Ξόρκια, σεξ και ζάχαρη άχνη, της Βιβής Κανάρη

Έβγαλα το ταψί με τα μελομακάρονα από τον φούρνο και για ένα δευτερόλεπτο φαντάστηκα το κόκκινο γάντι κουζίνας με τους αγιοβασίληδες και τις χιονονιφάδες να χαϊδεύει το γυμνό του κορμί, να, εκεί στο ύψος της κοιλιάς, και ίσως λίγο πιο χαμηλά. Ένα δευτερόλεπτο μόνο. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο η μικρή μου κόρη τσίριξε. Έριξα μια ματιά πάνω από τον πάγκο της κουζίνας. Η μεγάλη μου κόρη τής είχε αρπάξει ένα στολίδι από τα χέρια. Ο αγαπημένος μου σύζυγος, ο άντρας του σπιτιού, καθόταν ακριβώς δίπλα κι έπαιζε βιντεοπαιχνίδια. Φυσικά, δεν έκανε απολύτως καμία κίνηση για να τις χωρίσει.

«Κλαίρη, τα παιδιά. Δεν ακούς; Τσακώνονται». Άφησα στην άκρη τα μελομακάρονα. Έπρεπε να τα σιροπιάσω ζεστά ή κρύα; Να ξανακοιτάξω τη συνταγή.

Προσπάθησα να χωρίσω τις μικρές που είχαν ξεκινήσει τις κλοτσιές και τις μπουνιές. Έφαγα κι εγώ μια αδέσποτη, ως άμαχος πληθυσμός. Επέστρεψα στην κουζίνα και προσπάθησα να ξαναβρώ τη συνταγή στο κινητό.

«Πάλι στα κοινωνικά δίκτυα είσαι;» ο αγαπημένος σύζυγος. «Δες λίγο και τα παιδιά». Είναι ο πατέρας των παιδιών μου, δε θα ρίξω κατάρα. Δε θα ρίξω.

Αυτό που χρειαζόμουν στην πραγματικότητα δεν ήταν κατάρα, ήταν ένα ξόρκι να μαζευτεί το σπίτι μόνο του και να ψηθούν μόνα τους τα γλυκά, αλλά αυτά τα πράγματα ήταν για ισχυρές μάγισσες και οι δικές μου δυνατότητες ήταν πολύ, πολύ περιορισμένες. Μπορούσα να στοχεύσω μόνο σ’ένα με δύο πράγματα τη φορά.

Στην τακτοποίηση του συγκεκριμένου σπιτιού θα έπρεπε να στοχεύσω γύρω στα εκατό παιχνίδια, καμιά εικοσαριά άπλυτα πιάτα, καμιά δεκαριά άπλυτες κάλτσες πεταμένες και χωμένες σε απίθανες γωνίες. Με λίγα λόγια θα έπρεπε να χαράξω και να ενεργοποιήσω καμιά διακοσαριά σύμβολα. Αδύνατο.

Πήρα το βάζο με την άχνη αγκαλιά, οι κουραμπιέδες είχαν κρυώσει, ενώ τα κορίτσια ξανάρχισαν να τσακώνονται για έναν ξεκοιλιασμένο Αη Βασίλη που έφτυνε χνούδια σε κάθε τραβολόγημα. Άλλη μια βρωμιά, δηλαδή, σε ένα ήδη βρώμικο χαλί, καλυμμένο ήδη με παιχνίδια, που όπως πήγαινα, δε θα προλάβαινα να το καθαρίσω ούτε σήμερα. Κόντευε 7.00 και σε μία ώρα ξεκινούσε η ρουτίνα ύπνου. Ίσα που θα προλάβαινα να ολοκληρώσω τα γλυκά. Μόνο αν επιβράδυνα λίγο τον χρόνο… Άξιζε όμως τον κόπο να τον επιβραδύνω μόνο για το συμμάζεμα; Θα μου έπαιρνε πολύ ενέργεια, δε θα μπορούσα να κάνω άλλο ξόρκι για πάνω από βδομάδα και πλησίαζε και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τα πεθερικά…

Βούτηξα το δάχτυλο στην άχνη και το έγλειψα αργά, με τη γλώσσα, να, όπως θα έγλειφα κι εκείνον. Ναι, αν τον πασπάλιζα με άχνη στα σωστά σημεία…

«Κλαίρη, πού είσαι; Δεν βλέπεις που τα παιδιά τσακώνονται;» Ζύγισα τις επιλογές μου. Αν δεν έκανα τώρα το ξόρκι με την πόρτα, θα αναγκαζόμουν να του ρίξω κατάρα και ν’ αφήσω τα παιδιά μου ορφανά.

