Το σχέδιο ήταν ήδη έτοιμο. Η Κλέλια θα γνώριζε τον Βενιέρη, θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη του και θα μάθαινε όσα περισσότερα μπορούσε για το ποιος ήταν ο μυστηριώδης συνάδελφος και η πλούσια χήρα.
«Τουλάχιστον θα ευχαριστηθώ χορό!» αναφώνησε με χαρά.
Σε όλη αυτήν την υπόθεση, υπήρχε τουλάχιστον και κάτι ευχάριστο. Η Κλέλια από εκεί θα άρχιζε την επιχείρηση Γνωριμία και τα έξοδα θα τα πλήρωνε η υπηρεσία.
Άνοιξε το ντοσιέ και αντέγραψε τη διεύθυνση της σχολής χορού. Πριν το κλείσει, έριξε μια φευγαλέα ματιά στη φωτογραφία του υπόπτου. Ήταν η φωτογραφία της υπηρεσιακής του ταυτότητας και είχε βγει πριν από είκοσι τρία χρόνια. Ο Γιώργος τής φάνηκε εμφανίσιμος και χαμογέλασε. Τα χρόνια παραμονής της στην υπηρεσία τής είχαν δώσει την ικανότητα να διαβάζει πρόσωπα από την πρώτη στιγμή που τα έβλεπε. Το πρόσωπο που έβλεπε ήταν συμπαθητικό, την προδιέθετε θετικά. Θα της φαινόταν πολύ παράξενο αν ο συνάδελφος είχε κάνει κάτι από αυτά για τα οποία τον θεωρούσαν ύποπτο.
Άνοιξε την πόρτα, χαιρέτησε τη Λίζα και βγήκε στον διάδρομο. Κόσμος πηγαινοερχόταν γύρω της, αλλά εκείνη ήταν απορροφημένη στην ανάγνωση του ντοσιέ, που είχε μόλις πάρει στα χέρια της. Προχώρησε, μπήκε στο γραφείο της αφηρημένη, χωρίς να προσέξει τον Κώστα, που ήταν ήδη εκεί και την περίμενε.
«Γεια σου, Λία. Καλημέρα. Λία;»
Στιγμές αργότερα η Κλέλια σήκωσε το βλέμμα της από το ντοσιέ και τον κοίταξε απορημένη.
«Ποια είναι η Λία; Άλλο όνομα μου έβγαλες πάλι; Ρεζίλι με έχεις κάνει πια! Κάθε εβδομάδα με βαφτίζεις αλλιώς. Τουλάχιστον τέλειωσε το Αναδυομένη. Άντε μπράβο γιατί είχα βαρεθεί να μου κάνουν για πλάκα τεμενάδες στους διαδρόμους οι συνάδελφοι. Δε φτάνει που το αλλάζεις συνέχεια, το λες και σε όλους! Άσε τις βλακείες τώρα και πάμε, ξεκινάμε υπόθεση. Έλα μαζί μου!» του είπε αποφασιστικά, πήρε το μαύρο δερμάτινο μπουφάν της από τον καλόγερο και όρμησε στον διάδρομο προς τα αποδυτήρια.
Δέκα λεπτά αργότερα, συνάντησε τον νεαρό αρχιφύλακα στο υπόγειο πάρκινγκ του Μεγάρου. Καβάλησε τη μηχανή και ετοιμάστηκε να φορέσει το κράνος της.
«Έχεις το αυτοκίνητό σου ή να σε πετάξω στο σπίτι με τη μηχανή; Λοιπόν, τα είπαμε. Πηγαίνεις στο σπίτι, αλλάζεις ρούχα, ετοιμάζεσαι και στις εννιά συναντιόμαστε στο Μενίδι. Από εκεί γνωρίζω πού είναι η σχολή. Θα το βρεις το Μενίδι υποθέτω!» του είπε σαρκαστικά, καθώς προσπαθούσε να χωρέσει τις ατέλειωτες φυσικές μπούκλες των μαλλιών της στο κράνος.
Ο Κώστας δεν απάντησε αμέσως. Η θέα της Κλέλιας με το μαύρο εφαρμοστό πέτσινο κολάν πάνω στην ψηλή εντούρο τού έκοβε την ανάσα.
