«Ω, Θεέ μου ξυπνάει» φώναξε χαρούμενη η Έμμα όταν είδε τον Φίλιπ να συνέρχεται.
Εκείνος έβγαλε κάποια μικρά βογγητά.
«Πού βρίσκομαι;» είπε και κοίταξε γύρω του.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας παλικάρι μου. Ξεπέρασες τον κίνδυνο. Είσαι δυνατός» του είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ που είχε κάνει ότι μπορούσε για να τον βοηθήσει.
«Μου έσωσες την ζωή Φίλιπ. Χάρη σε σένα αναπνέω, αλλά τραυματίστηκες. Ευτυχώς με την βοήθεια του πατέρα Ρίτσαρντ σώθηκες» του είπε και κοίταξε τον ιερέα γεμάτη ευγνωμοσύνη.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Χαίρομαι βαθύτατα που βοήθησα, αλλά ας ευχαριστήσουμε και τον Κύριο. Εκείνος έκανε τα πιο πολλά» είπε και έκανε τον σταυρό του.
«Πάντα μετριόφρων και ταπεινός» σκέφτηκα.
Ήμασταν ευλογημένοι που τον είχαμε κοντά μας. Ήταν άξιος άνθρωπος και έδινε σε όλους ελπίδα.
«Ευχαριστώ πατέρα Ρίτσαρντ» του είπε ο Φίλιπ.
«Τίποτα νεαρέ μου. Πώς αισθάνεσαι;»
«Καλά, πονάω βέβαια αλλά αισθάνομαι ότι έχω δυνάμεις»
'«Αυτό είναι καλό σημάδι. Σύντομα θα έχεις αναρρώσει πλήρως»
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που είσαι καλά» του είπε η Έμμα λάμποντας από ευτυχία.
Είχα καιρό να δω το χαμόγελο της.
«Και εγώ χαίρομαι που σε κράτησα ασφαλή. Ήταν ευχαρίστηση μου να σε υπερασπιστώ» της είπε κοιτάζοντας την στα μάτια.
Έπειτα τον ευχαρίστησε και ο θείος Έντουαρντ και τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο προκειμένου να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
****
Είχαμε φύγει όλοι από την σπηλιά, σχεδόν όλοι η Έμμα είχε μείνει πίσω να κάνει παρέα στον Φίλιπ.
Όταν επέστρεψα είδα κάτι που με έκανε να χαμογελάσω.
Ο Φίλιπ και η Έμμα φιλιόντουσαν.
Αλλά όταν σταμάτησαν με είδαν.
«Συγνώμη» είπα και ντράπηκα.
«Δεν σε είχαμε καταλάβει» μου είπε η Έμμα.
«Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Χαίρομαι πάντως πάρα πολύ και για τους δύο» τους είπα.
«Να 'σαι καλά. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα γνώριζα κάποια. Ήρθα εδώ μαζί με τον άρχοντα Άντριου με στόχο να δραπετεύσουμε από το Άσλιρντ. Πού να φανταζόμουν τι θα μου επιφύλασσε η μοίρα;» είπε ο Φίλιπ.
«Και εγώ μετά τον χαμό του άνδρα μου και των παιδιών μου ούτε μπορούσα να διανοηθώ ότι θα ερωτευόμουν ξανά. Όμως μαζί σου θέλω να κάνω μια νέα αρχή» του απάντησε η Έμμα.
«Αν μας αφήσουν να ζήσουμε» είπε ο Φίλιπ και το πρόσωπο του σκοτείνιασε.
«Ο Λίαμ είναι ακόμη εδώ. Δεν θα αρκεστεί στο κακό που έκανε στους Δρυίδες. Θα συνεχίσει να μας ψάχνει» είπα.
«Καταραμένος να 'ναι» φώναξε με απέχθεια η Έμμα. «Τον σιχαίνομαι. Θα με έκαιγε»
«Όπως έχει κάνει με τόσες αθώες κοπέλες» είπε ο Φίλιπ στενάχωρα.
«Και με τον πατέρα Κέβιν» είπα.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι. Ας φύγουμε από την Ρέαρ» είπε η Έμμα.
«Και να πάμε πού ξαδέρφη; Όπου και αν πάμε θα είμαστε κυνηγημένοι» της είπε.
«Και τι προτείνεις Λίριο;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω» της απάντησα και πήρα μια βαθιά ανάσα.
Οι ζωές όλων μας διέτρεχαν κίνδυνο, κρέμονταν από μια κλωστή που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να κοπεί.
****
Ο Φίλιπ είχε πλέον αναρρώσει, έτσι αποφασίσαμε ότι έπρεπε να μετακινηθούμε.
