Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 24) [+18]

Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, στο ψηλό κτήριο της Γενικής Ασφάλειας, η Λίζα βημάτιζε νευρικά μες στο γραφείο της στον όγδοο όροφο του μεγάρου. Το βλέμμα της σταμάτησε στο βαρύ πρες παπιέ στην άκρη του, που έγραφε με μεγάλα σκαλιστά γράμματα: Ελισάβετ Παλαιολόγου-Αστυνομικός Υποδιευθυντής».

«Αμ, δε σε βλέπω για παραπάνω, μέχρι εδώ ήταν!» μονολόγησε, αναφερόμενη στην καριέρα της στο Αστυνομικό Σώμα.

Η ματιά της περιπλανήθηκε στην πολύβουη λεωφόρο κάτω από το Μέγαρο.

Ε, και; Τι θα πάθω; Καλύτερα, να ησυχάσω κιόλας. Κάθε μέρα τα ίδια! Βαρέθηκα… Να πάρω σύνταξη, να πάω στο χωριό να ηρεμήσω επιτέλους! σκεφτόταν η Λίζα, απηυδισμένη από το θέαμα που αντίκριζε.

Η κίνηση ήταν απελπιστική. Ευτυχώς το χοντρό τζάμι του γραφείου της φίλτραρε τις βρισιές των οδηγών και τα φρενήρη κορναρίσματα.

«Και έχεις και τον υπαρχηγό… Λίζα, τούτο, Λίζα, εκείνο. Πρέπει να κάνουμε αυτό, εκείνο, το άλλο. Όλες τις μαλακίες και τα δύσκολα στη Λίζα τα χρεώνουν!»

Φυσικά δε θα τολμούσε ποτέ να του το πει ζωντανά. Απλώς είχε συνηθίσει να εκτονώνεται μιλώντας για τον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο. Κάπου είχε διαβάσει ότι αυτό συνιστά μία –ελαφριά έστω– μορφή ψυχολογικής διαταραχής, αλλά σε εκείνη λειτουργούσε θεραπευτικά, εκτονώνοντας το στρες, και το είχε συνηθίσει πια! Χωρίς να σταματήσει ούτε για ένα λεπτό να βρίζει, πέταξε τον φάκελο που κρατούσε όλη αυτήν την ώρα στο χέρι της πάνω στο γραφείο

και πάτησε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης.

«Κώστα; Είναι μαζί σου η Αναδυομένη;» ρώτησε τον νεαρό αρχιφύλακα, που απάντησε στην κλήση της.

«Όχι, κυρία διευθύντρια, κάπου έχει πεταχτεί. Δεν ξέρω πού είναι».

Μπα! Εσύ… και δεν είσαι από πίσω της! Δεν ξέρεις πού βρίσκεται. Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε! σκέφτηκε χαμογελώντας η Λίζα.

«Καλώς… Ψάξε, σε παρακαλώ, να τη βρεις και στείλ’ τη στο γραφείο μου. Τώρα όμως, ε; Μην αρχίσεις να χαζολογάς στα γραφεία όπως συνήθως!» τον διέταξε και άφησε το κουμπί.

«Μάλιστα, πηγαίνω» απάντησε αγχωμένος ο νεαρός Αρχιφύλακας.

Η Λίζα άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να διαβάζει λεπτομέρειες για την καινούρια υπόθεση, που είχε αναλάβει το τμήμα της. Την προσοχή της απέσπασαν οι φωνές του Κώστα, που –ακόμα και μέσα από τα διπλά τζάμια του γραφείου της– ακουγόταν να φωνάζει την Αναδυόμενη. Το παρατσούκλι παρέπεμπε στην κοντεσίνα, τη δραματική ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματος του Γρηγόρη Ξενόπουλου, καθώς το μικρό όνομα της Ρανιέρη ήταν επίσης Κλέλια.

Η Λίζα δαγκώθηκε, για να μην ουρλιάξει από τα νεύρα της. Ήταν ήδη από νωρίς –από την ώρα που της ανέθεσαν την καινούρια υπόθεση– στα πρόθυρα διάπραξης φόνου. Με τις φωνές του Κώστα, το ποτήρι ξεχείλισε! Μην μπορώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της, άνοιξε την πόρτα του γραφείου της απότομα:

«Κώστα!» Η φωνή της ακούστηκε δυνατή στον διάδρομο. «Έλα εδώ, σε παρακαλώ, παιδί μου» συνέχισε η Λίζα κάνοντάς του νόημα με το δάχτυλό της.