«Κορίτσια, αν δε σταματήσετε τώρα, δε θα σας δώσω μελομακάρονα», ούρλιαξα. Οι μικρές σταμάτησαν για λίγο και βρήκα ευκαιρία να πεταχτώ στο δωμάτιό τους.

«Κλαίρη, πού πας πάλι; Τη μισή μέρα δουλεύεις, ασχολήσου λίγο με τα παιδιά». Δε θα ρίξω κατάρα, δε θα ρίξω.

«Πάω να συμμαζέψω λίγο το δωμάτιο των παιδιών».

«Ασ’ το τώρα και κοίταξε λίγο τα παιδιά. Όλο δουλειές, δουλειές».

«Μόνο ένα λεπτό θα κάνω, να πάρω ένα παιχνίδι, να τα απασχολήσω», είπα. Ξόρκι επιβράδυνσης χρόνου, λοιπόν. Άρα το τραπέζι με τα πεθερικά θα περνούσε χωρίς μαγεία. Ας είναι.

Το παιδικό δωμάτιο έστεκε μπροστά μου χαώδες. Δεν υπήρχε ελπίδα συμμαζέματος, τουλάχιστον όχι για σήμερα. Ούτε γι’ αύριο. Αναστέναξα. Έκλεισα την πόρτα. Άνοιξα το βάζο, πήρα άχνη και σχημάτισα τα δύο ξόρκια στο κατώφλι του, ένα για την επιβράδυνση κι ένα για τον Γιώργο. Τα ολοκλήρωσα την ώρα που ο αγαπημένος μου σύζυγος, ο μαχαραγιάς του σπιτιού μου, με φώναζε ξανά. Η φράση του έμεινε στη μέση, ο ήχος πυροβολισμών από το βιντεοπαιχνίδι σιώπησε, το ίδιο και οι κραυγές των κοριτσιών. Το ξόρκι επιβράδυνσης. Είχα μισή ώρα στη διάθεσή μου. Προλάβαινα; Προλάβαινα. Άνοιξα πάλι την πόρτα και αυτή τη φορά δεν αντίκρισα ξέστρωτα κρεβάτια, πεταμένα ρούχα, ανάκατα παιχνίδια, ζωγραφισμένους τοίχους.

Το καινούργιο δωμάτιο ήταν πετρόκτιστο με παχύ χαλί κι ένα τζάκι να τριζοβολάει σε μια γωνία. Η μεγάλη τζαμαρία έβλεπε σε χιονισμένα έλατα. Ο μόνος φωτισμός προερχόταν από τη φωτιά και μερικά χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια κρεμασμένα στον τοίχο. Δίπλα στο τζάκι, φορώντας μόνο ένα κόκκινο, χριστουγεννιάτικο μποξεράκι με γελαστούς χιονάνθρωπους, είχε ξαπλώσει ο Γιώργος.

Για άλλη μια φορά αναρωτήθηκα τί κάνω εδώ μ’ αυτόν; Ο Γιώργος ήταν λιγότερο ωραίος από τον άντρα μου και αρκετά πιο παχουλός, σίγουρα καμιά εικοσαριά κιλά παραπάνω. Επίσης, ο αληθινός Γιώργος ήταν απλά ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς, ενώ ο Γιάννης, Διευθυντής μεγάλης εταιρίας. Ο Γιώργος με κοίταξε στα μάτια και μου χαμογέλασε. Ναι, γι’ αυτό το χαμόγελο ήμουν εδώ, γι’ αυτό το χαμόγελο και γι’ αυτό το βλέμμα που έλεγε, σε βλέπω, Κλαίρη, σε ακούω, σε θέλω. Και τον ήθελα κι εγώ, κι ας ήξερα πως δεν ήταν παρά μια φαντασίωση που είχε δημιουργήσει το ξόρκι. Ή μάλλον, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Δεν υπήρχε, άρα δε θα ζητούσε κάτι παραπάνω από μένα, δεν ήταν καν απιστία, αν το καλοσκεφτόταν κανείς.

