Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 11_Η καταστροφή των Δρυϊδών)

Πέρασαν κάποιες ημέρες και με τον Άντριου είχαμε ανταλλάξει μετρημένες κουβέντες.

Δεν άντεχα αυτήν την κατάσταση.

Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωί πήγα να τον βρω και όταν τον είδα τον πλησίασα αποφασιστικά.

«Θέλω να μιλήσουμε» του είπα με θάρρος.

Εκείνος γύρισε και με κοίταξε με εκείνο το σκοτεινό βλέμμα γεμάτο θυμό και θλίψη που είχε από την ώρα που ξανασυναντηθήκαμε.

«Τι θέλεις Λίριο;» με ρώτησε ψυχρά.

Ειλικρινά σου αρέσει αυτή η κατάσταση; Δεν αξίζει σε κανέναν από τους δυο μας. Από την ώρα που έφυγα από το Άσλιρντ δεν σε έβγαλα στιγμή από το μυαλό μου και τώρα που είσαι εδώ κοντά μου συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε ξένοι. Δεν το θέλω αυτό, δεν το καταλαβαίνεις;» ξέσπασα.

«Αν το σκεφτείς είμαστε ξένοι. Δεν ήσουν πολύ καιρό στον τόπο μου, δεν πρόλαβα να σε γνωρίσω και ούτε εσύ εμένα»

Τα λόγια του με έκαναν να παγώσω, αλλά προσπάθησα να βρω ξανά την αυτοκυριαρχία μου.

«Δεν γνωριζόμαστε πολύ καιρό, αλλά αισθανθήκαμε δυνατά συναισθήματα» του είπα.

«Αμφιβάλλω για αυτό»

«Καλά πόσες φορές σου είπα ότι όσα σου είπε αυτός ο αγύρτης ήταν ψέματα;» φώναξα και κάποιοι Δρυίδες έστρεψαν την προσοχή τους πάνω μου, αλλά την δεδομένη στιγμή δεν με ενδιέφερε ούτε στο ελάχιστο.

«Δεν μιλάω για σένα αυτήν την φορά. Δεν αμφισβητώ την δική σου αγάπη προς εμένα, αλλά την δική μου προς σε σένα. Ξέρεις, δεν νομίζω ότι σε ερωτεύτηκα πραγματικά. Απλά ήταν ένας ενθουσιασμός και έσβησε σιγά-σιγά»

Για άλλη μια φορά έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαμένη.

Τι έλεγε; Δεν ήταν δυνατόν να τα εννοεί τα λόγια του.

Και τότε θέλησα να κάνω κάτι που ούτε που ξέρω πως βρήκα το θάρρος. Ποτέ δεν είχα υπάρξει αυθόρμητη, αλλά ήθελα να σιγουρευτώ ότι όλα αυτά που είχε ξεστομίσει ήταν απλώς λόγια του αέρα χωρίς καμία δόση αλήθειας.

Τον φίλησα.

Δεν το περίμενε, τον ένιωσα να μένει άγαλμα για λίγο, αλλά όταν έβαλα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του, εκείνος τύλιξε τα δικά του γύρω από την μέση του και με έφερε πιο κοντά του.

Όταν σταματήσαμε τον κοίταξα και του χαμογέλασα.

«Λοιπόν συνεχίζεις να επιμένεις ότι ήμουν ένας απλός ενθουσιασμός για σένα;» τον ρώτησα.

Εκείνος μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Σημαίνεις τα πάντα για μένα Λίριο» μου είπε.

«Άρα με πιστεύεις τώρα;»

«Ναι, αλλά είμαι πολύ μπερδεμένος. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο από ένα κουβάρι σκέψεις. Έχασα τα πάντα. Όσα δικαιούμουν εκ γενετής»

«Θα βρεθεί λύση Άντριου. Να 'σαι σίγουρος»

«Δεν νομίζω αγάπη μου. Συγχώρεσε με για την συμπεριφορά μου, αλλά πόσα να αντέξει ένας άνθρωπος;»

«Πολλά μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος φτάνει να μην ξεχνά να στρέφει τα μάτια του προς τον ουρανό. Εκεί θα την βρίσκει την δύναμη που χρειάζεται να συνεχίσει»

«Ποτέ δεν θα χάσεις την πίστη σου»

«Ποτέ δεν λέω ποτέ. Έχουν υπάρξει στιγμές αμφιβολίας, αλλά συνεχίζω να προσπαθώ γιατί αυτό μου δίνει ζωντάνια, με γεμίζει και με ολοκληρώνει. Ακόμη και να μην πάρεις πίσω τον τίτλο σου και το βασίλειο σου, θα είμαστε μαζί. Ας ζήσουμε μόνο και ας αφήσουμε τα υπόλοιπα. Έχω συνηθίσει στην απλότητα και θα συνηθίσεις και εσύ με τον καιρό. Φτάνει να είμαστε υγιείς και αγαπημένοι» του είπα σφίγγοντας τα χέρια.