Περπατούσαμε στο δάσος, όταν βρεθήκαμε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα.
Οι στρατιώτες που μας είχαν επιτεθεί βρίσκονταν κατακρεουργημένοι μαζί με τα άλογα τους.
«Λύκοι το έκαναν αυτό» είπε ο Άντριου.
Η Νάλα είχε βάλει τα κλάματα, και ο Γκάμπριελ της κρατούσε σφιχτά το χέρι.
«Πρέπει να τους θάψουμε» είπε.
«Εκείνοι θα μας σκότωναν, όχι ας τους αφήσουμε να σαπίσουν» ούρλιαξε η Έμμα.
«Κορίτσι μου, πλέον αυτοί οι άνθρωποι παρέδωσαν τις ψυχές τους με βίαιο τρόπο. Είναι δουλειά του Θεού να τους κρίνει. Εμείς ας κάνουμε αυτό που πρέπει» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Έχει δίκιο» συμφώνησα. «Άλλωστε υποτίθεται πως εμείς είμαστε οι καλοί της υπόθεσης και αυτός ο ρόλος απαιτεί μεγαλοψυχία και καλοσύνη. Πρέπει να φερθούμε ανάλογα»
Η Έμμα έσκυψε το κεφάλι. Είχε καταλάβει ότι αυτό που είπε ήταν λάθος.
«Ας τους θάψουμε» είπε.
Έτσι ο πατέρας Ρίτσαρντ έκανε την τελετή και έπειτα τους θάψαμε καρφώνοντας πάνω από το χώμα σταυρούς από ξύλο.
Συνεχίσαμε τον δρόμο μας, όταν βρεθήκαμε μπροστά από μια εκκλησία.
«Εδώ μπορούμε να ξεκουραστούμε» είπε ο Γκάμπριελ.
Όταν όμως ανοίξαμε την πόρτα του ναού και μπήκαμε μέσα μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
Ο ιεροεξεταστής Λίαμ ήταν εκεί.
«Πώς με βρήκατε;» είπε και τράβηξε το σπαθί του.
«Όχι! Είμαστε σε ιερό μέρος, δεν είναι ώρα για εντάσεις. Μπορούμε όλοι να μείνουμε εδώ» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Πάτερ μου συγνώμη αλλά δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Το καταλαβαίνετε και εσείς. Δεν μπορούμε να μείνουμε στο ίδιο μέρος με αυτόν τον αγύρτη που θέλει να μας αφανίσει» είπε ο θείος Έντουαρντ.
«Είμαστε σε εκκλησία! Εδώ όλοι μπορούν να βρουν καταφύγιο» του είπε έντονα ο ιερέας.
«Ακόμη και οι δολοφόνοι; Γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι ένας άθλιος φονιάς. Μην ξεχνάτε ότι καταδίκασε τον φίλο σας τον πατέρα Κέβιν σε θάνατο στην πυρά» είπε ξανά ο θείος.
Τα μάτια του πατέρα Ρίτσαρντ έλαμψαν από στιγμιαίο θυμό, αλλά προσπάθησε να συγκρατηθεί.
«Και μένα πήγε να με κάψει. Του αξίζει το χειρότερο» είπε η Έμμα κυριευμένη από το μίσος της.
«Θα φροντίσω εγώ για αυτό» είπε ο πατέρας της για άλλη μια φορά, πλησίασε τον Λίαμ και τον αφόπλισε.
Έπειτα τον έβγαλε έξω από την εκκλησία και αφού τον έριξε κάτω ακινητοποιώντας τον, έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό του.
«Έντουαρντ σταμάτα. Τι πας να κάνεις;» ούρλιαξε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Ξεμπερδεύω μια και καλή από αυτόν. Θα απαλλάξω τον κόσμο από την παρουσία αυτού του καθάρματος»
«Και ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα. Δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιος θα πεθάνει»
«Αυτός όμως αποφάσισε για τον θάνατο τόσων ανθρώπων»
«Αν τον σκοτώσεις δεν θα γίνεις καλύτερος από αυτόν»
Ο θείος φάνηκε να σκέφτεται και τελικά χτύπησε τον ιεροεξεταστή στο κεφάλι αφήνοντας τον αναίσθητο.
«Θα τον αιχμαλωτίσουμε τουλάχιστον και θα αποφασίσουμε την τύχη του» είπε.
****
Όταν νύχτωσε, είχαμε ανάψει φωτιά. Οι άνδρες είχαν κυνηγήσει και θα τρώγαμε λαγούς.
