Για την Ευρυδίκη, η 24η Δεκεμβρίου ήταν μια μέρα που πλέον ανήκε στο παρελθόν από τη στιγμή που ξημέρωνε.
Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα έσυρε το κουρασμένο σώμα της μέχρι την κουζίνα όταν δεν μπορούσε πια να αγνοήσει το φως που εισχωρούσε από τα παντζούρια. Έπειτα, νερό στο μπρίκι, μια γεμάτη κουταλιά με ελληνικό και μία ζάχαρη, πριν κάνει οτιδήποτε άλλο. Όσο και αν είχε αλλάξει η ζωή, αυτή εδώ η ρουτίνα ήταν ο μικρός της ανεκτίμητος θησαυρός στην αρχή κάθε ημέρας, εδώ και εβδομήντα χρόνια.
Η τηλεόρασή της θεωρείται πλέον παλιού τύπου, από αυτές που εκτείνονται σε βάθος, όμως κάνει ακόμα τη δουλειά της. Έβαλε τις ειδήσεις για να ακούσει τον καιρό: πέντε βαθμούς και σήμερα. Με την πλάτη στον κουστουμαρισμένο μετεωρολόγο, έκοψε μια φέτα ψωμί και άλειψε στην επιφάνειά της λίγο βούτυρο και μέλι. Όταν ο καφές της ήταν έτοιμος, μεταφέρθηκε στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, και κάθισε στην αριστερή πλευρά. Από συνήθεια.
Η δεξιά πλευρά ανήκε πάντα στον Κώστα. Της είχε εξηγήσει κάποτε πως, μια από τις τρομακτικότερες εμπειρίες του από όταν ήταν παιδί, ήταν εκείνο το απόγευμα του ‘48 που έριχνε καταρρακτώδη βροχή, και ένας εκτυφλωτικός κεραυνός έκαψε τη βελανιδιά στον κήπο του πατρικού του. Ο ίδιος, που καθόταν μπροστά από το παράθυρο, τρόμαξε αρκετά ώστε να αποφεύγει τη θέα του παραθύρου όταν ήταν καθισμένος στο τραπέζι για το υπόλοιπο της ζωής του. Έτσι η Ευρυδίκη φρόντιζε να κάθεται πάντα αριστερά, ώστε εκείνος να γυρίζει πλάτη στο παράθυρο. Και εκείνος χαμογελούσε, και έλεγε πως έχει ήδη απέναντί του την ωραιότερη θέα.
Πάνε μήνες που η δεξιά καρέκλα έχει μείνει άδεια. Αυτά είναι τα πρώτα της Χριστούγεννα χωρίς τον Κώστα της.
Παιδικές φωνές και τραγούδια ακούστηκαν από τον δρόμο. Σχεδόν το είχε ξεχάσει. Πήρε την τσάντα της από το μπράτσο της καρέκλας και έλεγξε το πορτοφόλι της για να δει αν έχει ψιλά. Τέσσερα πενηντάλεπτα, δύο δεκάλεπτα, τσαλακωμένες αποδείξεις. Σπάνια μπορούσε πλέον να κυκλοφορήσει αρκετά ώστε να της μένουν ρέστα ‒τα γόνατά της δεν είχαν πλέον τις αντοχές που είχαν κάποτε. Θα έπρεπε να απορρίψει κάποια κάλαντα, και η σκέψη τη δυσαρέστησε. Ήξερε πόσα σήμαιναν για την παιδική ψυχή. Το είχε δει στη λάμψη στα μάτια της Χριστίνας κάτω από τον αγιοβασιλίτικο σκούφο της, και πιο πρόσφατα στο χαμόγελο του μικρού Διονύση καθώς έκρουε το τρίγωνό του.
Η κόρη της δεν μπορούσε να γυρίσει στο χωριό αυτά τα Χριστούγεννα. Το είχε αρχικά προγραμματίσει, όμως η νέα της δουλειά απαιτούσε την παρουσία της, και όπως της είπε στο τηλέφωνο, «οι ευκαιρίες αυτές δεν επιστρέφουν κάθε χρόνο όπως οι γιορτές». Είπε πως λείπει στον Διονύση, και της πρότεινε ένα δώρο για τον εγγονό της, ένα μπλε μηχανοκίνητο με αυτοκόλλητα φωτιές στις πόρτες. Φυσικά, του το πήρε, και για την κόρη και τον γαμπρό της διάλεξε από ένα ισοθερμικό μπλουζάκι.
Και το δέντρο στόλισε. Της πήρε μια ολόκληρη Τετάρτη, όμως τήρησε το έθιμο, έτσι για το καλό. Το μόνο που δεν έκανε φέτος ήταν να πλάσει μελομακάρονα. Ποιος θα τη φάει μια ολόκληρη φουρνιά; Εξάλλου, του Κώστα του έβγαιναν πάντα καλύτερα. Με την τέλεια ισορροπία μπισκότου και σιροπιαστού, και λίγο ξύσμα μανταρίνι μέσα στο πορτοκάλι για να γλυκάνει τη μυρωδιά.
Το κουδούνι χτύπησε. Η Ευρυδίκη σηκώθηκε και βάδισε μέχρι την πόρτα αργά, γιατί ήξερε ποιος είναι στο κατώφλι της.
«Καλημέρα κυρία Ευρυδίκη» τη χαιρέτησε χαμογελαστός ο Γιάννης, ο ταχυδρόμος που είχε αναλάβει το πόστο του Θόδωρα που βγήκε σε σύνταξη τον περασμένο Οκτώβρη. Τα μάγουλά του ήταν κοκκινισμένα από τον παγερό άνεμο, τα χέρια του ντυμένα με χοντρά γάντια.
«Καλώς το παιδί» του χαμογέλασε. «Ήρθες να μου τα πεις;»
Ο Γιάννης γέλασε. «Μπορεί να σας τα πει ο γιος μου. Για μένα είναι λίγο αργά πλέον, θεωρώ».
«Ποτέ δεν είναι αργά». Στράφηκε προς τη συρταριέρα του διαδρόμου, όπου είχε αφήσει το κουτί της. «Έχεις την καλοσύνη να μου πας αυτό το δέμα μέχρι το ταχυδρομείο; Είναι δώρα Χριστουγέννων για την κόρη μου και τον εγγονό μου. Δεν θα καταφέρουν να έρθουν αυτές τις μέρες τελικά».
«Φυσικά, κανένα πρόβλημα». Ο Γιάννης πήρε το δέμα και έπειτα έψαξε ανάμεσα στους φακέλους στην τσάντα του για την αλληλογραφία της Ευρυδίκης. Βρήκε τέσσερις φακέλους και τους της έδωσε.
Η Ευρυδίκη συνοφρυώθηκε. «Πάλι θα αργήσω να τους πληρώσω αυτούς τους λογαριασμούς. Ποιος ξέρει πότε θα έχω πάλι τη δύναμη να πάω μέχρι το κέντρο. Ίσως όταν έρθει η Μαρίνα που μου καθαρίζει το σπίτι την άλλη βδομάδα…»
«Μπορείτε και ηλεκτρονικά» επισήμανε ο Γιάννης, βάζοντας το δέμα κάτω από το μπράτσο του.
Η Ευρυδίκη κούνησε το κεφάλι. «Ω, δεν ξέρω εγώ από αυτά. Αν ήταν εδώ η Χριστίνα θα μου το έκανε, αλλά εγώ από κομπιούτερ τώρα στα τελευταία δεν μαθαίνω».
