Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 7_Η φυγή από το Άσλιρντ)

Ο ιεροεξεταστής Λίαμ πήγε στα μπουντρούμια και εκεί βρήκε αλυσοδεμένο τον πατέρα Κέβιν ο οποίος είχε βασανιστεί και βρισκόταν να κρέμεται από ένα σκοινί.

«Γιατί ταλαιπωρείς τον εαυτό σου έτσι; Πες μας ποιος είναι ο συνεργάτης σου και ίσως να έχεις έναν πιο ανώδυνο θάνατο από το να καείς ζωντανός» του είπε.

«Γιατί το κάνεις αυτό; Ειλικρινά με το χέρι στην καρδιά Λίαμ, πιστεύεις ότι οι πράξεις σου δικαιολογούνται; Είναι εγκλήματα εναντίον του Χριστιανισμού. Σύνελθε όχι για μένα, αλλά για τον εαυτό σου. Δες τι κάνεις. Όλο αυτό είναι παραλογισμός. Η Ιερά Εξέταση είναι μια τρέλα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κάνει κακό στον διπλανό του. Πόσο μάλλον να αιτιολογεί τις πράξεις του χρησιμοποιώντας το όνομα του Θεού. Αυτή είναι η αληθινή βλασφημία» του είπε ο ιερέας με όση δύναμη του είχε απομείνει.

Ο άλλος κοίταξε γύρω του και αφού διαπίστωσε ότι ήταν μόνοι τους τον πλησίασε.

«Να σου πω ένα μυστικό; Αναγνωρίζω ότι όσα είπες είναι αλήθεια» του είπε.

«Τότε γιατί συνεχίζεις να κάνεις ότι κάνεις; Πώς μπορείς να σκοτώνεις ανθρώπους βασισμένος σε προλήψεις;»

«Γιατί η αμάθεια και οι προλήψεις μου δίνουν δύναμη»

Ο πατέρας Κέβιν τον κοίταζε δίχως να μπορεί να πιστέψει όσα άκουγε.

«Μου λες ότι καταλαβαίνεις πως όλα αυτό το κυνήγι αιρετικών δεν έχει βάση και παρόλα αυτά είσαι μέρος του γιατί έχεις εξουσία στα χέρια σου;»

«Ακριβώς! Δεν νομίζεις αλήθεια ότι πιστεύω σε δεισιδαιμονίες και μάγια; Όλα αυτά μειώνουν την νοημοσύνη μου. Έχω μορφωθεί, ξέρω πως λειτουργεί ο κόσμος»

«Και παρόλα αυτά χρησιμοποιείς την άγνοια των άλλων για να σπέρνεις φόβο; Δεν φοβάσαι για την τιμωρία σου; Ειδικά τώρα που όσα κάνεις τα κάνεις συνειδητά;»

«Ποιον να φοβηθώ ανόητε ιερέα; Τον Θεό; Εγώ είμαι ο Θεός διότι όλοι με τρέμουν»

«Είσαι άθλιος Λίαμ»

«Και εσύ είσαι σχεδόν νεκρός. Λέγε ποιος είναι ο άνθρωπος που σε βοηθούσε να ελευθερώνετε τους κρατούμενους και θα φροντίσω όπως σου είπα να μην καείς στην πυρά»

«Ποτέ δεν θα σου πω»

«Λοιπόν, και να μην μου πεις θα τον βρω μόνος μου. Ίσως μου πάρει λίγο χρόνο, αλλά δεν έχει σημασία. Όμως εσύ θα πεθάνεις. Αύριο το πρωί»

****

Όταν το άκουσα δεν το πίστευα. Έτρεξα να βρω τον Άντριου.

«Δεν είναι αλήθεια, έτσι; Δεν μπορεί» του είπα.

«Και όμως. Ο ιερέας, ο φίλος του πατέρα Ρίτσαρντ θα πεθάνει αύριο και ο ιεροεξεταστής Λίαμ διατάζει τους πάντες να παρακολουθήσουν τον θάνατο του»

«Θεέ μου! Πώς τον ανακάλυψαν; Και αν τον βασανίσουν και πει για σένα;» ρώτησα γεμάτη αγωνία.

«Αν είναι τότε θα δεχτώ την μοίρα μου. Πάντως σκέφτηκα κάτι Λίριο μου»

«Τι;»

«Αύριο θα πάμε όλοι στην πλατεία όπου έχει στηθεί η πυρά. Είναι η κατάλληλη ευκαιρία εσύ, ο Γκάμπριελ και η Έμμα να φύγετε από το Άσλιρντ»

«Τι; Όχι, δεν φεύγω μακριά σου»

«Άκουσε με. Ο ιεροεξεταστής Λίαμ δεν θα ησυχάσει μέχρι να με βρει και πίστεψε με θα το κάνει. Μπορεί να είχα καλύψει το πρόσωπο μου, αλλά αυτός κάτι θα σκεφτεί, κάπως θα με ανακαλύψει όπως και τον πατέρα Κέβιν. Είναι πανούργος. Για αυτό θέλω να ξέρω ότι εσύ και όσοι αγαπάς θα είστε ασφαλείς»

Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα μου από την συγκίνηση.

