Τα Χριστούγεννα, ήταν πάντα η αγαπημένη μου γιορτή. Στολίδια, φωτάκια, λαμπάκια, δώρα, γλυκά, φαΐ, ζεστή σοκολάτα. Ο παιδικός μου εαυτός, τα περίμενε με ανυπομονησία και με μια μεγάλη ανοιχτή αγκαλιά. Και ο ενήλικος το ίδιο. Μόνο που κάπου ανάμεσα στο τότε και στο τώρα… μεγάλωσα. Ή για να ακριβολογώ, μεγαλώσαμε. Και ίσως, να μην προλάβαμε να αντιληφθούμε, πόσο σύντομη ήταν αυτή η διαδρομή, που κάποτε φάνταζε παντοτινή.
Είναι εκείνη η εποχή του χρόνου που όσο και να την αγαπάμε πολύ, και όσο και να ‘ναι, η αγαπημένη μας, όσο και να φροντίζουμε το παιδί μέσα μας, μεγαλώνουμε, τα χρόνια περνάνε, και τίποτα δεν είναι το ίδιο. Οι υποχρεώσεις, οι συνθήκες, τα γλυκά, το στόλισμα, οι άνθρωποι… από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις!
Κάποτε ξυπνήσαμε τελευταία φορά για να πάμε στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου μας. Ευχηθήκαμε στους συμμαθητές μας, στους δασκάλους μας ή στους καθηγητές μας μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο: «Καλά Χριστούγεννα», «Καλή ξεκούραση», «Τα λέμε του χρόνου», και χαρήκαμε για τις διακοπές που μόλις ξεκίναγαν, για τον ύπνο που δε θα διέκοπτε το πρωινό ξύπνημα, για το ατελείωτο ξενύχτι και για την ουσιαστική ξεκούραση που τότε -ή και ποτέ- δεν εκτιμήσαμε. Τώρα, τη θέση του έχει πάρει η σχολή, το διάβασμα, οι εργασίες, η εξεταστική που έπεται, η δουλειά. Οι μέρες των διακοπών μειώθηκαν και ούτε που προλάβαμε να το συνειδητοποιήσουμε. Τελικά τις υποχρεώσεις τις προλάβαμε ή μήπως μας πρόλαβαν;
Κάποτε γράψαμε γράμμα στον Άι – Βασίλη, ζητώντας εκείνο το παιχνίδι που είχαμε δει και θέλαμε πολύ. Θέλαμε να είμαστε, όπως μας έλεγαν «καλό παιδί», όλο τον χρόνο για να μπορέσουμε να γράψουμε αυτό το γράμμα. Για εκείνη τη μια στιγμή. Ίσως μερικοί από ‘μας, να τον περίμεναν με γάλα και κουλουράκια κάτω απ’ το δέντρο. Ήταν πολύ κουρασμένος και έπρεπε κάτι να τον κεράσουμε, αλλά και να τον ευχαριστήσουμε για το ότι δε μας ξέχασε και φέτος. Τότε δεν ξέραμε ότι ήταν η τελευταία φορά που το κάναμε. Τώρα, περιμένουμε εκείνο το πολυπόθητο δώρο Χριστουγέννων για να πάρουμε ένα δώρο στον εαυτό μας, γιατί το αξίζουμε. Γιατί φτάσαμε αισίως στο τέλος, επιβιώνοντας από μια ακόμα χρονιά. Δεν περιμένουμε τίποτα από κανέναν παρά μόνο από τον εαυτό μας.
Κάποτε τα χριστουγεννιάτικα γλυκά, με το αιώνιο δίλημμα που βάζαμε όλοι σε όλους «Μελομακάρονα ή κουραμπιέδες;» είχαν τη μυρωδιά της γιαγιάς ή της μαμάς, μετρώντας κάθε χρόνο πόσα φάγαμε συνολικά, μέχρι την επόμενη φορά. Τώρα, τα γλυκά έρχονται μετρημένα σ’ ένα κουτί ζαχαροπλαστείου, με άλλη μυρωδιά και άλλη γεύση, απλά για να μπούμε στο κλίμα των ημερών, και έχοντας την ελπίδα ότι θα βρούμε εκείνο το ίδιο γλυκό με την οικεία παιδική μυρωδιά. Πόσες φορές σκεφτήκαμε: «Σαν της γιαγιάς, δεν είναι!».