Ο Κώστας πλησίασε με γρήγορα βήματα προς την προϊσταμένη του.

«Δε μου λες, αγόρι μου, τι σου ζήτησα να κάνεις;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα, συγκρατώντας την οργή της.

«Να βρω την Κλέλια και να της πω ότι τη ζητάτε» απάντησε ο νεαρός.

«Ωραία… Σου ζήτησα εγώ, αστέρι μου, να αναστατώσεις όλο το Μέγαρο με τις αγριοφωνάρες σου; Σουτ! Ρητορική ήταν η ερώτηση!» τον σταμάτησε πριν αρχίσει να απολογείται. «Λοιπόν… πήγαινε κάνε αυτό που ζήτησα. Αλλά ήσυχα! Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Α… Και κάτι άλλο. Μεταξύ μας –στο τμήμα μας– μπορούμε να αποκαλούμε ο ένας τον άλλον όπως θέλουμε. Και αυτό ανάλογα με το δικαίωμα που έχουμε δώσει ο ένας στον άλλο. Για τους υπόλοιπους λέγεται Κλέλια Ρανιέρη. Όταν δεν είμαστε μεταξύ μας, εκείνη είναι η Ρανιέρη, εσύ είσαι ο αρχιφύλακας Μητρόπουλος και εγώ η Ελισάβετ Παλαιολόγου. Κατανοητό; Άντε μην πάρεις καμιά μετάθεση για την Ομόνοια να ταΐζεις χρυσόψαρα με βάρδιες! Φύγε και όπως είπαμε» του είπε χαμηλόφωνα και γύρισε προς το γραφείο της.

«Κυρία διευθύντρια;» Ο Κώστας είχε προχωρήσει μερικά βήματα προς τον διάδρομο, φροντίζοντας να αποκτήσει κάποια απόσταση ασφαλείας από την προϊσταμένη του.

«Τι είναι, ρε Κώστα;» απάντησε εκείνη συγκρατώντας τα νεύρα της.

«Συγγνώμη, αλλά… πόσο καιρό έχετε να περάσετε από την Ομόνοια; Τα σιντριβάνια έχουν φύγει προ πολλού από την πλατεία!» την ξαναρώτησε σχηματίζοντας στο πρόσωπό του μια έκφραση-μείξη ειρωνείας και αφέλειας.

«Φύγε, ρε, από ‘δω, μη σε σκοτώσω!» του απάντησε εκείνη προσπαθώντας να μη χαμογελάσει.

Αυτός ήταν ο Κώστας Μητρόπουλος. Λίγο αθώος, λίγο τεμπελάκος, όταν έβρισκε ευκαιρία, αλλά ήταν καλό παιδί και καλός συνάδελφος στα δύσκολα. Όταν είχε πρωτοαναλάβει το Ηθών, η Λίζα πίστευε ότι ο Κώστας δεν έκανε για εκεί. Μετά όμως σκέφτηκε ότι με την αθώα φατσούλα του θα ήταν πολύ χρήσιμος, για να εισχωρεί σε κυκλώματα ή να υποκρίνεται τον πελάτη-δόλωμα στα πεσίματα και τον κράτησε κοντά της.

Και ο Κώστας δεν την είχε διαψεύσει ποτέ μέχρι τώρα. Όταν απέδειξε ότι μπορούσε να του έχει και εμπιστοσύνη, έγινε το δεξί της χέρι.

Μόνιμα –όσο και απέλπιδα– ερωτευμένος με την άμεσα προϊσταμένη του στο τμήμα, γνώριζε ότι η Αναδυόμενή του –στα τριάντα τρία της– έβλεπε τον εικοσιδυάχρονο πιτσιρικά ως πολύ καλό της φίλο και συνάδελφο. Το μικρός, βέβαια, είναι σχετικό μιας και ο Κώστας την περνούσε ενάμιση κεφάλι σε ύψος. Σε συνδυασμό με το ότι εκείνη φαινόταν πιο μικρή απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα, πολλοί τους θεωρούσαν ζευγάρι στη ζωή. Και εκείνοι το είχαν χρησιμοποιήσει αυτό επανειλημμένα στη δουλειά τους, όταν το σενάριο ήθελε ζευγάρι σαν δόλωμα. Ο Κώστας, λοιπόν, είχε υποκριθεί τόσες φορές το αγόρι της Κλέλιας, που ενδόμυχα το είχε πιστέψει. Τουλάχιστον δέκα φορές είχαν αναγκαστεί να φιληθούν στο στόμα, για να μη χαλάσει η κάλυψη κάποιας αποστολής.