Τον αγκάλιασα.

«Κάνεις τα πάντα για να είμαι εγώ καλά. Είσαι τόσο ενάρετος» του είπα.

«Σε αγαπώ» μου είπε και με φίλησε.

****

Το άλλο πρωί μαζευτήκαμε στην πλατεία και διέκρινα μέσα στον κόσμο τον πατέρα Ρίτσαρντ. Έτρεξα κοντά μου και από πίσω μου ο Γκάμπριελ.

«Παιδιά μου» μας είπε χαρούμενος εκείνος και μας αγκάλιασε.

«Χαίρομαι που σας βλέπω ξανά» του είπα.

«Και εγώ. Αλλά πώς συμβαίνει αυτό; Τα νέα έφτασαν γρήγορα και στους αγρούς. Δεν το πιστεύω ότι ο φίλος μου θα έχει ένα τόσο τραγικό τέλος» είπε και βούρκωσε.

«Σιωπή μην σε ακούσουν» έκανε ο Γκάμπριελ. «Αν μάθουν ότι γνωρίζεστε θα σε πιάσουν και σένα»

«Ας είναι! Ντρέπομαι για αυτά τα εγκλήματα»

Τότε πλησίασε και η Νάλα.

«Πατέρα Ρίτσαρντ από εδώ είμαι η Νάλα και είναι ιδιαίτερης σημασίας για μένα» του είπε ο Γκάμπριελ.

Η Νάλα χαμογέλασε ντροπαλά.

«Χαίρομαι που σας γνωρίζω»

«Και εγώ παιδί μου, αν και δεν μπορώ να το δείξω δεδομένων των συνθηκών»

«Πρέπει να με ακούσετε. Ο Άντριου είπε να φύγουμε γιατί αν τον ανακαλύψουν θα είμαστε απροστάτευτοι. Μου έχει δώσει χρήματα για να πληρώσουμε ώστε να ταξιδέψουμε με ένα πλοίο. Να πάμε στην απέναντι γη όλοι μας»

«Η Έμμα και ο Έντουαρντ είναι στο κάστρο» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Ο Άντριου το έχει φροντίσει. Θα μας περιμένουν στο λιμάνι. Πάμε και εμείς σιγά-σιγά. Να μην δούμε... ότι επακολουθήσει» είπα έχοντας έναν κόμπο στο λαιμό μου.

Εκείνη την στιγμή τον έφεραν μέσα σε ένα κλουβί σαν να ήταν ζώο.

«Θεέ μου» άκουσα τον πατέρα Ρίτσαρντ να λέει.

Τον έβγαλαν από εκεί και φαινόταν εξουθενωμένος. Έπεσε κάτω και τον σήκωσαν βίαια.

Τον έσυραν και έφτασε μπροστά μας. Μας είδε μάλλον επίτηδες έπεσε ξανά κάτω.

Ο πατέρας Ρίτσαρντ έσκυψε να τον βοηθήσει, αλλά εκείνος του έπιασε σφιχτά το χέρι.

«Ήταν τιμή μου που σε γνώρισα φίλε μου. Προσευχήσου να αναπαυθώ» του είπε σιγανά.

Έπειτα τον σήκωσαν ξανά και τον οδήγησαν στην πυρά.

«Πάμε να φύγουμε. Δεν μπορώ να κάτσω να το δω αυτό» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

Απομακρυνθήκαμε, όμως σε λίγο μυρίσαμε τον καπνό και ακούσαμε από πίσω μας τα ουρλιαχτά του πατέρα Κέβιν και όταν σταμάτησαν ξέραμε όλοι ότι ένας καλός άνθρωπος είχε φύγει από την ζωή.

****

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, είδαμε τον θείο Έντουαρντ και την Έμμα. 

Έτρεξα κοντά τους και τους αγκάλιασα σφιχτά με δάκρυα χαράς.

«Χαίρομαι τόσο πολύ κορίτσι μου που είσαι καλά» μου είπε ο θείος.

«Και εγώ. Όταν είδα να σας χτυπά το βέλος πίστεψα τα χειρότερα»

«Όμως τελικά έζησα χάρη στον πατέρα Ρίτσαρντ» είπε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.

«Δεν έκανα τίποτα. Όμως καλύτερα να πηγαίνουμε» είπε ο ιερέας.

Πλησιάσαμε προς το πλοίο όταν η Νάλα έβγαλε μια κραυγή.

Θα ερχόταν και εκείνη μαζί μας.

Τότε και εμείς είδαμε τι την είχε τρομάξει ή μάλλον ποιος. 

Μπροστά μας ήταν ο στρατηγός Ντέιβιντ.

«Για πού το βάλατε εσείς;» μας ρώτησε ειρωνικά.

«Έχουμε την άδεια του άρχοντα Άντριου. Κάνε στην άκρη» του είπα με αποδασιστικότητα που δεν ήξερα από που την απέκτησα.

Ο Ντέιβιντ έβαλε τα γέλια.

