Συμβαίνει και στα καλύτερα σπίτια…, του Γιώργου Μπελαούρη

Μια απλή Τετάρτη

«Έτσι που λες κύριε αρκούδε, η μαμά και ο μπαμπάς μού λένε ότι είμαι μοναδική, πανέξυπνη, πανέμορφη και όχι μόνο επειδή είμαι η μοναχοκόρη τους. Το πιστεύουν αληθινά!» έλεγε η εφτάχρονη Βάγια στο αγαπημένο της λούτρινο, με το σοβαρό και περισπούδαστο ύφος κάθε παιδιού της ηλικίας της. Βρισκόταν στο πάτωμα του δωματίου της, το οποίο ήταν φωτισμένο μόνο με τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που της είχε στήσει ο μπαμπάς. Της άρεσε να κάθεται έτσι, στο πολύχρωμο ημίφως. «Αλλά εγώ δεν θέλω να γίνω ψώνιο σα τα περισσότερα κορίτσια στην τάξη μου. Θα αργήσει η μέρα που θα πηγαίνω βαμμένη στην τάξη και δε θα με κοροϊδέψουν ποτέ οι δάσκαλοι ή οι συμμαθητές ότι είμαι σαν κλόουν. Ούτε πιστεύω όσα λένε τα κορίτσια για αυτό το πράγμα, το σεξ. Εμένα μου το έχουν πει πολλές φορές και τους πιστεύω: με έφερε ο πελαργός. Τελεία και παύλα.»

Στην τελευταία της λέξη άκουσε ένα γέλιο.

Σάστισε.

Από το σαλόνι άκουγε τις ειδήσεις και την μουρμούρα των γονιών της, δεν ήταν κανένας άλλος στο σπίτι και το γέλιο είχε ακουστεί τρομαχτικά κοντά. Ξαφνιασμένη και γεμάτη δυσπιστία, έριξε μια ματιά στο αρκούδι. Το άκουσε να χαχανίζει και πάλι.

Το στόμα της κρέμασε από την έκπληξη.

«Γελάς; Κι εγώ νόμιζα ότι δε θα μου μίλαγες ποτέ…» ξεκίνησε να του λέει, μα κάτι της μουρμούριζε τώρα και η Βάγια έστησε αυτί για να ακούσει καλύτερα. Κούνησε το κεφάλι της γεμάτη δυσπιστία. «Όχι! Όχι! Η μαμά και ο μπαμπάς δε θα έκαναν ποτέ κάτι τόσο αηδιαστικό για να με φέρουν στον κόσμο.»

Το αρκούδι όμως συνέχισε.

Με παραπάνω λεπτομέρειες!

«Όχι, λες ψέματα! Με έφερε ο πελαργός. Ο πελαργός!»

Αηδιασμένη, φοβισμένη και τρομαγμένη, πέταξε το λούτρινο στην άλλη άκρη του δωματίου κι έτρεξε στο σαλόνι.

Δεν τους είπε όμως τι είχε συμβεί, απλά τους αγκάλιασε.





Ένα ρουτινιάρικο μεσημεριανό



Οι εικόνες που είχε βάλει το μουρμουρητό του αρκούδου στο μυαλό της όμως, ακόμα και την επόμενη μέρα στο τραπέζι, είχαν χαραχτεί έντονες μέσα της και την έκαναν να αηδιάζει, σκεπτόμενη τους γονείς της… έτσι!

Ο μπαμπάς δίπλα της διάβαζε την εφημερίδα του, η μαμά πηγαινοερχόταν φέρνοντας το μεσημεριανό και μιλώντας στο κινητό με κάποια φίλη της, μα η Βάγια δεν είχε καθόλου όρεξη ούτε για φαγητό ούτε για να τους πει πώς ήταν η μέρα της.

«Ναι γλυκιά μου, τώρα θα φάμε μεσημεριανό και μετά μπορούμε να πάμε στην εκδήλωση αυτής της βλαμμένης» έλεγε η μαμά, φέρνοντας διάφορα πράγματα στο τραπέζι, γυροφέρνοντας σαν σβούρα. «Θα φάω ελαφρά για να μην με πιάσει πονόκοιλος από το γέλιο που θα ρίξουμε μετά. Άκου εκεί ποιητική συλλογή το ψώνιο. Τι έπαρση! Ακόμη την θυμάμαι στο δημοτικό να σκαλίζει τη μύτη της και να τρώει της μύξες της.»

