώ που με το παραμικρό αγχωνόμουν! Πώς μπορούσα και ήμουν ήρεμη τέτοιες στιγμές, μετά από όσα είχαν συμβεί; Μέσα μου είχα μια... αχνή ελπίδα; Ναι, είχα ελπίδα πως θα προέκυπτε κάτι καλό.

Μάλλον είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, δεν εξηγείται αλλιώς. Ποιος νοήμων άνθρωπος θα μπορούσε να είναι αισιόδοξος μετά από όσα είχαμε περάσει;

Αλλά τότε μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια που μου είχε πει ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Η αισιοδοξία κορίτσι μου προκύπτει από την πίστη η οποία αν έχει ριζώσει στην καρδιά του ανθρώπου δίνει φως ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές μας. Ότι και να συμβεί όσο άσχημο ναι να είναι ας μην ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Πάντα υπάρχει Κάποιος που μας αγαπά και που μεριμνά για την προστασία μας»

Άρα αυτό ήταν! Ακόμα και τώρα μετά από αυτή την φρίκη που είχαμε ζήσει εγώ συνέχιζα να ελπίζω για το καλύτερο διότι δεν είχα χάσει την πίστη μου. Τελικά μας είχε διδάξει σπουδαία πράγματα ο πατέρας Ρίτσαρντ και τώρα όμως ήταν νεκρός. Αλλά ήμουν σίγουρη ότι η ψυχή του είχε αναπαυτεί.

«Λίριο, τι σκέφτεσαι;» άκουσα τον Γκάμπριελ να με ρωτάει βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.

«Θυμάμαι όσα μας είχε πει ο πατέρας Ρίτσαρντ και ελπίζω για το καλύτερο δυνατό, Γκάμπριελ» του απάντησα ειλικρινά.

Εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη και είδα ότι η Έμμα γέλασε ειρωνικά, αλλά δεν νομίζω ότι ήθελε να με προσβάλλει.

«Προσωπικά δεν ξέρω αν πιστεύω πια σε τίποτα» μου είπε έπειτα. «Έχω χάσει τα πάντα»

Γύρισα και την κοίταξα και τα μάτια μου βούρκωσαν.

Είχε χάσει πατέρα, μητέρα, τον άνδρα της, τα παιδιά της και είχε κακομεταχειριστεί.

Αλλά και εγώ δεν βρισκόμουν σε καλύτερη κατάσταση. Είχα χάσει και εγώ δικούς μου ανθρώπους, αλλά μπορούσα να την καταλάβω. Δεν της απάντησα. Ο καθένας βίωνε διαφορετικά ότι περνούσαμε και το ερμήνευε με τον δική του οπτική.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο άρχοντας.

«Φτάσαμε στο βασίλειο μου» είπε αλαζονικά. «Προχωρήστε. Θα κατέβουμε από το πλοίο»

Εμείς υπακούσαμε.

Οι στρατιώτες μας κατέβασαν.

Ο άρχοντας μας πλησίασε.

«Τις δύο κοπέλες και το αγόρι Ντέιβιντ οδήγησε τους στο κάστρο. Τους υπόλοιπους διέταξε τους στρατιώτες να τους πάνε στην αγορά για το σκλαβοπάζαρο» είπε στον στρατηγό.

«Μάλιστα αφέντη μου! Τον ακούσατε, εμπρός» είπε στους στρατιώτες.

Οι περισσότεροι στρατιώτες πήραν τους συγχωριανούς μας μακριά μας, ενώ ο Ντέιβιντ με άλλους πέντε έμειναν κοντά σε εμένα, τον Γκάμπριελ και την Έμμα.

«Προχωρήστε» μας πρόσταξε ο αξιωματικός και εμείς θέλοντας και μη υπακούσαμε.

Περπατούσαμε αρκετή ώρα όταν ξεπρόβαλε το κάστρο.

Εντυπωσιάστηκα, δεν είχα δει τέτοιο οικοδόμημα ξανά.

Όταν φτάσαμε είδαμε απέξω από το κάστρο κάποιους ανθρώπους. Προφανώς ήταν υπηρέτες.

«Νάλα έλα εδώ αμέσως» είπε ο Ντέιβιντ και μια κοπέλα με καστανά σγουρά μαλλιά μέχρι τους αγκώνες και καστανά μάτια μας πλησίασε.

«Μάλιστα» είπε με σεβασμό.

«Αυτοί είναι οι νέοι μας υπηρέτες από την λεηλασία. Δείξε τους τα κατατόπια, δώσε τους να φάνε και να ξεκουραστούν. Από αύριο ξεκινούν δουλειά» είπε ο στρατηγός.

«Φυσικά στρατηγέ Ντέιβιντ» είπε η κοπέλα με πλήρη υποταγή.

Τότε ακούσαμε καλπασμούς.

Γυρίσαμε και είδαμε έναν άνδρα να περνάει την πύλη του κάστρου πάνω στο άλογο και να πλησιάζει. Ήταν νέος σε ηλικία αλλά φαινόταν λίγο μεγαλύτερος μας. Είχε κοντά γένια, μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σου τραβούσαν την προσοχή. Είχε κάτι το ιδιαίτερο πάνω του, κάτι μεγαλοπρεπές. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τον κοιτάζω.

