Όταν τελειώσαμε η Νάλα οδήγησε τον Γκάμπριελ στα κτήματα όπου μίλησαν με τον άνθρωπο που είχε την εποπτεία και έπειτα πήγαμε όλοι στα δωμάτια μας.
Εγώ και η Έμμα θα μοιραζόμασταν το ίδιο.
«Πώς αισθάνεσαι;» την ρώτησα.
«Ήδη μου λείπει το χωριό μας και οι άνθρωποι μας Λίριο μου» μου απάντησε.
«Όπως είπε και η Νάλα θα συνηθίσουμε»
«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;» με ρώτησε με δυσπιστία.
«Ναι, ξαδέρφη μου. Ο χρόνος θα επουλώσει τις πληγές μας» της είπα. «Άλλωστε ο άρχοντας Άντριου όπως μας είπε η Νάλα και από ότι φάνηκε είναι καλός άνθρωπος»
«Και ο πατέρας του Λίριο; Τον ξέχασες. Είμαστε εδώ γιατί μας θέλει για τον εαυτό του. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» είπε δυνατά.
«Έμμα μου... διατήρησε την ψυχραιμία σου» της είπα και πήγα να την αγκαλιάσω.
«Τι μου λες; Ακούς τα λόγια σου; Ο μόνος που με είχε αγγίξει ήταν ο Τζέιμς. Ήμουν μόνο δική του και αυτοί οι άνανδροι με ανάγκασαν να τους δοθώ. Και τώρα αυτός ο άθλιος μας έχει εδώ για να του ικανοποιούμε τις επιθυμίες του, αλλά δεν θα το ανεχτώ αυτό. Αρκετά πόνεσα» μου είπε με δάκρυα στα μάτια.
«Τι θα κάνεις;» την ρώτησα.
«Θα φύγω με την πρώτη ευκαιρία από εδώ μέσα. Δεν θα καθίσω να υπηρετώ τον άνθρωπο που ευθύνεται για τον χαμό των αγαπημένων μου»
«Δεν νομίζω ότι είναι συνετό αυτό»
«Δεν με αφορά τι πιστεύεις. Εγώ μίλησα. Θα κάνω πράξη αυτό που λέω. Άμεσα» αντιμίλησε αποφασιστικά εκείνη.
****
Όταν βράδιασε η Νάλα μας φώναξε στην κουζίνα για να φάμε. Εκεί συναντήσαμε και άλλους υπηρέτες και μας έκαναν να αισθανθούμε όμορφα μαζί τους.
Ξαφνικά ενώ τρώγαμε μπήκε μέσα ο άρχοντας Κλάους και όλοι αυτόματα σηκωθήκαμε.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε εμένα, την ξαδέρφη μου και τον Γκάμπριελ..
«Ελπίζω να εξοικειωθήκατε με το νέο σας σπίτι» μας είπε.
Δεν μίλησε κανένας μας.
«Δεν έχετε μάθει να απαντάτε όταν σας απευθύνουν τον λόγο;» είπε ειρωνικά.
«Μάλιστα άρχοντα μου. Το κάστρο σας είναι θαυμάσιο!» βιάστηκα να πω.
«Έξοχα! Όμως επειδή μπορεί να σκέφτεστε τίποτα περίεργες ιδέες να δραπετεύσετε, να σας ενημερώσω ότι όποιος έχει προσπαθήσει να διαφύγει από εδώ δεν τα έχει καταφέρει και μάλιστα η τιμωρία του ήταν θάνατος. Θα σας πουν και οι υπόλοιποι που δουλεύουν στο σπιτικό μου χρόνια. Οπότε να μην σας απασχολώ άλλο... καλή σας όρεξη» είπε και έφυγε έχοντας ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη του.
«Λέει την αλήθεια. Πολλοί έχουν δοκιμάσει να φύγουν, αλλά κανείς δεν μπόρεσε. Όταν τους έπιανε τους σκότωνε. Και όχι ακαριαία. Τους βασάνιζε για μέρες» μας είπε η μαγείρισσα.
Κοίταξα την Έμμα που είχε χάσει το χρώμα της και δεν έφαγε τίποτα μετά από όσα ακούσαμε.