Εκείνος γέλασε, όμως κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε. «Είναι νωρίς ακόμα. Αν θέλετε, μπορώ να σας βοηθήσω εγώ. Έχετε υπολογιστή;»
Το πρόσωπο της Ευρυδίκης ζάρωσε. «Έχω το παλιό κομπιούτερ της Χριστίνας, αλλά παλικάρι μου, μη σε καθυστερώ στη δουλειά σου!»
«Δεν υπάρχει θέμα. Ένα τεταρτάκι θα μου πάρει».
Αν και διστακτικά, η Ευρυδίκη έσκυψε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη και έκανε άκρη να περάσει.
«Με συγχωρείς για την αναστάτωση» δικαιολογήθηκε συμμαζεύοντας στον διάβα της. «Δεν έχω συχνά επισκέψεις».
Ο Γιάννης απλώς χαμογέλασε και κάθισε στον υπολογιστή στο σαλόνι. Εκείνη, δίχως να ρωτήσει, πήγε να του φέρει καφέ και μπισκότα. Μέχρι ο υπολογιστής να ανοίξει, έμεινε να παρατηρεί το μικρό σπιτικό, ντυμένο με ξύλο και λουσμένο στο ηλιόφως. Αμέτρητα μπιχλιμπίδια και σουβενίρ διακοσμούσαν τα ράφια, από μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις και ταξίδια. Τους τοίχους κοσμούσαν κορνίζες με φωτογραφίες: η τελευταία μέρα της Χριστίνας στο σχολείο, ο Διονύσης μωρό, ο γάμος της Ευρυδίκης. Ήταν εντυπωσιακό πώς είχε μείνει ίδια μέσα στα χρόνια. Το ίδιο σοβαρό ύφος, ωστόσο και το ίδιο γλυκό βλέμμα, που μέσα από το σέπια της φωτογραφίας έλαμπε κοιτώντας τον ψηλό χαμογελαστό άντρα στο πλευρό της.
Επέστρεψε στο σαλόνι, όπου άφησε τον καφέ και τα μπισκότα δίπλα από το πληκτρολόγιο του υπολογιστή και στηρίχθηκε στο μπράτσο της πολυθρόνας δίπλα του. Ο Γιάννης έπιασε δουλειά, ανοίγοντας έναν έναν τους λογαριασμούς και πληρώνοντάς τους διαδικτυακά με ευκολία. Παράλληλα της εξηγούσε κάθε βήμα, όμως η Ευρυδίκη χάζευε, κοιτώντας την οθόνη με περιφρόνηση.
«Ορίστε» αναφώνησε μετά από λίγα λεπτά, όταν όλοι οι φάκελοι είχαν ανοιχτεί. «Τα τακτοποιήσαμε όλα».
«Να ‘σαι καλά Γιάννη μου». Η Ευρυδίκη έγειρε κοντά και του κράτησε το χέρι. Το χαμόγελό της τράβηξε τις ρυτίδες στα μάγουλά της σαν αυλαία επί σκηνής. «Τόσα πράγματα δυσκολεύουν καθώς μεγαλώνεις, ορισμένα δεν σου πάει καν ο νους να τα σκεφτείς».
«Άλλα πάλι, αν σε κινεί η όρεξη, δεν μπορείς να τα αμελήσεις» την πείραξε, και το βλέμμα του έδειξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνία του σαλονιού. Ήταν ένα μικρό, πολυκαιρισμένο ψεύτικο έλατο, με κλαδιά παραμορφωμένα από τις πολλές χρήσεις και σπασμένα κουκουνάρια. Η Ευρυδίκη το είχε καμουφλάρει με κόκκινα στολίδια, μπάλες γυαλιστερές και άλλες ριγέ, με μια γιρλάντα κόκκινη και κίτρινα λαμπάκια.
Η Ευρυδίκη γέλασε, και ο Γιάννης στάθηκε για να ισιώσει το χρυσό άστρο στην κορυφή του δέντρου που έγερνε. Όταν πλησίασε, μια διαφορετική λάμψη τράβηξε το βλέμμα του: ένα μοναδικό, ξύλινο στολίδι κρεμόταν χαμηλά στο δέντρο, μικρά ορθογώνια κομμάτια στοιβαγμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με άστρο, η μπλε μπογιά που το έντυνε φθαρμένη από τον χρόνο. «Αυτό εδώ; Γιατί έτσι διαφορετικό;»
Οι μύες στο πρόσωπο της Ευρυδίκης χαλάρωσαν με την αναπόληση. Τύλιξε τη ζακέτα πιο σφιχτά γύρω από τους ώμους της. «Αυτό ήταν το πρώτο δώρο που μου έκανε ποτέ ο άντρας μου, ο Κώστας».
Ο Γιάννης δεν είχε γνωρίσει προσωπικά τον κύριο Κώστα, όμως ήταν πασίγνωστος στο χωριό. Πάντοτε πλακατζής, μονίμως αισιόδοξος, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο παππούς των παιδιών που χρειάζονταν και δεν είχαν. Ο θάνατός του τον Ιούνιο είχε βυθίσει τη μικρή τους κοινότητα σε μια ανείπωτη θλίψη, που όμως σύντομα όλοι κατόρθωσαν να αφήσουν στο παρελθόν. Όλοι, φυσικά, εκτός από την Ευρυδίκη, για την οποία ο Κώστας δεν έχανε ευκαιρία να μιλήσει με το πάθος που θρέφει ένας γλύπτης για τα αγάλματά του, με τον θαυμασμό του ναύτη για τη θάλασσα.
Ήταν έτοιμος να ζητήσει συγγνώμη και να αλλάξει συζήτηση, όμως η Ευρυδίκη συνέχισε με νέα λάμψη στα μάτια της. «Έπιαναν τα χέρια του, ξέρεις. Ό,τι χειρωνακτικό και αν του ζητούσαν, από νεαρός ακόμα, το μάθαινε και το έκανε. Αλλά για το ξύλο είχε μια ιδιαίτερη αγάπη. Του άρεσε να πειραματίζεται. Τα μισά έπιπλα εδώ μέσα είναι φτιαγμένα από το δικό του χέρι. Μια φορά, όταν ακόμη δεν γνωριζόμασταν καλά, η θεία του τού ζήτησε να φτιάξει ένα ανάγλυφο μπαούλο, και με τα κομμάτια που περίσσεψαν ο Κώστας έφτιαξε μερικά στολίδια, μιας που έρχονταν Χριστούγεννα.
»Ήμασταν στο ίδιο γυμνάσιο, βλέπεις, αλλά όχι στην ίδια τάξη. Ο Κώστας είχε δει τις εργασίες μου από τα εικαστικά στον διάδρομο και μου πρότεινε να χρωματίσω τα στολίδια που είχε φτιάξει. Ως αντάλλαγμα, λέει, θα μου έδινε ένα. Στην πραγματικότητα, τα στολίδια ήταν αφορμή να πιάσει κουβέντα».
Πήρε το στολίδι στα χέρια της και πέταξε ένα κομματάκι ξεφλουδισμένης μπογιάς στο πάτωμα. «Γιατί μπλε; Δεν ξέρω. Γιατί ένιωθα ασφαλής μαζί του. Και αυτό το αίσθημα για εμένα ήταν γαλανό».