Εκείνος μας έριξε μια ματιά και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν.

Αμέσως κατέβασα το κεφάλι. Ένιωσα απίστευτη αμηχανία.

«Ποιοι είναι αυτοί Ντέιβιντ;» ρώτησε με βαριά φωνή.

«Είναι οι νέοι υπηρέτες άρχοντα Άντριου. Ο πατέρας σας διέταξε να φέρουμε συγκεκριμένα αυτούς εδώ και τους υπόλοιπους αιχμάλωτους τους πήγαμε στην αγορά»

«Είναι από την νέα κατάκτηση, σωστά;»

«Μάλιστα αφέντη μου»

«Ωραία, καλώς ήρθατε στο Άσλιρντ. Υπηρετήστε μας σωστά και θα είστε ικανοποιημένοι με τις ζωές σας εδώ» είπε με σταθερή φωνή, χτύπησε τα χαλινάρια του αλόγου και απομακρύνθηκε.

«Ακολουθήστε με σας παρακαλώ» ακούσαμε την νεαρή υπηρέτρια να μας λέει και αμέσως κάναμε ότι μας είπε.

Μας οδήγησε στο εσωτερικό του κάστρου.

«Ονομάζομαι Νάλα. Λυπάμαι για ότι σας συνέβη. Και εγώ κατέληξα εδώ μετά την λεηλασία του τόπου μου. Καταλαβαίνω απόλυτα πως νιώθετε, αλλά με τον καιρό θα συνηθίσετε όπως έκανα και εγώ» μας είπε κοιτάζοντας μας με συμπόνια.

Εμείς αφού συστηθήκαμε μας καλωσόρισε και μας είπε ότι θα μας έδειχνε το κάστρο.

«Πόσο χρονών είσαι;» την ρώτησα.

«Δεκαεφτά. Με πήραν από τα μέρη μου πριν τρία χρόνια. Στα δεκατέσσερα μου κατέληξα υπηρέτρια» είπε και διακρίναμε την πικρία στην φωνή της. «Αλλά όπως είπα όλα συνηθίζονται»

Τώρα που την πρόσεχα καλύτερα έβλεπα ότι είχε όμορφα χαρακτηριστικά και καλοσυνάτο πρόσωπο.

«Ποιος ήταν ο άνδρας που είδαμε πριν;» ρώτησε η Έμμα.

«Είναι ο άρχοντας Άντριου, γιος και διάδοχος του άρχοντα Κλάους που διοικεί το Άσλιρντ»

«Του ανθρώπου που αποφάσισε για την μοίρα μας» σκέφτηκα.

«Τι άνθρωπος είναι ο άρχοντας;» ρώτησα.

«Ποιος από τους δύο; Ο πατέρας ή ο γιος;» ρώτησε αλλά δίχως να περιμένει απάντηση συμπλήρωσε «Ο άρχοντας Κλάους είναι ένας αδίστακτος και απάνθρωπος που το μόνο που θέλει είναι να σπέρνει τον πανικό και τον φόβο στους γύρω του. Όλοι θέλει να υποκλίνονται μπροστά του» είπε σιγανά και κοίταξε γύρω της μήπως υπάρχει κάποιος, αλλά ήμασταν μόνο εμείς.

«Και ο γιος του;» ρώτησε ο Γκάμπριελ.

«Ο γιος του είναι πολύ διαφορετικός. Έχει αρχές, είναι ευγενής. Θέλει να τον σέβονται και όχι να τον φοβούνται. Έχει πάει σε πολέμους, αλλά σιχαίνεται τις επεκτατικές εκστρατείες του πατέρα του. Δεν παίρνει μέρος, είναι αντίθετος προς αυτό» είπε.

Μία ανακούφιση πλημμύρισε την καρδιά μου. Εκτός από εμφανίσιμος ήταν και έντιμος.

«Πόσο χρονών είναι;» ρώτησα.

«Είκοσι πέντε»

Φτάσαμε σε έναν διάδρομο.

«Εδώ αριστερά είναι τα δωμάτια σας. Εδώ μένουν οι γυναίκες. Και εσύ Γκάμπριελ θα μένεις στα δωμάτια της άλλης πλευράς του κάστρου που είναι για τους άνδρες. Τώρα ελάτε να σας πάω στα λουτρά να κάνετε ένα μπάνιο και μετά να ξαπλώσετε διότι αύριο θα ξεκινήσετε. Έμμα, Λίριο θα βοηθάτε στην κουζίνα και στην καθαριότητα. Εσύ Γκάμπριελ θα είσαι υποθέτω στα κτήματα. Μετά το μπάνιο θα σε οδηγήσω εκεί, ώστε να μιλήσεις με τον υπεύθυνο και να σε κατατοπίσει» συνέχισε να μας λέει η Νάλα.

Όταν φτάσαμε στα λουτρά είπε στον Γκάμπριελ ότι τα ανδρικά ήταν αριστερά, ενώ εμείς θα πηγαίναμε δεξιά.

Αυτό κάναμε λοιπόν.