****
Όταν γυρίσαμε στο δωμάτιο μας ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας.
«Τι θα κάνουμε Λίριο;» με ρώτησε.
Ήμουν σίγουρη ότι είχε αλλάξει πλέον γνώμη σχετικά με το να προσπαθήσει να φύγει.
«Θα προσπαθήσουμε να επιβιώσουμε Έμμα. Για την ώρα, ας προσπαθήσουμε να κοιμηθούμε. Από αύριο ξεκινάει μια νέα ζωή» της είπα και έκλεισα τα μάτια μου.
Αμέσως βυθίστηκα σε έναν ύπνο γεμάτο όνειρα. Και μέσα στα όνειρα μου υπήρχε και ένα πρόσωπο ενός ανθρώπου που είχα μόλις γνωρίσει και που θα άλλαζε όλη μου την ζωή.
****
Το επόμενο πρωί εγώ και η Έμμα ξυπνήσαμε με το χάραμα. Νιώθαμε και οι δύο ξεκούραστες και γεμάτες δύναμη.
Πήγαμε στην κουζίνα και εκεί βρήκαμε την Νάλα η οποία μας καλημέρισε με ένα θερμό χαμόγελο.
«Πώς κοιμηθήκατε;» μας ρώτησε.
«Καλά! Νιώθουμε πολύ καλύτερα. Χρειαζόμασταν ξεκούραση μετά από όσα έγιναν τις τελευταίες ημέρες» είπα.
Η Νάλα μας κοίταξε με κατανόηση, αλλά δεν μίλησε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε;
«Λοιπόν, ελάτε να σας δείξω τι πρέπει να κάνετε. Λοιπόν Έμμα εσύ θα αναλάβεις την κουζίνα και τα γυναικεία δωμάτια, Λίριο εσύ την αυλή και τα ανδρικά δωμάτια» μας είπε με περίσσιο ενθουσιασμό και μας έδωσε ένα πανί, έναν μικρό κουβά με νερό, και μια ξύλινη σκούπα στην καθεμιά μας.
«Θα πάω στα ανδρικά;» ρώτησα προβληματισμένη.
«Ναι, αλλά μην ανησυχείς. Κανείς δεν θα είναι εκεί» μου είπε η Νάλα και αφού χαμογέλασε μας είπε ότι πρέπει να πάει να ξεκινήσει τις δουλειές της διότι η μέρα ήταν μικρή και οι δουλειές πολλές και έφυγε από την κουζίνα.
«Εμείς τι κάνουμε;» με ρώτησε η Έμμα έχοντας τα λίγο χαμένα.
Όχι ότι εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση.
«Ότι μας είπε. Αυτό θα κάνουμε ξαδέρφη» της είπα και μαζί με όσα μου είχε δώσει η Νάλα κατευθύνθηκα προς την αυλή.
Άρχιζα να σκουπίζω και μετά από λίγη ώρα ο άρχοντας Άντριου βγήκε και αυτός έξω.
Αυθόρμητα υποκλίθηκα.
«Καλημέρα κορίτσι» μου είπε
«Καλημέρα άρχοντα μου» του απάντησα με σκυμμένο το κεφάλι.
«Σε παρακαλώ σήκωσε το βλέμμα σου»
Εγώ έκανα ότι μου είπε.
Αντίκρισα πάλι το πρόσωπο του και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γοργά.
Είδα ότι και εκείνος με παρατηρούσε και ένιωσα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν.
«Ποιο είναι το όνομα σου;» με ρώτησε.
«Λίριο» απάντησα.
«Λίριο! Πολύ όμορφο!» είπε και χαμογέλασε αχνά.
Εγώ δεν ήξερα όμως τι έπρεπε να πω.
«Σας ευχαριστώ άρχοντα μου» είπα τελικά και ένα χαμογέλασα.
«Πόσο χρονών είσαι Λίριο;»
«Δεκαοχτώ»
«Σου λείπει ο τόπος σου; Να ξέρεις ότι λυπάμαι για ότι σου συνέβη. Δεν έκανες τίποτα για να γίνεις από την μια στιγμή στην άλλη υπηρέτρια. Οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και πρέπει να παραμένουν έτσι»
Είχα ξαφνιαστεί από τα λόγια του.