«Βρε αγάπη μου!» έκανε ο μπαμπάς εκνευρισμένος, διπλώνοντας και βάζοντας στην άκρη την εφημερίδα του με γρήγορες κινήσεις, θέλοντας να κρύψει τα νεύρα του. Ναι, ο μπαμπάς δεν είχε πολύ υπομονή με την μαμά, αλλά δεν ήταν ποτέ κακός. «Να φάμε θέλουμε όχι να μας κοπεί η όρεξη! Έλα βρε Παναγία μου, άκου εκεί κουβέντες μεσημεριάτικα…»

«Ναι καλή μου, θα σε πάρω μόλις φάμε. Ο Θωμάς εκνευρίζεται με αυτά που ακούει. Σε φιλώ…» είπε, κλείνοντας επιτέλους το κινητό και κάθισε μαζί τους. Άρχισαν να τρώνε για λίγο σιωπηλοί, αν και η ίδια δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη.

«Πώς ήταν Βάγια μου το σχολείο σήμερα; Πέρασες όμορφα;» την ρώτησε τελικά ο μπαμπάς και μετά τον έπιασε η τρέλα του, όπως πάντα: «Άχου το μωρέ, κοίτα πόσο όμορφη είσαι… Αχ, θα φάω εσένα και όχι το παστίτσιο μας, ζουμπουρλούδικό μου εσύ!»

Της ζούληξε τα μάγουλα και η ίδια, βαρύθυμα, όσο την πείραζε, απάντησε: «Καλά ήταν.»

Η μαμά, πήρε με την μία μπρος, ώρες-ώρες η Βάγια απορούσε πώς δεν κουραζόταν να μιλάει τόσο πολύ: «Τι έγινε; Γιατί το λες έτσι ξεψυχισμένα; Και μη παίζεις με το φαγητό σου, τρώγε… Σε πείραξε κανείς; Ή δεν τα πήγες καλά στην ορθογραφία; Χα! Μα τι λέω; Άκου εκεί. Η κόρη της Λένας είναι πανέξυπνη…»

Πάλι καλά, την έσωσε ο μπαμπάς: «Λένα! Άσε το παιδί να μιλήσει, μην ξεκινάς το παραλήρημα.» για να στραφεί, όλος προτροπή προς την Βάγια: «Πες μας μωρούλι μου.

Η Βάγια αν και ήξερε ότι ακουγόταν παιδιάστικη και παραπονιάρα, δεν μπόρεσε να μιλήσει αλλιώς: «Είναι όλοι τους χαζοί και άσχημοι. Όλοι τους. Ακόμη και αυτή η βλαμμένη η δασκάλα. Δεν ξέρουν τίποτα και δεν με αφήνουν να τους μάθω.»

Οι γονείς της κοιτάχτηκαν απορημένοι.

«Άπαπα τι έπαρση. Ο μπαμπάς σου φταίει. Σίγουρα πράγματα. Αν δεν σου έλεγε συνέχεια…» ξεκίνησε, σοκαρισμένη η μαμά, μα πάλι καλά την έκοψε ο μπαμπάς, με ένα άγριο «Λένα!», για να ρωτήσει την Βάγια: «Πες μας, τι εννοείς γλυκούλι μου…»

Δεν ήθελε παραπάνω ώθηση!

«Ρώτησε ένα κοριτσάκι γιατί οι τυφλοί έχουν και σκυλάκι και μπαστούνι και όχι ένα από τα δύο και η δασκάλα άρχισε να της εξηγεί. Και… Να… Με έπιασε νευρικό γέλιο.»

Η μαμά σοκαρίστηκε και πάλι.

«Για ποιο λόγο να κάνεις κάτι τέτοιο;» ξεκίνησε να λέει ο μπαμπάς, μα κουνώντας το χέρι του σα να μην είχε σημασία, ρώτησε: «Τι σου είπε η κυρία Μάρα;»

«Δεν έχει σημασία τι μου είπε αυτή η χαζή. Σημασία έχει τι της απάντησα.»