Ο Γιάννης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελό του. Άκουγε προσεκτικά με το φλιτζάνι του καφέ τυλιγμένο στα χέρια του, σχεδόν άδειο.
«Έτσι συνεχίσαμε και στην κοινή μας ζωή. Ο Κώστας έχτιζε, εγώ κοσμούσα. Τα στολίδια αυτά έγιναν παράδοση για εμάς. Κάθε χρόνο φτιάχναμε και από λίγα για να δώσουμε σε φίλους και συγγενείς, μέχρι που καταλήξαμε με κούτες ολόκληρες από δαύτα. Κάποια στιγμή, όταν κοντεύαμε τριάντα χρόνια γάμου, σκεφτήκαμε να τα πουλήσουμε. Όμως δεν το προσπαθήσαμε ποτέ, οπότε τώρα κάθονται στη σοφίτα και μαζεύουν σκόνη».
«Πολύ κρίμα» σχολίασε ο Γιάννης, κοιτώντας το μπλε άστρο πνιγμένο στα κόκκινα. «Είναι όμορφα, και κρύβουν μια πολύ τρυφερή ιστορία».
Η Ευρυδίκη έλαμψε. «Θα ήθελες ένα; Ειλικρινά, δεν έχουν κάποια χρήση στη σοφίτα. Αν σου αρέσει, πάμε να διαλέξεις ένα, ή όσα θες. Έτσι για το καλό».
Δεν πρόλαβε να φέρει αντίρρηση. Η Ευρυδίκη τον πήρε από τον καρπό και τον οδήγησε στη σοφίτα, όπου η πραγματικότητα δεν απείχε πολύ από το παραμύθι: οι κούτες με τα στολίδια έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος του χώρου, στοιχισμένες και αριθμημένες κατά έτος. Ο Γιάννης διάλεξε ένα λευκό στολίδι από το 1977, βέβαιος πως θα ταιριάζει αρμονικά με το έλατο στο σπίτι του.
«Όσο και αν ήταν κάτι δικό μας, εύχομαι να το είχαμε μοιραστεί με τον κόσμο όταν είχαμε την ευκαιρία» παραδέχτηκε σιωπηλά η Ευρυδίκη, περικυκλωμένη από τα δείγματα των χρόνων. «Ήθελα όλοι να δουν αυτή τη μετάφραση της ζωής μας, την σύνδεση ανάμεσά μας, σε κάτι υλικό. Ήθελα να προσφέρει ένα μήνυμα αγάπης, αθάνατης στον χρόνο. Να προσφέρει ελπίδα».
Σύντομα επέστρεψαν στην είσοδο, όπου ο Γιάννης ξαναπήρε το δέμα στα χέρια του. Έξω, ο ήλιος πλέον έλαμπε και οι δρόμοι είχαν γεμίσει ζωή.
Στράφηκε προς την Ευρυδίκη. «Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτή την ιστορία μαζί μου».
Η Ευρυδίκη τον κοίταξε πονεμένα. «Μόνο οι ιστορίες μου έμειναν».
Όταν η πόρτα του σπιτιού έκλεισε, ο Γιάννης έμεινε να κοιτάζει το στολίδι στο χέρι του δυσαρεστημένος. Πώς μπορούσε μετά από μια τέτοια συζήτηση να επιστρέψει σπίτι του στο τέλος της μέρας, να γιορτάσει Χριστούγεννα και να μη το σκεφτεί ποτέ ξανά;
Η κυρία Ευρυδίκη δεν ήταν σαν τον συγχωρεμένο σύζυγό της. Εκείνος ήταν ένας χαρακτήρας ανοιχτός, κοινωνικός και πασίγνωστος στο χωριό. Η κυρία Ευρυδίκη ζούσε στις σκιές, μια διακριτική παρουσία στη λαϊκή, καθισμένη στην μπροστινή σειρά σε κάθε συναυλία. Κανείς δεν την ήξερε ως κάτι άλλο πέραν από τη ‘γυναίκα του Κώστα’. Και τώρα, μετά από μια ζωή περασμένη στη σιωπή, ήταν εκείνος που γνώρισε την κυρία Ευρυδίκη με το πραγματικό βάθος της ψυχής της, με τη θέληση του να δώσει που δεν πραγματοποίησε ποτέ, με τα κομμάτια της κλεισμένα σε κούτες. Ίσως αυτή η ιστορία να έφτανε μέχρι τη γυναίκα του, μέχρι κάποιο απόγευμα με την παρέα αν το έφερνε η κουβέντα…
Όμως ο Γιάννης ήξερε πως μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα, και η μέρα είχε μόλις αρχίσει.
Τα κάλαντα δεν άργησαν να φτάσουν και στο δικό της κατώφλι. Η Ευρυδίκη είχε αρχίσει να ετοιμάζει το μεσημεριανό, έτσι όταν χτύπησε το κουδούνι, σκούπισε τα υγρά του κρεμμυδιού στην ποδιά της, πήρε το πορτοφόλι της και πήγε να ανοίξει.
Τόσο που άργησε να φτάσει στην είσοδο, τα δύο αγόρια ήταν έτοιμα να φύγουν, όμως στράφηκαν ξανά με πλατιά χαμόγελα. «Να τα πούμε;» φώναξαν με ζωηράδα.
«Να τα πείτε, βεβαίως», τους χαμογέλασε. «Δυνατά και καθαρά».
Τα παιδιά τραγούδησαν με βλέμματα λαμπερά, τα τρίγωνά τους έκρουσαν εκκωφαντικά στα κουρασμένα αυτιά της. Όταν τελείωσαν, τους είπε συγχαρητήρια και τους έδωσε από ένα πενηντάλεπτο.
Στα επόμενα παιδιά που ήρθαν ένα μισάωρο αργότερα, ένα τετράχρονο κοριτσάκι και η μεγάλη της οχτάχρονη αδερφή, έδωσε από εβδομήντα λεπτά. Έπειτα βάλθηκε να ψάχνει στις τσάντες της, σε πορτοφόλια και τσέπες, όμως δεν βρήκε άλλα ψιλά. Δυσαρεστημένη, αποδέχθηκε πως στα υπόλοιπα παιδιά που θα χτυπούσαν το κουδούνι της, θα έπρεπε να αρνηθεί.
Ο κιμάς ήταν σχεδόν έτοιμος όταν το κουδούνι χτύπησε ξανά. «Να τα πω;» ρώτησε η γλυκιά φωνή ενός μικρού κοριτσιού, με μια φλογέρα στα γαντοφορεμένα χέρια της και αγιοβασιλίτικο σκούφο μεγαλύτερο από το κεφάλι της. Όμως δεν της πήγαινε η καρδιά να πει «μας τα ‘πανε». Στα μάτια της έβλεπε τη μικρή Χριστίνα, τον μικρό Διονύση, αλλά και τον μικρό της εαυτό.
«Δεν έχω άλλα ψιλά πριγκηπέσσα μου» απολογήθηκε θλιμμένη.
«Δεν θέλω ψιλά» είπε το κορίτσι, και έτεινε τη φλογέρα προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Η Ευρυδίκη ακολούθησε το βλέμμα της. Το κορίτσι έδειχνε το μπλε στολίδι στο δέντρο της, το μοναδικό μέσα στο κόκκινο. Γύρισε να την κοιτάξει σαστισμένη. «Δεν καταλαβαίνω, αγάπη μου. Τα στολίδια;»
«Όχι οποιοδήποτε. Ένα από τα δικά σας, παρακαλώ, κυρία Ευρυδίκη. Αυτά τα ξύλινα».
