Σκοτάδι. Πολύχρωμα φώτα αναβοσβήνουν παράταιρα στις βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών σε ένα υγρό σοκάκι.
Λαχάνιασμα. Βήματα που τρέχουν. Μια φιγούρα σωριάζεται με έναν ανατριχιαστικό γδούπο. Ένα στρόγγυλο κόκκινο φως αιωρείται. Σιωπή.
***
Λίγες ώρες νωρίτερα...
Ο μικρός Θίοντορ έσερνε τα βήματά του, τυλιγμένος στο λεπτό του πανωφόρι. Το χιονόνερο που έπεφτε από το πρωί, είχε ποτίσει με υγρασία την ατμόσφαιρα, κάνοντας ακόμη πιο τσουχτερό το κρύο του Δεκέμβρη.
Το χλωμό προσωπάκι του και τα κατάξανθα μαλλιά του, τον έκαναν να μοιάζει με ένα άγαλμα, που είχε ζωντανέψει ξαφνικά και σύντομα θα επέστρεφε στη λήθη του. Το μικρό χέρι του είχε παγώσει, καθώς κρατούσε διαρκώς τέσσερα πακέτα χαρτομάντηλα και πάσχιζε να κάνει τους περαστικούς να τα αγοράσουν.
«Πάρτε ένα πακέτο» παρακαλούσε με τρεμάμενη φωνή, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το αγόρι έριξε μια κλεφτή ματιά στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Εκεί καθισμένος σε ένα παγκάκι, ένας άντρας τυλιγμένος στο χοντρό του παλτό, κάπνιζε πούρο και τον παρατηρούσε απροκάλυπτα. Η όψη του έμοιαζε τρομακτική στα μάτια του μικρού παιδιού. Το σκληρό του βλέμμα, πίσω από τα πυκνά μακριά του μαλλιά που έκρυβαν το πρόσωπό του, έμοιαζε σαν να εκτοξεύει λεπίδες προς το μέρος του. Ο Θίοντορ ξεροκατάπιε.«Πάρτε ένα πακέτο» επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Αλλιώς θα με τιμωρήσει…» ψιθύρισε χωρίς να τον ακούσει κανένας άλλος.
Όταν το ρολόι της μεγάλης πλατείας σήμανε μεσάνυχτα, ο μικρός έσυρε τα βήματά του ως την απέναντι πλευρά του δρόμου. Το παγκάκι ήταν άδειο. Προχώρησε προς έναν κάθετο, στενό δρόμο κι έστριψε στη γωνία. Πολύχρωμα φώτα αναβόσβηναν παράταιρα στις βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών στο υγρό σοκάκι που μόλις βρέθηκε. Εκεί, κρυμμένος στις σκιές, στεκόταν ο άντρας που είδε πρωτύτερα.
Ρούφηξε τη μύτη του που είχε κοκκινίσει από το κρύο και άνοιξε δειλά τη χουφτίτσα του. Ένα μοναδικό κέρμα λαμπύρισε. Το βλέμμα του άντρα άστραψε. Άρπαξε το νόμισμά και το έχωσε με δύναμη στην τσέπη. Έπειτα έπιασε απότομα τον μικρό από το μπράτσο κι άρχισε να τον σέρνει θυμωμένος. Στα μάγουλά του, λαμπύρισαν διάφανα ρυάκια, όπως ακριβώς λαμπύριζε το κέρμα που κρατούσε προ ολίγου. Προσπέρασαν έναν μεγάλο όγκο καλυμμένο με μαύρο πανί. Ξάφνου, η λαβή του άντρα χαλάρωσε. Κάτι τον τράβηξε απότομα μακριά του και τον έριξε στο έδαφος. Ο άντρας σηκώθηκε άτσαλα και άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος.
Το αγόρι απόμεινε αποσβολωμένο να παρακολουθεί μια μαυροφορεμένη φιγούρα να τον κυνηγά. Δεν πέρασαν παρά μερικά λεπτά, κι ένιωσε το σώμα του να χαλαρώνει και να βυθίζεται στο χάος. Το μόνο που πρόλαβε να δει πριν χάσει τις αισθήσεις του, ήταν το μαύρο πανί που κάλυπτε τον όγκο να γλιστρά κι εκείνος να κάθεται στην πλάτη ενός ταράνδου με κόκκινη μύτη που έλαμπε. Μετά, τον τύλιξε σκοτάδι.
***
Ο επιθεωρητής Λάρυ Γκρέυ, ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά από τον αχνιστό καφέ του και άφησε με δύναμη το φλιτζάνι στο γραφείο. Σκούπισε τα χείλη του κι έτριψε το φρεσκοξυρισμένο μάγουλό του.
