Αίμα κάτω απ’ το γκι, του Κοσμά Κωνσταντινίδη

Έκανα τον πρώτο μου φόνο παραμονή Χριστουγέννων. Σκότωσα τη γυναίκα μου με ένα κουζινομάχαιρο και μετά έφαγα μια πιατέλα αγοραστά μελομακάρονα στο σαλόνι, αραχτός στον τριθέσιο καναπέ που είχαμε αγοράσει μεταχειρισμένο στις προσφορές και δέσποζε κάτω από το διακοσμητικό γκι. Κάτω από το ίδιο γκι που πριν έξι χρόνια είχαμε ανταλλάξει το πρώτο μας φιλί ως παντρεμένοι, ξεστομίζοντας όρκους που υπόσχονταν αιώνια αγάπη. Τα παπούτσια μου κολλούσαν από το αίμα που είχε κατακαθίσει στις σόλες τους. Είχα μεταφέρει κόκκινες πατημασιές από την κρεβατοκάμαρα απλώνοντάς τες σε όλο το μωσαϊκό του διαδρόμου. Στα αφτιά μου εξακολουθούσε να αντηχεί το υδαρές πλατσούρισμα των βημάτων μου. Σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνε όλο το βράδυ να τις καθαρίσω αλλά μετά θυμήθηκα ότι μου είχε τελειώσει η χλωρίνη.

Το πτώμα της βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι. Άκαμπτο σαν ψεύτικη κούκλα. Δεν το είχα μετακινήσει, απλώς το παράτησα εκεί. Παρακολούθησα στην τηλεόραση μία από τις χριστουγεννιάτικες ταινίες που έπαιζαν κάθε χρόνο σε επανάληψη κι όταν νύσταξα κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου. Η Μαρία εκεί. Μαρία. Είχα καιρό να την αποκαλέσω έτσι. Πάντα την προσφωνούσα ματάκια μου, αργότερα που γέννησε τον γιο μας μανούλα κι αφότου αρχίσαν οι καβγάδες μας στρίγγλα και καριόλα. Έβλεπα την σύζυγό μου διπλωμένη σε μια στάση αφύσικη, με τα πόδια λυγισμένα και τη μέση τεντωμένη. Οι παλάμες της παρέμεναν κολλημένες στο τραύμα που της είχε προκαλέσει το μαχαίρι μου στο ύψος της κοιλιάς. Το αίμα εξακολουθούσε να γλιστρά από τα δάχτυλά της πεταρίζοντας αδύναμα, όμοιο με το φτεροκόπημα ενός πουλιού. Ίσως στις στερνές της ανάσες πίστεψε πως σφίγγοντας την πληγή θα διέκοπτε την αιμορραγία και θα επιβίωνε. Τελικά έκανε λάθος.

Τα μισάνοιχτα χείλη της έχασκαν μπλαβιασμένα. Στις κόκκινες φυσαλίδες που άφριζαν στο σαρκώδες περίγραμμά τους μπορούσα να διακρίνω τις ύστατες προσπάθειές της να αναπνεύσει. Αν ήταν σε θέση να μιλήσει τι θα μου έλεγε; Αντίο; Κάποια βρισιά; Μήπως θα ζητούσε να μάθει γιατί το έκανα; Δεν θα το μάθω ποτέ.

Στην αρχή σκέφτηκα να τη ρίξω στο πάτωμα για να κοιμηθώ -ήμουν εξαντλημένος- αλλά κάτι στη θέα της με συγκλόνισε, με μαγνήτισε, μου άσκησε μια έλξη σαδιστική. Δεν μου έφτανε αυτό που της είχα κάνει. Ευχήθηκα να μπορούσα να την αναστήσω για να τη σκοτώσω ξανά. Δεν μου αρκούσε ο θάνατός της. Είχα την επιθυμία να την μειώσω, να της προκαλέσω κι άλλο κακό, να την ταπεινώσω όπως με είχε ταπεινώσει κι αυτή όταν με κεράτωνε με τον προϊστάμενό της στη δικηγορική εταιρία όπου εργαζόταν. Για ενάμιση χρόνο με απατούσε κι εγώ ο ηλίθιος δεν κατάλαβα τίποτα. Αφού την έβλεπα πως έπαιζε το μάτι της, πως ξενοκοίταζε στα μουλωχτά. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου που δεν κατάλαβα ότι φιλούσα τα χείλη που φιλούσε εκείνος, γευόμουν ασυναίσθητα τη γεύση του, έκανα έρωτα στο κορμί που μαγάριζε εκείνος με τον βρώμικο ανδρισμό του∙ ο αχρείος τη λέρωνε, άφηνε το αποτύπωμά του στην ψυχή της δίχως να το αντιληφθώ.

