Krampusnacht, της Γεωργίας Σβορλίγκου


Τα μικρά φώτα που στολίζουν τα ψηλά κτίρια λάμπουν σαν θαμπωμένα άστρα στο σκοτάδι. Η πόλη ξαγρυπνά χαρωπή κάτω από το αφράτο πάπλωμα του χιονιού, σαν παιδί που κουράστηκε από το παιχνίδι μα ο ενθουσιασμός του κρατάει ανοιχτά τα βλέφαρα και γελαστό το πρόσωπο. Φώτα στεφανώνουν τις κολώνες στο δρόμο, το ψηλό δέντρο στο κέντρο της πλατείας λάμπει μες στη γιορτινή του φορεσιά, το ζεστό κρασί μοσχοβολάει.


Μια τέτοια νύχτα ακόμα κι ένα πλάσμα του σκότους σαν εμένα θέλει να γιορτάσει.

Το δώρο μου με ακολουθεί, όσο πιο διακριτικά μπορεί. Πιστεύει πως δεν τον έχω καταλάβει. Πιστεύει πως ακολουθεί μια μαυροφορεμένη γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά, που λίγη ώρα πριν αρνήθηκε το ποτό που την κέρασε στο μπαρ. Πιστεύει πως αυτό του δίνει το δικαίωμα να με ακολουθεί σε μια λογική απόσταση, προσπαθώντας να κρύψει το ότι το αλκοόλ κάνει τα βήματά του βαριά και λοξά, καθώς ο θυμός κάνει το σαγόνι του να σφίγγεται σε μια άγρια μάσκα.

Πιστεύει πως αυτός είναι ο κυνηγός απόψε.

Ο ανόητος.

Τον είχαν, άραγε, προειδοποιήσει για μας; Άραγε κάποια γιαγιά, όταν ήταν μικρό παιδί, μια μέρα γιορτινή σαν τούτη σήμερα, να τον πήρε από το χέρι και να τον πήγε να δουν την Παρέλαση; Άραγε να έκρυψε φοβισμένος το πρόσωπό του στα φαρδιά της φουστάνια όταν είδε τους μασκαράδες με τα άγρια πρόσωπα και τις μακριές κόκκινες γλώσσες, τις καμπουριασμένες τριχωτές ράχες και τα πόδια που ασφυκτιούσαν μέσα στις σκαλιστές τραγίσιες οπλές; Άραγε η γιαγιά να του χάιδευε παρηγορητικά το κεφάλι, ενώ θυμόταν τις ιστορίες που είχε ακούσει από τη δική της γιαγιά, πολλές γενιές πίσω, όταν το πέπλο ανάμεσα στους κόσμους ήταν σχεδόν διάφανο και οι άνθρωποι έτρεμαν μπροστά στο βρυχηθμό και στο τρομερό μας γέλιο; Ίσως να του είπε πως οι ράχες μας είναι καμπουριασμένες γιατί κουβαλάμε βέργες για να δέρνουμε τα άτακτα παιδιά, ότι τα νύχια μας είναι μακριά για να τα αρπάζουμε και να τα τιμωρούμε. Ίσως να θυμάται το χέρι της δικής της γιαγιάς, που η δική της γιαγιά είχε γυρίσει κάποτε στο σπίτι της αλαφιασμένη, τινάζοντας χιόνια από το χωριάτικο φουστάνι της, τρέμοντας από το φόβο, να τραυλίζει πως συνάντησε τον Οξαποδώ στο δάσος μες στη νύχτα.

Όποια ιστορία και να του έχουν πει, σύντομα θα μάθει πως δεν ισχύει.

Εμείς οι Κράμπους δεν πειράζουμε τα παιδιά. Τα γούστα μας είναι πιο εκλεπτυσμένα.

Φέρνω τα κόκκινα μαλλιά μου μπροστά στον ώμο μου και τα χαιδεύω. Είναι η μόνη παραχώρηση που έκανα στην πραγματική μου εμφάνιση στα πλαίσια της μεταμφίεσης αυτής. Έχω συνηθίσει, τόσους και τόσους αιώνες, να ζω κρυμμένη στις σκιές, με το σκοτάδι να κρύβει την μορφή μου από τους ανθρώπους. Μου λείπει η λαμπερή κόκκινη γούνα μου και σκέφτομαι πόσο όμορφη θα έδειχνε κάτω από αυτά τα φώτα που τρυπάνε το σκοτάδι. Καθώς θυμάμαι το σκοπό μου, με τα τακούνια μου κροταλίζουν στο πεζοδρόμιο και τα μεθυσμένα του βήματα ακολουθούν βαριά πίσω μου, τα φωτάκια μου θυμίζουν περισσότερο μικρά, αστραφτερά, κοφτερά δόντια μέσα στο σκοτάδι. Για να ηρεμήσω, στρέφω τα μάτια στους γιορτινούς στολισμούς και στους ανθρώπους. Μακριά από το σκοτεινό δρόμο που βαδίζω εγώ και ο άντρας που νομίζει ότι είναι κυνηγός, βλέπω μανάδες να κρατάνε τα χέρια των παιδιών τους, ζευγάρια να περπατάνε αγκαζέ, σταματώντας για να βγάλουν όμορφες φωτογραφίες. Η πόλη γιορτάζει, ανάβει τα πιο όμορφα φώτα για να κρύψει τα σκοτάδια της. Δαγκώνομαι. Νιώθω μια στάλα αίμα στο στόμα μου. Σκέφτομαι το κορίτσι με το δέρμα σαν τη νύχτα. Δεν είναι εδώ για να γιορτάσει, να πάει τη μικρή της αδερφή να δουν τη λάμψη και τα δώρα. Την είδα από το παράθυρο, την αδερφή της, να κρατά το χέρι της μάνας τους που έκλαιγε κι έκλαιγε μέχρι που ο πόνος έσβηνε το πρόσωπό της σε μια μάσκα απόγνωσης. Είδα και το κορίτσι. Νεκρό. Είδα τον άντρα να πετάει το παγωμένο της κορμί σε ένα πάρκο. Είδα που τη βρήκαν λίγες μέρες αργότερα. Κρυμμένη στη φορεσιά του σκότους, αόρατη, πήρα την απόφαση μου.