«Μάθαμε τίποτε παραπάνω από τον μικρό;» ρώτησε τον αστυνόμο Μπάιρον Λέρτοκ που καθόταν απέναντί του.
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Το μόνο που επαναλαμβάνει, είναι ότι τον έσωσε ο Ρούντολφ ο Τάρανδος».
Ο Γκρέυ διέτρεξε με την παλάμη του τις λιγοστές τρίχες που υπήρχαν στην κορυφή του κεφαλιού του.
«Άρα είναι ο ίδιος».
«Αυτός που χτυπάει κάθε Χριστούγεννα» συμφώνησε ο Λέρτοκ.
«Ας κάνουμε μια ανακεφαλαίωση» άρχισε ο Γκρέυ. «Όλα ξεκίνησαν τρία χρόνια πριν. Πρώτο θύμα του...» κόμπιασε «Ρούντολφ, ήταν ο σύζυγος της Πάολα Ντέσμοντ. Του είχε επιτεθεί ένα κρύο βράδυ του Δεκέμβρη, τη στιγμή που χτυπούσε τη γυναίκα του μέσα στον δρόμο. Εκείνη τη νάρκωσε και τη μετέφερε στο νοσοκομείο...»
«...όπως ακριβώς και τον μικρό Θίοντορ» τον διέκοψε ο αστυνομικός.
Ο Γκρέυ ξερόβηξε δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του. Ο Λέρτοκ κουνήθηκε άβολα στη θέση του. Αν και είχε πατήσει τα τριάντα πέντε και βρισκόταν στο σώμα ήδη μια τετραετία, εξακολουθούσε να καταβάλλει πολλές φορές μεγαλύτερο ζήλο από όσο έπρεπε, όπως τώρα, που διέκοπτε τον Γκρέυ, με αποτέλεσμα να εκνευρίζει συχνά τον ανώτερό του.
«Η Ντέσμοντ επέμενε πως την έσωσε ο Ρούντολφ ο Τάρανδος» συνέχισε ο επιθεωρητής. «Δολοφόνησε άλλον έναν άνθρωπο εκείνες τις γιορτές: τη Λόρα Γουέμπλι, που έβγαζε την ανήλικη κόρη της στο κλαρί. Η μικρή πάλι ισχυρίστηκε το ίδιο. Άλλα δυο θύματα πέρσι: η...»
«Αλβίνα Πάινς...» διέκοψε πάλι ο Λέρτοκ για να δεχτεί ακόμη ένα κεραυνοβολημένο βλέμμα από τον ανώτερό του.
Βούλιαξε στο κάθισμά του, σκύβοντας το κεφάλι.
«Αλβίνα Πάινς» επανέλαβε με βροντερή φωνή ο Γκρέυ «που χρησιμοποιούσε ανήλικα ως βαποράκια και ο...» κοίταξε προειδοποιητικά τον αστυνόμο που ξεροκατάπιε «Πέρσιβαλ Ουίλκινσον, βιαστής. Τον πρόλαβε μάλιστα προτού βιάσει το τελευταίο θύμα του».
Επικράτησε σιωπή για λίγο. Ο Γκρέυ έκανε μια χειρονομία προς τον Λέρτοκ δείχνοντάς του, πως του επέτρεπε να μιλήσει.
«Όλα τα εγκλήματα συνέβησαν Δεκέμβριο, σε μικρά στολισμένα δρομάκια με χαμηλό φωτισμό» πήρε αμέσως τον λόγο εκείνος.
«Και αν ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο και φέτος περιμένουμε ακόμη ένα θύμα και μάλιστα γυναίκα. Σκοτώνει μια γυναίκα κι έναν άντρα κάθε χρονιά, λες και θέλει να κρατήσει μια άρρωστη ισορροπία» παρατήρησε σκεπτικός ο επιθεωρητής. «Το κακό είναι ότι δεν γνωρίζουμε σε πόσες μέρες θα δολοφονήσει το επόμενο θύμα του. Το χρονικό διάστημα ποικίλει κάθε φορά. Φέτος, άργησε πολύ να σκοτώσει τον πρώτο. Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Γι’ αυτό» τον κοίταξε έντονα στα μάτια «πρέπει να δράσουμε άμεσα.
Ο Λέρτοκ ένευσε.
«Με όλο το θάρρος, κύριε επιθεωρητά, τι θα απογίνει το αγόρι; Δεν έχει άλλους συγγενείς εν ζωή. Οι γιατροί είπαν πως θα πάρει εξιτήριο».
Ο Γκρέυ αναστέναξε.