Χρειάστηκε να μου ζητήσει διαζύγιο για να πονηρευτώ. Δεν νοιαζόταν ούτε για το παιδί μας. Ήθελε να πάει σε αυτόν, να σπιτωθεί κι επίσημα. Μεγαλοδικηγόρος εκείνος, εγώ ένας απλός ταχυδρόμος. Κατάλαβα την απιστία της -ή μάλλον την παραδέχθηκα- όταν τους έπιασα στα πράσα μια μέρα που δεν πήγα στη δουλειά. Είχα προφασιστεί ότι θα λείψω όλη μέρα λόγω έκτακτης συγκέντρωσης προσωπικού από το καινούργιο αφεντικό αλλά στην ουσία την έστησα στο πάρκο απέναντι από το σπίτι μου για να παρακολουθήσω τις κινήσεις της.

Είδα την αστραφτερή Μερσεντές του τύπου να παρκάρει στο πίσω στενό. Το πανάκριβο κοστούμι του, το χρυσό ρολόι και το αυτάρεσκο ύφος του ξεκλείδωσαν στον εγκέφαλό μου ένα αιμοβόρο κτήνος με άγριες ορέξεις. Στιγμιαία αναρωτήθηκα αν η ζωώδης φύση μου γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή από την οργή και τη ζήλια μου ή προϋπήρχε κι απλώς ξύπνησε. Αυτή του άνοιξε. Φορούσε το μεταξωτό μπουρνούζι που της είχα κάνει δώρο. Το παιδί έλειπε στο σχολείο κι αυτή δεν έχασε την ευκαιρία να πετάξει στο βρόντο κάθε αβρότητα. Δεν ενδιαφέρθηκε ούτε καν αν την έπαιρνε τυχαία το μάτι κάποιου γείτονα.

Περίμενα να περάσει ένα μισάωρο και ύστερα μπούκαρα σαν ταύρος που είδε κόκκινο πανί, μόνο που εγώ το μόνο που έβλεπα ήταν μαύρο. Μια μαύρη θολούρα που είχε την αίσθηση φαγούρας στην εσωτερική μεριά του κρανίου μου. Τους τσάκωσα στο κρεβάτι κι αυτή ήταν μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Σκοτείνιασε την ψυχή μου κι έκανε το αίμα μου να βράσει. Δεν είπα τίποτα. Οι λέξεις είχαν γίνει κουβάρι που έφραζε το λαιμό μου.

Εκείνος έφυγε ολόγυμνος, με την ουρά στα σκέλια και τα ρούχα παραμάσχαλα∙ το ύφος ανωτερότητάς του είχε χαθεί. Εκείνη εφεύρισκε δικαιολογίες για να με αποφύγει και να τη βγάλει λάδι. Στο τέλος απλώς μου έβαλε τις φωνές ξεφτιλίζοντάς με. Προσπαθούσε να βγει από πάνω, να με μειώσει λέγοντας ότι δεν μπορούσα να ικανοποιήσω τις ανάγκες μιας γυναίκας, ότι ήμουν ανίκανος και βαρετός κι ότι είχε κουραστεί μαζί μου και ένιωθε την ανάγκη για φρέσκο πάθος.

