"Καλά Χριστούγεννα, παιδιά! Να τσ' αμπώξομε να πέσουνε στη θάλασσα τσι μακαρονάδες, κι απέ να γιαείρουμε στον τόπο μας, και να ζιορτάσουμε στα σπίθια μας λεύτεροι του χρόνου!" ευχήθηκε ένας νεαρός στρατιώτης, Κρητικός, με έντονη την προφορά της Μεγαλονήσου. "Ε, μρε, και τέθοιες μέρες, θε να 'χε σφάξει ο μπάρμπας μου τον χοίρο εκειά στο χωριό στ' Αμάρι, τσαι να 'σαζε τα απάκια..."
"Από το στόμα σου και στου Θεού το αυτί!" του απάντησε ένας νέος ανθυπολοχαγός, Μανιάτης αυτός. "Κι εμείς σφάζαμε χιούρους στο χωριό μου στην Κοίτα, σαν ήμουνα παιδί, για να κάνουμε τα σύγλινα και τα λουκάνικα, κι η μάνα κι η γιαγιά και η καφή μου η μεγάλη θα 'φτιαχνανε μαζί τηγανίδες και λαλάγγια..."
"Αμ, εμένα, κυρ - ανθυπολοχαγέ, που είμι απ' τα Γιάννινα, κι έκανι η βάβω μου του Χριστού τα σπάργανα,
με αλεύρι και νερό πάνω στη θερμασμένη πλάκα, και τα τρώγαμι παραμουνή;" μπήκε στη μέση με λαχτάρα κι ένας δεκανέας. "Κι όταν θα πηγαίνανι οι παντρεμένοι στων γονιών τους τα σπίτια, θα κράταγαν πουρναρόφυλλα και δαφνόφυλλα, να το ρίξει ο πατέρας στη φωτιά και να πει: Αρνιά, κατσίκια, νύφις κι γαμπρούς!""Κι εμένα, αδέρφια, στη Ρούμελη είνι του χουριό μ, κι εκεί παντρεύαμι τη φουτιά" μίλησε ένας άλλος. "Βάζαμι ένα κούτσουρο από δέντρο σερνικό κι ένα από δέντρο θηλυκό, να καούν μαζί, και τα τ’ράγαμαν..."
"Κι εμείς, στην Πάρο, καλαντίζαμε μετά τον εσπερινό κρατώντας καραβάκια..."
"Κι εγώ... κι εγώ..."
Πλήθυναν οι αναμνήσεις των παιδιών της Ελλάδος, που κάνανε Χριστούγεννα ντυμένα με τις χλαίνες τους και τα χιτώνια και τις αρβύλες, άπλυτα και με το κρύο να τους περονιάζει τα κόκαλα στα χιονισμένα βουνά. Στεριανοί και νησιώτες, βόρειοι και νότιοι, έγιναν ένα, πλημμύρισε το στρατόπεδο λαλιές ανάμικτες με γέλια και με κρυφά κλάματα. Ο Κρητικός φαντάρος έβγαλε τη λύρα του την αχλαδόσχημη, που την κουβαλούσε παντού μαζί του, τη χάιδεψε τρυφερά σαν κόρη ή σαν γυναίκα, έπιασε το δοξάρι του και χτυπώντας το στις κόρδες της, πήρε να λέει της πατρίδας του τα κάλαντα:
"Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας / Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας / Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει / οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη / Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων..."
Έπαιξε δυο μέτρα μουσικά μονάχα με τη λύρα, χωρίς να λέει λόγια, και συνέχισε, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν στρέψει την προσοχή τους πάνω του.
