Στα Χρόνια του Μεσαίωνα (Κεφάλαιο 10 - Η επανένωση με τον Άντριου)

Τα λόγια εκείνης της γυναίκας δεν με άφηναν να ησυχάσω.

Τι εννοούσε; Τι θα συνέβαινε στο μέλλον; Θα έβλεπα ξανά τον Άντριου;

Τόσα πολλά ερωτήματα να με βασανίζουν.

«Λίριο» άκουσα την Έμμα να μου λέει βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.

«Έμμα μου, τι έγινε;» την ρώτησα.

«Σου μιλάω τόση ώρα, ήσουν αφηρημένη. Τι σκεφτόσουν ξαδέρφη μου;»

«Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον»

«Εσύ πάντα έλεγες να έχουμε πίστη και ότι Κάποιος θα φροντίσει για εμάς, για αυτό δεν πρέπει να ανησυχούμε. Τι έπαθες τώρα;»

«Έχουν γίνει τόσα πολλά. Οι ζωές μας ήρθαν πάνω-κάτω. Δεν ξέρω πια τι να σκεφτώ, τι να κάνω, δεν ξέρω ποια είμαι, νιώθω τόσο παράξενα»

Η Έμμα μου έπιασε τα χέρια.

«Όταν ο Τζέιμς μου και τα παιδιά χάθηκαν ήμουν απελπισμένη, τρομαγμένη. Όλη μου η ζωή κατέρρευσε, αλλά εσύ με στήριξες. Έπειτα με έπιασαν και ήταν έτοιμοι να με κάψουν αλλά τα έφερε έτσι η ζωή και είμαι ζωντανή... ακόμη τουλάχιστον. Ο πατέρας μου νομίζαμε ότι είχε πεθάνει, αλλά είναι μαζί μας, ο Γκάμπριελ κινδύνεψε και εκείνος, αλλά τώρα είναι καλά. Όλα συμβαίνουν και όλα περνάνε και εμείς μερικές φορές πρέπει απλώς να αφήνουμε την ζωή να μας καθοδηγεί ή όπως θα έλεγες εσύ να αφηνόμαστε στο θέλημα του Κυρίου και να εμπιστευόμαστε την ζωή μας σε Αυτόν» μου είπε.

Την κοίταξα με θαυμασμό.

«Έχεις αλλάξει» της είπα.

«Όλοι αλλάξαμε Λίριο μου. Απλώς επαναλαμβάνω όσα μου δίδαξες. Με έμαθες να ελπίζω και όπως ήσουν δίπλα μου και εγώ τώρα θα κάνω ότι μπορώ για σένα. Κάνε κουράγιο»

Την αγκάλιασα.

«Σε ευχαριστώ» ψιθύρισα

«Τίποτα καλή μου. Όμως οι Δρυίδες ετοιμάζουν φαγητό και πεινάω σαν λύκος. Τι λες να πάμε;»

****

Είχαμε κάτσει γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι.

Έριξα μια ματιά στον Γκάμπριελ. Φαινόταν ξανά δυνατός και υγιής. Ήμασταν τρεις εβδομάδες μαζί με τους Δρυίδες οι οποίοι μας δέχτηκαν κοντά τους με μεγάλη χαρά. Όλοι αισθανόμασταν ευγνωμοσύνη και τους εμπιστευόμασταν. Ακόμη και ο πατέρας Ρίτσαρντ ήταν λιγότερο επιφυλακτικός πια.

Αρχίσαμε να τρώμε το ελάφι που είχαν μαγειρέψει το οποίο ήταν πεντανόστιμο.

«Πολύ ωραίο» είπε ο Γκάμπριελ.

«Να 'σαι καλά αγόρι. Από ότι φαίνεται έχεις βρει τις δυνάμεις σου» του είπε ο αρχηγός των Δρυίδων.