Κάποτε, το στόλισμα, ήταν μια δραστηριότητα που ο παιδικός εαυτός μας έβλεπε ως παιχνίδι. Και μεταξύ μας, δεν κάναμε πολλά πράγματα. Βάζαμε μουσική, φορούσαμε στέκα με τον Ρούντολφ, βάζαμε πέντε στολίδια και ευχόμασταν να γίνει και του χρόνου. Όλα τα υπόλοιπα τα βρίσκαμε έτοιμα. Και τα χαιρόμασταν, όσο περισσότερο μπορούσαμε. Τώρα, θυμίζει για πολλούς αγγαρεία και ψάχνουμε να αγοράσουμε -κυριολεκτικά- δύο πράγματα για να είναι, ένεκα των ημερών, λίγο στολισμένο το σπίτι. Κάποιοι στόλισαν ίσως για πρώτη φορά τα φοιτητικά τους σπίτια με τους φίλους τους, άλλοι με τον άνθρωπο τους, αλλά η αίσθηση είναι εντελώς διαφορετική.
Κάποτε τα οικογενειακά τραπέζια ήταν γεμάτα. Ήταν όλοι παρόντες. Ανταλλάσσαμε απόψεις, γέλια, χαρές, κουτσομπολιά, ή ακόμα και προβλήματα, στεναχώριες. Τώρα, πολλές φορές, μετράμε απώλειες. Και τίποτα δεν είναι το ίδιο. Κάποιος ήρθε, κάποιος έφυγε, κάποιος λείπει, κάποιος είναι μακριά, κάποιος είναι πολύ μακριά, και ίσως κάποιος άλλος έφυγε για πάντα. Η ματιά μας δεν είναι ίδια, με εκείνη που ως παιδάκια παίζαμε μέχρι να φάμε και βρίσκαμε τα πάντα έτοιμα και στρωμένα. Περιμένουμε τα επόμενα τραπέζια, που έχουν καρέκλα για εμάς, και ακόμα δεν το ξέρουμε ούτε εμείς, αλλά ούτε κι εκείνοι.
Το μόνο που μένει ίδιο τα Χριστούγεννα, είναι η αγάπη. Να τη φυλάμε, και να είναι πάντα πολλή, ανεξαρτήτου ηλικίας ή συνθήκης. Να τη δίνουμε απλόχερα.
Για κάθε παιδί ή ενήλικα…
Ως την επόμενη χρονιά…
Και πάλι απ’ την αρχή…
Είναι εκείνη η εποχή του χρόνου που όσο και να την αγαπάμε πολύ, και όσο και να ‘ναι, η αγαπημένη μας, όσο και να φροντίζουμε το παιδί μέσα μας, μεγαλώνουμε, τα χρόνια περνάνε, και τίποτα δεν είναι το ίδιο. Οι υποχρεώσεις, οι συνθήκες, τα γλυκά, το στόλισμα, οι άνθρωποι… από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις!
Κάποτε ξυπνήσαμε τελευταία φορά για να πάμε στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου μας. Ευχηθήκαμε στους συμμαθητές μας, στους δασκάλους μας ή στους καθηγητές μας μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο: «Καλά Χριστούγεννα», «Καλή ξεκούραση», «Τα λέμε του χρόνου», και χαρήκαμε για τις διακοπές που μόλις ξεκίναγαν, για τον ύπνο που δε θα διέκοπτε το πρωινό ξύπνημα, για το ατελείωτο ξενύχτι και για την ουσιαστική ξεκούραση που τότε -ή και ποτέ- δεν εκτιμήσαμε. Τώρα, τη θέση του έχει πάρει η σχολή, το διάβασμα, οι εργασίες, η εξεταστική που έπεται, η δουλειά. Οι μέρες των διακοπών μειώθηκαν και ούτε που προλάβαμε να το συνειδητοποιήσουμε. Τελικά τις υποχρεώσεις τις προλάβαμε ή μήπως μας πρόλαβαν;
Κάποτε γράψαμε γράμμα στον Άι – Βασίλη, ζητώντας εκείνο το παιχνίδι που είχαμε δει και θέλαμε πολύ. Θέλαμε να είμαστε, όπως μας έλεγαν «καλό παιδί», όλο τον χρόνο για να μπορέσουμε να γράψουμε αυτό το γράμμα. Για εκείνη τη μια στιγμή. Ίσως μερικοί από ‘μας, να τον περίμεναν με γάλα και κουλουράκια κάτω απ’ το δέντρο. Ήταν πολύ κουρασμένος και έπρεπε κάτι να τον κεράσουμε, αλλά και να τον ευχαριστήσουμε για το ότι δε μας ξέχασε και φέτος. Τότε δεν ξέραμε ότι ήταν η τελευταία φορά που το κάναμε. Τώρα, περιμένουμε εκείνο το πολυπόθητο δώρο Χριστουγέννων για να πάρουμε ένα δώρο στον εαυτό μας, γιατί το αξίζουμε. Γιατί φτάσαμε αισίως στο τέλος, επιβιώνοντας από μια ακόμα χρονιά. Δεν περιμένουμε τίποτα από κανέναν παρά μόνο από τον εαυτό μας.