Άντε βρε άχρηστε που έφαγες τα καλύτερά μου χρόνια. Τι σου βρήκα κι έμπλεξα μαζί σου; Το μόνο που κάνεις είναι να τρως και να βλέπεις τηλεόραση. Δεν είσαι άξιος να έχεις μια γυναίκα σαν εμένα. Μου έσπειρες ένα παιδί κι έδεσες τον γάιδαρό σου. Αφέθηκες. Νομίζεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου αλλά δεν θες σύντροφο, υπηρέτρια χρειάζεσαι, νταντά. Τι με κοιτάς σαν κουτάβι; Θες να σε λυπηθώ; Δεν είμαι η μάνα σου. Νέα γυναίκα είμαι, θέλω περιπέτεια στη ζωή μου, θέλω έρωτα και πάθος. Ζητάω πολλά; Να βγω έξω, όχι να μουχλιάζω μαζί σου στο μίζερο σπίτι σου. Μου απαγορεύεις να πάω βόλτα με τις φίλες μου, να ντυθώ όμορφα με τα φορεματάκια μου. Για καλόγρια με πέρασες; Η ζήλεια σου δεν έχει όρια, με πιέζει. Πνίγομαι. Πάντα με έπνιγες με τις ανασφάλειές σου. Πόσο υπομονή να κάνω; Ακόμα και στο παιδί φέρεσαι λες και είσαι στρατηγός. Χρειάζεσαι γιατρό, Μίλτο, επειγόντως. Είσαι παρανοϊκός. Σε σιχαίνομαι…

Εκείνα τα λόγια πυροδότησαν μέσα μου εκρήξεις που ανατίναξαν κάθε όμορφη ανάμνησή μου μαζί της, ακόμα και τις πιο απλές που είχα φυλαγμένες βαθιά στη μνήμη μου. Εικόνες όπου την αγκάλιαζα από πίσω όταν έπλενε τα πιάτα ή όταν με τσιμπούσε στις μασχάλες καθώς προσπαθούσα να στερεώσω το αστέρι στην κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου ή όταν συζητούσαμε για ώρες παρέα με ένα ποτήρι κρασί σχετικά με τα έπιπλα που θα αγοράζαμε για το σπίτι μας∙ το κρεβάτι και τη συρταριέρα τα είχε διαλέξει αυτή. Όλες αυτές οι εικόνες είχαν γίνει σπασμένα κομμάτια αναμνήσεων που σαν αιχμηρό γυαλί ξέσκιζαν το νου μου.

Τα σεντόνια είχαν γίνει ένας μπόγος στην προσπάθειά της να ανασηκωθεί. Η άκρη τους κρεμόταν στο πάτωμα, μουσκεμένη από κόκκινες σταγόνες που πιτσιλούσαν στα πλακάκια. Θύμιζε διακοσμητική γιρλάντα δέντρου. Οι μικρές στάλες έμοιαζαν με χάντρες, με καρπούς από γκι. Μόνο άλλη μία φορά είχα ξαναδεί τόσο αίμα. Όταν είχα χτυπήσει με το αυτοκίνητο ένα σκυλί. Είχα μείνει για πάνω από πέντε λεπτά παρκαρισμένος στο οδόστρωμα παρατηρώντας με θαυμασμό την ανοιγμένη ράχη του, τη λερωμένη γούνα, τα σπασμένα του κόκκαλα και τα γυάλινα μάτια του. Μάτια ορθάνοιχτα σαν τα δικά της που τα έβλεπα κενά, στραμμένα προς τον τοίχο. Άραγε αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που είχε αντικρύσει πριν σβήσει; Την περιεργάστηκα χωρίς να πλησιάσω. Δεν την έλεγες ιδιαίτερα όμορφη αλλά πρόσεχε την εμφάνισή της. Αυτό είχα εκμεταλλευτεί όταν την κάλεσα στο σπίτι μου.

Της είχα τηλεφωνήσει για να την ενημερώσω ότι συμφωνούσα με το διαζύγιο κι ότι καλό θα ήταν να έρθει να πάρει όσα καλλυντικά και ρούχα είχε παρατήσει εδώ, κάποια επώνυμα και ακριβά. Τσίμπησε το δόλωμα και μόλις μπήκε στο σπίτι, κατευθύνθηκε στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας αγνοώντας με επιδεικτικά∙ η περιφρονητική της στάση με έκανε να αισθανθώ λες και ήμουν ένα σκουλήκι που απαξιούσε να συνθλίψει μονάχα για να μη λερώσει τις λουσάτες γόβες της. Το ύφος της άλλαξε μόνο αφότου της έμπηξα το μαχαίρι στην κοιλιά. Δεν ήταν δύσκολο. Το είχα προβάρει αμέτρητες φορές στο μυαλό μου αλλά εκεί δεν έβλεπα το πρόσωπό της, μόνο ένα θολό περίγραμμα. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο έντονη. Τα πάντα ήταν διακριτά. Το σκληρό της βλέμμα που έγινε ικετευτικό, τα άλλοτε σμιχτά μάτια της που πετάριζαν από απόγνωση, τα σφιγμένα χείλη της που ανοιγόκλειναν σαν του ψαριού πασχίζοντας να μην χάσουν την ανάσα τους. Η μόνη της αντίδραση ήταν να σωριαστεί στο στρώμα σε εμβρυακή στάση, μουγκρίζοντας κι αγκομαχώντας.

Δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά εκείνα τα λόγια που είχε ξεστομίσει τότε, στο ίδιο κρεβάτι, με τη μυρωδιά του εραστή της γαντζωμένη στα σκεπάσματα σαν βαριά σκιά, αντιλαλούσαν μέσα μου ξανά. Άχρηστε. Τι σου βρήκα; Θέλω έρωτα και πάθος.

Με βίαιες κινήσεις έσκισα το ακριβό φόρεμά της -δώρο εκείνου- και την ξεγύμνωσα. Έβγαλα από πάνω της κάθε κολιέ, βραχιόλι και χρυσαφικό που υποψιαζόμουν ότι της είχε αγοράσει και την άφησα ολόγυμνη επάνω στα σεντόνια. Τη βέρα μας την εκσφενδόνισα προς το κρεμασμένο γκι αλλά αστόχησα και κατέληξε κάπου ανάμεσα στα στολίδια του δέντρου. Ύστερα το βλέμμα μου περιπλανήθηκε επάνω της. Τα χυτά μαύρα μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος, τα μισά πάνω στους ώμους της και τα υπόλοιπα στο μαξιλάρι. Έσκυψα πάνω από το ολόγυμνο κορμί της θαυμάζοντας τις απαλές καμπύλες του και τη γυαλάδα της επιδερμίδας της που ανέβλυζε αριστοκρατικό άρωμα μπλεγμένο με τη χάλκινη οσμή του αίματος. Τα μάτια μου αγκάλιαζαν κάθε εκατοστό του λαιμού και του στέρνου της, ταξίδευαν στην κοιλότητα του στήθους και των σκούρων θηλών της.

Θα σου δείξω εγώ ποιος είναι άχρηστος κι ανίκανος.

Με είχε πλημμυρίσει έκσταση. Το ψεύτικο χαμόγελο που φορούσε όταν με έβλεπε, μαρτυρώντας την απέχθειά της προς το είδωλό μου, τώρα πια είχε σβήσει. Κοιτάζοντας το περίγραμμα των χειλιών της ένιωσα μια κάψα να φουντώνει κάθε κύτταρο της ύπαρξής μου και κύματα ηδονής συντάραξαν την ψυχή μου. Χάιδεψα το απαλό χνούδι της επιδερμίδας της και οσφράνθηκα τον ξινό της φόβο. Τα δάχτυλά μου διέτρεξαν τα καλλίγραμμα πόδια της και χούφτωσαν το σφρίγος των γλουτών της. Δεν είχε κουράγιο να αποτραβηχτεί ή δεν ήθελε. Ίσως της άρεσε όλο αυτό. Μικροί σπασμοί τίναζαν το κορμί της κι ένα ρίγος έκανε τις τριχούλες των χεριών της να σηκωθούν.

Θέλεις έρωτα και πάθος, ε; Θα σου δώσω περισσότερο από όσο αντέχεις.

Πλησίασα κι άλλο. Άγγιξα το χείλος του τραύματος. Έμοιαζε με ορθάνοιχτο λουλούδι, με σάρκινο παράθυρο που οδηγούσε στο εσωτερικό του κορμιού της. Εκείνη ζάρωσε κουρνιάζοντας. Κάτι πήγε να πει αλλά το μόνο που αντήχησε ήταν ένας πνιχτός λαρυγγισμός σαν παράπονο. Τη χαστούκισα δυνατά. Η αναπνοή της έγινε πιο θορυβώδης. Ίσως ήταν ένας τρόπος να δείξει δυσφορία, μπορεί και έξαψη, ποιος ξέρει;

«Σου αρέσει αυτό, καριόλα; Σε ικανοποιώ ή βαριέσαι;»

Κατέβασα το παντελόνι και το εσώρουχό μου κι έσφιξα στη χούφτα μου το ορθωμένο μου μόριο που παλλόταν πρησμένο από την ηδονή. Βλέποντάς την να αργοπεθαίνει στο κρεβάτι, μου είχε γεννηθεί η ιδέα να της προσφέρω αυτό που έψαχνε. Νέα ικανοποίηση, πόθο και λαγνεία πέρα από τα ανθρώπινα όρια του κορμιού και της φαντασίας της. Τράβηξα τα χέρια της αλλά με μια αντανακλαστική κίνηση τα τοποθέτησε ξανά στην τρύπα της κοιλιάς της, πάνω στο χείλος της πληγής.

Θολωμένος από ένα μίγμα θυμού κι ερωτικής λύσσας, κατευθύνθηκα προς το ανοιχτό τραύμα της. Είχα τη λαχτάρα να κυριαρχήσω πάνω της, να την κατακτήσω όπως κανείς άλλος. Ο ιδρώτας λίμναζε στους κροτάφους μου πηχτός σαν λιωμένο βούτυρο. Το δωμάτιο έζεχνε μια εμετική αποφορά σαν σφαγείο. Αισθανόμουν το σώμα μου ξένο, ήμουν σαν απλός παρατηρητής του εαυτού μου που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Τα πάντα έμοιαζαν με όνειρο, θύμιζαν φούσκα ή καλύτερα εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μπάλες που αν δεν τις ανακινείς το χιόνι κατακάθεται. Από τη μία ζούσα στο παραλήρημά μου κι από την άλλη ήθελα απλώς να τραντάξω το δωμάτιο σαν μπάλα κι όταν τα πάντα κατακαθίσουν να ξαναγίνουν όπως πριν, όπως τότε που αγαπιόμασταν και οραματιζόμασταν το κοινό μας μέλλον.

Χρειάζεσαι γιατρό, Μίλτο, επειγόντως.

Τώρα εσύ χρειάζεσαι γιατρό, Μαρία μου.

Σκόρπιες σκέψεις απλώθηκαν σαν πλοκάμια στη θολωμένη κρίση μου. Με εξουσίαζαν, δυνάστευαν κάθε ψήγμα λογικής που αιωρούνταν μετέωρο μέσα μου. Φαντάστηκα να πιέζω με κτηνώδη αγριότητα ένα καυτό ατμοσίδερο ανάμεσα από τα πόδια της∙ άκουγα νοερά το δέρμα να τσιτσιρίζει καθώς έλιωνε σαν πλαστικό παιχνίδι αφημένο στο μάτι μιας κουζίνας. Η σκέψη με έκανε να χαμογελάσω. Ήταν ένας τρόπος να μην την απολαύσει ξανά εκείνος. Αφού δεν θα την είχα εγώ δεν θα την είχε κανείς.

Δοκίμασα να αποδιώξω τις σκέψεις αυτές χτυπώντας το κεφάλι μου με το χέρι λες και τίναζα την περίσσεια άχνη από ένα κουραμπιέ. Δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Μια νέα αρρωστημένη εικόνα αγκιστρώθηκε στα μάτια του μυαλού μου. Έβλεπα τα χείλη της ανοιχτής πληγής της να με προσκαλούν. Έμοιαζε με άθικτο αιδοίο που αναζητούσε την πρώτη του εμπειρία. Ήταν δικό μου, αμόλυντο, δεν το είχε αγγίξει εκείνος. Φαντάστηκα να χώνομαι μέσα του με ορμή. Αισθανόμουν τους παλμούς της καρδιά της να κεντρίζουν το όργανό μου καθώς ασελγούσα θριαμβευτικά και κάτι σαν ρεύμα διέτρεξε τις νευρικές μου απολήξεις μέχρι που οι χυμοί μου εκτινάχτηκαν στο εσωτερικό της πληγής η οποία πλέον είχε ξεχειλώσει. Θύμιζε μικρή φάτνη αλλά τη φαντάστηκα να κακοφορμίζει, να παράγει βλέννα που γεννούσε γλοιώδη σκουλήκια αντί για θείο βρέφος.

