Ποίηση Έλλη Κοντέου - Ήβη

Ως σκουριασμένα ερεβώδη απογεύματα που αδημονούν για ηλίου άγγιγμα
Οι νέοι πλανώνται άχαρα
Προσπαθώντας να ισορροπήσουν στο σωστό και το όμορφο
Που δελεαστικά φαντάζει μόνη λύση
και σκεπάζει τυχόν απαγορεύσεις
Μπερδεύοντας νόμους και 'πρέπει'
Παλεύουν να μετατρέψουν την εξίσωση σε έρωτα
Κι αν έρωτα δε βρουν τον τραγουδάνε
Ωδή που αποπλανεί τις σειρήνες
Χορεύοντας στο δειλινό της πιο χειμωνιάτικης μέρας
Κινήσεις άγαρμπες, απροσδιόριστες και ταυτόχρονα τόσο σωστές
Σε πίνακα χρυσού καμβά ζωγραφίζουν ο καθένας το άπειρό του
Μια γυναίκα που αιμορραγεί το χαμόγελό της
Στο μαύρο διηνεκές της νιότης χαμένη
Παρατηρώντας λάγνα τους νέους να μεταφράζουν αγάπες στη δική τους, μοναδική εκδοχή
Διαιρώντας τη σε μύρια υποερωτήματα
-άλυτα-
Η πληρότητα στα μάτια τους μοναδικό θεμέλιο του ουρανού που βρέχει ελπίδα για μια διαφορετική ανατολή