Τρώγαμε, όταν ο πατέρας Ρίτσαρντ πήρε λίγο φαγητό και πλησίασε τον Λίαμ που του είχαμε δέσει χέρια και πόδια.
«Ορίστε» του είπε.
Ο Λίαμ αν και με δεμένους καρπούς μπόρεσε και έπιασε το φαγητό.
«Ευχαριστώ» μουρμούρισε.
«Γιατί επέλεξες αυτό το μονοπάτι; Πού πιστεύεις θα σε οδηγήσει;» τον ρώτησε ο παπάς.
«Στο να με σέβονται» είπε εκείνος.
«Εννοείς να σε φοβούνται και να σε απεχθάνονται» είπα.
«Όποιον φοβάσαι, τον σέβεσαι έτσι και αλλιώς» μου απάντησε ψυχρά ο ιεροεξεταστής.
«Δεν θα προτιμούσες να σε σέβονται μόνο;» τον ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Όχι γιατί αν σε σέβονται μόνο χωρίς να σε φοβούνται γίνεσαι εύκολος στόχος»
«Ναι, αλλά όποιος κάνει το καλό και είναι δίκαιος έχει την προστασία του Θεού και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα»
Μόλις το άκουσε αυτό ο ιεροεξεταστής γέλασε.
«Και ο φίλος σου ήταν δίκαιος ο πατέρας Κέβιν, αλλά δεν τον προστάτεψε κανένας Θεός όταν η φωτιά τον έψησε»
Τότε είδαμε κάτι που ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι θα γινόταν.
Ο πατέρας Ρίτσαρντ τον χαστούκισε.
«Μην τολμήσεις να τον πιάσεις ξανά στο στόμα σου. Ο Κέβιν ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και εξαιτίας σου πέθανε, ενώ θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη βοήθεια στους συνανθρώπους μας. Το ότι σε προστάτεψα από το να σε βλάψουν οι φίλοι μου δεν σημαίνει ότι μπορείς να δοκιμάζεις τα όρια μου. Μα, καλά πώς μπορείς και είσαι τόσο σκληρός;» του είπε
«Και εσύ πώς μπορείς και είσαι τόσο αφελής και αγαθός; Ήρθες να μου μιλήσεις για να με πλησιάσεις, για να με πείσεις να αλλάξω;»
«Ναι, αυτό είναι το καθήκον μου ως λειτουργός του Θεού. Να βοηθάω ανθρώπους που έχουν χαθεί να επιστρέψουν στον σωστό δρόμο, ώστε να μην χάσουν την ψυχή τους»
«Ποια ψυχή τους; Αλήθεια πιστεύεις αυτές τις ασυναρτησίες;» του φώναξε ο Λίαμ.
«Αν δεν πιστεύεις τότε γιατί είσαι μέλος της εκκλησίας;» τον ρώτησα.
«Διότι αυτό μου δίνει δύναμη. Μπορώ να ελέγχω και να εξουσιάζω, δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο»
«Είσαι υπερόπτης και άθλιος. Εκμεταλλεύεσαι την θρησκεία και κάνεις εγκλήματα στο όνομα του Θεού» του είπε ο Γκάμπριελ.
«Ναι, είμαι ακριβώς όπως με περιέγραψες νεαρέ. Και δεν μετανιώνω για τίποτα. Και μην νομίζετε ότι θα σας χρωστάω χάρη που με αφήσατε να ζήσω. Δεν θέλω άλλωστε να υποχρεώνομαι. Αν είναι σκοτώστε με τώρα. Δεν πρόκειται να ικετέψω για την ζωή μου»
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να με αφήσεις να τον σκοτώσω; ρώτησε ο θείος Έντουαρντ τον πατέρα Ρίτσαρντ.
«Όχι, δεν θα γίνουμε σαν και αυτόν. Άλλωστε νομίζει πως είναι υπεράνω όλων, αλλά στην πραγματικότητα με την συμπεριφορά του καθιστά τον εαυτό του τελευταίο των τελευταίων» είπε ο ιερέας και για άλλη μια φορά συμφώνησα μαζί του.
****
Το επόμενο πρωί χλιμιντρίσματα από άλογα μας ξύπνησαν.
Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι και διαπιστώσαμε πως κάποιοι στρατιώτες ήταν κοντά μας πάνω σε άλογα. Στρατιώτες από το Άσλιρντ.
Κατέβηκαν από τα άλογα τους και ο ένας που φαινόταν επικεφαλής τους πλησίασε τον Άντριου και υποκλίθηκε μπροστά του.
«Μεγαλειότατε» είπε.
«Σερ Ραλφ, τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε ο Άντριου.
