«Σε βλέπει όταν κοιμάσαι, στο σπίτι, στην δουλειά. Γνωρίζει οπού και να ‘σαι κάθε μια σου σκανταλιά»
Αυτό το τραγούδι με ανατρίχιασε από όταν την πρώτη στιγμή που το άκουσα. Προειδοποίηση για τα παιδάκια, καθημερινότητα για εμάς. Κλείνω τα αυτιά μου, όσο τα υπόλοιπα ξωτικά τραγουδάνε χαρούμενα όλα τα τραγούδια των Χριστουγέννων από την υφήλιο. Ένα από τα θετικά αυτής της δουλείας είναι ότι μαθαίνεις ξένες γλώσσες. Συγνώμη αυτό είναι υπερβολή. Μαθαίνεις ξένες λέξεις, που περιορίζονται σε τζάκι, δέντρο και χοντρός παπάρας με κόκκινη στολή.
«Ξωτικό 236. Γιατί σταμάτησες να δουλεύεις» είπε η γνωστή φωνή του τεμπελχανά που δουλεύει μόνο μια μέρα το χρόνο, ενώ το μεγάλο μάτι στον τοίχο είχε στραφεί κατά πάνω μου. Αμέσως έλεγξα, νοητικά, εάν χαμογελάω. Ναι ευτυχώς τα δόντια μου ήταν ακάλυπτα και οι άκρες των χειλιών μου ανασηκωμένες. Έκανα μια γρήγορη υπόκλιση και ξαναέπιασα τα εργαλεία μου. Ξύλινα για να μην κτυπήσουμε, εάν κάποιος έχει περισσότερο γάλα στο αίμα, είτε για να μην ανατρέψουμε τον γέρο, εάν όπως στην δική μου περίπτωση, είχε λιγότερο.
Στερούμε πολλά εδώ ευτυχώς όμως όχι το διάβασμα. Με τα χρόνια είχα κλέψει και διαβάσει βιβλία που επέλεγαν παιδιά ως δώρο Χριστουγέννων. Αν και βέβαια αυτό είναι κάτι που ζητάνε, ή τουλάχιστον ζητούσαν οι έφηβοι, έχοντας την ελπίδα βαθιά μέσα τους, πως αυτός ο ξεκούτης είναι αληθινός. Μην φοβάστε ψυχές μου. Τόσο αυτός όσο και το μαστίγιο του υπάρχουν για να στοιχειώνουν τις άγρυπνες νύχτες μου. Τα βιβλία μου τα έκρυβα σε ένα μπαούλο στο σπίτι μου.
Μα καλά ποιος πάει στην μέση του βόρειου πόλου και κτίζει σπίτι από gingerbread! Κάθε εβδομάδα από την υγρασία σαπίζει το κέικ και χρειάζεται ανακαίνιση. Να ναι καλά η γυναίκα του. Ψήνει. Ολημερίς και ολονυχτίς ψήνει για να μας ταΐζει… Όλους μας. Κάθε κάτοικο του Βόρειου Πόλου. Το θεριό μπισκότα και εμάς…. Εμάς ψίχουλα. Κυριολεκτικά! Για αυτό τις πρώτες μέρες λεπταίνω τους τοίχους της κατοικίας μου. Πεινάω! Τι να κάνω; Αν είχα λίγο περισσότερο γάλα μέσα μου, ίσως να μην πεινούσα τόσο. Ίσως ακόμη να ήμουν και ευτυχισμένος… Ποιος ξέρει;
Την πρώτη εβδομάδα σε αυτή την κόλαση την πέρασα δεμένος σε μια καρέκλα με τρυπημένες φλέβες. Σε αυτές ήταν συνδεδεμένα δύο πλαστικά σωληνάκια. Από το ένα μου γινόταν αφαίμαξη και από το άλλο έμπαινε το λευκό υγρό. Μοναδική μου παρέα ήταν ένα ξωτικό, με την πράσινη του στολή η οποία είχε κεντημένα πάνω της χρυσά κουδούνια που κτυπούσαν καθώς αυτό χόρευε δεξιά και αριστερά δημιουργώντας μου πονοκέφαλο. Το ξωτικό όταν ξημέρωνε και όταν νύχτωνε έβαζε καινούργιο υγρό να πέφτει αργά μέσα στις φλέβες μου. Το θυμάμαι να μου χαμογελάει τόσο έντονα που θα ορκιζόμουν πως είχα δει τις άκρες των χειλιών του να ματώνουν. Είναι φοβερό να βλέπεις το μέλλον σου να διαγράφετε τόσο καθαρά μπροστά στα μάτια σου και εσύ να μην το καταλαβαίνεις.