Κάποτε τα χριστουγεννιάτικα γλυκά, με το αιώνιο δίλημμα που βάζαμε όλοι σε όλους «Μελομακάρονα ή κουραμπιέδες;» είχαν τη μυρωδιά της γιαγιάς ή της μαμάς, μετρώντας κάθε χρόνο πόσα φάγαμε συνολικά, μέχρι την επόμενη φορά. Τώρα, τα γλυκά έρχονται μετρημένα σ’ ένα κουτί ζαχαροπλαστείου, με άλλη μυρωδιά και άλλη γεύση, απλά για να μπούμε στο κλίμα των ημερών, και έχοντας την ελπίδα ότι θα βρούμε εκείνο το ίδιο γλυκό με την οικεία παιδική μυρωδιά. Πόσες φορές σκεφτήκαμε: «Σαν της γιαγιάς, δεν είναι!».
Κάποτε, το στόλισμα, ήταν μια δραστηριότητα που ο παιδικός εαυτός μας έβλεπε ως παιχνίδι. Και μεταξύ μας, δεν κάναμε πολλά πράγματα. Βάζαμε μουσική, φορούσαμε στέκα με τον Ρούντολφ, βάζαμε πέντε στολίδια και ευχόμασταν να γίνει και του χρόνου. Όλα τα υπόλοιπα τα βρίσκαμε έτοιμα. Και τα χαιρόμασταν, όσο περισσότερο μπορούσαμε. Τώρα, θυμίζει για πολλούς αγγαρεία και ψάχνουμε να αγοράσουμε -κυριολεκτικά- δύο πράγματα για να είναι, ένεκα των ημερών, λίγο στολισμένο το σπίτι. Κάποιοι στόλισαν ίσως για πρώτη φορά τα φοιτητικά τους σπίτια με τους φίλους τους, άλλοι με τον άνθρωπο τους, αλλά η αίσθηση είναι εντελώς διαφορετική.
Κάποτε τα οικογενειακά τραπέζια ήταν γεμάτα. Ήταν όλοι παρόντες. Ανταλλάσσαμε απόψεις, γέλια, χαρές, κουτσομπολιά, ή ακόμα και προβλήματα, στεναχώριες. Τώρα, πολλές φορές, μετράμε απώλειες. Και τίποτα δεν είναι το ίδιο. Κάποιος ήρθε, κάποιος έφυγε, κάποιος λείπει, κάποιος είναι μακριά, κάποιος είναι πολύ μακριά, και ίσως κάποιος άλλος έφυγε για πάντα. Η ματιά μας δεν είναι ίδια, με εκείνη που ως παιδάκια παίζαμε μέχρι να φάμε και βρίσκαμε τα πάντα έτοιμα και στρωμένα. Περιμένουμε τα επόμενα τραπέζια, που έχουν καρέκλα για εμάς, και ακόμα δεν το ξέρουμε ούτε εμείς, αλλά ούτε κι εκείνοι.
Το μόνο που μένει ίδιο τα Χριστούγεννα, είναι η αγάπη. Να τη φυλάμε, και να είναι πάντα πολλή, ανεξαρτήτου ηλικίας ή συνθήκης. Να τη δίνουμε απλόχερα.
Για κάθε παιδί ή ενήλικα…
Ως την επόμενη χρονιά…
Και πάλι απ’ την αρχή…