Η Κλέλια τον είδε και χαμογέλασε, καθώς το κράνος αντιστεκόταν ακόμη. Αυτά τα όμορφα ελατηριάκια που είχε για μαλλιά ήταν και το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπισε όταν αποφάσισε να αντικαταστήσει το μικρό ταπεινό αυτοκίνητο που οδηγούσε μέχρι τότε. Και το αντικατέστησε με το χιλίων κυβικών και εκατό σχεδόν ίππων τέρας που οι Γιαπωνέζοι της Σουζούκι ονόμαζαν κομψά V-strom. Άλλες γυναίκες θα είχαν πρόβλημα με το βάρος της μηχανής, άλλες με το ύψος της από το έδαφος. Και άλλες με τη θηριώδη δύναμη του δικύλινδρου εξατάχυτου κινητήρα. Όχι όμως εκείνη. Για η συγκεκριμένη μηχανή αντιπροσώπευε τη δύναμη, την ελευθερία και τα ταξίδια. Και η Κλέλια είχε και τα τρία αυτά συστατικά μέσα της.
Είχε δώσει ομηρικές μάχες με τους δικούς της και είχε αναγκαστεί να χωρίσει με την τελευταία της σχέση εξαιτίας της μηχανής. Εκείνος της είχε δώσει τελεσίγραφο, χλευάζοντας την απόφασή της να αγοράσει μηχανή ως μη ώριμη σκέψη. Μεγάλο λάθος.
«Πήγαινε, σε παρακαλώ, να βρεις μια ώριμη, όπως τη θέλεις και όπως θεωρείς εσύ την ωριμότητα, φτιάξ’ την όπως θέλεις και βάλ’ τη στο σαλόνι σου μαζί με τα σκρίνια. Εγώ έχω ανωριμότητα εκ πεποιθήσεως, μου είπαν οι γιατροί! Ως εκ τούτου, κρίνεται ανίατη ως ασθένεια!» του είχε απαντήσει ειρωνικά και είχε φύγει.
Δεν την ένοιαξε και πολύ. Από μικρή μπορούσε να συζητήσει οτιδήποτε για οποιοδήποτε θέμα με τον οποιονδήποτε. Άκουγε τη γνώμη των άλλων γύρω της. Ύστερα αποφάσιζε ανάλογα με το τι θεωρούσε τελικά σωστό, λογικό ή και τα δύο, μιας και δε συνέπιπταν πάντα. Δε δεχόταν με τίποτα όμως τελεσίγραφα, ειδικά για θέματα που αφορούσαν τη ζωή και τα όνειρά της. Πίστευε ότι όποιος της έδινε τελεσίγραφο –για οποιοδήποτε θέμα– ήθελε απλώς να της επιβάλλει τη γνώμη του, άρα δεν τη σεβόταν ως ίση δίπλα του.
«Είμαι τρελός για εσένα, αλλά όχι και τόσο ώστε να ανέβω στη σκοτώστρα μαζί σου, μωρό μου!» της απάντησε απαξιωτικά ο Κώστας και γέλασε.
Έτσι ήταν οι δυο τους.
«Βρε, άντε να χαθείς! Αρσενικό σοβινιστικό γουρούνι!» του απάντησε εκείνη γελώντας δυνατά, αλλά ο Κώστας δε θα μπορούσε να έχει ακούσει τίποτα, γιατί Κλέλια είχε ήδη ξεκινήσει τον θηριώδη κινητήρα στη μηχανή της. Μαρσάροντας άφησε απότομα τον συμπλέκτη, αναγκάζοντας τον πίσω τροχό να διαγράψει σπινάροντας πλήρη κύκλο στο τσιμεντένιο πάτωμα του υπόγειου γκαράζ του Μεγάρου.
Θα με κράξουν πάλι! σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Από την ημέρα που την είχε αγοράσει, την είχαν καλέσει πέντε φορές στο Εσωτερικών Λειτουργειών του Αστυνομικού Μεγάρου, για να της κάνουν συστάσεις για τον τρόπο που έμπαινε και έβγαινε από τις εισόδους και εξόδους του τριώροφου υπόγειου πάρκινγκ.
Ο ζεστός βραδινός αέρας την υποδέχτηκε απότομα στην έξοδο κόβοντάς της την ανάσα.