«Λένε ότι είστε έντιμος. Είναι αλήθεια τελικά» του είπα
«Προσπαθώ. Θέλω να έχω την συνείδηση μου καθαρή. Δεν θέλω να είμαι όπως ο πατέρας μου»
«Ο σκοπός είναι να προσπαθούμε να γινόμαστε ολοένα και καλύτεροι. Είμαι σίγουρη ότι είστε σε σωστό δρόμο άρχοντα μου» του είπα.
Ένιωθα μεγάλη οικειότητα μαζί του.
Εκείνος με κοίταξε κατάματα.
«Μακάρι! Αν κάποιος σου φερθεί άσχημα είτε είναι στρατιώτης, είτε ο πατέρας μου θα έρθεις αμέσως να μου το πεις. Το ίδιο ισχύει και για το παλικάρι και την άλλη την κοπέλα που τους έφεραν μαζί σου εχθές» μου είπε.
«Ευχαριστούμε άρχοντα μου» είπε μην μπορώντας να σταματήσω να τον κοιτάζω.
«Μην με ευχαριστείς. Δεν είναι τίποτα αυτό που κάνω. Ο πατέρας μου σας έκλεψε την ζωή, αλλά εγώ θα είμαι προστάτης σου... προστάτης σας εννοώ» είπε τα τελευταία του λόγια γρήγορα.
Έπειτα με χαιρέτησε και απομακρύνθηκε και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω μέχρι να χαθεί από το οπτικό μου πεδίο.
****
Είχε ξημερώσει πια και ο Γκάμπριελ μαζί με άλλους άνδρες βρισκόταν στα κτήματα και έσκαβαν. Έσκαβαν για πολλή ώρα. Ο Γκάμπριελ αισθανόταν ότι οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν.
Κάποια στιγμή σταμάτησε και έκατσε να ξεκουραστεί.
«Δεν μπορώ άλλο» είπε. «Θα σταματήσω για λίγο και μετά ξανά»
Ένας στρατιώτης τον πλησίασε.
«Γιατί σταμάτησες;» φώναξε.
«Δεν αντέχω. Αφήστε με να πάρω μια ανάσα σας παρακαλώ» είπε και η ανάσα του έβγαινε βαριά.
«Θα ξεκουραστείτε όλοι όταν το πω εγώ. Σήκω και συνέχισε να σκάβεις» φώναξε ο στρατιώτης.
Έτυχε εκείνη την ώρα να περνάει από εκεί ο Άντριου πάνω στο άλογο και πλησίασε.
«Τι συμβαίνει στρατιώτη;» ρώτησε.
«Αυτό το αγόρι που ήρθε εχθές αρνείται να σκάψει άρχοντα μου»
«Το μόνο που ζητάω είναι λίγη ώρα να ξεκουραστώ και θα συνεχίσω» είπε ο Γκάμπριελ.
Ο Άντριου σήκωσε το χέρι του σαν ένδειξη ότι ήθελε να σταματήσει να μιλά ο Γκάμπριελ και εκείνος σώπασε.
«Τέλος η δουλειά για τώρα. Το απόγευμα ξανά. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε»
«Μα, άρχοντα μου ο πατέρας σας έχει διατάξει...» είπε ο στρατιώτης.
«Με εμένα όμως μιλάς τώρα και εγώ σου δίνω την εντολή να αφήσεις αυτούς τους ανθρώπους να ξεκουραστούν. Αν το μάθει ο πατέρας μου και σου ζητήσει τον λόγο θα πάρω εγώ την ευθύνη»
«Μάλιστα κύριε μου» είπε ο στρατιώτης.
«Ευχαριστούμε άρχοντα Άντριου. Είστε μεγαλόψυχος!» είπε ένας που δούλευε στα κτήματα.
Εκείνος έκανε ένα νεύμα και αφού χτύπησε τα γκέμια του αλόγου απομακρύνθηκε αφήνοντας πίσω τον Γκάμπριελ έκπληκτο.