«Ναι, χάρη σε εσάς»

«Αλήθεια τόσο καιρό δεν σας έχουμε ρωτήσει, πώς λέγεται αυτή η περιοχή;» ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Ρέαρ»

«Όταν ήρθατε στην παραλία υπήρχαν στρατιώτες, αλλά μόλις σας είδαν έφυγαν» είπα χωρίς να ξέρω τον λόγο.

Ο αρχηγός με κοίταξε με τα καταγάλανα του μάτια τα οποία είχαν κάτι το απόκοσμο.

«Η Ρέαρ κυβερνάται από τον άρχοντα Νόριξ ο οποίος όμως, όπως και οι περισσότεροι, μας φοβούνται. Οι στρατιώτες μόλις μας είδαν φοβήθηκαν ότι... λοιπόν δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτονται ότι θα τους μαγέψουμε και για αυτό έφυγαν» μου απάντησε.

«Φαίνεται ότι δεν συμπαθεί τους ξένους αυτός ο άρχοντας» είπε η Νάλα και όλοι θυμηθήκαμε ότι οι στρατιώτες σκότωναν όσους βρίσκονταν στην παραλία την ημέρα που φτάσαμε στην Ρέαρ.

«Φοβάται τους εισβολείς, αυτό ακούγεται»

«Όμως μην ανησυχείτε, εδώ είστε ασφαλείς. Κανείς δεν μπαίνει στο δάσος μας, μιας που το θεωρούν καταραμένο. Οι προλήψεις λειτουργούν υπέρ μας» είπε η γυναίκα που μου είχε μιλήσει.

Εγώ την κοίταξα και οι ματιές μας συναντήθηκαν, αλλά εκείνη συνέχισε να τρώει ατάραχη το φαγητό της. Από την άλλη εγώ δεν είχα αγγίξει τίποτα.

«Κορίτσι μου, δεν πεινάς;» με ρώτησε ο πατέρας Ρίτσαρντ βλέποντας ότι το φαγητό μου ανέγγιχτο.

«Δεν έχω όρεξη για φαγητό πάτερ μου» του είπα.

«Σε απασχολεί κάτι;» με ρώτησε με γνήσιο ενδιαφέρον.

«Σκέφτομαι πολύ τελευταία»

«Σκέφτεσαι μήπως τον νεαρό άρχοντα;» με ρώτησε.

Ένιωσα απίστευτη αμηχανία και ένιωσα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν.

«Ναι» είπα.

«Αν είναι για το καλό σου ο Θεός θα τα φέρει έτσι, ώστε να συναντηθείτε ξανά» μου απάντησε εκείνος και μου ακούμπησε ενθαρρυντικά τον ώμο.

«Είναι και κάτι άλλο» είπα σιγανά.

«Τι;» έκανε ο ιερέας με απορία.

«Μια γυναίκα μου είπε κάτι. Έμοιαζε σαν να μου έλεγε το μέλλον, αλλά ήταν μπερδεμένα τα λόγια της. Αινιγματικά θα έλεγα»

«Μην τους ακούς. Μπορεί να βοήθησαν τον Γκάμπριελ και θα τους είμαι αιώνια ευγνώμων, αλλά τα λόγια τους δεν έχουν βάση και δεν χρειάζεται να δίνεις αξία σε ανούσια πράγματα» μου ψιθύρισε στο αυτί.

Εγώ χαμογέλασα, αλλά παρόλα αυτά δεν είχα πειστεί.

****

Οι μέρες περνούσαν και εγώ προσπαθούσα να ηρεμήσω και να βρω την αισιοδοξία μου, αλλά η ανησυχία μου ήταν εμφανής.

Εκείνη την ημέρα είχα απομακρυνθεί από τον καταυλισμό των Δρυίδων, είχα ανάγκη να περπατήσω στο δάσος, να μείνω για λίγο μόνη μου.

Καθώς περπατούσα είδα έναν λαγό να περνάει από μπροστά μου και ένα βέλος από το πουθενά τον χτύπησε.