«Κύριε μου φύγαμε από το Άσλιρντ και ήρθαμε στην Ρέαρ με την ελπίδα ότι θα σας βρούμε ζωντανό. Πρέπει να γυρίσετε πίσω στον τόπο μας»
«Μα, θα με σκοτώσουν»
«Θα διεκδικήσετε το αξίωμα σας ως άρχοντας και εμείς θα σταθούμε στο πλάι σας. Όχι μόνο εμείς αλλά και άλλοι στρατιώτες. Εσείς είστε ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου»
«Κατηγορήθηκα για προδοσία και τώρα βασιλιάς είναι ο Ντέιβιντ»
«Δεν είναι προδοσία που εναντιωθήκατε στην Ιερά Εξέταση. Πρέπει να απελευθερωθούμε από τον ζυγό τους. Κατηγόρησαν την κόρη μου για μάγισσα επειδή έχει ένα σημάδι στο χέρι της. Δεν μπόρεσα να την προστατέψω. Την σκότωσαν» είπε και του ξέφυγε ένας λυγμός.
«Για αυτό αποφασίσαμε να έρθουμε να σας βρούμε άρχοντα μου. Ο Ντέιβιντ σε συνδυασμό με την Ιερά Εξέταση είναι συμφορά για το Άσλιρντ. Πρέπει να αναλάβετε εσείς την εξουσία. Είστε ο κατάλληλος. Ελάτε και εμείς οι στρατιώτες σας θα σας βοηθήσουμε. Δεν θα σας εγκαταλείψουμε αυτήν την φορά. Πολλοί που ήταν με το μέρος του Ντέιβιντ έχουν απογοητευτεί με τις πράξεις του. Έχετε συμμάχους, περισσότερους από ότι νομίζετε» είπε ένας άλλος στρατιώτης.
Ο Άντριου ήταν σκεφτικός.
«Τότε ας γυρίσουμε στο Άσλιρντ» είπε αποφασιστικά.
Εκείνη την στιγμή ο Σερ Ραλφ παρατήρησε τον Λίαμ.
«Αυτός είναι ο ιεροεξεταστής που έστειλε ο Ντέιβιντ για να σας βρει» είπε.
«Ναι, τον αιχμαλωτίσαμε. Αποφασίσαμε να μην του κάνουμε κακό. Άλλωστε οι άνδρες του είναι νεκροί. Σκοτώθηκαν από λύκους»
«Και θα τον πάρουμε μαζί μας; Είναι κύριο μέλος της Ιεράς Εξέτασης. Αν τον σκοτώσουμε θα την αποδυναμώσουμε» είπε ο Σερ Ραλφ.
«Όχι, δεν θα διαπράξει κανείς φόνο» φώναξε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Θα τον αφήσουμε να ζήσει. Τώρα το σημαντικό είναι να οργανωθούμε και να γυρίσουμε στον τόπο μας» είπε ο Άντριου.
«Ακριβώς άρχοντα μου. Να ξέρετε ότι έχετε την πλήρη αφοσίωση μας» είπε ο Σερ Ραλφ και μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες υποκλίθηκε.
****
Η θάλασσα ήταν ήρεμη.
Ταξιδεύαμε με καράβι για να γυρίσουμε στο Άσλιρντ.
Πλησίασα τον Άντριου που κοίταζε τον ορίζοντα.
«Εύχομαι να τα καταφέρω Λίριο» μου είπε.
«Θα τα καταφέρεις καλέ μου. Να 'σαι σίγουρος για αυτό» του είπα και του έσφιξα το χέρι.
«Χαίρομαι που είσαι δίπλα μου. Μου δίνεις δύναμη. Είσαι πολύ σημαντική για μένα»
«Και εσύ είσαι σημαντικός για μένα και σε αγαπώ. Όταν έφευγα από το Άσλιρντ μάτωνε η καρδιά μου που δεν ήσουν κοντά μου. Όμως να που βρεθήκαμε πάλι και τώρα είσαι έτοιμος να διεκδικήσεις όσα δικαιωματικά σου ανήκουν»
«Θέλω να πάνε όλα καλά και εσύ να σταθείς δίπλα μου σαν την αρχόντισσα του Άσλιρντ»
«Μην ανησυχείς για τίποτα αγάπη μου. Υπάρχει Σχέδιο για τις ζωές όλων μας. Φτάνει να έχουμε πίστη. Θα τα καταφέρουμε» του είπα κοιτάζοντας τον στα μάτια.
Εκείνος μου χαμογέλασε και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους του.
Εκείνος έβγαλε κάποια μικρά βογγητά.
