Δύο εραστές... που δεν μπορούν να γίνουν φίλοι, της Μαρίας Σταυρίδου

Όταν σε είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο για μια στιγμή αισθάνθηκα το στομάχι μου να σφίγγεται τόσο έντονα, που πίστεψα πως αν αναγκαζόμουν ν’  ανοίξω το στόμα μου θα έκανα εμετό… εκεί στη γωνιά του δρόμου που κάποτε μου έκλεψες το πρώτο φιλί…  Δε μπήκα καν στον κόπο να πλησιάσω το αυτοκίνητο, παλεύοντας να δείχνω ψύχραιμη περίμενα να κάνεις εσύ το πρώτο βήμα, όπως και το έκανες. Κρατώντας ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο και φορώντας το πιο υπέροχο χαμόγελο σου άρχισες να με πλησιάζεις, μέχρι που η σκιά σου χάιδεψε τη δική μου.

Ακόμη και αυτό μ’ ενόχλησε… σαν ν’ άπλωσε το χέρι του κάποιος ενοχλητικός και άγγιξε τα μαλλιά μου, ασυναίσθητα πισωπάτησα…

«Μην το κάνεις αυτό σε παρακαλώ…»

Σήκωσα το βλέμμα στο πρόσωπο σου έτοιμη να ξεσπάσω το θυμό και την οργή που σιγόβραζαν μέσα μου, όταν ένα επίμονο κορνάρισμα με αποδιοργάνωσε. Πρότεινες να πάμε κάπου για ένα καφέ και συμφώνησα, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγω το ξέσπασμα μου στο δρόμο.

Για πρώτη φορά καθίσαμε ο ένας αντίκρυ από τον άλλον, αποφεύγοντας όμως να επιτρέψουμε στα βλέμματα να συναντηθούν, ενώ πάλευαν η φωνή και η ψυχραιμία, να κρατηθούν μέσα στο πνεύμα της αξιοπρέπειας και του πολιτισμού.

Ήπια τον πιο πικρό καφέ στη ζωή μου, επίτηδες… δεν ήθελα τίποτα να γλυκάνει εκείνο το αίσθημα αδικίας που με βασάνιζε ασταμάτητα 36 ολόκληρες μέρες, 7 ώρες και κάποια δευτερόλεπτα…

Ναι, μετρούσα ακόμη και τα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που με περισσό θράσος μου ανακοίνωσες την προδοσία σου…

Ναι, πληγώθηκα πολύ που η υποτιθέμενη «κολλητή» σου έγινε ξαφνικά η αγαπημένη σου…

Ναι, όλοι αυτοί οι καυγάδες που είχαν αντικείμενο εκείνη, που γνώριζες πάνω από δεκαπέντε χρόνια, που θεωρούσες απλώς μια καλή φίλη, που σκοτωνόσουν για να την εξυπηρετήσεις, για να της σταθείς, για να της κρατάς συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα κάθε φορά που χώριζε, μου είχαν τσακίσει τα νεύρα και όπως αποδείχθηκε, όχι άδικα…  

Ναι, ήθελα να κόψω κάθε παρτίδα από σένα, από το υποτιθέμενο ενδιαφέρον σου, από τη λογική πως έπρεπε να μείνουμε δυο καλοί φίλοι, γιατί υπάρξαμε δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ…

Άρχισες να μιλάς για κάτι που ήρθε απρόσκλητο στη ζωή σου, για ένα δυνατό συναίσθημα που ούτε το προκάλεσες, ούτε ποτέ φαντάστηκες πως θα εξελισσόταν έτσι… είπες πολλά… πολλά και νόστιμα… και αναρωτιέμαι μα το Θεό που βρήκα τη δύναμη να μείνω απόλυτα ψύχραιμη και να τ’ ακούσω.

Όταν σταμάτησες τις διηγήσεις, σου θύμισα τ’ ατελείωτα ψέματα σου, την κοροϊδία που και οι δυο μου προσφέρατε απλόχερα και μετά με απλά λυτά λόγια σου ξεκαθάρισα πως δεν ήθελα να σε ξαναδώ στη ζωή μου.

Σ’ άκουσα σχεδόν με μια πληγωμένη φωνή ν’ αναρωτιέσαι γιατί μου ήταν αδύνατο να σε δω ως φίλο… ως έναν συμπαθητικό και αγαπημένο φίλο, που κάθε χρόνο στη γιορτή του θα του στέλνω ένα γλυκανάλατο μήνυμα με ευχές που δεν θα τις εννοώ…

«Γιατί μάτια μου όμορφα όταν δυο μάτια τα έχεις λατρέψει όπως έχω λατρέψει εγώ τα δικά σου, όταν δυο χείλη τα έχεις ρουφήξει σαν ανάσα κάθε ξημέρωμα και κάθε δείλι, όταν το κορμί σου έχει κατακτήσει και έχει κατακτηθεί από ένα άλλο κορμί, είναι αφύσικο να ζητάς από τον θεό Έρωτα να σου δώσει πίσω τον εραστή σου μεταμφιεσμένο σ’ έναν καλό και αγαπημένο φίλο».