Έβγαλα μια κραυγή και τότε είδα έναν άνδρα να ξεπροβάλλει από τους θάμνους. Μου φαινόταν γνωστός. Τον παρατήρησα καλύτερα και κατάλαβα ότι ήταν ένας από τους στρατιώτες στο κάστρο του Άντριου.

Πανικός με κυρίευεσε. Πώς μας βρήκαν; Ο Κλάους τους είχε στείλει στο κατόπι μας; Θα μας γύριζαν πίσω; Θα μας έκαναν κακό;

Για άλλη μια φορά ένα σωρό ερωτήσεις κατέκλυσαν το κεφάλι μου και είχα μείνει μαρμαρωμένη να τον κοιτάζω.

«Εσύ;» έκανε εκείνος. «Πώς βρέθηκες εδώ;» συνέχισε.

Τότε άκουσα βήματα από πίσω μου και γύρισα απότομα.

Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν εκεί, μπροστά μου.

«Άντριου» είπα και δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου από την συγκίνηση.

Έτρεξα και τον αγκάλιασα και εκείνη την στιγμή δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο.

****

Ένιωθα τόσο ευτυχισμένη, αλλά παραδόξως αισθανόμουν τον Άντριου παγωμένο.

Τον κοίταξα στα μάτια.

«Άντριου, δεν το πιστεύω! Χαίρομαι πολύ» του είπα και ακούμπησα τις παλάμες μου στα μάγουλα του.

Εκείνος έκανε απότομα δύο βήματα πίσω.

«Δεν σε θέλω κοντά μου πια. Με κορόιδεψες. Ακόμη και τώρα υποκρίνεσαι» μου είπε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες.

Δεν καταλάβαινα για ποιο πράγμα μου μιλούσε. Γιατί ήταν τόσο οργισμένος;

«Τι λες;» τον ρώτησα.

Εκείνος με πλησίασε και με άρπαξε από τον λαιμό.

«Ορκίστηκα ότι αν θα σε έβλεπα θα σε σκότωνα και αυτό θα κάνω βρώμα, έπαιξες με τα συναισθήματα μου, με εκμεταλεύτηκες και θα πληρώσεις για αυτό» μου είπε σφίγγοντας με περισσότερο.

Αισθάνθηκα τα πνευμόνια μου να φράζουν. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω.

«Αφήστε την άρχοντα μου» άκουσα εκείνον τον στρατιώτη να λέει και τον απώθησε από κοντά μου.

Έπεσα στα γόνατα και ανάσανα βαθιά.

«Πήγες να με πνίξεις» είπα τρομοκρατημένη.

Όλο το κορμί μου έτρεμε.

«Αυτό σου αξίζει, θάνατος» ούρλιαξε εκείνος.

«Γιατί; Τι σου έκανα; Σε αγαπώ»

«Ψεύτρα! Προσποιούσουν για να με κάνεις ότι θέλεις. Είπες στον Ντέιβιντ ότι εγώ σας βοήθησα να δραπετεύσετε και ότι δεν αισθάνεσαι τίποτα για μένα»

«Ο στρατηγός σου το είπε αυτό; Ποτέ δεν είπα αυτά τα λόγια. Άθελα μου ξεστόμισα ότι εσύ μας φυγάδευεσες, αλλά σε αγαπώ Άντριου. Προσευχόμουν να σε συναντήσω, σε σκεφτόμουν από την ώρα που έφυγα από το Άσλιρντ, δεν έχει περάσει μέρα χωρίς να σε σκεφτώ. Λέω αλήθεια, το ορκίζομαι» του είπα και δάκρυα έτρεξαν στα μάτια μου.

Εκείνος με κοίταζε σαν χαμένος.

«Δεν ξέρω. Τα έχασα όλα πια, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω» είπε τρελαμένος.

«Τι έχει συμβεί; Πώς βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησα προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε γίνει.