«Αυτό, είναι ένα πρόβλημα. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Σήμερα, Παραμονή Χριστουγέννων, όλες οι υπηρεσίες είναι κλειστές. Και θα συνεχίσουν να είναι για καναδυό μέρες ακόμη. Δεν προλαβαίνουν να γίνουν οι απαραίτητες διαδικασίες για τη μεταφορά του σε κάποιο ίδρυμα».
«Αν μου επιτρέπετε, μπορώ να τον φιλοξενήσω εγώ, για λίγες ημέρες».
***
Ο μικρός Θίοντορ, ήπιε την τελευταία γουλιά από τη ζεστή σοκολάτα που του είχε ετοιμάσει ο Λέρτοκ και βούλιαξε στο πουπουλένιο μαξιλάρι του.
«Θα σβήσω το φως και θα σε αφήσω να κοιμηθείς, εντάξει;» τον ρώτησε ο αστυνόμος κι έκανε να σηκωθεί.
Το αγόρι τον έπιασε από τον καρπό.
«Κύριε Λέρτοκ, φοβάμαι το σκοτάδι. Ο πατριός μου με κλείδωνε σε ένα σκοτεινό υπόγειο για να με τιμωρήσει. Είναι τρομακτικά στο σκοτάδι... Δεν ξέρεις αν οι ήχοι που ακούς υπάρχουν στα αλήθεια ή όχι...»
«Εντάξει» συμφώνησε εκείνος «θα αφήσω ένα μικρό φωτάκι αναμμένο».
Ο μικρός τον κοίταξε με ανακούφιση.
«Θα μου πείτε κι ένα παραμύθι;»
Ο Λέρτοκ το σκέφτηκε για λίγο.
«Εντάξει» είπε τελικά.
***
Ο Γκρέυ, βρισκόταν στο γραφείο του Ρούπερτ Μπόουλ, ειδικού στη σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών. Οι δυο άντρες κάθονταν δίπλα δίπλα και το φαλακρό κεφάλι του Μπόουλ φαινόταν σαν μια εικόνα του μέλλοντος για τον Γκρέυ, που είχε ήδη χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του.
«Ο δολοφόνος μας» άρχισε ο Μπόουλ «είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ατόμου που έχει τρομερά ψυχικά τραύματα».
***
«Μια φορά κι έναν καιρό...» άρχισε ο Λέρτοκ «ήταν ένα μικρό κορίτσι, που ζούσε ευτυχισμένο με την οικογένειά του».
***
«Και από τι μπορεί να προκλήθηκαν τα τραύματα;» ρώτησε ο Γκρέυ.
«Ίσως από κάποιο μπούλινγκ που υπέστη σαν παιδί ή κάποια κακοποίηση. Γι αυτό κι εκδικείται τώρα όσους κάνουν αυτά τα εγκλήματα. Προσπαθεί να πάρει το αίμα του πίσω».
***
«Μέχρι που ήρθε η μέρα να πάει στο σχολείο» συνέχισε ο Λέρτοκ. «Τα παιδιά, άρχισαν να την κοροϊδεύουν και να σκαρώνουν φάρσες εναντίον της. Οι δάσκαλοι δεν έκαναν τίποτε για να την προστατεύσουν».
«Γιατί;» απόρησε ο μικρός.
«Γιατί η Άντα, αυτό ήταν το όνομα της κοπέλας, δεν έμοιαζε με τα άλλα παιδιά. Είχε... ας το πούμε... μια ιδιαιτερότητα στην εμφάνισή της, που έκανε τους υπόλοιπους να γελάνε μαζί της».
***
«Ή» συνέχισε ο Μπόουλ «μπορεί να προσπαθεί να εξιλεωθεί για κάτι που δεν μπόρεσε να αποτρέψει στο παρελθόν».
***
«Μέχρι που μια μέρα» συνέχισε ο Λέρτοκ «της σκάρωσαν μια άσχημη φάρσα».
«Τι;» γούρλωσε τα μάτια ο Θίοντορ.
«Τη φώναξαν σε ένα έρημο μέρος, κι αφού της έδεσαν τα μάτια, την περιέλουσαν με βενζίνη και ασβέστη τα οποία της προκάλεσαν πληγές κι εγκαύματα σε όλο της το σώμα και το πρόσωπο».
Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια του μικρού.
«Και μετά;»
«Μετά η μικρή υποβλήθηκε σε πολλές επεμβάσεις και θεραπείες για να γίνει καλά».
«Και τώρα πού βρίσκεται;»
«Κάπου ευτυχισμένη, μακριά από όσους την πλήγωσαν».
***
«Αν και νομίζω» συνέχισε ο Μπόουλ «πως ό,τι συνέβη, συνέβη στον ίδιο».