Της πήρε μερικές στιγμές μέχρι να αντιληφθεί τι της ζητούσε. Ο Γιάννης θα έφταιγε. Ίσως η κοπέλα τον ρώτησε πού βρήκε το στολίδι του.
Όσο περίεργο και αν της φαινόταν, η Ευρυδίκη της χαμογέλασε διάπλατα και είπε, «ευχαρίστως. Ποιο χρώμα προτιμάς;»
Λίγα λεπτά αργότερα, το κορίτσι έφυγε από το κατώφλι της Ευρυδίκης με ένα ασημί ξύλινο στολίδι, κομμάτι της ζωής της που τώρα ανήκε στη ζωή κάποιου άλλου. Αυτό που έδωσε στον Γιάννη ήταν ένα ευχαριστώ, μια ανταλλαγή για τη βοήθειά του, όμως αυτό εδώ το αίσθημα ήταν εντελώς διαφορετικό. Ήταν ένα δώρο.
Δεν πρόλαβε να καθίσει και το κουδούνι χτύπησε ξανά. Τρία αγόρια έστεκαν στην πόρτα της, το καθένα με αγιοβασιλίτικους σάκους και σκουφάκια. «Εσείς έχετε τα στολίδια, κυρία Ευρυδίκη;»
Η Ευρυδίκη νόμιζε πως την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ και ονειρευόταν. Πώς ήταν δυνατόν; Σε πόσους είχε μιλήσει ο Γιάννης για τα στολίδια της;
Τα αγόρια είπαν τα κάλαντα και πήραν από ένα στολίδι το καθένα, δύο κόκκινα και ένα πράσινο. Την ευχαρίστησαν και έφυγαν ευτυχισμένα, και καθώς η Ευρυδίκη τα έβλεπε να απομακρύνονται στον δρόμο, άλλα παιδιά έστριψαν προς τον κήπο της.
Ευτυχώς που είχε κλείσει το φαγητό, γιατί για την επόμενη ώρα η πόρτα της δεν έκλεισε στιγμή. Δεκάδες παιδιά, το ένα μετά το άλλο, ήρθαν να της πουν τα κάλαντα για να πάρουν από ένα στολίδι. Εγγόνια γνωστών της, παιδιά που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, άλλα με φλογέρες, άλλα με τρίγωνα. Μερικά τη βοήθησαν να σύρει τις κούτες από τη σοφίτα στο σαλόνι, και σιγά σιγά, έτος προς έτος, οι κούτες άρχισαν να αδειάζουν. Στολίδια που πλέον δεν θυμόταν να έχει βάψει, στολίδια με ανόητα σχέδια που είχε προσθέσει για την πλάκα στα νιάτα της, βρήκαν νέα ζωή στα χέρια των παιδιών που τα διάλεξαν με ενθουσιασμό.
Στο τέλος της μέρας, όταν πλέον είχαν μείνει μια χούφτα στολίδια και η Ευρυδίκη δεν πίστευε στα μάτια της, το κουδούνι χτύπησε μια ακόμη φορά. Στην πόρτα έστεκε ένα νεαρό αγόρι με μαύρα μαλλιά και γυαλιά, τυλιγμένο με ένα φουσκωτό μπουφάν. «Προλαβαίνω να τα πω;»
«Φυσικά, παλικάρι μου».
Το αγόρι είπε τα κάλαντα ντροπαλά, με φωνή σιγανή και λέξεις μασημένες. Η Ευρυδίκη του χαμογέλασε και του πρόσφερε ένα κόκκινο στολίδι, όμως πριν το πάρει, το αγόρι έβγαλε από την τσέπη του έναν τσαλακωμένο φάκελο. «Ο μπαμπάς μού είπε να σας δώσω αυτό. Καλά Χριστούγεννα».
Η Ευρυδίκη πήρε τον φάκελο, και το αγόρι απομακρύνθηκε πριν προλάβει να το ευχαριστήσει. Κάθισε στον καναπέ, περιτριγυρισμένη από άδειες κούτες, άνοιξε τον φάκελο και βρήκε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα. Έβαλε τα γυαλιά της και διάβασε το κείμενο γραμμένο στο εσωτερικό.
«Κυρία Ευρυδίκη,
Δεν θα καταφέρω να γυρίσω στο τέλος της βάρδιάς μου, οπότε σας στέλνω αυτή την κάρτα με τον γιο μου.
Η ιστορία σας με άγγιξε πραγματικά. Η κοινότητά μας αγαπούσε πολύ τον κύριο Κώστα, όμως δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει εσάς. Θεώρησα σημαντικό να ακούσουν όλοι αυτή την ιστορία αγάπης που χτίσατε μέσα από ξύλο και μπογιά. Τώρα όλα τα σπιτικά του οικισμού μας θα έχουν ένα κομμάτι της κάθε χρόνο στο έλατό τους.
Καλά Χριστούγεννα,
Γιάννης»
Η όραση της Ευρυδίκης θόλωσε από δάκρυα. Ήταν κάτι που είχε αφήσει στο παρελθόν πια, όπως τόσα άλλα, σε μια ζωή με τον Κώστα που πλέον είχε φτάσει στη δύση της. Ήταν τόσο σίγουρη πως τα στολίδια αυτά θα κατέληγαν στα σκουπίδια, μικρά δείγματα των δεκαετιών χωρίς αξία. Όμως, στα μάτια των παιδιών που πέρασαν σήμερα από το κατώφλι της, έγιναν τα πιο πολύτιμα αντικείμενα του κόσμου.
Στράφηκε στο πλευρό της, όπου η φωτογραφία του Κώστα έστεκε στο τραπεζάκι. Δεν του άρεσε να βγάζει φωτογραφίες μόνος του, όμως αυτή εδώ την κράτησε, γιατί την είχε βγάλει η Ευρυδίκη. Θα ήταν κάποιο καλοκαίρι του ΄90, δεν θυμόταν πια. Στηριγμένος σε ένα ανάγλυφο μαρμάρινο κιγκλίδωμα, με τον ήλιο να δύει πίσω από τον ώμο του, σαν να βουτάει στην αστραφτερή θάλασσα.
«Ποιος να το πίστευε, Κώστα μου». Ξεσκόνισε το γυαλί με το μανίκι της, και άφησε ένα φιλί στο πρόσωπό του. «Ότι θα ζούσαμε για πάντα τελικά».
Γνωστοί και συντοπίτες πέρασαν το απόγευμα να της εξηγήσουν την ιδέα του Γιάννη, και να της ζητήσουν να αφηγηθεί ιστορίες κρυμμένες πίσω από τα στολίδια που είχαν πάρει τα παιδιά τους. Εκείνη το έκανε ευχαρίστως. Για πρώτη φορά εδώ και μήνες, η Ευρυδίκη δεν ένιωθε μόνη.
Το βράδυ, όταν το κουδούνι είχε πλέον σωπάσει και οι δρόμοι είχαν ερημώσει, η Ευρυδίκη πήγε νωρίς για ύπνο. Ήταν τόσο κουρασμένη και το σώμα της πονούσε, όμως έκλεισε τα μάτια με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο πρωινό, το σπίτι δεν μύρισε ελληνικό καφέ, και η αριστερή θέση στο τραπέζι έμεινε κενή.
Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα έσυρε το κουρασμένο σώμα της μέχρι την κουζίνα όταν δεν μπορούσε πια να αγνοήσει το φως που εισχωρούσε από τα παντζούρια. Έπειτα, νερό στο μπρίκι, μια γεμάτη κουταλιά με ελληνικό και μία ζάχαρη, πριν κάνει οτιδήποτε άλλο. Όσο και αν είχε αλλάξει η ζωή, αυτή εδώ η ρουτίνα ήταν ο μικρός της ανεκτίμητος θησαυρός στην αρχή κάθε ημέρας, εδώ και εβδομήντα χρόνια.
Η τηλεόρασή της θεωρείται πλέον παλιού τύπου, από αυτές που εκτείνονται σε βάθος, όμως κάνει ακόμα τη δουλειά της. Έβαλε τις ειδήσεις για να ακούσει τον καιρό: πέντε βαθμούς και σήμερα. Με την πλάτη στον κουστουμαρισμένο μετεωρολόγο, έκοψε μια φέτα ψωμί και άλειψε στην επιφάνειά της λίγο βούτυρο και μέλι. Όταν ο καφές της ήταν έτοιμος, μεταφέρθηκε στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, και κάθισε στην αριστερή πλευρά. Από συνήθεια.
Η δεξιά πλευρά ανήκε πάντα στον Κώστα. Της είχε εξηγήσει κάποτε πως, μια από τις τρομακτικότερες εμπειρίες του από όταν ήταν παιδί, ήταν εκείνο το απόγευμα του ‘48 που έριχνε καταρρακτώδη βροχή, και ένας εκτυφλωτικός κεραυνός έκαψε τη βελανιδιά στον κήπο του πατρικού του. Ο ίδιος, που καθόταν μπροστά από το παράθυρο, τρόμαξε αρκετά ώστε να αποφεύγει τη θέα του παραθύρου όταν ήταν καθισμένος στο τραπέζι για το υπόλοιπο της ζωής του. Έτσι η Ευρυδίκη φρόντιζε να κάθεται πάντα αριστερά, ώστε εκείνος να γυρίζει πλάτη στο παράθυρο. Και εκείνος χαμογελούσε, και έλεγε πως έχει ήδη απέναντί του την ωραιότερη θέα.
Πάνε μήνες που η δεξιά καρέκλα έχει μείνει άδεια. Αυτά είναι τα πρώτα της Χριστούγεννα χωρίς τον Κώστα της.
Παιδικές φωνές και τραγούδια ακούστηκαν από τον δρόμο. Σχεδόν το είχε ξεχάσει. Πήρε την τσάντα της από το μπράτσο της καρέκλας και έλεγξε το πορτοφόλι της για να δει αν έχει ψιλά. Τέσσερα πενηντάλεπτα, δύο δεκάλεπτα, τσαλακωμένες αποδείξεις. Σπάνια μπορούσε πλέον να κυκλοφορήσει αρκετά ώστε να της μένουν ρέστα ‒τα γόνατά της δεν είχαν πλέον τις αντοχές που είχαν κάποτε. Θα έπρεπε να απορρίψει κάποια κάλαντα, και η σκέψη τη δυσαρέστησε. Ήξερε πόσα σήμαιναν για την παιδική ψυχή. Το είχε δει στη λάμψη στα μάτια της Χριστίνας κάτω από τον αγιοβασιλίτικο σκούφο της, και πιο πρόσφατα στο χαμόγελο του μικρού Διονύση καθώς έκρουε το τρίγωνό του.
Η κόρη της δεν μπορούσε να γυρίσει στο χωριό αυτά τα Χριστούγεννα. Το είχε αρχικά προγραμματίσει, όμως η νέα της δουλειά απαιτούσε την παρουσία της, και όπως της είπε στο τηλέφωνο, «οι ευκαιρίες αυτές δεν επιστρέφουν κάθε χρόνο όπως οι γιορτές». Είπε πως λείπει στον Διονύση, και της πρότεινε ένα δώρο για τον εγγονό της, ένα μπλε μηχανοκίνητο με αυτοκόλλητα φωτιές στις πόρτες. Φυσικά, του το πήρε, και για την κόρη και τον γαμπρό της διάλεξε από ένα ισοθερμικό μπλουζάκι.
Και το δέντρο στόλισε. Της πήρε μια ολόκληρη Τετάρτη, όμως τήρησε το έθιμο, έτσι για το καλό. Το μόνο που δεν έκανε φέτος ήταν να πλάσει μελομακάρονα. Ποιος θα τη φάει μια ολόκληρη φουρνιά; Εξάλλου, του Κώστα του έβγαιναν πάντα καλύτερα. Με την τέλεια ισορροπία μπισκότου και σιροπιαστού, και λίγο ξύσμα μανταρίνι μέσα στο πορτοκάλι για να γλυκάνει τη μυρωδιά.
Το κουδούνι χτύπησε. Η Ευρυδίκη σηκώθηκε και βάδισε μέχρι την πόρτα αργά, γιατί ήξερε ποιος είναι στο κατώφλι της.
«Καλημέρα κυρία Ευρυδίκη» τη χαιρέτησε χαμογελαστός ο Γιάννης, ο ταχυδρόμος που είχε αναλάβει το πόστο του Θόδωρα που βγήκε σε σύνταξη τον περασμένο Οκτώβρη. Τα μάγουλά του ήταν κοκκινισμένα από τον παγερό άνεμο, τα χέρια του ντυμένα με χοντρά γάντια.
«Καλώς το παιδί» του χαμογέλασε. «Ήρθες να μου τα πεις;»
Ο Γιάννης γέλασε. «Μπορεί να σας τα πει ο γιος μου. Για μένα είναι λίγο αργά πλέον, θεωρώ».
«Ποτέ δεν είναι αργά». Στράφηκε προς τη συρταριέρα του διαδρόμου, όπου είχε αφήσει το κουτί της. «Έχεις την καλοσύνη να μου πας αυτό το δέμα μέχρι το ταχυδρομείο; Είναι δώρα Χριστουγέννων για την κόρη μου και τον εγγονό μου. Δεν θα καταφέρουν να έρθουν αυτές τις μέρες τελικά».
«Φυσικά, κανένα πρόβλημα». Ο Γιάννης πήρε το δέμα και έπειτα έψαξε ανάμεσα στους φακέλους στην τσάντα του για την αλληλογραφία της Ευρυδίκης. Βρήκε τέσσερις φακέλους και τους της έδωσε.
Η Ευρυδίκη συνοφρυώθηκε. «Πάλι θα αργήσω να τους πληρώσω αυτούς τους λογαριασμούς. Ποιος ξέρει πότε θα έχω πάλι τη δύναμη να πάω μέχρι το κέντρο. Ίσως όταν έρθει η Μαρίνα που μου καθαρίζει το σπίτι την άλλη βδομάδα…»
«Μπορείτε και ηλεκτρονικά» επισήμανε ο Γιάννης, βάζοντας το δέμα κάτω από το μπράτσο του.
Η Ευρυδίκη κούνησε το κεφάλι. «Ω, δεν ξέρω εγώ από αυτά. Αν ήταν εδώ η Χριστίνα θα μου το έκανε, αλλά εγώ από κομπιούτερ τώρα στα τελευταία δεν μαθαίνω».