«Δεν θα σου πω, δεν θέλω καμία σχέση μαζί σου. Μείνε μακριά μου»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ταράχτηκα.

«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Γιατί είσαι τόσο απελπισμένος; Άκουσε με, από την ώρα που ήρθαμε εδώ μένουμε μαζί με κάποιους Δρυίδες, έχουν ένα οικισμό εδώ κοντά, ελάτε και εσείς. Θα έχετε φαγητό και στέγη και θα ξεκουραστείς»

«Όχι» είπε κοφτά και απομακρύνθηκε.

Εγώ είχα μείνει κοκαλωμένη, κενή από κάθε συναίσθημα και αδυνατούσα να δεχτώ όσα είχαν διαδραματιστεί.

Κοίταξα τον στρατιώτη που με κοίταζε και εκείνος συμπονετικά.

«Τον αγαπάς, είναι σίγουρο αλλά δώσε του χρόνο» μου είπε.

«Σε παρακαλώ εξήγησε μου τι έχει γίνει» του είπα.

«Λοιπόν, όταν μαθεύτηκε ότι σας βοήθησε να φύγετε και ότι είχε σώσει την ξαδέρφη σου που την θεωρούσαν μάγισσα κατηγορήθηκε για προδοσία. Τον φυλάκισαν και του στέρησαν το δικαίωμα διαδοχής. Και όλα αυτά τα έκανε ο πατέρας του. Τώρα βέβαια είναι νεκρός. Τον σκότωσε ο στρατηγός Ντέιβιντ για να πάρει την θέση του»

«Θεέ μου! Παρόλα αυτά γλίτωσε. Εσύ πρέπει να τον βοήθησες»

«Ναι, πάντα ήμουν πιστός στο άρχοντα Άντριου»

«Σε ευχαριστώ που του έσωσες την ζωή. Αυτό το κάθαρμα που τον δηλητηρίασε εναντίον μου, θα τον σκότωνε δίχως αμφιβολία. Πώς μπορεί να πιστεύει εκείνον και όχι εμένα;» αναρωτήθηκα.

«Δώσε του λίγο χρόνο, θα δεις θα γυρίσει ξανά κοντά σου»

****

Όταν επέστρεψα στους Δρυίδες διηγήθηκα τι είχε συμβεί στους υπόλοιπους.

«Είναι μπερδεμένος. Ο στρατιώτης είχε δίκιο. Χρειάζεται χρόνο και θα διακρίνει την αλήθεια» είπε ο πατέρας Ρίτσαρντ.

«Μακάρι!» είπα.

****

Όταν νύχτωσε είχαμε μια απρόσμενη άφιξη. Ο Άντριου με τον άλλον στρατιώτη ήρθαν να στον οικισμό. Ζήτησαν καταφύγιο και οι Δρυίδες δέχτηκαν.

Ο Άντριου ούτε που με κοίταζε, όσο για τον άλλον που το όνομα του ήταν Φίλιπ ήταν αρκετά εύθυμος και ομιλιτικός και όλη την ώρα ήταν δίπλα στην Έμμα και την έκανε να χαμογελά.

Χαμογέλασα και εγώ βλέποντας τους.

Και η Έμμα είχε περάσει τόσα και της άξιζε να βρει ξανά την ευτυχία.

Είχα αρχίσει όμως να πιστεύω ότι η ευτυχία τελικά ήταν άπιαστο όνειρο. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τις αναμνήσεις από την ζωή στο χωριό μου να με κατακλύσουν. Είχα τόσα πολλά καλά να θυμάμαι από τότε.

Αναρωτήθηκα λοιπόν αν θα μπορούσα να είμαι ξανά τόσο γαλήνια και ήρεμη όπως εκείνες τις ημέρες πριν έρθει η ζωή μου πάνω-κάτω και έχοντας αυτή την σκέψη πήγα να ξαπλώσω και βυθίστηκα σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα.