Βουβοί μες στο σπίτι, της Μαρίας Σταυρίδου

Συνέχισα να οδηγώ, ενώ η βροχή είχε αρχίσει να βάζει τα δυνατά της, για να με καθυστερήσει. Της το έκανα τελικά το χατίρι, σταμάτησα σε μια γωνιά του δρόμου, έβγαλα τη ζώνη και αφέθηκα στο γνώριμο τραγούδι της σταγόνας... Χωρίς να το θέλω κοίταξα το ρολόι. Αυθόρμητα σκέφτηκα πως είχες ήδη σχολάσει, σίγουρα θα είχες φάει και τώρα θα καθόσουν στο γραφείο για ν’ απολαύσεις τον τρίτο καφέ της ημέρας και να ελέγξεις την αλληλογραφία, λογαριασμούς και τα περιττά έξοδα του μήνα... το δικό μου κατόρθωμα...

Ήταν τόσο περίεργο, αισθανόμουν καλά, εκεί στη μέση του πουθενά, μόνη, ακούγοντας το ρυθμικό τραγούδι της βροχής, που τόσο αγαπούσα... ναι, ήμουν καλά, χαλάρωνα, κάτι που ήταν σίγουρο πως δε θα το κατάφερνα, αν ήμουν ήδη στο σπίτι κοντά σου. Και όμως εκείνα τα πρώτα χρόνια της σχέσης μας θυμάμαι καλά πως το τραγούδι της βροχής το απολαμβάναμε συντροφιά... αγκαλιά... σφιχτά τα δυο κορμιά να τρέμουν και να παλεύουν να πνίξουν τον ερωτισμό που τους γεννούσε αυτό το υπέροχο τραγούδι της φύσης. Συντροφιά με τη βροχή περάσαμε μερικές από τις πιο ερωτικές μας στιγμές... είναι τόσο περίεργο που ξαφνικά θυμάμαι... θυμάμαι τα πρωινά που ξυπνούσαμε χαμογελαστοί, για να ετοιμάσει ο ένας τον άλλον πρωινό και καταλήγαμε να κάνουμε έρωτα κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, πριν πάμε στη δουλειά, τις Κυριακές που κατεβαίναμε στην παραλία, για να δούμε το ξημέρωμα και μετά μ’ έκλεινες σφιχτά στα χέρια σου να μην κρυώσω, που μου μαγείρευες και τις περισσότερες φορές πετούσαμε ακόμα και την κατσαρόλα πνιγμένοι στα γέλια.

Θεέ μου... πόσο καιρό έχουμε να γελάσουμε παρέα, να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον μες στα μάτια και να γελάσουμε... δυνατά... αυθόρμητα... χωρίς υπονοούμενα... χωρίς γκρίνια... χωρίς παράπονα... χωρίς εκείνο το αβάσταχτο «Αλλά».

Πώς καταλήξαμε βουβοί και μόνοι μες στο σπίτι της αγάπης μας;

Πώς ερημώσαμε έτσι τις ψυχές μας;

Πώς σταμάτησαν οι λέξεις να υμνούν τον έρωτα και τον σεβασμό και μεταμορφωθήκαν σε καρφιά, που συνεχώς πληγώνουν και ματώνουν τις καρδιές μας;  

Δε ξέρω... ή δε θέλω να ξέρω...

Πώς να εξηγήσεις μια τέτοια καταδίκη, γιατί καταδίκη είναι μάτια μου να ζεις χωρίς έρωτα και σεβασμό, χωρίς εκείνες παθιασμένες εξομολογήσεις «Σε θέλω... σε λαχταρώ... σ’ αγαπώ...»

«Σ’ αγαπώ».

Πόσο σπάνιο και ταυτόχρονα πόσο τετριμμένο και αδειανό... Κάποτε όταν το λέγαμε ανατρίχιαζε η καρδιά και ελεύθερη πετούσε ψηλά... ψηλά... πολύ ψηλά... Ποιος να τη φτάσει... Ποιος να την ξεπεράσει... Όταν το ακούγαμε τα χείλη γέμιζαν φιλιά... Τα χέρια χαράκωναν τα κορμιά... και ο έρωτας έκλεινε τα φώτα και κατακτούσε τα πάντα και εμείς πάντα αγκαλιά...

Όταν σταμάτησε το τραγούδι της βροχής διαπίστωσα έκπληκτη πως στο πρόσωπό μου είχε ξεσπάσει μιας άλλης μορφή καταιγίδα. Βιαστικά σκούπισα τ’ απομεινάρια της, φόρεσα ξανά τη ζώνη και έβαλα μπρος τη μηχανή... Ίσως... ίσως αν προσπαθούσα να θυμηθώ και να θυμίσω το τραγούδι του έρωτα μας... ίσως...

Μπήκα στο σπίτι βρεγμένη και αποφασισμένη να ‘ρθω κοντά σου, ν’ αγγίξω ξανά τα ζεστά σου χείλη, ν΄αφεθώ στα γνώριμα χάδια που κάποτε μου χάριζαν ονειρικά ταξίδια ηδονής.

«Επιτέλους ήρθες... Ξέρεις τι ώρα είναι; Σαν χαζός κάθομαι μια ώρα τώρα για να βάλω σε μια τάξη τις δόσεις από τις πιστωτικές σου.... Έλεος! Ξέρεις τι πρέπει να πληρώσεις τέλη του μήνα;»

Έρωτας... μια ευκαιρία τελευταία... Μην απαντήσεις... Βγάλε τα ρούχα και δώσ’ του να καταλάβει πως τον θέλεις... πως ακόμη τον θέλεις...

«Γρήγορα... φόρεσε κάτι στεγνό πάνω σου.... Για όνομα του Θεού θα την αρπάξεις και δεν είναι τώρα καιρός γι’ αρρώστιες και απουσίες από τη δουλειά. Δε μαγείρεψες και εγώ έφαγα το υπόλοιπο ρολό, που μας έφερε η μητέρα σου... Αν πεινάς θα...»

«Όχι, καλέ μου... δεν πεινάω... Η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή κάτι αισθάνθηκα μα... τώρα πια πίστεψέ με... δεν πεινάω καθόλου».