Ακούμπησα το βάζο με την άχνη στο πάτωμα και ξεντύθηκα. Ο Γιώργος περίμενε. Όταν έμεινα γυμνή κάθισα επάνω του και κατέβασα το μποξεράκι. Ήταν όπως πάντα ετοιμοπόλεμος. Μισή ώρα. Χαλαρά προλάβαινα.

#

Όταν μπήκα στο βιβλιοπωλείο, ο Γιώργος εξυπηρετούσε πελάτη. Μου χαμογέλασε με το ίδιο χαμόγελο που είχε και στις φαντασιώσεις. Τον παρατήρησα με προσοχή, όσα πιο πολλά στοιχεία του απομνημόνευα, τόσο πιο πειστική θα ήταν η επόμενη φαντασίωση. Τις τριχούλες πάνω στα δάχτυλά του, μια ελιά στην άκρη του λαιμού.

«Καλημέρα, Κλαίρη μου», με χαιρέτησε, μόλις ο πελάτης έφυγε και μείναμε οι δυο μας. «Να φανταστώ πως ψάχνεις καινούργιο βιβλίο;» Ναι, με ήξερε τόσο καλά.

«Ε, ναι, τί άλλο; Έχεις κάτι καλό να προτείνεις;» Με οδήγησε στα ράφια. Περάσαμε το επόμενο μισάωρο με τον Γιώργο να μου προτείνει βιβλία και να συζητάμε για τα τελευταία που είχαμε διαβάσει. Μπορούσα να του μιλάω με τις ώρες. Κάποια στιγμή με ρώτησε αν ήθελα καφέ και παρήγγειλε από τη διπλανή καφετέρια. Με το ζεστό χάρτινο κυπελάκι στα χέρια, τον άκουγα, τον έβλεπα να εξυπηρετεί πελάτες, ένας κάτι φωτοτυπίες, ένας άλλος γραφική ύλη, μύριζα τον ιδρώτα του όταν περνούσε από κοντά μου, και, αχ, ας είχα το θάρρος να τον αγγίξω, να νιώσω την πραγματική υφή που είχε το δέρμα του, να γινόταν πιο ζωντανή η φανταστική εκδοχή του. Χτύπησε το κινητό. Η οθόνη έγραφε «Αγάπη μου».

«Πού είσαι, ρε Κλαίρη; Ζεις; Ακόμα σουπερμάρκετ;» Δεν είχα πλέον ούτε κουράγιο, ούτε αρκετή μαγεία για κατάρα.

«Σταμάτησα λίγο στο βιβλιοπωλείο, ρε Γιάννη, να πάρω ένα βιβλίο, και ξεχάστηκα», του είπα, που ήταν και η αλήθεια.  

«Έλα γρήγορα, τα παιδιά σε ζητάνε». Κι εσύ δεν μπορείς να τα απασχολήσεις έστω μισή ώρα, ρε μαλάκα; 

«Εντάξει, έρχομαι». Πήρα ένα από τα βιβλία που μου είχε προτείνει ο Γιώργος και το πήγα στο ταμείο. Ο καφές ήταν ακόμα ζεστός στην παλάμη μου. «Αυτό θα πάρω», είπα και προσπάθησα να χαμογελάσω, κι ας μου είχε διαλυθεί κάθε καλή διάθεση. Τα κατάφερα. Νομίζω.

«Να φανταστώ, θα το διαβάσεις δίπλα στο τζάκι, τα Χριστούγεννα;» είπε ενώ χτυπούσε το ποσό στην ταμειακή.

«Δεν έχω τζάκι», απάντησα. Ήθελα να βάλω τα κλάματα.