Εκείνος με αγκάλιασε.

«Είσαι σπουδαία» μου είπε.

Χαμογέλασα.

«Και εσύ είσαι Άντριου και ότι και αν χρειαστείς να ξέρεις ότι είμαι εδώ και σε αγαπώ και θα συνεχίσω να σε αγαπώ ότι και αν συμβεί» του είπα και του χάιδεψα το μάγουλο.

Ήξερα ότι τα πράγματα ίσως να ήταν δύσκολα, αλλά ήμουν διατεθειμένη να διεκδικήσω την ευτυχία μου, την ευτυχία και των δυο μας.

****

Περπατούσε μέσα στους διαδρόμους του κάστρου αποφασιστικά. Όλη του η παρουσία ενέπνεε περηφάνια και δύναμη. Και πράγματι ήταν τόσο περήφανος όσο και δυνατός άνδρας όχι μόνο σωματικά και ψυχικά, αλλά και σε επίπεδο εξουσίας. Εξάλλου ήταν ο άρχοντας της Ρέαρ.

Πριν λίγο είχε ενημερωθεί ότι είχε φτάσει από το Άσλιρντ ένας ιεροεξεταστής και ζητούσε ακρόαση. Δεν είχε καμία διάθεση για τέτοιου είδους συναντήσεις, αλλά έπρεπε να φερθεί με ευγένεια, αλλιώς θα διακινδύνευε να χαλάσουν οι σχέσεις μεταξύ της Ρέαρ και του Άσλιρντ.

Ο ιεροεξεταστής είχε έρθει αντιπρόσωπος του νέου βασιλιά. Είχε πληροφορηθεί για τον θάνατο ή μάλλον καλύτερα την δολοφονία του Κλάους. Πλέον στο θρόνο βρισκόταν ο φιλόδοξος Ντέιβιντ, τέως στρατηγός.

Όταν μπήκε στην αίθουσα που τον περίμενε ο επισκέπτης ο ιεροεξεταστής υποκλίθηκε.

«Άρχοντα μου, τιμή μου που σας γνωρίζω» του είπε.

«Καλωσόρισες στην Ρέαρ αγαπητέ...»

«Λίαμ» πρόσθεσε ο άλλος.

Πράγματι ήταν ο Λίαμ εκείνος που είχε αιχμαλωτίσει την Έμμα και είχε καταδικάσει τον πατέρα Κέβιν σε θάνατο στην πυρά.

«Καλωσόρισες ιεροεξεταστή Λίαμ στα μέρη μας. Για ποιο λόγο ήρθες όμως;» τον ρώτησε ο άρχοντας

«Ζητώ άδεια να ψάξω στο βασίλειο σας να βρω μία μάγισσα και τον συνεργό της»

«Σας έφυγαν από το Άσλιρντ;»

«Μάλιστα! Ο άρχοντας Ντέιβιντ θέλει να βρεθούν και να εκτελεστούν όπως τους αξίζει»

«Πάντα εκτιμούσα την καλή συνεργασία. Είχαμε φιλικές σχέσεις με τον προηγούμενο άρχοντα, αυτό θα γίνει και τώρα. Είσαι ελεύθερος να ψάξεις. Ξεκίνα μάλιστα από το δάσος των Δρυϊδών, ίσως έχουν καταφύγει εκεί. Πρόσφατα ήρθαν ξένοι στον τόπο μου. Οι στρατιώτες μου θα τους σκότωναν, αλλά εμφανίστηκαν αυτοί οι γενειοφόροι. Οι άνδρες μου ξέροντας για τις δυνάμεις τους φοβήθηκαν και έφυγαν. Ίσως ανάμεσα σε αυτούς τους αγνώστους να είναι αυτοί που ζητάς»

«Σίγουρα θα είναι. Ευχαριστώ κύριε μου» είπε και υποκλίθηκε.

****

Ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Με τον Άντριου ήμασταν ξανά καλά. Είχε ξεδιαλύνει η παρεξήγηση και όλα πήγαιναν περίφημα. Αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ δυστυχώς.

Καλπασμοί ακούστηκαν και εμφανίστηκαν άνδρες οπλισμένοι και πάνω σε ένα άλογο διέκρινα τον ιεροεξεταστή Λίαμ. Τι έκανε εδώ;

«Σκοτώστε τους όλους» φώναξε και αμέσως οι στρατιώτες επιτέθηκαν.