Δεν άντεξα άλλο. Ούρλιαξα δυνατά σε μια προσπάθεια να ξαναπάρω τα ηνία του εαυτού μου, να διώξω το τέρας που κυβερνούσε τις κινήσεις και το νου μου. Καμία αντίδραση από τη Μαρία. Μονάχα λίγα δάκρια, ένας πνιχτός ήχος αναγούλας και ύστερα τίποτα, λες και είχε απλώς ξεράσει τη ζωτικότητά της. Ξεψυχούσε. Πνιγόταν στο αίμα της.

Πάντα με έπνιγες με τις ανασφάλειές σου.

«Αγάπη μου; Τι έκανα; Μαρία μου, συ… συγνώμη».

Ξέσπασα σε λυγμούς. Είχα συνειδητοποιήσει την πράξη μου αλλά δεν μπορούσα να την αποδεχτώ. Δάκρια έβρεχαν τα μάγουλά μου και τότε μίλησε μέσα μου η τραχιά φωνή του πατέρα μου.

Οι άντρες δεν κλαίνε, οι άντρες είναι σκληροί, αρσενικοί.

Σκουπίστηκα με την ανάστροφη της παλάμης. Όχι. Δεν το είχα κάνει εγώ. Δεν γινόταν να το είχα κάνει εγώ. Ο άλλος, ναι, ο άλλος ήταν υπεύθυνος. Το κτήνος μέσα μου, ο άλλος εαυτός που βλάστησε από τη ζήλια μου.

Κάθισα στο κρεβάτι νιώθοντας σαν αδειανό μπουκάλι κρασιού. Είχα στερέψει από σκέψεις αλλά οι αναθυμιάσεις των πράξεων μου με ζάλιζαν ακόμη. Οι παλάμες μου ήταν ιδρωμένες και κρύωναν, τα γόνατά μου έτρεμαν, οι φλέβες μου κόχλαζαν και η καρδιά κάλπαζε στο στέρνο μου σαν άλογο κούρσας. Η ματιά μου κόλλησε στο ασάλευτο σώμα της. Η μνήμη μου επίσης.

Θυμήθηκα όταν με είχε ντύσει Άγιο Βασίλη για να χαρεί ο γιος μας. Είχε φροντίσει επιμελώς να κρύψει τα μαύρα μούσια μου κάτω από την ολόλευκη ψεύτικη γενειάδα ώστε να μην με προδώσουν στα μάτια του παιδιού. Θα με περίμεναν στην πόρτα ώστε να μου προσφέρουν μπισκότα και μελομακάρονα για τα οποία είχε περάσει όλο της το απόγευμα στην κουζίνα ζυμώνοντας. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε ψημένη ζύμη. Ήταν σαν παραμύθι. Το χαμόγελό της, η ανυπομονησία της, η σπίθα στα μάτια του παιδιού μας…

Μαρία τι έκανα;

Μέσα μου επικρατούσε μια μάχη, μια βίαιη σύγκρουση των δυο εαυτών μου. Ο ένας ψιθύριζε ‘’καλά της έκανες της τσούλας που εγκατέλειψε έναν τόσο καλό άνθρωπο που τη λάτρευε για έναν ψωνισμένο νεόπλουτο που την εκμεταλλευόταν για να περάσει την ώρα του’’, ο άλλος βροντοφώναζε ‘’πρέπει να παραδοθείς, να πληρώσεις για το έγκλημά σου, στέρησες από ένα παιδί τη μάνα του’’. Πάλι η λυσσασμένη φωνή του πρώτου γέλαγε σαρδόνια και σύριζε ‘’χάρη έκανες στον εαυτό σου και τον απάλλαξες από κάποια τόσο ρηχή και ματαιόδοξη’’ ενώ ο δεύτερος ξελαρυγγιαζόταν ‘’αν δεν σε είχε αγαπήσει, τώρα θα ζούσε ευτυχισμένη’’.

Κάτι μέσα μου έσπασε. Ένας βουβός κρότος στο κεφάλι μου που με παρέλυσε. Θύμιζε οξύ πόνο μετά από μεθύσι. Τότε ήταν που βγήκα από το δωμάτιο με σερνάμενα υγρά βήματα. Τα διακοσμητικά φώτα του χιονισμένου δρόμου τρύπωναν μέσα στο σαλόνι λεκιάζοντας τους τοίχους με αχνά κόκκινα και πράσινα μπαλώματα. Κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο έπαιζε στη διαπασών χριστουγεννιάτικα τραγούδια που μπλέκονταν με τα κάλαντα που ηχούσαν σε επανάληψη από κάποιο συνοικιακό κατάστημα. Μέσα στη βαβούρα ξεχώρισα το ‘’Άγια Νύχτα’’ αλλά ήξερα ότι δεν υπήρχε τίποτε άγιο στη δική μου νύχτα.