Ο Κώστας δεν ήθελε και πολύ. Την επόμενη μέρα, κάθε φορά, πήγαινε στο γραφείο με λουλούδια για το κορίτσι του, για να τα πάρει κάθε φορά πίσω και να αρχίσει να τα μοιράζει με χαμόγελο στις υπόλοιπες κοπέλες του τμήματος. Η ειρωνεία ήταν ότι με αυτήν την κίνηση είχε επιτυχίες στις θηλυκές συναδέλφους του. Έτσι σιγά σιγά το πήρε απόφαση ότι την Κλέλια θα έπρεπε να τη βλέπει ως καλή του φίλη. Τώρα πια η Κλέλια ήταν η Λία του και εκείνος ήταν ο Αρκούδος της.

 

Είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά. Η Λίζα είχε απορροφηθεί πλήρως από την ανάγνωση της υπόθεσης, που είχε αναλάβει το τμήμα της από το πρωί. Η διαταγή ήταν να αποσαφηνιστεί λεπτομερώς τυχόν εμπλοκή δύο ατόμων σε κύκλωμα απαγωγών, μαστροπείας, ανδρικής και γυναικείας πορνείας, εμπορία γυναικών, ίσως και ανηλίκων.

Μέχρι εκεί τίποτα δεν είχε εντυπωσιάσει τη Λίζα. Τρία χρόνια στο Ηθών τα είχε συναντήσει πολλές φορές όλα αυτά. Αυτήν τη φορά όμως ήταν διαφορετικό· οι φαινόμενοι ως δράστες δεν ήταν σεσημασμένος υπόκοσμος. Κύρια ύποπτη ήταν μια γνωστή σχεδιάστρια ρούχων, πρώην σύζυγος επιχειρηματία, με διασυνδέσεις σε στελέχη των δύο πολιτικών παρατάξεων που κυβερνούν εναλλάξ τη χώρα. Ήταν γνωστή για το φιλανθρωπικό της έργο και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να προβληθεί στα μίντια. Ο δεύτερος ύποπτος ήταν ακόμα πιο δύσκολη περίπτωση. Συνάδελφος, αρχιφύλακας, λόγω χρόνου παραμονής στην υπηρεσία, χωρίς καμιά ποινή στον φάκελό του.

Πώς ταιριάζουν αυτοί οι δύο μαζί; Τι σχέση έχουν;

Η Ιντερπόλ, η Γαλλική Ασφάλεια και τα υπουργεία εξωτερικών Γαλλίας και Ελλάδας πίεζαν ασφυκτικά για απαντήσεις. Η κύρια κατηγορία ήταν η αρπαγή-απαγωγή της μοναχοκόρης ενός Γάλλου βιομηχάνου. Η Ζιλιέτ Ντιμαρσώ δεν ήταν μια οποιαδήποτε ανήλικη κοπέλα. Ο πατέρας της είχε τη δύναμη να ταρακουνήσει όλη τη Γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να τη βρει. Και θα το έκανε αν δεν του έδιναν απαντήσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Τώρα, όλα αυτά έπρεπε να ελεγχθούν από το τμήμα της. Και το κυριότερο –όπως της τόνισε ο ίδιος ο Αρχηγός της Αστυνομίας– δεν έπρεπε να μάθουν για κανέναν λόγο τίποτα οι δημοσιογράφοι. Διακριτικότητα ήταν η λέξη που είχε κυριαρχήσει σε όλη τη συνάντηση.

Τις σκέψεις της διέκοψε ένα διακριτικό χτύπημα και το άνοιγμα της πόρτας.

«Καλημέρα και πάλι, τι έγινε; Γιατί έστειλες τον Αρκούδο να με ψάχνει;» τη ρώτησε η Κλέλια γελαστά.