****
Πέρασαν κάποιες μέρες και είχαμε προσαρμοστεί τόσο εγώ όσο και η Έμμα με τον Γκάμπριελ.
Είχαμε συζητήσει για το πως μας φαινόταν ο άρχοντας Άντριου και είχαμε συμφωνήσει στο ότι ήταν ένας ηθικός άνθρωπος, σε αντίθεση βέβαια με τον πατέρα του που συνεχώς πρόσβαλε τον οποιονδήποτε με την πρώτη ευκαιρία.
****
Μια μέρα έτρεχα μέσα στους διαδρόμους του κάστρου, έπρεπε να πάω γρήγορα να βοηθήσω την Έμμα, αλλά έπεσα πάνω σε κάποιον και δεν ήταν άλλος από τον άρχοντα Άντριου.
«Με συγχωρείτε» είπε ντροπιασμένη.
«Μην αισθάνεσαι άσχημα» μου είπε και μου έπιασε το μπράτσο και αμέσως ένιωσα μια θαλπωρή στο άγγιγμα του.
«Ευχαριστώ για την κατανόηση σας»
«Πώς είσαι Λίριο;» με ρώτησε και φάνηκε το ενδιαφέρον του να ήταν ειλικρινές.
Επίσης θυμόταν το όνομα μου.
«Καλά, προσαρμόζομαι σιγά-σιγά» του είπα χαμογελώντας.
«Δεν έχεις κάποιο παράπονο; Δεν σου φέρθηκε κάποιος με ασέβεια;»
«Όχι, δεν έχει γίνει το οτιδήποτε εις βάρος μου»
«Χαίρομαι. Μπορείς να πηγαίνεις. Να μην σε καθυστερώ»
Του χαμογέλασα και απομακρύνθηκα αλλά αφού είχα κάνει κάποια βήματα γύρισα προς το μέρος του.
«Άρχοντα Άντριου» είπα
Εκείνος με κοίταξε στα μάτια και με έκανε να χάσω έναν χτύπο από την καρδιά μου.
«Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και την ευγένεια σας. Ο Θεός να σας έχει καλά» του είπα.
«Να μας έχει όλους καλά» είπε και μου χάρισε ένα χαμόγελο και εγώ αισθάνθηκα ότι πετούσα από την χαρά μου.
****
Όταν πήγα να βρω την Έμμα της διηγήθηκα τι είχε διαδραματιστεί και εκείνη με κοίταζε χωρίς όμως να της κάνει πια εντύπωση. Είχε καταλάβει τι άνθρωπος ήταν ο νεότερος άρχοντας.
«Ευτυχώς που έπεσες πάνω σε εκείνον και όχι στον πατέρα του» μου είπε.
Μόνο στην ιδέα ανατρίχιασα.
«Θα με είχε σκοτώσει» είπα και το πίστευα στα αλήθεια.
Η Έμμα κούνησε το κεφάλι της. Ήξερε ότι μιλούσα σοβαρά.
«Ξέρεις Έμμα νιώθω περίεργα, ένα πολύ πρωτόγνωρο συναίσθημα» της είπα.
«Τι εννοείς;» με ρώτησε με απορία.
«Νιώθω μεγάλη εκτίμηση προς τον άρχοντα Άντριου, είναι ευγενής, έντιμος και όμορφος» είπα προφέροντας την τελευταία λέξη σιγανά.
«Τι είπες;» με ρώτησε η ξαδέρφη μου γουρλώνοντας τα μάτια.
«Κάθε φορά που τον βλέπω αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα»
«Όχι, όχι. Δεν μπορείς Λίριο. Είναι ο αφέντης μας και εμείς υπηρέτριες του, δεν μπορείς να είσαι ερωτευμένη μαζί του»
«Ερωτευμένη;» σκέφτηκα.
Τον ήξερα μία εβδομάδα μόνο, όμως αισθανόμουν τόσο όμορφα. Ήθελα να είμαι συνέχεια δίπλα του, ναι μάλλον τον είχα ερωτευτεί. Από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση. Την πρώτη μέρα που φτάσαμε στο κάστρο και τον είδα στην είσοδο.