Εκείνος γέλασε, όμως κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε. «Είναι νωρίς ακόμα. Αν θέλετε, μπορώ να σας βοηθήσω εγώ. Έχετε υπολογιστή;»
Το πρόσωπο της Ευρυδίκης ζάρωσε. «Έχω το παλιό κομπιούτερ της Χριστίνας, αλλά παλικάρι μου, μη σε καθυστερώ στη δουλειά σου!»
«Δεν υπάρχει θέμα. Ένα τεταρτάκι θα μου πάρει».
Αν και διστακτικά, η Ευρυδίκη έσκυψε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη και έκανε άκρη να περάσει.
«Με συγχωρείς για την αναστάτωση» δικαιολογήθηκε συμμαζεύοντας στον διάβα της. «Δεν έχω συχνά επισκέψεις».
Ο Γιάννης απλώς χαμογέλασε και κάθισε στον υπολογιστή στο σαλόνι. Εκείνη, δίχως να ρωτήσει, πήγε να του φέρει καφέ και μπισκότα. Μέχρι ο υπολογιστής να ανοίξει, έμεινε να παρατηρεί το μικρό σπιτικό, ντυμένο με ξύλο και λουσμένο στο ηλιόφως. Αμέτρητα μπιχλιμπίδια και σουβενίρ διακοσμούσαν τα ράφια, από μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις και ταξίδια. Τους τοίχους κοσμούσαν κορνίζες με φωτογραφίες: η τελευταία μέρα της Χριστίνας στο σχολείο, ο Διονύσης μωρό, ο γάμος της Ευρυδίκης. Ήταν εντυπωσιακό πώς είχε μείνει ίδια μέσα στα χρόνια. Το ίδιο σοβαρό ύφος, ωστόσο και το ίδιο γλυκό βλέμμα, που μέσα από το σέπια της φωτογραφίας έλαμπε κοιτώντας τον ψηλό χαμογελαστό άντρα στο πλευρό της.
Επέστρεψε στο σαλόνι, όπου άφησε τον καφέ και τα μπισκότα δίπλα από το πληκτρολόγιο του υπολογιστή και στηρίχθηκε στο μπράτσο της πολυθρόνας δίπλα του. Ο Γιάννης έπιασε δουλειά, ανοίγοντας έναν έναν τους λογαριασμούς και πληρώνοντάς τους διαδικτυακά με ευκολία. Παράλληλα της εξηγούσε κάθε βήμα, όμως η Ευρυδίκη χάζευε, κοιτώντας την οθόνη με περιφρόνηση.
«Ορίστε» αναφώνησε μετά από λίγα λεπτά, όταν όλοι οι φάκελοι είχαν ανοιχτεί. «Τα τακτοποιήσαμε όλα».
«Να ‘σαι καλά Γιάννη μου». Η Ευρυδίκη έγειρε κοντά και του κράτησε το χέρι. Το χαμόγελό της τράβηξε τις ρυτίδες στα μάγουλά της σαν αυλαία επί σκηνής. «Τόσα πράγματα δυσκολεύουν καθώς μεγαλώνεις, ορισμένα δεν σου πάει καν ο νους να τα σκεφτείς».
«Άλλα πάλι, αν σε κινεί η όρεξη, δεν μπορείς να τα αμελήσεις» την πείραξε, και το βλέμμα του έδειξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνία του σαλονιού. Ήταν ένα μικρό, πολυκαιρισμένο ψεύτικο έλατο, με κλαδιά παραμορφωμένα από τις πολλές χρήσεις και σπασμένα κουκουνάρια. Η Ευρυδίκη το είχε καμουφλάρει με κόκκινα στολίδια, μπάλες γυαλιστερές και άλλες ριγέ, με μια γιρλάντα κόκκινη και κίτρινα λαμπάκια.
Η Ευρυδίκη γέλασε, και ο Γιάννης στάθηκε για να ισιώσει το χρυσό άστρο στην κορυφή του δέντρου που έγερνε. Όταν πλησίασε, μια διαφορετική λάμψη τράβηξε το βλέμμα του: ένα μοναδικό, ξύλινο στολίδι κρεμόταν χαμηλά στο δέντρο, μικρά ορθογώνια κομμάτια στοιβαγμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με άστρο, η μπλε μπογιά που το έντυνε φθαρμένη από τον χρόνο. «Αυτό εδώ; Γιατί έτσι διαφορετικό;»
Οι μύες στο πρόσωπο της Ευρυδίκης χαλάρωσαν με την αναπόληση. Τύλιξε τη ζακέτα πιο σφιχτά γύρω από τους ώμους της. «Αυτό ήταν το πρώτο δώρο που μου έκανε ποτέ ο άντρας μου, ο Κώστας».
Ο Γιάννης δεν είχε γνωρίσει προσωπικά τον κύριο Κώστα, όμως ήταν πασίγνωστος στο χωριό. Πάντοτε πλακατζής, μονίμως αισιόδοξος, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο παππούς των παιδιών που χρειάζονταν και δεν είχαν. Ο θάνατός του τον Ιούνιο είχε βυθίσει τη μικρή τους κοινότητα σε μια ανείπωτη θλίψη, που όμως σύντομα όλοι κατόρθωσαν να αφήσουν στο παρελθόν. Όλοι, φυσικά, εκτός από την Ευρυδίκη, για την οποία ο Κώστας δεν έχανε ευκαιρία να μιλήσει με το πάθος που θρέφει ένας γλύπτης για τα αγάλματά του, με τον θαυμασμό του ναύτη για τη θάλασσα.
Ήταν έτοιμος να ζητήσει συγγνώμη και να αλλάξει συζήτηση, όμως η Ευρυδίκη συνέχισε με νέα λάμψη στα μάτια της. «Έπιαναν τα χέρια του, ξέρεις. Ό,τι χειρωνακτικό και αν του ζητούσαν, από νεαρός ακόμα, το μάθαινε και το έκανε. Αλλά για το ξύλο είχε μια ιδιαίτερη αγάπη. Του άρεσε να πειραματίζεται. Τα μισά έπιπλα εδώ μέσα είναι φτιαγμένα από το δικό του χέρι. Μια φορά, όταν ακόμη δεν γνωριζόμασταν καλά, η θεία του τού ζήτησε να φτιάξει ένα ανάγλυφο μπαούλο, και με τα κομμάτια που περίσσεψαν ο Κώστας έφτιαξε μερικά στολίδια, μιας που έρχονταν Χριστούγεννα.
»Ήμασταν στο ίδιο γυμνάσιο, βλέπεις, αλλά όχι στην ίδια τάξη. Ο Κώστας είχε δει τις εργασίες μου από τα εικαστικά στον διάδρομο και μου πρότεινε να χρωματίσω τα στολίδια που είχε φτιάξει. Ως αντάλλαγμα, λέει, θα μου έδινε ένα. Στην πραγματικότητα, τα στολίδια ήταν αφορμή να πιάσει κουβέντα».
Πήρε το στολίδι στα χέρια της και πέταξε ένα κομματάκι ξεφλουδισμένης μπογιάς στο πάτωμα. «Γιατί μπλε; Δεν ξέρω. Γιατί ένιωθα ασφαλής μαζί του. Και αυτό το αίσθημα για εμένα ήταν γαλανό».