Η Λίζα χαμογέλασε στο άκουσμα του ονόματος που είχαν δώσει οι δυο τους στον Κώστα.

Η Κλέλια Ρανιέρη ήταν η επόμενη στην ιεραρχία στο τμήμα. Ένα δυναμικό τριαντατριάχρονο πλάσμα γύρω στο ένα και εβδομήντα τρία με πολύ μακριά καστανόξανθα σγουρά –σαν λεπτά ελατήρια– μαλλιά, που έφταναν μέχρι τη μέση της, και λεπτό γυμνασμένο σώμα.

«Πού σε βρήκε; Δεν πιστεύω να ήσουν κάτω στο κυλικείο και να αναστέναξες τα ντόνατς, ε; Θα σε κλειδώσω εδώ μέσα και θα σε ταΐζω από τη χαραμάδα με κουτάλι, όπως σου υποσχέθηκα αν σε ξαναδώ με γλυκό!» της είπε μαλώνοντας την.

Η Κλέλια χαμογέλασε. Όντως είχε βάλει τη Λίζα να της γκρινιάζει κάθε φορά που πίστευε ότι έφευγε από το μέτρο. Για πολλά χρόνια, τα περιττά κιλά ήταν στοιχείο της ζωής της. Και της έκαναν πολύ κακό, σωματικά και ψυχολογικά. Ήταν τριάντα τρία, αλλά οι ερωτικές της περιπέτειες ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σημαντικό κομμάτι ευθύνης για αυτήν τη συντηρητική ερωτική πορεία είχαν αυτά τα περιττά κιλά στην εφηβεία της. Το μόνο που της είχαν δώσει ήταν στιγμές γαστριμαργικής ηδονής, τις οποίες πλήρωνε με απογοητεύσεις, απόρριψη και ερωτικά αδιέξοδα στην εφηβεία της. Εκείνη τα είχε καλά με τον εαυτό της, ήταν όμορφη, γλυκιά και ευχάριστη στις παρέες και πίστευε ότι σημασία έχει να είσαι όμορφη εσωτερικά – και εκείνη ήταν πάρα πολύ όμορφη. Ήξερε ότι είχε παραπάνω κιλά, το έβλεπε στον καθρέφτη και ήθελε να τα χάσει, για να φορέσει όμορφα ρούχα, όταν μεγαλώσει περισσότερο. Αλλά πίστευε ότι είχε καιρό, ότι θα το έκανε αργότερα.

Όταν άρχισε να ενδιαφέρεται ερωτικά για το αντίθετο φύλο, διαπίστωσε με οδυνηρό τρόπο ότι η θεωρία του όμορφου εσωτερικού κόσμου ήταν μόνο θεωρία, αν η εσωτερική ομορφιά δε συνοδευόταν και από αντίστοιχο κορμί. Στον κόσμο των έφηβων αγοριών, η εσωτερική ομορφιά είναι έννοια άγνωστη. Αδύνατες συμμαθήτριές της, αληθινά βούρλα στο μυαλό, παρίσταναν τις θεές και οι πιστοί τις λάτρευαν. Εκείνες τους έφτυναν, τους προσέβαλλαν και εκείνοι συνέχιζαν να τις ζητάνε για χορό. Και το αποφάσισε! Εκείνη τη νύχτα, στη μέση ενός πάρτι. Θα αδυνάτιζε, θα γινόταν κούκλα, αλλά για εκείνην και μόνο. Οι άντρες δεν άξιζαν καμιά θυσία. Είχαν χάσει την εκτίμησή της ως φύλο.

Με βοήθεια από το σπίτι, σωστή διατροφή και κάμποσο ιδρώτα τα κατάφερε. Κοίταζε επιτέλους τον καθρέφτη και χαμογελούσε. Το πρώτο πράγμα που αγόρασε ήταν κορμάκια, σορτς και στενές φόρμες, ώστε να τονίζεται η όμορφη αλλαγή στο σώμα της. Τα αγόρια άρχισαν να γυρνούν το κεφάλι όταν περνούσε. Σφυρίγματα θαυμασμού και επιδοκιμασίας τόνωσαν την αυτοπεποίθησή της και το επόμενο βήμα ήταν να γραφτεί σε σχολή χορού. Έμαθε να στέκεται, έμαθε να περπατάει και το σημαντικότερο για εκείνην επιτέλους χόρευε. Χόρευε όσο ήθελε, χόρευε ασταμάτητα. Μπορούσε επιτέλους να διοχετεύσει το πάθος και την ενέργειά της σε κάτι τόσο όμορφο. Και όσο χόρευε, τόσο το σώμα της ανταποκρινόταν, το αισθανόταν να σφίγγει και να αποβάλλει όσο λίπος δε χρειαζόταν. Τώρα πια, το όμορφο, ευαίσθητο παπάκι είχε γίνει –στ’ αλήθεια– ένας όμορφος, καστανόξανθος κύκνος.