«Αλήθεια; Γιατί, όπως σε έβλεπα να ψάχνεις βιβλίο, σε φανταζόμουν να το διαβάζεις σε ένα πετρόκτιστο δωμάτιο, με παχιά χαλιά, με ένα αναμμένο τζάκι στη γωνία, και μια μεγάλη τζαμαρία απέναντι από την πόρτα. Φανταζόμουν λαμπιόνια να κρέμονται στον τοίχο κι εσένα ξαπλωμένη δίπλα στη φωτιά». Συνέχισε να χαμογελάει, όχι πια ως καλοκάγαθος, παχουλός βιβλιοπώλης. Με κοιτούσε σαν άντρας που την πέφτει σε γυναίκα. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο.

«Δεν έχω τζάκι». Άρπαξα το βιβλίο και βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από το μαγαζί. Το κινητό χτύπησε, «Αγάπη μου». Άει στο διάολο κι εσύ.

Έκανα λοιπόν ένα λάθος στο ξόρκι. Στον παράλληλο κόσμο που άνοιξα αντί να δημιουργήσω έναν εικονικό Γιώργο, τράβηξα μέσα τον αληθινό. Εντάξει, όλοι κάνουμε λάθη σε αυτή τη ζωή. Έκρυψα το πρόσωπο στα χέρια μου. Δεν συμβαίνει αυτό, δεν συμβαίνει. Αν έκανα πως δεν ξέρω τίποτα; Αν το έπαιζα αθώα περιστερά; Δεν μπορεί ο Γιώργος να ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως ήμουν όντως εγώ. Θα έσπερνα αμφιβολίες και θα τον έκανα να πιστέψει πως αυτό που νόμιζε πως έζησε ήταν μια φαντασίωση. Ένα όνειρο. Μα πώς συνέβη; Δεν έπρεπε να συμβεί. Δεν το ανέφερε κανένα βιβλίο μαγείας. 

#

Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στα πεθερικά ήταν μια κόλαση. Θα μπορούσαμε κάλλιστα, αντί για τη γέννηση του Χριστού, να γιορτάζαμε την άνοδο του Εωσφόρου στην εξουσία, πιο ταιριαστό θα ήταν με το κλίμα που επικρατούσε.

Επιστρέψαμε σπίτι με τα νεύρα μου να χτυπάνε κόκκινο, το αυχενικό να με σφυροκοπάει και τα λαμπιόνια στο σαλόνι να μου τρυπάνε τα μάτια σε κάθε αναβόσβημα.

«Είμαι κομμάτια», μου δήλωσε η αγάπη μου, ο πατέρας των παιδιών μου. «Πάω να την πέσω λίγο. Πες στα παιδιά να μην κάνουν φασαρία», και με αυτό μπήκε στο υπνοδωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Αναρωτιόμουν αν το καλώδια από τα φωτάκια ήταν αρκετά γερό για να τον στραγγαλίσω. Είχα ανακτήσει μόνο ελάχιστη δύναμη από το τελευταίο ξόρκι, ίσα ίσα για ν’ απαλύνω τον πονοκέφαλο. Άσε, θα έπαιρνα καλύτερα παυσίπονο. Ίδια δουλειά και δε θα σπαταλούσα μαγεία. Πώς να περνούσε άραγε τα Χριστούγεννα ο Γιώργος; Δεν πρέπει να είχε κοπέλα, δεν μου είχε αναφέρει ποτέ κάτι. Ζούσε μόνος του; Άραγε η μαγεία έφτανε ν’ ανοίξω για λίγο την πόρτα; 

Έβαλα στα παιδιά μια χριστουγεννιάτικη ταινία στην τηλεόραση και ξεκίνησα να τακτοποιώ. Άνοιξα αργά την πόρτα της συζυγικής κρεβατοκάμαρας, μη ξυπνήσω τον Γιάννη, να βάλω μερικά ρούχα στη θέση τους. Ο μαχαραγιάς δεν ήταν εκεί, ούτε το κρεβάτι, ούτε τα υπόλοιπα έπιπλα. Το καινούργιο δωμάτιο ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από το δικό μου και στο κέντρο του δέσποζε ένα σκαλιστό κρεβάτι με ουρανό. Πάνω στα μαύρα μεταξωτά σεντόνια, ο Γιώργος με περίμενε, γυμνός. Δεν είχα κάνει ξόρκι εγώ, οπότε…

«Είσαι μάγος». Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκα, πραγματικά σκέφτηκα να του κοπανήσω την πόρτα στα μούτρα. Ανασηκώθηκε και μου άπλωσε το χέρι.