«Και τι της απάντησες νεαρή μου κυρία;» θέλησε να μάθει η μαμά, πλέον φανερά εκνευρισμένη.

Η Βάγια, με σοβαρή και άχρωμη φωνή αποκρίθηκε: «Είπα ότι οι περισσότεροι επαναπαύονται με το πρόβλημά τους και ελάχιστοι βρίσκουν το σθένος να συμπεριφερθούν σαν ώριμοι ενήλικες. Ο Τζον Μίλτον όταν υπαγόρευε στον φτωχό γραφέα του το αριστούργημά του ήταν ολότελα τυφλός αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να μείνει στην ιστορία. Δέχτηκε την αναπηρία του και μεγαλούργησε, δημιούργησε εικόνες που θα τις ζήλευαν ακόμη και οι μεγαλύτεροι Ρομαντικοί ζωγράφοι.»

Το στόμα των γονιών κρέμασε και η μικρή συνέχισε να παραληρεί για τον Μονέ, τον Μπετόβεν, τον Ρενουάρ στα γεράματά του και πόσους άλλους…



Μια καθημερινή συνομιλία



«Δεν έχω ιδέα καλή μου. Παιδί δευτέρας δημοτικού να μιλάει για τέτοια πράγματα με ένα λεξιλόγιο απίστευτο. Τι να πω; Ακαταλαβίστικα πράγματα. Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μίλαγε. Αλλά ας αλλάξουμε θέμα. Με στεναχωρεί να το σκέφτομαι. Για πες εσύ; Πώς έκανες τελικά τα γιουβαρλάκια;»

«Χμ, αγάπη μου… Το παιδί μας παίζει κουτσό στο ταβάνι!»

« Ε άστο, παιδί είναι, να μην παίξει; Όχι βρε, το λάχανο έπρεπε να το πάρεις από τον Κυρ Στράτο, ξέρει αυτός, δίνει τα καλά. Στο σούπερ πήγες κι εσύ…»

«Χμ, καρδιά μου… Γέλαγε και έτρεμε το σερβάν και ο καναπές!»

«Ε παιδί είναι, να μην γελάσει; Ναι, καλή μου. Πόσο έχει το λάχανο στο σούπερ!»

«Ρε Λένα που να πάρει!»

«Τι είναι άνθρωπέ μου! Λύσσαξες πια! Τι θες; Για πες. Σ’ ακούω τώρα.»

«Ξέρασε αίμα στο μπάνιο και μέσα είχε καρφιά! Και μην μου πεις ότι κάτι χαλασμένο έφαγε και την πείραξε, γιατί τ’ ορκίζομαι θα σε χαστουκίσω.»



Φυσιολογικότατοι μουσαφιραίοι



«Ωραίο το καφεδάκι σας πάτερ;» ρώτησε η Λένα τον ιερέα που είχε φέρει ο Θωμάς στο σπίτι, εφόσον πια το αρχικό σοκ είχε περάσει. Κάθονταν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, στο σαλόνι και όλο αυτό της φαινόταν σαν να μην είναι πραγματική ζωή, αλλά τι να έκανε; Εντάξει, υπήρχε και το όλο θέμα με την Βάγια, σίγουρα, αλλά τόσες αρρώστιες κολλάνε τα παιδιά, γιατί να ήταν αυτό που είχε τόσο διαφορετικό; Τι είναι ένας δαιμονισμός σε αυτές τις ηλικίες, σε αυτή την εποχή;

«Υπέροχο, υπέροχο.» απάντησε ο ηλικιωμένος ιερέας και με πραγματικό ενδιαφέρον, την ρώτησε: «Πείτε μου, για να πετύχετε τις φουσκάλες πόση ώρα το αφήσατε παραπάνω;»

Η Λένα ενθουσιάστηκε!

«Α αυτό μου το έμαθε η γιαγιά μου. Σμυρνιά, ξέρετε τώρα…»

Ο Θωμάς δεν την άφησε να συνεχίσει.