Τα παραμύθια καμιά φορά μπορούν να γίνουν αλήθεια και η Κλέλια ήταν η ζωντανή απόδειξη.

Τώρα θα μπορούσε και εκείνη να παίξει αν ήθελε με τους άντρες, όπως οι συμμαθήτριές της. Να τους κάνει να πληρώσουν για τις προσβολές του παρελθόντος. Και τότε ανακάλυψε τη μεγαλύτερη αλήθεια για τον εαυτό της. Μέσα της δεν άλλαξε – όπως φοβόταν. Παρέμεινε η ίδια. Καμιά έπαρση, καμιά ματαιοδοξία. Το παραμύθι δεν είχε γραφτεί για εκείνη τελικά. Γιατί εκείνη δεν ήταν ποτέ παπάκι. Πάντα κύκνος ήταν. Και το αποφάσισε. Δε θα έπαιρνε εκδίκηση, δε θα έπεφτε τόσο χαμηλά για κανέναν. Απλώς η εκτίμηση και η εμπιστοσύνη της στους άντρες δεν ήταν πια δεδομένες. Οι άντρες, που θα ήθελαν να είναι δίπλα της, θα έπρεπε να κερδίσουν και τα δύο.

Παράπονο δεν είχε από τις μετέπειτα σχέσεις της. Λίγο η τύχη, περισσότερο οι σωστές επιλογές ίσως, πάντως τα αγόρια που σχετίστηκε ήταν αυτό που οι περισσότεροι αναφέρουν ως «καλά παιδιά».

Ερωτικά είχε νιώσει μαζί τους την ηδονή, αλλά –χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει– πάντα αισθανόταν ότι υπήρχε κάτι παραπάνω σε αυτόν τον τομέα. Δεν έβρισκε λογικό να είναι το σεξ αυτή η όμορφη μεν αλλά επαναλαμβανόμενη συνεχώς αίσθηση της διείσδυσης του αρσενικού μες στο θηλυκό. Από μικρή φανταζόταν το σεξ σαν τα ηφαίστεια που εκρήγνυνται με θόρυβο και λάμψη, εκτοξεύοντας βουνά ολόκληρα. Όχι σαν εκείνα τα ηφαίστεια που βγάζουν συχνά μικρές ποσότητες λάβας χωρίς καμιά ένταση. Κάτι που σιγά σιγά γίνεται μια όμορφη ρουτίνα. Μιας και αυτό όμως επαναλαμβανόταν με όλες τις σχέσεις της, είχε συμβιβαστεί στην ιδέα ότι οι βίαιες εκρήξεις ανεξέλεγκτης ηδονής θα έμεναν για πάντα στις υγρές βραδινές φαντασιώσεις της.

«Έλα… Μη με πειράζεις και προπαντός μη μου θυμίζεις γλυκά!» της απάντησε παραπονιάρικα και κάθισε αναπαυτικά στον δερμάτινο καναπέ, που γέμιζε τον χώρο απέναντι από το γραφείο της Λίζας.

«Δε με βλέπεις πως είμαι; Κομμάτια έχω γίνει. Στο γυμναστήριο στο υπόγειο με βρήκε να χτυπιέμαι σαν χταπόδι. Καλά, τι έγινε και έκανε σαν τρελός ο Αρκούδος; Ούτε ντους δε με άφησε να κάνω ο κανίβαλος! Τρέξε γρήγορα σε θέλει η Μέγαιρα!» Η Κλέλια δαγκώθηκε.