«Πού βρίσκομαι;» είπε και κοίταξε γύρω του.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας παλικάρι μου. Ξεπέρασες τον κίνδυνο. Είσαι δυνατός» του είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ που είχε κάνει ότι μπορούσε για να τον βοηθήσει.
«Μου έσωσες την ζωή Φίλιπ. Χάρη σε σένα αναπνέω, αλλά τραυματίστηκες. Ευτυχώς με την βοήθεια του πατέρα Ρίτσαρντ σώθηκες» του είπε και κοίταξε τον ιερέα γεμάτη ευγνωμοσύνη.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Χαίρομαι βαθύτατα που βοήθησα, αλλά ας ευχαριστήσουμε και τον Κύριο. Εκείνος έκανε τα πιο πολλά» είπε και έκανε τον σταυρό του.
«Πάντα μετριόφρων και ταπεινός» σκέφτηκα.
Ήμασταν ευλογημένοι που τον είχαμε κοντά μας. Ήταν άξιος άνθρωπος και έδινε σε όλους ελπίδα.
«Ευχαριστώ πατέρα Ρίτσαρντ» του είπε ο Φίλιπ.
«Τίποτα νεαρέ μου. Πώς αισθάνεσαι;»
«Καλά, πονάω βέβαια αλλά αισθάνομαι ότι έχω δυνάμεις»
'«Αυτό είναι καλό σημάδι. Σύντομα θα έχεις αναρρώσει πλήρως»
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που είσαι καλά» του είπε η Έμμα λάμποντας από ευτυχία.
Είχα καιρό να δω το χαμόγελο της.
«Και εγώ χαίρομαι που σε κράτησα ασφαλή. Ήταν ευχαρίστηση μου να σε υπερασπιστώ» της είπε κοιτάζοντας την στα μάτια.
Έπειτα τον ευχαρίστησε και ο θείος Έντουαρντ και τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο προκειμένου να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
****
Είχαμε φύγει όλοι από την σπηλιά, σχεδόν όλοι η Έμμα είχε μείνει πίσω να κάνει παρέα στον Φίλιπ.
Όταν επέστρεψα είδα κάτι που με έκανε να χαμογελάσω.
Ο Φίλιπ και η Έμμα φιλιόντουσαν.
Αλλά όταν σταμάτησαν με είδαν.
«Συγνώμη» είπα και ντράπηκα.
«Δεν σε είχαμε καταλάβει» μου είπε η Έμμα.
«Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Χαίρομαι πάντως πάρα πολύ και για τους δύο» τους είπα.
«Να 'σαι καλά. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα γνώριζα κάποια. Ήρθα εδώ μαζί με τον άρχοντα Άντριου με στόχο να δραπετεύσουμε από το Άσλιρντ. Πού να φανταζόμουν τι θα μου επιφύλασσε η μοίρα;» είπε ο Φίλιπ.
«Και εγώ μετά τον χαμό του άνδρα μου και των παιδιών μου ούτε μπορούσα να διανοηθώ ότι θα ερωτευόμουν ξανά. Όμως μαζί σου θέλω να κάνω μια νέα αρχή» του απάντησε η Έμμα.
«Αν μας αφήσουν να ζήσουμε» είπε ο Φίλιπ και το πρόσωπο του σκοτείνιασε.
«Ο Λίαμ είναι ακόμη εδώ. Δεν θα αρκεστεί στο κακό που έκανε στους Δρυίδες. Θα συνεχίσει να μας ψάχνει» είπα.
«Καταραμένος να 'ναι» φώναξε με απέχθεια η Έμμα. «Τον σιχαίνομαι. Θα με έκαιγε»
«Όπως έχει κάνει με τόσες αθώες κοπέλες» είπε ο Φίλιπ στενάχωρα.
«Και με τον πατέρα Κέβιν» είπα.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι. Ας φύγουμε από την Ρέαρ» είπε η Έμμα.
«Και να πάμε πού ξαδέρφη; Όπου και αν πάμε θα είμαστε κυνηγημένοι» της είπε.
«Και τι προτείνεις Λίριο;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω» της απάντησα και πήρα μια βαθιά ανάσα.
Οι ζωές όλων μας διέτρεχαν κίνδυνο, κρέμονταν από μια κλωστή που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να κοπεί.
****
Ο Φίλιπ είχε πλέον αναρρώσει, έτσι αποφασίσαμε ότι έπρεπε να μετακινηθούμε.
Περπατούσαμε στο δάσος, όταν βρεθήκαμε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα.
Οι στρατιώτες που μας είχαν επιτεθεί βρίσκονταν κατακρεουργημένοι μαζί με τα άλογα τους.