« Ρε Λένα!» ξέσπασε εκνευρισμένος: «Τι μας νοιάζει η γιαγιά και ο καφές; Εδώ το παιδί μας ψέλνει στα αραμαϊκά!» Συνειδητοποιώντας ότι είχαν καλεσμένο, πάγωσε, κοίταξε και τους δύο και μουρμούρισε: «Συγχωρήστε με πάτερ.»

«Συγχωρεμένος παιδί μου… Αραμαϊκά είπατε;»

«Ξέρω εγώ τι ήταν; Στη τύχη το είπα. Δεν ξέρω καν τι είναι.» μουρμούρισε ο Θωμάς, αλλά σα να είχε βλαστημήσει, ο παπάς σχεδόν βροντοφώναξε: «Η γλώσσα του Χριστού παιδί μου.»

«Δοξασμένο το όνομά του.» ακομπάνιαρε η Λένα και έκαναν και οι δύο τον σταυρό τους.

Ο Θωμάς τους κοίταξε απορημένος. Ειδικά την στάση της γυναίκας του και την ξαφνική μεταστροφή της σε θεούσα. Μα αντί να σχολιάσει, αποφάσισε να επιστρέψει την ήδη εκτροχιασμένη συζήτηση, στις ράγες της: «Πάτερ, σας είπαμε τι συμπτώματα έχει το παιδί. Δεν είμαι ειδικός μα έχω δει μια-δυο ταινίες και είμαι ενημερωμένος για το θέμα. Πείτε μου την γνώμη σας όμως.»

«Πρέπει να μου τα πείτε όλα,» ξεκίνησε με πάθος ο ιερέας, με τα μάτια του σχεδόν να φλέγονται. Τους έδειξε με έναν δείκτη που έτρεμε, αφήνοντας τον καφέ στο τραπεζάκι και με φωνή γεμάτη συναίσθημα: «Να εξομολογηθείτε κι εσείς! Διότι τα τέκνα των θνητών είναι μέχρι ένα βαθμό δημιουργήματα των γονέων τους και μπορεί να ανήκουν όλα στον επουράνιο πατέρα, αλλά ο εκάστοτε επίγειος είναι ο φταίχτης ή ο ευεργέτης του παιδιού του.»

Είχε τονίσει τις δύο λέξεις με τόση ένταση που ο Θωμάς τις ένιωσε σαν χαστούκια.

Η Λένα από την άλλη, μουρμούριζε «Σοφόν, σοφόν» λες και ο ιερωμένος εξέφραζε ακριβώς όσα σκεφτόταν και η ίδια.

Ο Θωμάς προσπάθησε να μην την κοιτάει, γιατί θα την άρχιζε στα καντήλια και ήδη ο πάτερ είχε ένα λιβανιστήρι μαζί του, οπότε στράφηκε προς εκείνον: «Τι θέλετε λοιπόν; Να σας πω τα αμαρτήματα όλης μου της ζωής;»

Ο πάτερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και πήρε έναν κουραμπιέ, λέγοντας: «Από την μέρα που εκδηλώθηκαν τα επεισόδια με την κόρη σας... Αν ο δαίμων βρίσκεται εδώ θα είναι ισχυρότερος από τότε. Από πότε ακριβώς;»

«Από προχθές πάτερ.» τον διαφώτισε η Λένα.

«Σ’ ευχαριστώ κόρη μου.» έκανε ο ιερέας και η ζάχαρη άχνη είχε κάνει πλέον χάλια και το ράσο και τα μούσια του.

Ακολούθησε μια μικρή, αμήχανη παύση, στην οποία ο παπάς είπε να πιάσει και μία δίπλα.

Ο Θωμάς, αμήχανος, πάλεψε λίγο μέσα του, μα αποφάσισε να μιλήσει: «Εντάξει! Αλλά αν πείτε τίποτα θα σας τρέξω στα δικαστήρια για παραβίαση του απόρρητου του εξομολογητή.»

«Θωμά!» έκανε σοκαρισμένη με την αγένειά του η Λένα.

Ο Πάτερ τον καθησύχασε: «Μας ακούει μόνο ο ύψιστος και το άλλο σας μισό.»