"Κερά καμαροτράχελη και φεγγαρομαγούλα / απού τον έχεις τον υγιό τον μοσχοκανακάρη / λούζεις τον τσαι χτενίζεις τον, τσαι στο σκολειό τον πέμπεις / Κι ο δάσκαλος τον έδαρε μ' ένα χρυσό βεργάλι / και η κερά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι... Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για τη βάγια / Άψε βαΐτσα το κερί, άψε και το διπλέρι, και κάτσε και ντουχιούντιζε, ίντα θα μας εβγάλεις / Για απάκι, για λουκάνικο, για από πλευράς κομμάτι, κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι / κι αν το 'καμε κι η γαλανή, ας είναι ζευγαράκι..."
Εκεί πια σταμάτησε ο Κρητικός, ξεθεωμένος, και με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. "Μπράβο, μπράβο!" ακούστηκε από πολλών τα στόματα, χειροκροτήματα αντήχησαν, κι ο Μανιάτης ανθυπολοχαγός τον αγκάλιασε.
"Μπράβο, κορώνα μου! Εύγε... Μας έκανες όλους και χαρήκαμε! Να τελειώσει ο πόλεμος, να πάμε κι εμείς να βρούμε μια όμορφη κυρά, να την παντρευτούμε και να μας κάνει γιους και να τους στέλνουμε στο σχολείο να μαθαίνουν γράμματα!"
"Mama..." ακούστηκε ξάφνου μια παραπονεμένη φωνή, γεμάτη πόνο, κι οι Έλληνες πολεμιστές γύρισαν αιφνιδιασμένοι προς του μέρος απ' όπου ακούστηκε. Ανήκε σ' έναν Ιταλό στρατιώτη, που τον είχαν πάρει αιχμάλωτο στην κατάληψη των Αγίων Σαράντα, και τον έσερναν μαζί τους. Άρρωστος εδώ και μέρες, κείτοταν στο στρώμα του κι ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε, μονάχα στέναζε βαριά που και που.
"Ρε σεις! Ου φρατέλλους μίλ’σι!" έκανε ο Γιαννιώτης δεκανέας, και ο Μανιάτης ανθυπολοχαγός με τον Κρητικό τον πλησίασαν.
"Αναπνέει βαριά... Τη βγάζει δεν τη βγάζει" αποφάνθηκε ο πρώτος, αφουγκραζόμενος τον Ιταλό, και έσκυψε από πάνω του.
"Acqua... Un po d' acqua, per favore*!" είπε ο νεαρός αιχμάλωτος.
"Νιρό γυρεύει" μετέφρασε ο Ρουμελιώτης, που κάτι σκάμπαζε πλέον από ιταλικά, και με δισταγμό πήρε το παγούρι του και το έδωσε στον Μανιάτη.
"Έλα, Μπρούνο, πιες..." τον προέτρεψε εκείνος, και βλέποντας ο Ιταλός το παγούρι και καταλαβαίνοντας ότι είχε αυτό που ήθελε, χωρίς να ξέρει γρυ ελληνικά, το γράπωσε και ήπιε δυο τρεις γουλιές με βουλιμία, πριν το απιθώσει πίσω στα χέρια του ανθυπολοχαγού που τον τήραγε μουδιασμένος, όπως και όλοι του οι σύντροφοι.
"Grazie, fratelli... Mille grazie!" ψέλλισε, κι ύστερα: "Oggi è Natale? **Κριστού...γκενα;"
"Ναι, Μπρούνο, si... Χριστούγεννα είναι!"
"Che bella vacanza di Natale è! A casa nostra a Milano la mamma faceva il panetone...***"
Ένα παραλήρημα ξεκίνησε τότε από τα χείλη του αρρώστου, και παρότι οι Έλληνες δεν καταλάβαιναν τι έλεγε, ήξεραν ότι μιλούσε για τα Χριστούγεννα, τα δικά του Χριστούγεννα, στην κοντινή και τόσο μακρινή τους Ιταλία, στο Μιλάνο... Και ξαφνικά, οι καρδιές τους ράγισαν, και μια αχτίδα αγάπης και συμπάθειας ανιδιοτελούς προς τον "μακαρονά", πέρα από σύνορα και έθνη και αντίπαλα στρατόπεδα, βρήκε την ευκαιρία να ξεπηδήσει από τη ραγισματιά και να φωτίσει τον νου και τον λογισμό τους, ότι κι εκείνος σαν αυτούς ήταν, ίσως και σε χειρότερη μοίρα, ένας νέος άνθρωπος που η κατακτητική μανία του Μουσολίνι τον οδήγησε να πάει να πολεμήσει μακριά από την πατρίδα του και να πέσει αιχμάλωτος στα χέρια τους...