«Λύκοι το έκαναν αυτό» είπε ο Άντριου.
Η Νάλα είχε βάλει τα κλάματα, και ο Γκάμπριελ της κρατούσε σφιχτά το χέρι.
«Πρέπει να τους θάψουμε» είπε.
«Εκείνοι θα μας σκότωναν, όχι ας τους αφήσουμε να σαπίσουν» ούρλιαξε η Έμμα.
«Κορίτσι μου, πλέον αυτοί οι άνθρωποι παρέδωσαν τις ψυχές τους με βίαιο τρόπο. Είναι δουλειά του Θεού να τους κρίνει. Εμείς ας κάνουμε αυτό που πρέπει» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Έχει δίκιο» συμφώνησα. «Άλλωστε υποτίθεται πως εμείς είμαστε οι καλοί της υπόθεσης και αυτός ο ρόλος απαιτεί μεγαλοψυχία και καλοσύνη. Πρέπει να φερθούμε ανάλογα»
Η Έμμα έσκυψε το κεφάλι. Είχε καταλάβει ότι αυτό που είπε ήταν λάθος.
«Ας τους θάψουμε» είπε.
Έτσι ο πατέρας Ρίτσαρντ έκανε την τελετή και έπειτα τους θάψαμε καρφώνοντας πάνω από το χώμα σταυρούς από ξύλο.
Συνεχίσαμε τον δρόμο μας, όταν βρεθήκαμε μπροστά από μια εκκλησία.
«Εδώ μπορούμε να ξεκουραστούμε» είπε ο Γκάμπριελ.
Όταν όμως ανοίξαμε την πόρτα του ναού και μπήκαμε μέσα μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
Ο ιεροεξεταστής Λίαμ ήταν εκεί.
«Πώς με βρήκατε;» είπε και τράβηξε το σπαθί του.
«Όχι! Είμαστε σε ιερό μέρος, δεν είναι ώρα για εντάσεις. Μπορούμε όλοι να μείνουμε εδώ» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Πάτερ μου συγνώμη αλλά δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Το καταλαβαίνετε και εσείς. Δεν μπορούμε να μείνουμε στο ίδιο μέρος με αυτόν τον αγύρτη που θέλει να μας αφανίσει» είπε ο θείος Έντουαρντ.
«Είμαστε σε εκκλησία! Εδώ όλοι μπορούν να βρουν καταφύγιο» του είπε έντονα ο ιερέας.
«Ακόμη και οι δολοφόνοι; Γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι ένας άθλιος φονιάς. Μην ξεχνάτε ότι καταδίκασε τον φίλο σας τον πατέρα Κέβιν σε θάνατο στην πυρά» είπε ξανά ο θείος.
Τα μάτια του πατέρα Ρίτσαρντ έλαμψαν από στιγμιαίο θυμό, αλλά προσπάθησε να συγκρατηθεί.
«Και μένα πήγε να με κάψει. Του αξίζει το χειρότερο» είπε η Έμμα κυριευμένη από το μίσος της.
«Θα φροντίσω εγώ για αυτό» είπε ο πατέρας της για άλλη μια φορά, πλησίασε τον Λίαμ και τον αφόπλισε.
Έπειτα τον έβγαλε έξω από την εκκλησία και αφού τον έριξε κάτω ακινητοποιώντας τον, έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό του.
«Έντουαρντ σταμάτα. Τι πας να κάνεις;» ούρλιαξε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Ξεμπερδεύω μια και καλή από αυτόν. Θα απαλλάξω τον κόσμο από την παρουσία αυτού του καθάρματος»
«Και ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα. Δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιος θα πεθάνει»
«Αυτός όμως αποφάσισε για τον θάνατο τόσων ανθρώπων»
«Αν τον σκοτώσεις δεν θα γίνεις καλύτερος από αυτόν»
Ο θείος φάνηκε να σκέφτεται και τελικά χτύπησε τον ιεροεξεταστή στο κεφάλι αφήνοντας τον αναίσθητο.
«Θα τον αιχμαλωτίσουμε τουλάχιστον και θα αποφασίσουμε την τύχη του» είπε.
****
Όταν νύχτωσε, είχαμε ανάψει φωτιά. Οι άνδρες είχαν κυνηγήσει και θα τρώγαμε λαγούς.
Τρώγαμε, όταν ο πατέρας Ρίτσαρντ πήρε λίγο φαγητό και πλησίασε τον Λίαμ που του είχαμε δέσει χέρια και πόδια.
«Ορίστε» του είπε.
Ο Λίαμ αν και με δεμένους καρπούς μπόρεσε και έπιασε το φαγητό.
