Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 5_Προκαταλήψεις μέρος 2)

Έψαχνα να βρω την Έμμα, αλλά δεν ήταν πουθενά. Το είχα πει και στον Γκάμπριελ, αλλά ούτε εκείνος την είχε βρει.

Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε.

«Πού είναι πια; Έψαξα σε όλο το κάστρο» μου είπε.

Τότε την είδαμε να την σέρνουν άνθρωποι της Ιεράς Εξέτασης.

«Αφήστε με. Δεν έχω κάνει τίποτα κακό» έλεγε κλαίγοντας.

«Έμμα» ούρλιαξα. «Κάτω τα χέρια σας από πάνω της»

Ο Γκάμπριελ με συγκράτησε πριν τους επιτεθώ.

«Αυτό είναι αδιανόητο!» είπε ο Άντριου στον Λίαμ που ήταν πιο πίσω μαζί με τον Κλάους.

«Είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτήν την κοπέλα» είπε ο άρχοντας. «Δεν μπορείς να την πάρεις».
«Αν πείτε έστω και μια λέξη ακόμα, θα σας κρίνω ότι είστε με το μέρος της, άρα και εσείς είστε πολέμιοι της πίστης μας» είπε ο ιεροεξεταστής.

Μόλις το άκουσαν αυτό κανείς τους δεν μίλησε ξανά.

Ο άλλος διέταξε τους άνδρες του να οδηγήσουν την Έμμα έξω από το κάστρο και εγώ έτρεξα από πίσω τους.

«ΛΙριο, βοήθησε με» μου είπε πριν την βάλουν στην άμαξα και φύγουν.

Εγώ γονάτισα στην είσοδο του κάστρου συντετριμμένη. Μόλις είχα χάσει την τελευταία μου συγγενή.

Όμως για πρώτη φορά στην ζωή μου χάρηκα που τα μαλλιά μου δεν είχαν κόκκινο χρώμα.

****

Ο πατέρας Ρίτσαρντ ήταν χαρούμενος που είχε φτάσει στο Άσριλντ. Ο Έντουαρντ είχε σωθεί και τον είχε συνοδεύσει ως εκεί. Ο παπάς, του είχε πει ότι θα έβρισκαν την κόρη και την ανιψιά του και ευχόταν και εκείνος να βρει τον Γκάμπριελ.

Ήταν και οι τρεις τους νέοι, σίγουρα κάποιος θα τους είχε πάρει στην δούλεψη του.

Είχαν φτάσει μόλις δύο ημέρες πριν.

Όταν ξημέρωσε η τρίτη μέρα εκείνος πήγε στο φρούριο της Ιεράς Εξέτασης. Του έφερνε ανατριχίλα αυτό το μέρος, αλλά εκεί θα έβρισκε έναν παλιό φίλο του που αν και ήταν και εκείνος ιερέας και μέλος της, στην πραγματικότητα δεν ασπαζόταν τις ιδέες της. Προσποιούταν ότι συμφωνούσε για να μπορεί να προσφέρει την βοήθεια του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε φυγαδεύσει ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για ανούσιους λόγους.

Οι δυο τους είχαν γνωριστεί σε ένα προσκύνημα και είχαν νιώσει εκτίμηση ο ένας για τον άλλον. Πλέον τους συνέδεε μια φιλία αρκετών χρόνων. Ο πατέρας Ρίτσαρντ τον επισκεπτόταν στο Άσλιρντ που και που, αλλά κανείς άλλος δεν τον γνώριζε. Ούτε καν ο Γκάμπριελ είχε συναντήσει τον καλό φίλο του ανθρώπου που τον μεγάλωσε, αν και είχε ακούσει πολλά για αυτόν.

Όταν έφτασε στο φρούριο ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον πατέρα Κέβιν και τον οδήγησαν στο γραφείο του.

Με το που οι δύο άνδρες είδαν ο ένας τον άλλον χαιρετήθηκαν θερμά.

«Πόσος καιρός έχει περάσει;» τον ρώτησε ο πατέρας Κέβιν.

«Τρία χρόνια» απάντησε ο άλλος.

«Έλα, κάτσε. Τι νέα από το χωριό σου;»

«Το χωριό μου δεν υπάρχει πια. Ο άρχοντας του τόπου σου ήρθε και κατέκτησε τον δικό μας. Το χωριό μου λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ με λύπη.

«Είναι τραγωδία»

«Μόνο εγώ και ένας συγχωριανός μου σωθήκαμε. Το παλικάρι που ήταν σαν γιος μου τον πήραν σκλάβο λογικά. Δεν τον είδα ανάμεσα στους νεκρούς του χωριού. Ο συγχωριανός μου ελπίζει να μπορέσει να βρει την κόρη του και την ανιψιά του που ούτε εκείνες υπήρχαν ανάμεσα τους αδικοχαμένους» είπε και η φωνή του ράγισε.