Το Μέγαιρα έπρεπε να το είχε παραλείψει. Ήταν το όνομα που της είχε δώσει ο Κώστας, φυσικά εν αγνοία της. Η Λίζα προσποιήθηκε πως δεν το άκουσε· είχε μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Το πώς τη φώναζε πίσω από την πλάτη της ο νεαρός αρχιφύλακας ήταν το λιγότερο. Άλλωστε ήταν κοινό μυστικό ότι οι υφιστάμενοι πάντα σκάρωναν παρατσούκλια για τους ανώτερούς τους. Κοίταξε σοβαρά τη νεαρή υφιστάμενή της, πήρε μια βαθιά ανάσα και της έδειξε το μαύρο ντοσιέ που ήταν ανοιγμένο μπροστά της επάνω στο γραφείο.

«Εδώ, κούκλα μου, βρίσκεται το μέλλον και των δυο μας. Λοιπόν, η ιστορία μέχρι τώρα έχει ως εξής. Το πρωί με κάλεσε ο Αρχηγός στο γραφείο. Εκεί ήταν επίσης μαζεμένοι οι διοικητές από άλλα τμήματα. Ήταν το Εσωτερικών Υποθέσεων, το Εκβιαστών, το Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας και εγώ φυσικά» ξεκίνησε να της λέει η Λίζα.

«Τρία διαφορετικά τμήματα. Το Εσωτερικών υποθέσεων… Τι έγινε; Τόσο σημαντικό είναι;» τη ρώτησε η Κλέλια και σηκώθηκε από τον καναπέ.

Κοίταξε με περιέργεια το ντοσιέ που είχε στα χέρια της τώρα πια η προϊσταμένη της. Στο εξώφυλλο έγραφε με κόκκινα γράμματα τον αριθμό υπόθεσης και από κάτω δύο ονόματα, ένα αντρικό και ένα γυναικείο. Το αντρικό δεν της θύμιζε κάτι. Γιώργος Βενιέρης. Η Κλέλια αυτόματα έβαλε τη μνήμη της να ψάξει αν και πού είχε ξανακούσει τέτοιο όνομα, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Όχι, ο άντρας δεν της θύμιζε τίποτα. Η γυναίκα, όμως. Αυτό το όνομα… Ήταν γνωστή, όχι όμως υπηρεσιακά γνωστή. Ανήκε στην κατηγορία των ατόμων που οι φυλλάδες έχουν βαφτίσει κοσμικές. Ήταν μοντέλο, σχεδιάστρια… κάτι τέτοιο.

Η Κλέλια ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τον κενό και επικίνδυνο κόσμο της σόου μπιζ. Τρία χρόνια στο Ηθών ήταν αρκετά για να απομυθοποιήσει πλήρως οτιδήποτε έχει σχέση με την τεχνητή ετερόφωτη λάμψη των λεγόμενων Κοσμικών. Από το γραφείο της αυτά τα τρία χρόνια είχαν παρελάσει μερικά αυτοαποκαλούμενα μοντέλα. Είχαν συλληφθεί να χρηματίζονται, για να προσφέρουν ερωτικές υπηρεσίες, σε όποιον μπορούσε να πληρώσει, βέβαια, το ακριβό κασέ τους. Ένα κασέ το οποίο είχε ως μοναδικό κριτήριο τις περισσότερες εμφανίσεις της καθεμίας στην τηλεόραση και στα σκανδαλοθηρικά περιοδικά. Όταν συλλαμβάνονταν, οι περισσότερες ενδιαφέρονταν μόνο για το τι θα έκαναν, ώστε να μη μάθουν οι δημοσιογράφοι ότι είχαν συλληφθεί για πορνεία. Οι περισσότερες, δηλαδή, γιατί μερικές ήταν τόσο πορωμένες με τη δημοσιότητα, ακόμα και αυτού του είδους, που θεωρούσαν τη σύλληψή τους… ουδέν κακόν αμιγές καλού!»

«Γιάννα Δεληπέτρου. Σχεδιάστρια δεν είναι αυτή; Τι έκανε; Μαστροπεία; Έβγαλε κάποιο μοντέλο της στο κλαρί;» ρώτησε η Κλέλια.

Όπως ήταν φυσικό, θεώρησε ότι, για να ενδιαφέρεται το τμήμα της, είχε σχέση με πορνεία, μαστροπεία ή κάτι παρεμφερές.