«Ευχαριστώ» μουρμούρισε.
«Γιατί επέλεξες αυτό το μονοπάτι; Πού πιστεύεις θα σε οδηγήσει;» τον ρώτησε ο παπάς.
«Στο να με σέβονται» είπε εκείνος.
«Εννοείς να σε φοβούνται και να σε απεχθάνονται» είπα.
«Όποιον φοβάσαι, τον σέβεσαι έτσι και αλλιώς» μου απάντησε ψυχρά ο ιεροεξεταστής.
«Δεν θα προτιμούσες να σε σέβονται μόνο;» τον ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Όχι γιατί αν σε σέβονται μόνο χωρίς να σε φοβούνται γίνεσαι εύκολος στόχος»
«Ναι, αλλά όποιος κάνει το καλό και είναι δίκαιος έχει την προστασία του Θεού και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα»
Μόλις το άκουσε αυτό ο ιεροεξεταστής γέλασε.
«Και ο φίλος σου ήταν δίκαιος ο πατέρας Κέβιν, αλλά δεν τον προστάτεψε κανένας Θεός όταν η φωτιά τον έψησε»
Τότε είδαμε κάτι που ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι θα γινόταν.
Ο πατέρας Ρίτσαρντ τον χαστούκισε.
«Μην τολμήσεις να τον πιάσεις ξανά στο στόμα σου. Ο Κέβιν ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και εξαιτίας σου πέθανε, ενώ θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη βοήθεια στους συνανθρώπους μας. Το ότι σε προστάτεψα από το να σε βλάψουν οι φίλοι μου δεν σημαίνει ότι μπορείς να δοκιμάζεις τα όρια μου. Μα, καλά πώς μπορείς και είσαι τόσο σκληρός;» του είπε
«Και εσύ πώς μπορείς και είσαι τόσο αφελής και αγαθός; Ήρθες να μου μιλήσεις για να με πλησιάσεις, για να με πείσεις να αλλάξω;»
«Ναι, αυτό είναι το καθήκον μου ως λειτουργός του Θεού. Να βοηθάω ανθρώπους που έχουν χαθεί να επιστρέψουν στον σωστό δρόμο, ώστε να μην χάσουν την ψυχή τους»
«Ποια ψυχή τους; Αλήθεια πιστεύεις αυτές τις ασυναρτησίες;» του φώναξε ο Λίαμ.
«Αν δεν πιστεύεις τότε γιατί είσαι μέλος της εκκλησίας;» τον ρώτησα.
«Διότι αυτό μου δίνει δύναμη. Μπορώ να ελέγχω και να εξουσιάζω, δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο»
«Είσαι υπερόπτης και άθλιος. Εκμεταλλεύεσαι την θρησκεία και κάνεις εγκλήματα στο όνομα του Θεού» του είπε ο Γκάμπριελ.
«Ναι, είμαι ακριβώς όπως με περιέγραψες νεαρέ. Και δεν μετανιώνω για τίποτα. Και μην νομίζετε ότι θα σας χρωστάω χάρη που με αφήσατε να ζήσω. Δεν θέλω άλλωστε να υποχρεώνομαι. Αν είναι σκοτώστε με τώρα. Δεν πρόκειται να ικετέψω για την ζωή μου»
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να με αφήσεις να τον σκοτώσω; ρώτησε ο θείος Έντουαρντ τον πατέρα Ρίτσαρντ.
«Όχι, δεν θα γίνουμε σαν και αυτόν. Άλλωστε νομίζει πως είναι υπεράνω όλων, αλλά στην πραγματικότητα με την συμπεριφορά του καθιστά τον εαυτό του τελευταίο των τελευταίων» είπε ο ιερέας και για άλλη μια φορά συμφώνησα μαζί του.
****
Το επόμενο πρωί χλιμιντρίσματα από άλογα μας ξύπνησαν.
Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι και διαπιστώσαμε πως κάποιοι στρατιώτες ήταν κοντά μας πάνω σε άλογα. Στρατιώτες από το Άσλιρντ.
Κατέβηκαν από τα άλογα τους και ο ένας που φαινόταν επικεφαλής τους πλησίασε τον Άντριου και υποκλίθηκε μπροστά του.
«Μεγαλειότατε» είπε.
«Σερ Ραλφ, τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε ο Άντριου.