Ο Γιάννης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελό του. Άκουγε προσεκτικά με το φλιτζάνι του καφέ τυλιγμένο στα χέρια του, σχεδόν άδειο.
«Έτσι συνεχίσαμε και στην κοινή μας ζωή. Ο Κώστας έχτιζε, εγώ κοσμούσα. Τα στολίδια αυτά έγιναν παράδοση για εμάς. Κάθε χρόνο φτιάχναμε και από λίγα για να δώσουμε σε φίλους και συγγενείς, μέχρι που καταλήξαμε με κούτες ολόκληρες από δαύτα. Κάποια στιγμή, όταν κοντεύαμε τριάντα χρόνια γάμου, σκεφτήκαμε να τα πουλήσουμε. Όμως δεν το προσπαθήσαμε ποτέ, οπότε τώρα κάθονται στη σοφίτα και μαζεύουν σκόνη».
«Πολύ κρίμα» σχολίασε ο Γιάννης, κοιτώντας το μπλε άστρο πνιγμένο στα κόκκινα. «Είναι όμορφα, και κρύβουν μια πολύ τρυφερή ιστορία».
Η Ευρυδίκη έλαμψε. «Θα ήθελες ένα; Ειλικρινά, δεν έχουν κάποια χρήση στη σοφίτα. Αν σου αρέσει, πάμε να διαλέξεις ένα, ή όσα θες. Έτσι για το καλό».
Δεν πρόλαβε να φέρει αντίρρηση. Η Ευρυδίκη τον πήρε από τον καρπό και τον οδήγησε στη σοφίτα, όπου η πραγματικότητα δεν απείχε πολύ από το παραμύθι: οι κούτες με τα στολίδια έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος του χώρου, στοιχισμένες και αριθμημένες κατά έτος. Ο Γιάννης διάλεξε ένα λευκό στολίδι από το 1977, βέβαιος πως θα ταιριάζει αρμονικά με το έλατο στο σπίτι του.
«Όσο και αν ήταν κάτι δικό μας, εύχομαι να το είχαμε μοιραστεί με τον κόσμο όταν είχαμε την ευκαιρία» παραδέχτηκε σιωπηλά η Ευρυδίκη, περικυκλωμένη από τα δείγματα των χρόνων. «Ήθελα όλοι να δουν αυτή τη μετάφραση της ζωής μας, την σύνδεση ανάμεσά μας, σε κάτι υλικό. Ήθελα να προσφέρει ένα μήνυμα αγάπης, αθάνατης στον χρόνο. Να προσφέρει ελπίδα».
Σύντομα επέστρεψαν στην είσοδο, όπου ο Γιάννης ξαναπήρε το δέμα στα χέρια του. Έξω, ο ήλιος πλέον έλαμπε και οι δρόμοι είχαν γεμίσει ζωή.
Στράφηκε προς την Ευρυδίκη. «Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτή την ιστορία μαζί μου».
Η Ευρυδίκη τον κοίταξε πονεμένα. «Μόνο οι ιστορίες μου έμειναν».
Όταν η πόρτα του σπιτιού έκλεισε, ο Γιάννης έμεινε να κοιτάζει το στολίδι στο χέρι του δυσαρεστημένος. Πώς μπορούσε μετά από μια τέτοια συζήτηση να επιστρέψει σπίτι του στο τέλος της μέρας, να γιορτάσει Χριστούγεννα και να μη το σκεφτεί ποτέ ξανά;
Η κυρία Ευρυδίκη δεν ήταν σαν τον συγχωρεμένο σύζυγό της. Εκείνος ήταν ένας χαρακτήρας ανοιχτός, κοινωνικός και πασίγνωστος στο χωριό. Η κυρία Ευρυδίκη ζούσε στις σκιές, μια διακριτική παρουσία στη λαϊκή, καθισμένη στην μπροστινή σειρά σε κάθε συναυλία. Κανείς δεν την ήξερε ως κάτι άλλο πέραν από τη ‘γυναίκα του Κώστα’. Και τώρα, μετά από μια ζωή περασμένη στη σιωπή, ήταν εκείνος που γνώρισε την κυρία Ευρυδίκη με το πραγματικό βάθος της ψυχής της, με τη θέληση του να δώσει που δεν πραγματοποίησε ποτέ, με τα κομμάτια της κλεισμένα σε κούτες. Ίσως αυτή η ιστορία να έφτανε μέχρι τη γυναίκα του, μέχρι κάποιο απόγευμα με την παρέα αν το έφερνε η κουβέντα…
Όμως ο Γιάννης ήξερε πως μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα, και η μέρα είχε μόλις αρχίσει.
Τα κάλαντα δεν άργησαν να φτάσουν και στο δικό της κατώφλι. Η Ευρυδίκη είχε αρχίσει να ετοιμάζει το μεσημεριανό, έτσι όταν χτύπησε το κουδούνι, σκούπισε τα υγρά του κρεμμυδιού στην ποδιά της, πήρε το πορτοφόλι της και πήγε να ανοίξει.
Τόσο που άργησε να φτάσει στην είσοδο, τα δύο αγόρια ήταν έτοιμα να φύγουν, όμως στράφηκαν ξανά με πλατιά χαμόγελα. «Να τα πούμε;» φώναξαν με ζωηράδα.
«Να τα πείτε, βεβαίως», τους χαμογέλασε. «Δυνατά και καθαρά».
Τα παιδιά τραγούδησαν με βλέμματα λαμπερά, τα τρίγωνά τους έκρουσαν εκκωφαντικά στα κουρασμένα αυτιά της. Όταν τελείωσαν, τους είπε συγχαρητήρια και τους έδωσε από ένα πενηντάλεπτο.
Στα επόμενα παιδιά που ήρθαν ένα μισάωρο αργότερα, ένα τετράχρονο κοριτσάκι και η μεγάλη της οχτάχρονη αδερφή, έδωσε από εβδομήντα λεπτά. Έπειτα βάλθηκε να ψάχνει στις τσάντες της, σε πορτοφόλια και τσέπες, όμως δεν βρήκε άλλα ψιλά. Δυσαρεστημένη, αποδέχθηκε πως στα υπόλοιπα παιδιά που θα χτυπούσαν το κουδούνι της, θα έπρεπε να αρνηθεί.
Ο κιμάς ήταν σχεδόν έτοιμος όταν το κουδούνι χτύπησε ξανά. «Να τα πω;» ρώτησε η γλυκιά φωνή ενός μικρού κοριτσιού, με μια φλογέρα στα γαντοφορεμένα χέρια της και αγιοβασιλίτικο σκούφο μεγαλύτερο από το κεφάλι της. Όμως δεν της πήγαινε η καρδιά να πει «μας τα ‘πανε». Στα μάτια της έβλεπε τη μικρή Χριστίνα, τον μικρό Διονύση, αλλά και τον μικρό της εαυτό.
«Δεν έχω άλλα ψιλά πριγκηπέσσα μου» απολογήθηκε θλιμμένη.
«Δεν θέλω ψιλά» είπε το κορίτσι, και έτεινε τη φλογέρα προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Η Ευρυδίκη ακολούθησε το βλέμμα της. Το κορίτσι έδειχνε το μπλε στολίδι στο δέντρο της, το μοναδικό μέσα στο κόκκινο. Γύρισε να την κοιτάξει σαστισμένη. «Δεν καταλαβαίνω, αγάπη μου. Τα στολίδια;»
«Όχι οποιοδήποτε. Ένα από τα δικά σας, παρακαλώ, κυρία Ευρυδίκη. Αυτά τα ξύλινα».