Οι Δρυίδες έτρεχαν πανικόβλητοι και οι στρατιώτες σκότωναν τον ένα μετά τον άλλον.

«Πρέπει να φύγουμε» μου είπε ο Άντριου και πιάνοντας με από το χέρι κάναμε να φύγουμε, αλλά ένας άνδρας μπήκε μπροστά μας.

Τον κοίταξα βλοσυρά.

Ήταν ο Λίαμ.

«Πού πάτε;» μας ρώτησε ειρωνικά.

«Τι κάνεις εδώ καταραμένε;» του πέταξε ο Άντριου.

«Ήρθα για εσένα. Ο άρχοντας Ντέιβιντ μου ζήτησε να ξεφορτωθώ τους προδότες της πίστης»

Τότε ακούστηκε μια κραυγή.

Γύρισα και είδα έναν άνδρα να σέρνει την Έμμα από τα μαλλιά.

«Η μάγισσα. Την πιάσαμε» είπε.

«Σκότωσε την» διέταξε ο Λίαμ.

«Όχι» ούρλιαξα.

Την στιγμή που ο στρατιώτης ήταν έτοιμος να την σκοτώσει ο Φίλιπ του επιτέθηκε.

Η Έμμα ξεγλύστρισε από τα χέρια του.

Ο Άντριου εν τω μεταξύ επιτέθηκε στον Λίαμ και κατόρθωσε να τον αφοπλίσει.

Αρχίσαμε να τρέχουμε και με την άκρη του ματιού μου εντόπισα την Έμμα και τον θείο Έντουαρντ μαζί με τον Γκάμπριελ, την Νάλα και τον πατέρα Ρίτσαρντ να διαφεύγουν.

****

Συναντηθήκαμε μετά από ώρα στο δάσος.

«Τι ήταν αυτή η επίθεση; Πώς στην ευχή συνέβη;» ωρυόταν ο Άντριου.

«Μας ακολούθησαν ως εδώ, πουθενά δεν θα είμαστε ασφαλείς» είπε η Νάλα και ο Γκάμπριελ τύλιξε τρυφερά ο χέρι του γύρω από τους ώμους της.

«Κουράγιο καλή μου» της είπε.

«Πού είναι ο Φίλιπ;» ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Έμεινε πίσω. Πάλεψε με τον στρατιώτη που πήγε να με βλάψει» είπε η Έμμα.

Προσεχτικά επιστρέψαμε στον καταυλισμό των Δρυίδων και αντικρύσαμε ένα φριχτό θέαμα. Τους είχαν σφαγιάσει όλους. Κάποιους τους είχαν κρεμάσει.

Δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλα μου.

Αυτοί οι άνθρωποι μας είχαν φιλοξενήσει και τους είχε βρει ένα τέλος που δεν τους άξιζε.

Ο πατέρας Ρίτσαρντ βουρκωμένος έκανε τον σταυρό του.

Εκεί όμως ανάμεσα στους Δρυϊδες φάνηκε και ο Φίλιπ.

Η Έμμα έτρεξε κοντά του και εμείς κάναμε το ίδιο.

Ήταν τραυματισμένος, αλλά ανέπνεε.

Φτιάξαμε ένα φορείο από ξύλα και πανί και τον τοποθετήσαμε πάνω.

Η πληγή του δεν ήταν σοβαρή, αλλά χρειαζόταν βοήθεια.

Έπρεπε πέρα από τον να τον βοηθήσουμε να κρυφτούμε και από εκείνον τον ελεεινό ιεροεξεταστή που μας καταδίωκε.

Μεταφέραμε τον Φίλιπ βαθιά προς το δάσος και βρήκαμε μια σπηλιά και εκεί ξεκουραστήκαμε.

«Πρέπει να περιποιηθούμε την πληγή του» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Μπορείς να τον βοηθήσεις, όπως έκανες και για μένα στο χωριό όταν με βρήκες τραυματισμένο» είπε ο θείος Έντουαρντ.

«Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου» είπε ο ιερέας.

Η Έμμα ωστόσο είχε βάλει τα κλάματα.

«Αν δεν ήταν αυτός θα ήμουν νεκρή. Μου έσωσε την ζωή» είπε.

«Όλα θα πάνε καλά κοριτσάκι μου. Όταν βρει τις δυνάμεις του θα τον ευχαριστήσω προσωπικά που σε βοήθησε» της είπε ο πατέρας της.

«Δεν θέλω να πάθει κακό, μόλις είχα αρχίσει να τον συμπαθώ, δεν μπορώ να τον χάσω και αυτόν... όχι σαν τον Τζέιμς» είπε και έτρεξε έξω από την σπηλιά.