Μια φορά κάθε χρόνο, οι Κράμπους είμαστε ελεύθεροι να θυμηθούμε τον ρόλο για τον οποίο μας τρέμουν οι άνθρωποι. Να τιμωρήσουμε.

Περίμενα υπομονετικά. Μετρούσα τις ημέρες που η πόλη φορούσε τα καλά της, ώσπου στο αποκορύφωμα της γιορτής έκρυψα την άγρια μορφή μου κάτω από το δέρμα μιας γυναίκας. Μπήκα σε ένα μπαρ. Αρνήθηκα ένα ποτό, ένα κομπλιμέντο και μια βρισιά. Και το κυνήγι είχε ήδη αρχίσει.

Τον παρασύρω στα σκοτεινά, στα φιδογυριστά σοκάκια. Νιώθω την πείνα να αγριεύει μέσα μου. Η φύση μου βρυχάται κάτω από το δανεικό δέρμα.

Οι άγιοι δεν μπορούν να τιμωρήσουν.

Για αυτό υπάρχουμε οι δαίμονες.

Τα βήματα βαραίνουν. Μια κοφτή ανάσα πίσω μου. Κοιτάω βιαστικά γύρω μου. Τα φώτα της γιορτής είναι μακριά. Το σημείο είναι απόμερο και σκοτεινό. Ικανοποιημένη, βραδύνω το βήμα μου.

Το χέρι του με αρπάζει από το μπράτσο, με τραβάει. Αφήνω μια ψεύτικη κραυγή πόνου. Είναι δυνατός, παρά το μεθύσι. Με ρίχνει κάτω, βλαστημώντας. Το κεφάλι μου χτυπάει καθώς πέφτω και σκέφτομαι πως είναι κρίμα που τα υπέροχα μαλλιά μου θα λερωθούν. Ας είναι. Το κυνήγι πάντα είναι βρώμικη δουλειά.

Τον αφήνω να μου χιμήξει, να με αρπάξει. Σφίγγει τους καρπούς μου καθώς με ακινητοποιεί με την πλάτη στον τοίχο. Τον αφήνω, λίγο ακόμα. Θέλω να νιώσω αυτά που ένιωσε το κορίτσι με το δέρμα σαν νύχτα: το φόβο, την ταπείνωση, την απόγνωση. Τη μέγγενη του πόνου στο κορμί, την παγωνιά του πανικού στο λαιμό. Αφήνω να με κατακλύσουν αυτές οι φρικτές αισθήσεις, να κάνουν το αίμα μου φωτιά, την πείνα μου τυφώνα. Καθώς τα χέρια του γραπώνουν τα ρούχα μου για να τα σκίσουν βίαια, το πρόσωπό του γίνεται μια τερατώδης μάσκα, παραμορφωμένη από τη λύσσα.

Εμπρός, μου ψιθυρίζουν τα φωτάκια που θολώνουν στο όριο του οπτικού μου πεδίου, τα μικρά κοφτερά δοντάκια της πόλης, τα θολά της μάτια. Είναι ώρα. Για το κορίτσι που δεν βλέπει πια τα αστέρια.

Για κάθε κορίτσι που δεν βλέπει πια τα αστέρια.

Χαμογελώ. Τα δόντια μου λάμπουν ολόλευκα στο σκοτάδι. Το φρικτό του πρόσωπο παγώνει από τρόμο, καθώς αγγίζω απαλά το πρόσωπό μου με τα γαμψά μου νύχια. Ελευθερώνω τη μακριά μου γλώσσα, τους δυνατούς μου μύες, τη ζεστή μου γούνα που έχει το χρώμα του αίματος. Τα κίτρινα μάτια μου αιχμαλωτίζουν τα δικά του. Είναι πια μικρός σαν παιδί μπροστά στο πανύψηλο κορμί μου. Σηκώνομαι όρθια στις μαύρες τραγίσιες οπλές μου και τον σηκώνω εύκολα με το ένα χέρι. Δάκρυα έχουν αρχίσει να τρέχουν από τα μάτια του όπως τρέμει σύγκορμος.

Δεν δίνω σημασία στις τελευταίες του λέξεις που μοιάζουν με λόξιγκα και λυγμό, καθώς πλησιάζω το στόμα μου στο αυτί του. Η πείνα μου είναι πια ασίγαστη.

“Ξέρεις τι παθαίνουν”, βρυχώμαι, με το βρυχηθμό του βουνού, του δάσους και του θηρίου που κρύβουν οι πυκνές φυλλωσιές, “τα άτακτα παιδιά;”