Εκείνος όμως; Όποτε μπορούσε μου χαμογελούσε και ήταν ευγενικός μαζί μου. Σε κάθε ευκαιρία με άγγιζε, αλλά ίσως να ήταν απλή καλοσύνη.
«Ίσως να είμαι» είπα τελικά και τα μάγουλα μου κοκκίνισαν.
Η Έμμα με κοίταζε παράξενα.
«Δεν μπορώ να πω τίποτα. Μην το μάθει μόνο ο Γκάμπριελ. Θα στενοχωρηθεί πολύ» μου είπε και ήξερα ότι είχε δίκιο.
Τότε ένας στρατιώτης μας πλησίασε.
«Ο άρχοντας Κλάους διέταξε να πας εσύ στους στάβλους να καθαρίσεις» είπε κοιτάζοντας με.
«Στους στάβλους;» ρώτησα με απορία.
«Ναι, τι κάθεσαι και με κοιτάς; Πήγαινε και γρήγορα» μου είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Εγώ αν και ήμουν ξαφνιασμένη πήγα. Ποτέ δεν με είχαν στείλει να καθαρίσω τους στάβλους. Και κανένας υπηρέτης δεν είχε αυτό το καθήκον. Αυτό ήταν χρέος του σταβλάρχη.
Ενώ σκεφτόμουν αυτά τελικά έφτασα εκεί και κοίταξα γύρω μου. Πρώτη φορά πήγαινα στους στάβλους.
Καθώς περιεργαζόμουν τον χώρο γύρω μου ένιωσα κάποιον να με πιάνει από πίσω και έβγαλα μια κραυγή.
Όταν γύρισα να δω ποιος είναι αντίκρισα τον στρατηγό Ντέιβιντ.
«Γεια σου» μου είπε έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του γεμάτο χαιρεκακία.
«Τι συμβαίνει; Με έστειλαν να καθαρίσω τους στάβλους» είπα.
«Εγώ είπα στον στρατιώτη να σου το πει για να έρθεις εδώ. Ήθελα να μου κάνεις λίγη παρέα» μου είπε και με χάιδεψε στο μάγουλο.
«Άφησε με» φώναξα αλλά ο άνδρας μου έδωσε ένα χαστούκι και με έριξε κάτω.
«Κλείσε το στόμα σου κορίτσι» μου είπε και έβγαλε την μπλούζα του.
«Μην με πλησιάζεις. Βοήθεια» φώναξα με όλη μου την δύναμη απελπισμένη.
Ο στρατηγός γέλασε.
«Κανείς δεν θα έρθει να σε σώσει μικρή. Θα γίνεις δική μου. Κρίμα να πηγαίνει χαμένη τόση ομορφιά. Ας την χαρώ εγώ λοιπόν» είπε και με άρπαξε από τους καρπούς.
Με οδήγησε πιο βαθιά στους στάβλους και με έριξε πάνω σε μια στοίβα με άχυρα.
Τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα.
«Σε ικετεύω μην το κάνεις. Λυπήσου με» του είπα.
«Σου είπα να μην μιλάς» μου φώναξε.
«Όχι, μη... Βοήθεια» ούρλιαξα ξανά.
«Εσύ δεν ακούς τι σου λένε» μου είπε και άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου.
«Μείνε μακριά μου» είπα και τότε ακούστηκε μια φωνή από πίσω του να φωνάζει το όνομα του στρατηγού.
Ήταν ο Άντριου.
Μία σπίθα ελπίδας άναψε στην ψυχή μου.
Δεν θα με άφηνε στα χέρια αυτού του άθλιου. Θα με βοηθούσε.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο Άντριου και το βλέμμα του έπεσε πάνω μου και αισθάνθηκα απίστευτη αγαλλίαση.
«Απλώς είπα να διασκεδάσω λίγο με το κορίτσι άρχοντα μου» είπε ο Ντέιβιντ.
«Χωρίς την θέληση της παρόλα αυτά» είπε ο Άντριου.
«Είναι μόνο μια υπηρέτρια»
Ο Άντριου τον έπιασε από τον λαιμό.