"Φέρε μου ένα μπισκότο, μωρέ κοπέλι, από κείνα τα Αθηναίικα" παράγγειλε ο Κρητικός στον Ηπειρώτη. "Να δώκουμε κατιτίς του αθρώπου... Έλα, Μπρούνο, φάε, μωρέ, να πάνε κάτω τα φαρμάκια! Δεν έχουμε μελομακάρονα και κουραμπιέδες και σκαλτσούνια να σου δώκουμε, αυτά μας τα φέρανε απ' την Αθήνα, απ' τη Φανέλα του Στρατιώτη, δώρο..."
Είπε, και μόλις ο σύντροφός του του το έδωσε, έτεινε στον Ιταλό ένα μπισκότο Μιράντα. Εκείνος το κοίταξε παραξενεμένος.
"Φάγε, Μπρούνο... Θα φάμε κι εμείς ομάδι, να, ετσά για το καλό..."
Έφερε ο νεαρός μελανοχίτωνας το μπισκοτάκι στο στόμα του, το πιπίλισε, και έκοψε αδύναμα μια δαγκωνιά, ενώ και τα ξεφτέρια του Δαβάκη μασούλιζαν κι αυτά αργά από ένα, νιώθοντας τον λαιμό τους κομπιασμένο. Χαμογέλασε κατόπιν ο Ιταλός, ένα χαμόγελο αγγελικό σχεδόν, παραδείσιο, τους κοίταξε όλους έναν γύρο με ευγνωμοσύνη και ψιθύρισε:
"Buon Natale, fratelli... Dio ti benedica!****"
Ο Μανιάτης ανθυπολοχαγός άπλωσε την παλάμη του, τού χάιδεψε στοργικά το κεφάλι, σαν να χάιδευε τον αδελφό του, ενώ τα μάτια όλων των φίλων του είχαν θολώσει. Έστρεψε ύστερα ο Ιταλός το βλέμμα του ψηλά, ένα μικρό ροχαλητό βγήκε απ' το λαρύγγι του, κι εκεί έμεινε, ακίνητος, έχοντας παραδώσει το πνεύμα του στον Θεό που έστελνε σήμερα στη γη τον Υιό Του...
"Πάει αυτός ο άμοιρος" σχολίασε ο Παριανός με οίκτο κι έκανε τον σταυρό του. "Θεός σχωρέσ' τον, κι ας είναι καθολικός! Κι εμένα η μάνα μου Καθολικιά ήτανε, Βενετσιάνα, απ' τους παλιούς αφέντες του νησιού μας..."
Κανείς πια δε μίλησε ύστερα. Κι ο Έλληνας αξιωματικός πέρασε το χέρι του πάνω από τα ανοιχτά βλέφαρα του νεκρού πλέον Ιταλού στρατιώτη, του τα σφάλισε, "Καλά Χριστούγεννα, αδελφέ μας!" μουρμούρισε με τη σειρά του, και ακούμπησε τα χείλη του στο ζεστό ακόμη μέτωπό του...
*Νερό, λίγο νερό, σας παρακαλώ!
**Ευχαριστώ, αδέλφια! Ευχαριστώ πολύ... Σήμερα είναι Χριστούγεννα;
***Τι όμορφη γιορτή που είναι τα Χριστούγεννα! Στο σπίτι μας στο Μιλάνο, η μαμά θα έφτιαχνε πανετόνε
****Καλά Χριστούγεννα, αδέλφια! Ο Θεός να σας ευλογεί!