«Μου αρέσεις Κλαίρη, μου αρέσεις καιρό τώρα. Κι όταν ένιωσα την πρώτη φορά το ξόρκι σου να υφαίνεται, δεν άντεξα, έφτιαξα ένα δικό μου και ήρθα να σε βρω». Πώς τόλμησε; Τόσο καιρό απατούσα τον άντρα μου χωρίς καν να το υποψιάζομαι. Τόσο καιρό…

Ο Γιώργος δεν περίμενε να τον πλησιάσω, που δεν θα το έκανα ούτως ή άλλως. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, προχώρησε προς το μέρος μου. Φορώντας μόνο ένα σκουφάκι Άγιου Βασίλη, τίποτε άλλο. Και όλον αυτόν τον καιρό αναρωτιόμουν αν τον είχα φανταστεί ρεαλιστικά. Αυτές ήταν οι πραγματικές του αναλογίες, τελικά, γιατί ο Γιώργος ήταν αληθινός, αληθινότατος. Και, ναι, οι αναλογίες αυτές ήταν σα να προέρχονταν από φαντασίωση. Με έπιασε από τους ώμους και με κοίταξε στα μάτια. Ένας μάγος, ένας σαν κι εμένα, κάποιος που θα με καταλάβαινε περισσότερο από τον Γιάννη.

#

«Κλαίρη, πότε θα φτιάξεις επιτέλους τον κύκλο; Αύριο είναι το χειμερινό ηλιοστάσιο και δεν έχεις ετοιμάσει τίποτα για την τελετή».

Ήμουν κομμάτια, απλά κομμάτια. Μόλις είχα πάει τα κορίτσια δραστηριότητες, είχα ψωνίσει, είχα μαγειρέψει, είχα τακτοποιήσει το σπίτι του Γιώργου, μιας και δεν δεχόταν να πάρουμε οικιακή βοηθό. Δεν ήθελε ξένους δίπλα στα βιβλία και στα αντικείμενα μαγείας που γέμιζαν τον χώρο. Είχα πάρει την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο κι έτσι τα κορίτσια έμεναν μαζί μας, πειράζοντας διαρκώς τα βιβλία και τα αντικείμενα μαγείας και κάνοντας έξω φρενών τον καινούργιο μου σύντροφο. Αυτό όμως που πραγματικά, πραγματικά τον έβγαζε εκτός εαυτού, ήταν όταν οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας με εμπόδιζαν από το να αφοσιωθώ πλήρως στη μαγεία.

Δεν αντέχω άλλο.

«Τέλος πάντων, κάνε, αν είναι, ένα ξόρκι επιβράδυνσης χρόνου, μπας και προλάβουμε».

Ω, ναι, θα έκανα σίγουρα ένα ξόρκι. Και θα επιβράδυνα και τον χρόνο. Αλλά όχι για να προετοιμάσω την τελετή. Γιατί αυτό που χρειαζόμουν τώρα μετά από μια κολασμένη μέρα ήταν μια κολασμένη νύχτα.

Έκλεισα την πόρτα της άψογα τακτοποιημένης βιβλιοθήκης. Πήρα λίγο σιρόπι από τα μελομακάρονα και σχημάτισα στο κατώφλι της το ξόρκι. Την άνοιξα ξανά σ’ ένα δωμάτιο κάπου στο Πήλιο. Ήταν μαγεία το Πήλιο τα Χριστούγεννα. Στο διπλό κρεβάτι, μπροστά στο τζάκι, βρισκόταν ο Γιάννης, ο πρώην μου, ο πατέρας των παιδιών μου. Εντελώς γυμνός και ξαπλωμένος σα μαχαραγιάς, μού έκανε νόημα να πλησιάσω. Αφαίρεσα τα ρούχα μου ένα ένα…