Ο Θωμάς ένευσε καταφατικά, προετοιμάστηκε και είπε: «Δουλεύω σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Είμαι πάντα τύπος και υπογραμμός. Αλλά δεν ξέρω τι με έπιασε σήμερα. Να… έβαλα χέρι στο ταμείο της δουλειάς.»

«Θωμά!»

«Ε τι θες; Μου γυάλισαν. Θα τα επιστρέψω κάποια στιγμή. Ήμουν στο γραφείο, το ταμείο ήταν φίσκα πενηντάρικα και τα έβγαλα και τα χάιδευα όλο το πρωί. Ακόμη στην τσέπη μου είναι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω αλλά είναι όμορφα, έτσι σαν πάκος…»

Η Λένα δεν πρέπει να είχε σοκαριστεί ποτέ περισσότερο στην ζωή της και γενικότερα το είχε χούι να σοκάρεται. Προσβεβλημένη σχεδόν, είπε: «Δεν μπορώ να το πιστέψω!»

Ο Θωμάς δεν άντεξε: «Δηλαδή εσύ κυρά μου είσαι αναμάρτητη; Μισό να σου φέρω μία πέτρα» ικανοποιημένος από το λογοπαίγνιό του, στράφηκε προς τον ιερέα: «Σωστός πάτερ;»

«Σωστός τέκνον μου.» του έκανε και στράφηκε προς την Λένα: «Σειρά σου κόρη μου.»

« Το δικό μου δεν είναι τίποτα σε σχέση με αυτού.» και η τελευταία λέξη ειπώθηκε σαν προσβολή.

«Πες μας.»

«Να, ξύπνησα με μια λιγούρα. Κάνω χρόνια δίαιτα μα παλιά είχα θέμα με την εμφάνισή μου. Ώρες ώρες μου λείπει το φαγητό. Ε, έφαγα μία τούρτα σοκολάτα. Ε, μετά… δύο πίτσες. Και μετά… μία μεγάλη συσκευασία παγωτό. Δεν ήθελα να με δει κανείς και το έκανα πριν επιστρέψει ο Θωμάς από την δουλειά. Πάλι καλά όλα τα παράγγειλα και δεν με είδε καμία να κουβαλώ τόσα φαγητά σπίτι.»

«Χα χα και το ντελίβερι δεν το είδαν! Πανέξυπνη!»

«Να σου πω…»

Πάλι καλά, ο παπάς τους έκοψε προτού να αρπαχτούν: «Όπως βλέπετε, κάνατε κάτι που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα το κάνατε. Δεν είναι δικό σας το λάθος. Φωνάξτε το παιδί.»

Η Λένα σηκώθηκε και πήγε να φέρει την Βάγια. Ο Θωμάς βοήθησε τον ιερέα να σηκωθεί. Εκείνος ξεσκονίστηκε από τις άχνες, έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα του και άρχισε να αναζητά την σελίδα που ήθελε. Η Λένα επέστρεψε στο δωμάτιο.

Η Βάγια ήταν χαρούμενη, βλέποντας όμως τον παπά, σοβάρεψε.

«Α η Βάγια μας…» έκανε φιλικά ο ιερέας.

Η Βάγια όμως διαφώνησε με αρκετά μελίρρυτο τρόπο: «Λάθος! Η Βάγια δεν είναι εδώ, παίζει πεντόβολα με κάρβουνα στην κόλαση!»

Η φωνή της ήτανε μπάσα και γεμάτη γρέζι, λες και ήταν πενηντάρης λιμενεργάτης. Η Λένα και Θωμάς, ουρλιάζοντας, έτρεξαν και κρύφτηκαν πίσω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

«Με την δύναμη της Αγίας Τριάδας, της Παναγίας και όλων των Αγίων…» ξεκίνησε με στόμφο ο ιερέας, μα ο Θωμάς, κοροϊδεύοντάς τον, επανέλαβε: «Με την δύναμη της Αγίας…» και ξέσπασε σε γέλια.

Αυτή τη φορά η Λένα και η Βάγια ούρλιαξαν και η γυναίκα έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από τον άντρα της. Ο παπάς, στράφηκε προς τον Θωμά.