«Το εύχομαι ολόψυχα φίλε μου να τους βρείτε»

«Αμήν! Πώς πάνε εδώ τα πράγματα;»

«Τι να σου πω; Εχθές έφεραν μια νέα κοπέλα και την κλείδωσαν στα μπουντρούμια με την κατηγορία ότι είναι μάγισσα επειδή έχει κόκκινα μαλλιά. Δεν είναι η πρώτη φορά» είπε αγανακτισμένος.

«Θα μπορούσα να την δω;» ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ έχοντας ένα προαίσθημα.

«Ναι, φυσικά» είπε ο άλλος ιερέας και τον οδήγησε στα κελιά του φρουρίου.

Όταν έφτασαν ο πατέρας Κέβιν έδειξε στον φίλο του σε ποιο κελί είχαν την κοπέλα και εκείνος πλησίασε να την δει.

Το κορίτσι είχε σκυμμένο το κεφάλι και έκλαιγε, αλλά σαν αισθάνθηκε την παρουσία του το σήκωσε.

Αμέσως σηκώθηκε όρθια μην μπορώντας να πιστέψει ότι ήταν αληθινός ο άνθρωπος που έβλεπε.

Αλλά και ο πατέρας Ρίτσαρντ είχε μείνει έκπληκτος.

«Πάτερ μου» είπε η κοπέλα.

«Θεέ μου, Έμμα. Σε βρήκα!»

****

Ο πατέρας Ρίτσαρντ δεν μπορούσε να το πιστέψει, αλλά ούτε και η Έμμα.

«Πάτερ μου» είπε η κοπέλα και πλησίασε μέχρι τα κάγκελα.

Του άπλωσε τα χέρια και εκείνος τα έσφιξε στα δικά του.

«Σας παρακαλώ βγάλτε με από εδώ. Δεν έκανα τίποτα» είπε η Έμμα και βούρκωσε.

«Ηρέμησε κοριτσάκι μου. Θα βρούμε μια λύση. Πες μου όμως, ξέρεις κάτι όσον αφορά την Λίριο ή τον Γκάμπριελ;» ρώτησε ο ιερέας με αγωνία.

«Ναι, βρίσκονται στο κάστρο του άρχοντα Κλάους. Τους έχει ως υπηρέτες και εγώ εκεί ήμουν μέχρι που ήρθε ο ιεροεξεταστής και μόλις με είδε διέταξε να με συλλάβουν. Με έφεραν εδώ μέσα. Είναι αποπνιχτικά, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Πόσα να αντέξω;» είπε και ξέσπασε σε κλάματα.

«Τι εννοείς; Τι σου συνέβη; Ο Τζέιμς, τα παιδιά σας πού είναι;»

«Είναι νεκροί!»

«Ο πατέρας σου μου είπε ότι καταφέρατε να το σκάσετε»

«Μας βρήκαν» είπε και έπεσε στα γόνατα.

Ο πατέρας Ρίτσαρντ την κοίταξε με συμπόνια.

«Άκουσε με Έμμα μου. Πρέπει να είσαι δυνατή! Αυτό που πέρασες ήταν μια τεράστια δοκιμασία, αλλά άντεξες μέχρι τώρα και πρέπει να κάνεις κουράγιο. Αυτό θα ήθελε ο άνδρας σου. Όμως να ξέρεις ότι θα σε βοηθήσουμε, μην ανησυχείς για τίποτα παιδί μου» της είπε.

Εκείνη τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και τότε τα μάτια της έλαμψαν σαν να συνειδητοποίησε κάτι.

«Είπατε προηγουμένως ότι ο πατέρας μου σας είπε ότι μπορέσαμε και φύγαμε από το χωριό. Αυτό σημαίνει ότι είναι καλά, έτσι;» ρώτησε έχοντας ανάψει μια σπίθα ελπίδας στην καρδιά της.

«Ναι, είναι ζωντανός. Ήρθαμε μαζί στο Άσλιρντ» της απάντησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Ευτυχώς! Να και κάτι καλό μέσα σε τόση δυστυχία. Η μητέρα μου;»

«Λυπάμαι, δεν μπόρεσε να σωθεί»

Η Έμμα πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν είχαν χαθεί όλα. Ο πατέρας της ζούσε.

«Μην φοβάσαι. Θα σε ελευθερώσουμε» της είπε ο παπάς και της έπιασε το χέρι ενθαρρυντικά.

«Ευχαριστώ, το ξέρω ότι όλα θα πάνε καλά. Σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη»

«Καλύτερα να πηγαίνουμε, μην έρθει κάποιος και μας βρει εδώ» είπε ο πατέρας Κέβιν που είχε μείνει άγαλμα από την έκπληξη με όσα γίνονταν μπροστά στα μάτια του.

Έτσι ο πατέρας Ρίτσαρντ χαιρέτησε την Έμμα και της είπε ότι σύντομα θα έβλεπε το φως της ημέρας, ελεύθερη.