«Ο άρχοντας Άντριου, ε; Και με ποιο δικαίωμα ελευθέρωσε σκλάβους μας; Άλλωστε δεν είναι ακόμη άρχοντας, αλλά διάδοχος και πολύ φοβάμαι ότι μετά από αυτό θα χάσει αυτό το δικαίωμα αφού κινήθηκε πίσω από την πλάτη του πατέρα του» είπε.

Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν από την σύγχυση. Άθελα μου είχα βλάψει τον άνθρωπο που αγαπούσα. Τον είχα προδώσει. 

«Λοιπόν, γυρίστε στο κάστρο τώρα. Θα σας πάω εγώ, όλους σας» συνέχισε.

«Δεν υπάρχει περίπτωση» είπε ο θείος μου.

«Και ποιος είσαι εσύ, που θα το πεις αυτό χωριάτη;» του είπε απαξιωτικά ο στρατηγός.

«Είμαι ο πατέρας της Έμμα και θείος της Λίριο και θα κάνω τα πάντα για να τις προστατεύσω. Σε θυμάμαι εσένα, ήσουν στην λεηλασία του χωριού μας, σκότωσες πολλούς συγχωριανούς μας»

«Ώστε είσαι ο πατέρας της μάγισσας. Πολύ καλά, θα σε στείλω στην κόλαση» του είπε και του επιτέθηκε.

Με μια απότομη κίνηση ο θείος Έντουαρντ απέφυγε το σπαθί, του έπιασε τον καρπό και τον γύρισε.

Ο Ντέιβιντ έβγαλε ένα βογγητό πόνου και άφησε το σπαθί να του πέσει.

Ο θείος μου δεν έχασε την ευκαιρία και το πήρε.

«Έχω πολεμήσει. Ξέρω να αμύνομαι και όχι να επιτίθεμαι. Φύγε μακριά μας» του είπε.

Ο Ντέιβιντ τον κοίταζε έκπληκτος, αλλά σύντομα βρήκε την αυτοκυριαρχία του.

«Όπου και αν πάτε ο άρχοντας Κλάους θα σας βρει. Είστε καταδικασμένοι, δεν θα γλυτώσετε» μας είπε και έτρεξε μακριά μας.

«Δεν μου είχες πει ότι ήξερες να πολεμάς» είπε η Έμμα στον πατέρα της.

«Έχει περάσει καιρός» είπε εκείνος.

Δεν μίλησε περισσότερο, μάλλον δεν ήθελε να μας πει λεπτομέρειες, αλλά εγώ ήξερα.

Ο πατέρας μου μου είχε διηγηθεί ότι ο αδερφός του από μικρός είχε ένα πάθος με τα όπλα, ήταν ψυχρός και σκληρός κάποιες φορές.

Όταν ξέσπασε πόλεμος σε ένα γειτονικό μέρος πήγε να πολεμήσει ως εθελοντής μόνο και μόνο επειδή ήθελε να ζήσει την περιπέτεια της μάχης, να εκτονώσει την ενέργεια και το πάθος του. 

Μετά από ενάμισι χρόνο επέστρεψε, ήταν τόσο καταρρακωμένος, είχε δει τόσο πόνο, τόσο θάνατο που πραγματικά δεν ήξερε τι σκεφτόταν όταν πήγε να πολεμήσει. Το μόνο που επιθυμούσε πια ήταν να κάνει οικογένεια και να έχει μια ήρεμη ζωή δίπλα σε ανθρώπους που αγαπά. 

Δεν μίλησε ξανά για όσα συνέβησαν κατά την διάρκεια που υπηρέτησε ως στρατιώτης. Προφανώς όσα είχε δει τον είχαν σημαδέψει και ήθελε να τα ξεχάσει.

****

Μπήκαμε στο πλοίο και όταν σάλπαρε, εγώ έμεινα να κοιτάζω πίσω το Άσλιρντ και να σκέφτομαι το πρόσωπο εκείνου που άφηνα εκεί. Αναρωτιόμουν αν θα τον έβλεπα ξανά και τι τύχη θα είχε αν αποκαλυπτόταν ότι εκείνος μας βοήθησε να φύγουμε. 

Έπειτα θυμήθηκα τα λόγια του στρατηγού, ο Κλάους ίσως έστελνε στρατιώτες στο κατόπι μας, ίσως μας έβρισκαν και μας σκότωναν. Ίσως να μην είχαμε ελπίδα τελικά.

Μα τι σκεφτόμουν; 

Πάντα υπάρχει ελπίδα. Πάντα!!

Σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό.

«Ας πάνε όλα καλά» είπα από μέσα μου.

Έπειτα έριξα μια ματιά στον ορίζοντα. Το Άσλιρντ αχνοφαινόταν.

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

«Θα συναντηθούμε ξανά καλέ μου» ψιθύρισα και ευχήθηκα ο άνεμος να πάει τα λόγια μου στα αυτιά του Άντριου, ώστε να ξέρει ότι θα συνέχιζα να τον αγαπώ και να ελπίζω ότι δεν είχαν χαθεί όλα για εμάς τους δύο.