«Η ισχύς του Χριστού σε προστάζει…»

Τώρα η Λένα μούγκρισε: «Ο χίπης μαραγκός δεν έχει δύναμη πάνω μου!» και ήταν σειρά της Βάγιας να τρέξει κοντά στον Θωμά και να ουρλιάξουν κοιτώντας τη μαμά της.

Ο παπάς, τσατισμένος, φώναξε: «Θα σταματήσει πια αυτό το παιχνίδι! Καταντά κουραστικό!»

Η Λένα ηρέμησε, μα έμεινε να κοιτάει σαστισμένη.

«Τς τς τς πάτερ...» ακούσανε μία φωνή μέσα από το τζάκι και κάθε επικριτικό ‘’τς’’ ήταν σα να πέφτει σταγόνα λίπους πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα. Το δωμάτιο άρχισε να μυρίζει σαν κλούβια αυγά και είδαν την φωτιά να θεριεύει.

Τραβήχτηκαν όλοι προς τα πίσω.

Μέσα από τις φλόγες, άρχισε να βγαίνει ένα πλάσμα που θα μπορούσε να είναι η ομορφότερη γυναίκα που είχαν δει ποτέ –μακριά, μαύρα μαλλιά∙ φιλήδονα χείλη∙ ολόλευκη σάρκα∙ καλλίγραμμα χέρια και πόδια∙ πλούσιο στήθος∙ με κόκκινες ζαρτιέρες, εσώρουχα, γόβες κι ένα σκουφάκι άη Βασίλη σαν ενδυματολογική επιλογή- αν τα μάτια της και το εσωτερικό του στόματός της δεν ήταν αφύσικα ερεβώδη, σαν τρύπες προς την άβυσσο.

Συνέχισε αυτό που έλεγε προς τον ιερέα, σα να πίστευε ότι η εμφάνισή της δεν είχε κάνει καθόλου αίσθηση: «Οργή; Σοβαρά τώρα; Την φίλαγα γι’ αυτούς…»

Χτυπώντας τα δάχτυλά της, η Βάγια, η Λένα, και ο Θωμάς άρχισαν να τσακώνονται με μανία, ο παπάς όμως και ο δαίμονας, ήταν σα να είναι ολομόναχοι στο σαλόνι. Ή σε κάποια άλλη διάσταση, μακριά από τους καψερούς θνητούς.

«Περηφάνια, φιλαργυρία, λαιμαργία, οργή…» απαρίθμησε με στόμφο ο παπάς, για να ρωτήσει: «Τι άλλο σου έχει μείνει;»

Μειδιώντας, η δαιμόνισσα, είπε: «Αδιάβαστος πάτερ; Ντροπή... Ζήλια! Την είχαν ήδη με τον Θωμά και τον προϊστάμενό του με το ωραίο αμάξι και την πιτσιρίκα, ενώ νωθρότητα νομίζω η Λένα και η κάθε Λένα είναι τρανταχτό παράδειγμα.»

Ο ιερέας το σκέφτηκε και είπε: «Μένει ένα ακόμη…»

«Καθολικός πάτερ;» τον περιέπαιξε. «Ορθόδοξος μου φαίνεστε, χίπης κι εσείς. Δε το θυμάμαι το άλλο αλλά θα μου έρθει όπου να είναι.» είπε η δαιμόνισσα, ενώ σα να είχε μόλις αντιληφθεί ότι έχει ένα πλούσιο στήθος εμπρός της, το χούφτωσε με ικανοποίηση και ο πάτερ ένιωσε τον εδώ και χρόνια νεκρό ανδρισμό του να σαλεύει.