«Ακόμη δεν ξέρουμε τίποτα. Αυτό ακριβώς μας ζητούν να ανακαλύψουμε. Σύμφωνα με αυτά που ακούστηκαν στη συνάντηση, τα δύο αυτά άτομα ίσως να επιδίδονται σε απαγωγή και μαστροπεία. Ίσως να είναι μέλη διεθνούς συμμορίας με έδρα το Παρίσι και αντικείμενο τη σωματεμπορία. Και τέλος, ίσως να εμπλέκονται σε απαγωγές κοριτσιών από την Ευρώπη με σκοπό να τις προωθήσουν στη Μέση ανατολή μέσω Ελλάδος. Και ίσως να είναι άμεσα εμπλεκόμενοι με την απαγωγή ανήλικου κοριτσιού. Κάποιας Ζιλιέτ Ντιμαρσώ. Ο πατέρας της είναι μεγάλο κεφάλι και έχει κινήσει γη και ουρανό, όπως καταλαβαίνεις!

»Τονίζω το ίσως, γιατί όλα αυτά βασίζονται σε μια ανώνυμη πληροφορία στη Γαλλική Γενική Ασφάλεια». Η Λίζα εξιστορούσε ό,τι αφορούσε στην υπόθεση αργά και δυνατά.

Η Κλέλια το γνώριζε αυτό το ύφος. Η προϊσταμένη της το είχε μόνο όταν κάποια υπόθεση ήταν πολύ σοβαρή. Και η συγκεκριμένη ήταν. Αυτά που άκουγε δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποδείξεις αξιόποινης πράξης. Αν οι Γάλλοι είχαν αποδείξεις, άλλωστε, θα είχαν εκδώσει ήδη διεθνές ένταλμα σύλληψης για τους δύο υπόπτους.

Το χειρότερο όμως ήταν –όπως άκουσε με έκπληξη– ότι ο ύποπτος άντρας ήταν αστυνομικός με είκοσι τρία χρόνια υπηρεσίας!

«Ένας συνάδελφος;» αναρωτήθηκε αναστατωμένη η Κλέλια.

Ήταν ανάγκη –εκτός από όλα τα άλλα– ο ύποπτος να ήταν και συνάδελφος;

«Καλά όλα αυτά, αλλά γιατί δεν το ανέλαβε το Εσωτερικών Υποθέσεων; Το Ηθών έχει τη λιγότερη ανάμειξη στην υπόθεση. Γιατί το έδωσαν σε εμάς;» τη ρώτησε η Κλέλια όταν τελείωσε την αφήγησή της.

Η έμπειρη αστυνομικός ήταν η τελευταία που θα αρνιόταν υπόθεση ή θα βαριόταν να δουλέψει. Ήρεμη, μεθοδική και δυναμική, όπως ήταν, αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους συναδέλφους της και οι έπαινοι που είχε λάβει αυτά τα χρόνια το αποδείκνυαν. Αλλά στη συγκεκριμένη υπόθεση κάτι την ενοχλούσε, κάτι δεν ταίριαζε. Γιατί τα άλλα τμήματα δεν την ανελάμβαναν; Κάτι δεν της είχε πει η Λίζα.

«Εχεμύθεια, κούκλα μου. Αυτό ζητούν, γι’ αυτό το έδωσαν σε εμάς. Διακριτικότητα. Η Δεληπέτρου δεν είναι οποιαδήποτε. Ο σύζυγός της ήταν, όταν ζούσε, σύμβουλος σε μέλη της κυβέρνησης. Η ίδια ράβει μερικές από τις κυρίες Υπουργών σε Ελλάδα και Ευρώπη, και η εύθυμη, κατά τα φαινόμενα, χήρα έχει τεράστιο φιλανθρωπικό έργο. Δεν αποκαλείς απαγωγέα και μαστροπό μια τέτοια γυναίκα».

«Καλά, βρε Λίζα, μια γυναίκα με τόσα χρήματα γιατί να απαγάγει κορίτσια, για να τα εκδώσει, πουλήσει κ.λπ., κ.λπ.;» τη ρώτησε με έκδηλη απορία.