Της πήρε μερικές στιγμές μέχρι να αντιληφθεί τι της ζητούσε. Ο Γιάννης θα έφταιγε. Ίσως η κοπέλα τον ρώτησε πού βρήκε το στολίδι του.
Όσο περίεργο και αν της φαινόταν, η Ευρυδίκη της χαμογέλασε διάπλατα και είπε, «ευχαρίστως. Ποιο χρώμα προτιμάς;»
Λίγα λεπτά αργότερα, το κορίτσι έφυγε από το κατώφλι της Ευρυδίκης με ένα ασημί ξύλινο στολίδι, κομμάτι της ζωής της που τώρα ανήκε στη ζωή κάποιου άλλου. Αυτό που έδωσε στον Γιάννη ήταν ένα ευχαριστώ, μια ανταλλαγή για τη βοήθειά του, όμως αυτό εδώ το αίσθημα ήταν εντελώς διαφορετικό. Ήταν ένα δώρο.
Δεν πρόλαβε να καθίσει και το κουδούνι χτύπησε ξανά. Τρία αγόρια έστεκαν στην πόρτα της, το καθένα με αγιοβασιλίτικους σάκους και σκουφάκια. «Εσείς έχετε τα στολίδια, κυρία Ευρυδίκη;»
Η Ευρυδίκη νόμιζε πως την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ και ονειρευόταν. Πώς ήταν δυνατόν; Σε πόσους είχε μιλήσει ο Γιάννης για τα στολίδια της;
Τα αγόρια είπαν τα κάλαντα και πήραν από ένα στολίδι το καθένα, δύο κόκκινα και ένα πράσινο. Την ευχαρίστησαν και έφυγαν ευτυχισμένα, και καθώς η Ευρυδίκη τα έβλεπε να απομακρύνονται στον δρόμο, άλλα παιδιά έστριψαν προς τον κήπο της.
Ευτυχώς που είχε κλείσει το φαγητό, γιατί για την επόμενη ώρα η πόρτα της δεν έκλεισε στιγμή. Δεκάδες παιδιά, το ένα μετά το άλλο, ήρθαν να της πουν τα κάλαντα για να πάρουν από ένα στολίδι. Εγγόνια γνωστών της, παιδιά που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, άλλα με φλογέρες, άλλα με τρίγωνα. Μερικά τη βοήθησαν να σύρει τις κούτες από τη σοφίτα στο σαλόνι, και σιγά σιγά, έτος προς έτος, οι κούτες άρχισαν να αδειάζουν. Στολίδια που πλέον δεν θυμόταν να έχει βάψει, στολίδια με ανόητα σχέδια που είχε προσθέσει για την πλάκα στα νιάτα της, βρήκαν νέα ζωή στα χέρια των παιδιών που τα διάλεξαν με ενθουσιασμό.
Στο τέλος της μέρας, όταν πλέον είχαν μείνει μια χούφτα στολίδια και η Ευρυδίκη δεν πίστευε στα μάτια της, το κουδούνι χτύπησε μια ακόμη φορά. Στην πόρτα έστεκε ένα νεαρό αγόρι με μαύρα μαλλιά και γυαλιά, τυλιγμένο με ένα φουσκωτό μπουφάν. «Προλαβαίνω να τα πω;»
«Φυσικά, παλικάρι μου».
Το αγόρι είπε τα κάλαντα ντροπαλά, με φωνή σιγανή και λέξεις μασημένες. Η Ευρυδίκη του χαμογέλασε και του πρόσφερε ένα κόκκινο στολίδι, όμως πριν το πάρει, το αγόρι έβγαλε από την τσέπη του έναν τσαλακωμένο φάκελο. «Ο μπαμπάς μού είπε να σας δώσω αυτό. Καλά Χριστούγεννα».
Η Ευρυδίκη πήρε τον φάκελο, και το αγόρι απομακρύνθηκε πριν προλάβει να το ευχαριστήσει. Κάθισε στον καναπέ, περιτριγυρισμένη από άδειες κούτες, άνοιξε τον φάκελο και βρήκε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα. Έβαλε τα γυαλιά της και διάβασε το κείμενο γραμμένο στο εσωτερικό.
«Κυρία Ευρυδίκη,
Δεν θα καταφέρω να γυρίσω στο τέλος της βάρδιάς μου, οπότε σας στέλνω αυτή την κάρτα με τον γιο μου.
Η ιστορία σας με άγγιξε πραγματικά. Η κοινότητά μας αγαπούσε πολύ τον κύριο Κώστα, όμως δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει εσάς. Θεώρησα σημαντικό να ακούσουν όλοι αυτή την ιστορία αγάπης που χτίσατε μέσα από ξύλο και μπογιά. Τώρα όλα τα σπιτικά του οικισμού μας θα έχουν ένα κομμάτι της κάθε χρόνο στο έλατό τους.
Καλά Χριστούγεννα,
Γιάννης»
Η όραση της Ευρυδίκης θόλωσε από δάκρυα. Ήταν κάτι που είχε αφήσει στο παρελθόν πια, όπως τόσα άλλα, σε μια ζωή με τον Κώστα που πλέον είχε φτάσει στη δύση της. Ήταν τόσο σίγουρη πως τα στολίδια αυτά θα κατέληγαν στα σκουπίδια, μικρά δείγματα των δεκαετιών χωρίς αξία. Όμως, στα μάτια των παιδιών που πέρασαν σήμερα από το κατώφλι της, έγιναν τα πιο πολύτιμα αντικείμενα του κόσμου.
Στράφηκε στο πλευρό της, όπου η φωτογραφία του Κώστα έστεκε στο τραπεζάκι. Δεν του άρεσε να βγάζει φωτογραφίες μόνος του, όμως αυτή εδώ την κράτησε, γιατί την είχε βγάλει η Ευρυδίκη. Θα ήταν κάποιο καλοκαίρι του ΄90, δεν θυμόταν πια. Στηριγμένος σε ένα ανάγλυφο μαρμάρινο κιγκλίδωμα, με τον ήλιο να δύει πίσω από τον ώμο του, σαν να βουτάει στην αστραφτερή θάλασσα.
«Ποιος να το πίστευε, Κώστα μου». Ξεσκόνισε το γυαλί με το μανίκι της, και άφησε ένα φιλί στο πρόσωπό του. «Ότι θα ζούσαμε για πάντα τελικά».
Γνωστοί και συντοπίτες πέρασαν το απόγευμα να της εξηγήσουν την ιδέα του Γιάννη, και να της ζητήσουν να αφηγηθεί ιστορίες κρυμμένες πίσω από τα στολίδια που είχαν πάρει τα παιδιά τους. Εκείνη το έκανε ευχαρίστως. Για πρώτη φορά εδώ και μήνες, η Ευρυδίκη δεν ένιωθε μόνη.
Το βράδυ, όταν το κουδούνι είχε πλέον σωπάσει και οι δρόμοι είχαν ερημώσει, η Ευρυδίκη πήγε νωρίς για ύπνο. Ήταν τόσο κουρασμένη και το σώμα της πονούσε, όμως έκλεισε τα μάτια με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο πρωινό, το σπίτι δεν μύρισε ελληνικό καφέ, και η αριστερή θέση στο τραπέζι έμεινε κενή.