Με την μία, σχεδόν ούρλιαξε: «Τι θες σε αυτό το σπίτι; Γιατί βασανίζεις αυτούς τους κακόμοιρους ανθρώπους;»

«Αχ ακόμα να καταλάβει η εκκλησία σας ότι κι εμείς Άγγελοι είμαστε; Δεν είμαι κάποιο κατώτερο, τυχαίο δαιμόνι, κάποτε ήμουν σαν αυτό εκεί το ανασκολοπισμένο πράμα στην κορυφή του δέντρου. Ναι, ήμουν κι εγώ άγγελος και τα αδέλφια μου. Ντάξει, πλέον είμαστε λίγο τσουρουφλισμένοι και άσχημοι αλλά κι εμείς το μεγαλύτερο αγαθό το εκτιμούμε. Γι’ αυτό κάναμε μία εξέγερση και τέλος. Δεν μας αρέσει πολύ ο πανζουρλισμός. Πάντα θα εμφανιστεί κάποιος δικός σας και θα βγούμε ηττημένοι. Μάταιος κόπος.»

«Τι εννοείς;»

«Η αγάπη πάτερ, η αγάπη. Γι’ αυτό γκρεμίστηκε ο Λουσιφεράκος μας! Μεγάλο αλάνι αλλά… Τέλος πάντων. Αν δεν τους έδειχνα την άσχημη πλευρά τους, πώς θα δένονταν σα μια γροθιά; Υπάρχει αγάπη κι ενδιαφέρον μέσα τους, μα τα ξεχνούν με την σαχλή καθημερινότητά τους και τις ανούσιες ασχολίες τους. Σε δέκα χρόνια ο Θωμάς θα ήταν φυλακή για ληστεία, η Λένα μία δίποδη αγελάδα και η Βάγια ναρκομανής. Κρίμα δεν είναι; Εγώ απλά έσπευσα λίγο τα πράγματα. Τους ταρακούνησα λίγο.»

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.

«Θα φύγεις δηλαδή;»

«Ναι, έχω βάλει στο μάτι ένα υπέροχο φορεματάκι και έναν πρωθυπουργό… Άντε, θα φανείς και ήρωας με τον εξορκισμό.» του έκανε κλείνοντάς του το μάτι και ο παπάς χαμογέλασε πλατιά. Η δαιμόνισσα μειδίασε, μουρμουρίζοντας: «Περηφάνια…»

Ξανακροτάλισε τα δάχτυλά της.

Η οικογένεια σταμάτησε να μαλώνει και στράφηκε προς το μέρος της. Η δαιμόνισσα έκανε καθησυχαστικά προς την Λένα και τον Θωμά: «Όλα καλά. Απλά άκουσε ξώφαλτσα λίγο metal, μα έτσι κι αλλιώς θα έκανε μπάφο στο λύκειο οπότε θα την έβλεπα έτσι κι αλλιώς στην κόλαση...»

Χαμογέλασε όσο πιο αθώα μπορούσε.

Το θέαμα, δίχως δόντια, με όλο εκείνο το απύθμενο σκότος, ήταν τουλάχιστον ανησυχητικό.

Η Λένα, ο Θωμάς και η Βάγια κοιτούσαν παγωμένοι από όσα άκουσαν!

«Σταμάτα να τους πειράζεις.» της έκανε ο παπάς και η δαιμόνισσα, ξενερωμένη, μουρμούρισε ένα ‘’Καλά…’’ και ξάφνου, σα να είχε μόλις θυμηθεί το αμάρτημα που δεν είχαν απαριθμήσει νωρίτερα, χτύπησε τα χέρια της και είπε: «Α! Ναι! Λαγνεία!»

Ο Θωμάς, σπρώχνοντας από την μέση την Βάγια, άρπαξε με ορμή την Λένα και άρχισαν να φιλιούνται με πάθος. Ξαφνικά, όσα είχε πει ο Αρκούδος για τον πελαργό δεν έμοιαζαν με ψέματα.

«Ντροπή! Το παιδί!» φώναξε έξαλλος ο παπάς, αρπάζοντας την Βάγια και κλείνοντάς της τα μάτια. Η δαιμόνισσα, ξαναμπήκε στο τζάκι και χάθηκε μέσα στις φλόγες.

Το γέλιο της είχε κάτι το μελωδικό, μα πάλι καλά, το τραγούδι από τα παλιά, μισοχαλασμένα λαμπάκια του δέντρου, ξάφνου θυμήθηκε ότι είχε λίγη ακόμα ζωή μέσα του και ούρλιαξε ηχηρά κάποια κάλαντα, τρυπώντας τους τα αυτιά.




Γιώργος Μπελαούρης