***
«Πώς τα κατάφερε;» ρώτησε ο Θίοντορ.
«Γνωρίζεις την ιστορία του Ρούντολφ;» ρώτησε ο Λέρτοκ.
Ο μικρός ένευσε.
«Σκέψου τώρα το παραμύθι αλλιώς. Βλέπεις... πολλές φορές οι ιστορίες, δεν είναι όπως μας τις παρουσιάζουν... Ο Ρούντολφ το ελαφάκι, δεν βρήκε ποτέ τη δικαίωση που του άξιζε. Ο Άγιος Βασιλης, δεν πρόλαβε να τον βάλει να οδηγήσει το έλκηθρο με τη φωτεινή του μύτη. Πρόλαβαν οι υπόλοιποι τάρανδοι και του έστησαν μια μεγάλη παγίδα. Τον κάλεσαν στο σκοτεινό δάσος και του υποσχέθηκαν πως θα παίξουν ένα παιχνίδι. Μόνο που το παιχνίδι ήταν ο ίδιος ο Ρούντολφ. Του κάλυψαν τα μάτια με ένα πανί κι έτσι ο κακόμοιρος τάρανδος δεν μπορούσε να δει μπροστά του, όσο φωτεινή κι αν ήταν η μύτη του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον περιέλουσαν με κάτι που έκαιγε το δέρμα του. Ο καημένος σφάδαζε στους πόνους και δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει».
«Όπως και η Άντα» παρατήρησε ο Θίοντορ.
Ο αστυνόμος ένευσε.
«Πέρασε πολύς καιρός για να επουλωθούν οι πληγές του. Κι όταν ήταν πλέον δυνατός και πάλι, ορκίστηκε πως θα πάρει εκδίκηση. Φρόντισε να...» σκέφτηκε για λίγο «εξαφανίσει τους ταράνδους που του έκαναν κακό. Κανείς δεν κατάφερε να τον συνδέσει με αυτό που τους συνεβη. Κι έπειτα, ορκίστηκε και κάτι ακόμη: να προστατεύει όσους βρίσκονταν στη θέση του. Θα ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο του προς αυτούς».
«Εγώ τον αγαπώ τον Ρούντολφ» δήλωσε ο μικρός κι έκλεισε τα μάτια. «Εκείνος με έσωσε» πρόσθεσε με φωνή που έσβηνε και βυθίστηκε σε έναν ύπνο γαλήνιο˙ τον πρώτο γαλήνιο, μετά από πολύ καιρό.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Λέρτοκ βρισκόταν στην αποθήκη του σπιτού του. Καθόταν στο σκονισμένο πάτωμα με έναν φορητό υπολογιστή στα πόδια του. Δίπλα του, έστεκε ένας μεγάλος όγκος καλυμμένος με ένα μαύρο πανί.
Στην οθόνη του υπολογιστή φαίνονταν διάφορες φωτογραφίες στη σειρά: η πρώτη έδειχνε ένα χαριτωμένο, ξανθό κοριτσάκι. Στην άκρη της μύτης της, υπήρχε μια μεγάλη, αντιαισθητική κόκκινη ελιά. Στη δεύτερη φωτογραφία, το πρόσωπό της, ήταν γεμάτο εγκαύματα και σημάδια. Στην τρίτη φωτογραφία, μερικά σημάδια, είχαν εξαλειφθεί˙ το ίδιο και στην επόμενη. Μέχρι να εξαφανιστούν όλα τα σημάδια, η μικρή είχε γίνει πλέον ενήλικη γυναίκα. Στην τρίτη φωτογραφία από το τέλος, το πρόσωπό της, ήταν καλυμμένο με γάζες. Στην προτελευταία, υπήρχε μια φωτογραφία με δυο πρόσωπα: ένα γυναικείο κι ένα αντρικό. Κάτω από το γυναικείο, έγραφε «Άντα Αυγούστα, κόρη του Λόρδου Μπάιρον». Κάτω από το αντρικό, υπήρχε το όνομα «Λόρδος Μπάιρον». Και στην τελευταία φωτογραφία αποκαλύφθηκε το πρόσωπο του αστυνομικού Μπάιρον Λέρτοκ.
Σηκώθηκε απότομα και τράβηξε το πανί από τον καλυμμένο όγκο. Φάνηκε μια καφέ μοτοσικλέτα. Πάνω στο τιμόνι, στερεωμένα, ήταν ένα ζευγάρι κέρατα. Και ανάμεσά τους, ήταν τοποθετημένη μια κόκκινη μπάλα. Γύρισε έναν διακόπτη στο πλάι της λαμαρίνας. Το κόκκινο φως της λαμπύρισε.