«Έμμα» φώναξε ο θείος Έντουαρντ και έπειτα γύρισε προς το μέρος μου. «Σε παρακαλώ πήγαινε κοντά της. Ίσως μπορείς να την καθησυχάσεις» μου είπε.

Εγώ έκανα ένα νεύμα και πήγα να την βρω.

«Ξαδέρφη» της είπα όταν την είδα και την πλησίασα.

«Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Πώς ο Θεός επιτρέπει τόση αδικία;» με ρώτησε.

«Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, αλλά ο Φίλιπ είναι ακόμη ζωντανός. Υπάρχει ελπίδα» της είπα.

«Οι Δρυίδες όμως όχι. Τους έκαναν κομμάτια. Τέτοιο μίσος, τόση απανθρωπιά. Γιατί; Γιατί Λίριο;» είπε και έπεσε στα γόνατα ξεσπώντας σε λυγμούς.

Έτρεξα κοντά της και την αγκάλιασα.

«Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά. Θα δεις. Θα το ξεπεράσουμε και αυτό» της είπα και κοίταξα προς τον ουρανό.

«Μακάρι! Νομίζω ότι είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι. Μετά από ότι συνέβη στον Τζέιμς και στα παιδιά δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσα να δώσω την καρδιά μου σε άλλον. Αλλά έγινε. Αν όμως πάθει κάτι τότε δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να βρω την ευτυχία, είμαι σίγουρη. Πώς έγιναν έτσι οι ζωές μας Λίριο;» μου είπε.

«Χρειάζεται να κάνουμε κουράγιο» ακούστηκε η φωνή του Γκάμπριελ από πίσω μας.

Γυρίσαμε και τον είδαμε.

Δίπλα του ήταν η Νάλα.

«Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη. Είμαστε καλά» πρόσθεσε. «Όταν ήρθατε στο Άσλιρντ ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έβρισκα την αγάπη στο πρόσωπο του Γκάμπριελ, όμως ήρθαν έτσι οι συγκυρίες και συνέβη και είμαι ευτυχισμένη. Τίποτα λοιπόν δεν έχει καθοριστεί. Η ζωή από την μια στιγμή στην άλλη μπορεί να αλλάξει τόσο για καλό, όσο και για κακό»

Εγώ μας κοίταζα και σκεφτόμουν ότι μετά από όσα είχαμε περάσει είχαμε ωριμάσει και παρά τις φριχτές καταστάσεις που είχαμε βιώσει ελπίζαμε για ένα καλύτερο αύριο.

Το αξίζαμε στο κάτω-κάτω και οι ουρανοί το ήξεραν.

«Κύριε βοήθησε μας» σκέφτηκα.

Και αμέσως ένιωσα κάτι να αλλάζει μέσα μου. Ήμουν σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Ίσως να ήταν ψευδαίσθηση, αλλά ένιωθα σαν Κάποιος να είχε απαντήσει στην έκκληση μου και παρά όσα συνέβαιναν για ακόμη μια φορά αισθάνθηκα ένα αίσθημα γαλήνης να πλημμυρίζει την ψυχή μου.

****

Είχε πέσει η νύχτα και είχαν χαθεί στο δάσος. Πώς στην ευχή είχε συμβεί αυτό;

Ο ιεροεξεταστής Λίαμ προχωρούσε μπροστά με το άλογο του και κοίταζε γύρω του προσεχτικά.

«Πώς θα βγούμε από εδώ;» ούρλιαξε.

Τότε όμως τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, μια αγέλη λύκων έκαναν την εμφάνιση τους και επιτέθηκαν στην ομάδα ανδρών.

Ο Λίαμ χτύπησε τα γκέμια του αλόγου του και έφυγε μακριά, χωρίς να δείξει ενδιαφέρον για τους υπόλοιπους.

Όμως στον δρόμο του εμφανίστηκε ένας λύκος και επιτέθηκε στο άλογο ρίχνοντας τον κάτω.

Ασχολήθηκε με το άλογο, οπότε εκείνος βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει κουτσαίνοντας γιατί είχε χτυπήσει το πόδι του όταν έπεσε.

Έφτασε σε μια μικρή εκκλησία. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

Δεν έκανε τον σταυρό του, ούτε προσευχήθηκε. Άλλωστε δεν πίστευε. Η θρησκεία για αυτόν ήταν ένα μέσο εξουσίας.

Το μόνο που έκανε ήταν να ξαπλώσει, ήταν τόσο κουρασμένος.

Σε λίγη ώρα κοιμήθηκε μην έχοντας καμία ενοχή για τον θάνατο τόσων αθώων ανθρώπων που είχε προκαλέσει πριν μερικές ώρες.