Δεν της ταίριαζε το προφίλ των υπόπτων. Η γυναίκα ήταν ήδη πλούσια. Δεν είχε καμιά ανάγκη να μπλέξει σε κυκλώματα τέτοιου είδους. Και μια γυναίκα με το βιογραφικό που της είχε αναλύσει η Λίζα δεν έμοιαζε να είναι ηλίθια. Να απαγάγει κόρη ενός πλούσιου με δύναμη που ήξερε ότι θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για να τους βρει; Γιατί; Για λύτρα; Μα η ύποπτος είχε.

Ο συνάδελφος πάλι; Τα είχε με μια όμορφη και πλούσια χήρα και είχε ανάγκη να εμπορεύεται κορίτσια; Κάτι –ή μάλλον πολλά– δεν ταίριαζαν στην ιστορία. Η εμπειρία της της έλεγε ότι η υπόθεση ήταν μια ηλίθια φούσκα. Σε κάθε περίπτωση, ήταν υποχρεωμένοι να το ψάξουν. Και φούσκα να ήταν η υπόθεση ως προς τους υπόπτους, η απαγωγή της μικρής και των υπόλοιπων κοριτσιών ήταν αληθινή. Αν εμπλεκόταν μέσα Έλληνας, έπρεπε να τον βρουν.

«Αυτό ακριβώς θέλουν όλοι από εμάς να ανακαλύψουμε. Αν εμπλέκονται Έλληνες στις απαγωγές. Φυσικά, θα θέλαμε η λογική να ισχύει. Να είναι αθώοι, ειδικά ο συνάδελφος» κατέληξε η Λίζα, κάμπτοντας τις όποιες αντιρρήσεις της Κλέλιας.

Η Κλέλια σηκώθηκε από τη θέση της σκεφτική.

«Καλώς, Λίζα. Θα δώσω την υπόθεση στη Βαρλάμη. Είναι πολύ όμορφη και πολύ ικανή. Θα τα καταφέρει εύκολα» της είπε μετά από σκέψη.

Η Λίζα σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε υποτιμητικά.

«Μάλλον δεν άκουσες τι είπα. Η υπόθεση καίει! Η υπαστυνόμος είναι ικανή –όπως είπες– αλλά εγώ θέλω εσένα. Δεν έφτασες υποδιευθύντρια στο Ηθών με μέσον. Το ξέρω καλά. Είσαι η ικανότερη. Σύντομα θα πάρεις τη θέση μου. Μόνο σε εσένα μπορώ να εμπιστευτώ τέτοια νάρκη!» της απάντησε η Λίζα κοιτώντας την παρακλητικά.

Ωραία! Δώσε τη νάρκη σε εμένα να σκάσει στη μούρη μου! σκέφτηκε η Κλέλια, αλλά δε μίλησε.

Από το ύφος της Λίζας καταλάβαινε ότι οι όποιες αντιρρήσεις της δε θα εισακούγονταν.

«Εντάξει, θα το κάνω! Τι να κάνω;» της είπε αναστενάζοντας.

Και τώρα από πού ξεκινούν; αναρωτήθηκε η νεαρή αστυνόμος.

Η Δεληπέτρου δεν πλησιάζεται έτσι εύκολα. Θα ήταν δύσκολο να εισχωρήσουν στη ζωή της. Ο Βενιέρης τότε. Οι δύο γυναίκες έπρεπε να καταστρώσουν ένα έξυπνο σχέδιο προσέγγισής του. Ευτυχώς η Λίζα είχε κάνει ήδη μια μικρή έρευνα με το τηλέφωνο. Μέσα σε μισή ώρα από τη στιγμή που είχε βγει από τη σύσκεψη, ένα περιπολικό του τμήματος Μενιδίου είχε σταλεί ήδη στη γειτονιά του αρχιφύλακα, μαζεύοντας πληροφορίες που τον αφορούσαν. Και από αυτές προέκυπτε ότι ο συνάδελφος ασχολούνταν και με τον χορό και ήταν γραμμένος σε σχολή λάτιν στην περιοχή όπου ζούσε.

Η Λίζα κοίταξε την Κλέλια πονηρά και οι δύο γυναίκες ξέσπασαν σε γέλια. Τέτοια ανέλπιστη τύχη; Ο ύποπτος χόρευε λάτιν!

«Έχεις έτοιμα τα γοβάκια σου, Σταχτοπούτα μου;» ρώτησε την υφιστάμενή της η Λίζα γελώντας.