Οι δύο άνδρες γύρισαν ξανά στο γραφείο του Κέβιν.

«Είναι η κόρη του συγχωριανού σου» συμπέρανε.

«Ναι, πρέπει να την φυγαδεύσεις» είπε ο άλλος παρακλητικά.

«Θα κάνω ότι μπορώ, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα. Έχω την αίσθηση ότι έχουν αρχίσει να με υποπτεύονται»

«Θα γίνει προσεχτικά. Σε ικετεύω Κέβιν, για το όνομα του Θεού δεν μπορούμε να την αφήσουμε. Είναι αθώα»

«Όσοι έρχονται εδώ είναι αθώοι, αλλά δυστυχώς πληρώνουν τις προλήψεις της κοινωνίας μας»

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Πες μου. πέρα από σένα υπάρχει κάποιος άλλος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει;»

Ο πατέρας Κέβιν σκέφτηκε και ξαφνικά το πρόσωπο του φωτίστηκε.

«Ναι, υπάρχει ο άρχοντας Άντριου. Με έχει βοηθήσει και άλλες φορές να ελευθερώσουμε κρατούμενους» είπε

«Ο άρχοντας; Είσαι σίγουρος; Αφού έκανε πόλεμο για να κατακτήσει άλλες περιοχές, δεν νομίζω να είναι καλοσυνάτος» τον αμφισβήτησε ο πατέρας Ρίρσαρντ.

«Αυτός είναι ο Κλάους, εγώ μιλάω για το γιο του. Είναι άξιος άνθρωπος, διαφωνεί με τις απόψεις του πατέρα του»

«Τότε αλλάζει. Ωραία! Ειδοποίησε τον. Θέλω να μιλήσω μαζί του»

****

Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Την προηγούμενη μέρα είχαν πάρει την Έμμα, αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ο Γκάμπριελ και η Νάλα προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν, αλλά ήταν μάταιο.

Έκανα τις δουλειές μου και ακόμα περισσότερες για να μην σκέφτομαι.

Κάποια στιγμή με πλησίασε ο άρχοντας Άντριου.

«Λίριο» μου είπε.

Γύρισα και τον κοίταξα.

«Άρχοντα μου» είπα και υποκλίθηκα.

«Πώς είσαι;» με ρώτησε κοιτάζοντας με με καλοσύνη.

«Πώς να είμαι; Η Έμμα ήταν η μόνη οικογένεια που μου είχε απομείνει» είπα και βούρκωσα ξανά.

«Λυπάμαι ειλικρινά» μου είπε και με έπιασε από τους ώμους. «Σε παρακαλώ προσπάθησε να σταθείς στα πόδια σου. Είναι δύσκολο, αλλά δεν μπορείς να λυγίσεις. Το χρωστάς στον εαυτό σου και σε όσους σε αγαπούν»

«Και ποιος με αγαπά άρχοντα μου;» ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω ούτε η ίδια τι έλεγα από την στενοχώρια.

«Ο φίλος σου, ο Γκάμπριελ, η Νάλα που φαίνεται να σε εκτιμά πολύ και εγώ»

Τον κοίταξα στα μάτια.

«Συγνώμη;» τον ρώτησα με απορία.

«Ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή Λίριο, αλλά έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για σένα και να ξέρεις ότι μπορείς να στηρίζεσαι πάνω μου για ότι χρειάζεσαι» μου είπε με ένα αχνό χαμόγελο.

«Εξηγήστε μου καλύτερα σας παρακαλώ τι εννοείτε, γιατί δεν θέλω να βγάλω λάθος συμπεράσματα» του είπα σίγουρη ότι είχα παρερμηνεύσει τα λόγια του.

Εκείνος αντί να μιλήσει έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη.

Είχα σαστίσει. Δεν το περίμενα.

«Αν δεν θέλεις δεν είσαι αναγκασμένη να ανταποκριθείς, απλώς ήθελα να γνωρίζεις τι αισθάνομαι» μου είπε

«Άρχοντα μου εγώ...» ξεκίνησα να λέω.

«Μπορείς να με φωνάζεις Άντριου όταν είμαστε οι δυο μας και να μου μιλάς στον ενικό»

«Δεν γίνεται να με αγαπάς Άντριου»

«Και όμως γίνεται. Εσύ πώς αισθάνεσαι για μένα; Υπάρχει περίπτωση να μπορέσεις να νιώσεις κάτι;» με ρώτησε κοιτάζοντας με ανυπόμονα για την απάντηση μου.

«Ήδη έχω αισθήματα» είπα αυθόρμητα.

Εκείνος χαμογέλασε και μου έδωσε ένα ακόμη φιλί και ξαφνικά ένιωσα απέραντη ευτυχία και πίστεψα ότι θα μπορούσα για χάρη του να αντιμετωπίσω με θάρρος όποια δυσκολία και αν προέκυπτε.