«Κουράγιο, ομορφιά μου, σε λίγο θα είμαστε στα βουνά μας!» μονολόγησε χαϊδεύοντας το ντεπόζιτο της V-strom.
Το φανάρι άναψε πράσινο και η Κλέλια έστριψε δεξιά προς τα Τουρκοβούνια, μακριά από το εκνευριστικό μποτιλιάρισμα της κίνησης στη λεωφόρο.
Πέντε λεπτά αργότερα, στον στενό δρόμο που αγκαλιάζει τους λόφους προς το Γαλάτσι, η κίνηση είχε αυξηθεί. Η αιτία ήταν οι –νεαροί κυρίως– οδηγοί αυτοκινήτων, που έκοβαν ταχύτητα περνώντας από το σημείο όπου μια όμορφη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα ήταν καθισμένη επάνω στη σέλα μιας σταματημένης στην άκρη του κράσπεδου μαύρης και ασημί μηχανής.
Η Κλέλια θαύμαζε το θέαμα της πολύβουης πρωτεύουσας που απλωνόταν από τα βουνά της Πάρνηθας στα Βόρεια έως τον Σαρωνικό και τα νησιά του στο βάθος αριστερά. Τη μονοτονία του συνεχούς τσιμέντου έσπαγαν μόνο οι δύο βασικοί της λόφοι: του Φιλοπάππου και της Ακρόπολης. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, το θέαμα δεν της φαινόταν άσχημο. Η απίστευτη βουή της συνεχούς κίνησης δεν έφτανε ψηλά στον λόφο· εκεί όλα φαίνονταν ήρεμα. Κατέβηκε από τη σέλα και προχώρησε αργά προς το προστατευτικό κάγκελο στην άκρη του απότομου γκρεμού. Έφτασε στην άκρη και κοίταξε κάτω στο χάος. Ένα απαλό δροσερό βοριαδάκι ανέμιζε τις όμορφες καστανόξανθες μπούκλες της και χάιδευε τον λαιμό και το στήθος της. Στο μυαλό της γύριζε επίμονα η έκκληση της Λίζας.
«Διακριτικά… Προς Θεού διακριτικά. Οι ανώτεροι δεν πρόκειται να μας καλύψουν στη στραβή. Θα μας φάνε!»
Διακριτικά. Εύκολο να το λέει η Λίζα. Δε θα έλεγε εκείνη για άλλη μια φορά ψέματα, δε θα εξαπατούσε εκείνη ανθρώπους, που ίσως τελικά αποδεικνύονταν αθώοι. Το ότι αυτά τα ψέματα ήταν για την προάσπιση του γενικού καλού λίγο την παρηγορούσε. Για την ακρίβεια, την παρηγορούσε μόνο όταν οι ύποπτοι ήταν τελικά στ’ αλήθεια ένοχοι. Στους αθώους ερχόταν πάντα η δύσκολη ώρα που έπρεπε να τους εξηγήσει ότι η φιλία τους ήταν μια αποστολή της δουλειάς της. Και αυτό κάθε φορά τη σκότωνε.
«Τουλάχιστον δεν είμαι δικηγόρος, να πρέπει να υπερασπιστώ ενόχους και ας γνωρίζω ότι έκαναν την παρανομία που τους κατηγορούν!» μονολόγησε.
Δεν έτρεφε καμιά συμπάθεια για τους δικηγόρους. Η υπεράσπιση που δικαιούται ακόμα και ο ένοχος, όπως εννοεί η δικαιοσύνη, δεν έχει καμιά σχέση με το «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» που επιστράτευαν η τωρινοί δικηγόροι, αδιαφορώντας πλήρως για το αποδεδειγμένο θύμα της κάθε υπόθεσης.
Η Κλέλια κοίταξε το ρολόι της. Έπρεπε να φύγει από το καταφύγιό της. Σε μια ώρα είχαν δώσει ραντεβού με τον Κώστα να πάνε στη σχολή για εγγραφή. Και από την επομένη κιόλας, η αποστολή άρχιζε.
Αυτό που τη χάλαγε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι ο ένας από τους υπόπτους, αυτός που θα γνώριζε, ήταν συνάδελφος.