Όλη αυτή η φασαρία έκανε τα αφτιά μου να βουίζουν τόσο που ένιωθα το σφυγμό μου στα μηνίγγια. Έμοιαζα με άβουλο ζόμπι. Εντελώς κενός και άδειος, μη ανθρώπινος, σαν ξόανο εγκαταλελειμμένο σε κάποιο αγρόκτημα για να διώχνει τα πουλιά. Είχα αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα. Τα πάντα θύμιζαν διαστρεβλωμένα σχήματα. Το άνοιγμα της τηλεόρασης ήταν κίνηση μηχανική, η ταινία θέμα συνήθειας, τα γλυκά γιορτινά εδέσματα ζήτημα παράδοσης. Προσποιούμουν ότι όλα ήταν φυσιολογικά, μια απλή παραμονή Χριστουγέννων όπως όλες οι προηγούμενες. Το αίμα ήταν απλώς σιρόπι καλαμποκιού και το σώμα της Μαρίας στο υπνοδωμάτιο ένας κόκκινος σωρός με αγιοβασιλιάτικα ρούχα.

Χριστούγεννα. Μέρες αγάπης και συγχώρεσης. Ποιον κορόιδευα; Οικογένειες στα γύρω σπίτια έτρωγαν αγαπημένες στο τραπέζι κι εγώ είχα κολλήσει παρέα με το πτώμα της γυναίκας μου.

Σε αγάπησα, Μαρία, αλλά δεν μπορώ να σε συγχωρήσω. Ο πόνος μου δεν σβήνει με λέξεις, μόνο με τον δικό σου πόνο. Ο πόνος σου είναι το εορταστικό μου δώρο.

Ο ήχος τηλεφώνου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Το κινητό της. Βρήκα την τσάντα της πεταμένη κατάχαμα. Ψηλάφησα το περιεχόμενό της και βρήκα το τηλέφωνο στρυμωγμένο ανάμεσα σε πιστωτικές κάρτες και ξεχασμένες αποδείξεις. Έγραφε το όνομα του παιδιού μας. Πως έπρεπε να το χειριστώ; Να ομολογούσα τι είχα κάνει; Να ζητούσα συγχώρεση λέγοντας πόσο λυπόμουν για αυτό που είχα πράξει; Μήπως να τον ενημέρωνα ότι η μάνα του πήγαινε γυρεύοντας; Ότι ήθελε να αντικαταστήσει τον πατέρα του με κάποιον ξένο;

Ξαναφούντωσα μέσα μου. Το μίσος μου γι’ αυτή θέριεψε πάλι. Κάθε ίχνος ενοχής είχε χαθεί, όπως και η παραμικρή ικμάδα λογικής μου.

Το σήκωσα χωρίς ενδοιασμούς.

«Μαμά; Που είσαι; Μαμά;»

Η φωνή μου ξεπήδησε άχρωμη και κοφτή. Δεν την αναγνώρισα, θαρρείς και ήταν κάποιου άλλου. Ίσως του κτήνους μέσα μου. Του θηρίου που είχε αρπάξει τα ηνία, είχε τραφεί με την αποτρόπαια πράξη μου αλλά αντί να χορτάσει ορεγόταν κι άλλη. Ζήταγε το αίμα του εραστή της και οργάνωνε το επόμενο σχέδιο της φρικωδίας που θα ξεσπούσε επάνω του. Ήθελε να τον κάνει να πληρώσει. Στόχευε ακόμα και στο παιδί. Επιθυμούσε να το πονέσει, να το τιμωρήσει που είχε ανεχτεί τη συμπεριφορά της μητέρας του.

Ακόμα και στο παιδί φέρεσαι λες και είσαι στρατηγός.

Είναι άντρας, πρέπει να σκληραγωγηθεί…

«Η μαμά δεν μπορεί να σου μιλήσει τώρα, αγόρι μου. Δεν θα σου ξαναμιλήσει ποτέ. Χάθηκε, δεν υπάρχει πια!»