«Μην σου περάσει ξανά η ιδέα από το μυαλό σου να την βλάψεις γιατί θα με βρεις απέναντι σου» του είπε. «Το κατάλαβες;» φώναξε.
Ο Ντέιβιντ έγνεψε ναι και ο άρχοντας τον άφησε.
Ήρθε προς το μέρος μου και με πήρε στην αγκαλιά του.
Δεν πίστευα ότι είχα σωθεί.
«Ευχαριστώ» είπα.
«Ησύχασε» μου είπε εκείνος στοργικά.
Βγήκαμε από τους στάβλους και απομακρυνθήκαμε και μόνο τότε με άφησε από τα χέρια του.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε.
«Μάλιστα. Και πάλι σας ευχαριστώ»
«Λυπάμαι για όσα περνάς» μου είπε και πήρε στα χέρια του μια τούφα από τα μαλλιά μου.
Εγώ δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Απλώς τον κοίταζα στα μάτια, αλλά γρήγορα συνήλθα και έκανα κάποια βήματα προς τα πίσω.
Έπειτα άρχισα να τρέχω προς το κάστρο. Είχα νιώσει μεγάλη αμηχανία.
Βρήκα την Νάλα, τον Γκάμπριελ και την Έμμα και τους είπα τι είχε γίνει.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε ο Γκάμπριελ ανήσυχος.
«Ναι, μην ανησυχείς»
«Ευτυχώς που άκουσε τις φωνές σου ο άρχοντας» είπε η Νάλα.
«Ήσουν τυχερή» είπε η Έμμα και μια σκιά σκέπασε τα μάτια της.
Κατάλαβα τον λόγο, είχε περάσει δύσκολα και για εκείνη δεν είχε βρεθεί κανείς να την γλιτώσει από όσους θέλησαν να της κάνουν κακό και η ατυχία της δεν σταμάτησε εκεί. Σύντομα μάθαμε ότι το βράδυ της επόμενης ημέρας ο άρχοντας Κλάους ήθελε να πάει στο δωμάτιο του.
Η Έμμα ήταν απαρηγόρητη. Έκλαιγε με λυγμούς και εγώ μάταια στο δωμάτιο μας προσπαθούσα να την ηρεμήσω.
Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα και όταν άνοιξα είδα τον Άντριου.
«Άρχοντα μου» είπα.
«Συγνώμη που ενοχλώ Λίριο. Μπορώ να περάσω;»ρώτησε.
«Φυσικά!» είπα και του έκανα χώρο.
Μπήκε στο δωμάτιο και είδε την Έμμα που σπάραζε στο κλάμα.
«Για σένα ήρθα. Ίσως μπορώ να κάνω κάτι» της είπε.
Εκείνη τον κοίταξε με περιέργεια.
«Τι εννοείτε;» τον ρώτησε.
Έβγαλε ένα φιαλίδιο από την τσέπη του.
«Αυτό το υγρό προκαλεί πυρετό ο οποίος έχει διάρκεια μισή ώρα μόνο. Μόνο λίγες γουλιές χρειάζεται για να ανέβει η θερμοκρασία του σώματος σου. Θα πεις ότι αρρώστησες και όταν κάποιος θα έρχεται για έλεγχο θα πίνεις λίγο από αυτό εδώ. Θα μπορέσεις να αποφύγεις τον πατέρα μου για κάποιες μέρες. Μετά κάτι άλλο θα σκεφτώ» είπε και της έδωσε το μπουκαλάκι.
«Χίλια ευχαριστώ άρχοντα μου» του είπε η ξαδέρφη μου γεμάτη ευγνωμοσύνη.
Εκείνος χαμογέλασε και αφού μας καληνύχτισε έφυγε.
«Είναι καλός άνθρωπος» είπα.
Η Έμμα με αγκάλιασε χαρούμενη.
«Ας είναι καλά» είπε.
Το ίδιο ευχόμουν και εγώ. Να είναι καλά διότι πέρα από τα συναισθήματα που άρχιζα να έχω για αυτόν, ήξερα ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να μας προσφέρει βοήθεια μέσα σε εκείνο το κάστρο.