«Κύριε μου φύγαμε από το Άσλιρντ και ήρθαμε στην Ρέαρ με την ελπίδα ότι θα σας βρούμε ζωντανό. Πρέπει να γυρίσετε πίσω στον τόπο μας»
«Μα, θα με σκοτώσουν»
«Θα διεκδικήσετε το αξίωμα σας ως άρχοντας και εμείς θα σταθούμε στο πλάι σας. Όχι μόνο εμείς αλλά και άλλοι στρατιώτες. Εσείς είστε ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου»
«Κατηγορήθηκα για προδοσία και τώρα βασιλιάς είναι ο Ντέιβιντ»
«Δεν είναι προδοσία που εναντιωθήκατε στην Ιερά Εξέταση. Πρέπει να απελευθερωθούμε από τον ζυγό τους. Κατηγόρησαν την κόρη μου για μάγισσα επειδή έχει ένα σημάδι στο χέρι της. Δεν μπόρεσα να την προστατέψω. Την σκότωσαν» είπε και του ξέφυγε ένας λυγμός.
«Για αυτό αποφασίσαμε να έρθουμε να σας βρούμε άρχοντα μου. Ο Ντέιβιντ σε συνδυασμό με την Ιερά Εξέταση είναι συμφορά για το Άσλιρντ. Πρέπει να αναλάβετε εσείς την εξουσία. Είστε ο κατάλληλος. Ελάτε και εμείς οι στρατιώτες σας θα σας βοηθήσουμε. Δεν θα σας εγκαταλείψουμε αυτήν την φορά. Πολλοί που ήταν με το μέρος του Ντέιβιντ έχουν απογοητευτεί με τις πράξεις του. Έχετε συμμάχους, περισσότερους από ότι νομίζετε» είπε ένας άλλος στρατιώτης.
Ο Άντριου ήταν σκεφτικός.
«Τότε ας γυρίσουμε στο Άσλιρντ» είπε αποφασιστικά.
Εκείνη την στιγμή ο Σερ Ραλφ παρατήρησε τον Λίαμ.
«Αυτός είναι ο ιεροεξεταστής που έστειλε ο Ντέιβιντ για να σας βρει» είπε.
«Ναι, τον αιχμαλωτίσαμε. Αποφασίσαμε να μην του κάνουμε κακό. Άλλωστε οι άνδρες του είναι νεκροί. Σκοτώθηκαν από λύκους»
«Και θα τον πάρουμε μαζί μας; Είναι κύριο μέλος της Ιεράς Εξέτασης. Αν τον σκοτώσουμε θα την αποδυναμώσουμε» είπε ο Σερ Ραλφ.
«Όχι, δεν θα διαπράξει κανείς φόνο» φώναξε ο πατέρας Ρίτσαρντ.
«Θα τον αφήσουμε να ζήσει. Τώρα το σημαντικό είναι να οργανωθούμε και να γυρίσουμε στον τόπο μας» είπε ο Άντριου.
«Ακριβώς άρχοντα μου. Να ξέρετε ότι έχετε την πλήρη αφοσίωση μας» είπε ο Σερ Ραλφ και μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες υποκλίθηκε.
****
Η θάλασσα ήταν ήρεμη.
Ταξιδεύαμε με καράβι για να γυρίσουμε στο Άσλιρντ.
Πλησίασα τον Άντριου που κοίταζε τον ορίζοντα.
«Εύχομαι να τα καταφέρω Λίριο» μου είπε.
«Θα τα καταφέρεις καλέ μου. Να 'σαι σίγουρος για αυτό» του είπα και του έσφιξα το χέρι.
«Χαίρομαι που είσαι δίπλα μου. Μου δίνεις δύναμη. Είσαι πολύ σημαντική για μένα»
«Και εσύ είσαι σημαντικός για μένα και σε αγαπώ. Όταν έφευγα από το Άσλιρντ μάτωνε η καρδιά μου που δεν ήσουν κοντά μου. Όμως να που βρεθήκαμε πάλι και τώρα είσαι έτοιμος να διεκδικήσεις όσα δικαιωματικά σου ανήκουν»
«Θέλω να πάνε όλα καλά και εσύ να σταθείς δίπλα μου σαν την αρχόντισσα του Άσλιρντ»
«Μην ανησυχείς για τίποτα αγάπη μου. Υπάρχει Σχέδιο για τις ζωές όλων μας. Φτάνει να έχουμε πίστη. Θα τα καταφέρουμε» του είπα κοιτάζοντας τον στα μάτια.
Εκείνος μου χαμογέλασε και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους του.
Μείναμε και οι δύο να κοιτάζουμε τον ορίζοντα ξέροντας ότι κάθε λεπτό πλησιάζαμε όλο και περισσότερο το Άσλιρντ, όπου θα λάμβανε χώρα η αναμέτρηση με τον Ντέιβιντ.