Μια μέρα όσο είχα ακόμα καθαρό μυαλο το ρώτησα βραχνά:
«Τι είναι αυτό το λευκό πράγμα;»
«Μα γάλα καλέ μου κύριε. Γάλα με λίγο τριμμένο μπισκότο και θα γίνετε και εσείς γρήγορα σαν και εμένα!» μου απάντησε και έπειτα γέλασε δυνατά. Για καλή μου τύχη όμως δεν έγινε έτσι. Για καλή μου είπα; Για κακή και ανάποδη έπρεπε να πω. Είναι αφόρητο να είσαι ο μόνος λογικός μέσα σε ένα κοπάδι από άβουλα όντα. Μια μέρα το ξωτικό που μου έφερνε το γάλα σκούντησέ, άθελα του, το χέρι στο οποίο γινόταν η έκχυση του ‘φαρμάκου’. Έτσι δεν πήρα όλο το ζουμί… Μόνο τόσο ώστε να με κάνει αθάνατο και κάπως λογικό. Από εκείνες τις μέρες έχουν περάσει περίπου 400 χρόνια.
«Ξανά από την αρχή, ο χρόνος γυρνά, το έλκηθρο εκεί τα αστέρια περνά. Ο Άη Βασίλης έρχεται ξανά.»
Τα βήματα του ακούστηκαν βαριά στις σκάλες. Ένιωσα τις τρίχες στο πίσω μέρος του λαιμού μου να ανασηκώνονται και ένα ηλεκτρικό ρεύμα να με διαπερνά.
«Χο, χο, χο.» είπε και κτύπησε μια φορά το μαστίγιο του τον αέρα.
«Παιδιά μου! Σας βλέπω και σας χαίρομαι! Χο, χο, χο»
«Χο, χο, χο» απαντήσαμε όλοι μαζί εν χορό.
«Μαζί θα καταφέρουμε σπουδαία πράγματα! Μας περιμένει πολύ δουλειά! Σήμερα όμως σας έχω καλά νέα! Θέλω να πάρω κάποιους από εσάς μαζί μου για μια… Για μία εκπαιδευτική εκδρομή στις κουζίνες…»
Κακόμοιροι… Ήρθε πάλι ο καιρός για τις κουζίνες. Κάθε 4 χρόνια καλούσε ‘τα παιδιά του’ εκεί. Τότε όσοι είχαν επιλεγεί τον ακολουθούσαν. Έλειπαν για μια εβδομάδα και έπειτα γύριζαν. Οι ίδιες φάτσες με διαφορετικό βλέμμα. Μπορεί να ήταν και άλλα άτομα δεν ξέρω. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρος για τον αριθμό ή την προσωπικότητα των ξωτικών. Όλα τους μου έμοιαζαν ίδια…
Σε λίγες μέρες έρχονται Χριστούγεννα. Αγαπούσα κάποτε τα Χριστούγεννα. Πριν την μέρα που εκείνος μπήκε στο παλάτι μου, προσπέρασε φρουρούς μου και με ρούφηξε μέσα στο σάκο του. Ούρλιαζα τόσο πολύ και τόσο δυνατά που πονούσε ο λαιμός μου. Ούρλιαζα μέχρι που δεν έβγαινε πια η φωνή μου. Μέχρι τότε όμως είχαν προστεθεί και άλλα ταλέντα στην χορωδία ουρλιαχτών. Μέσα στην θάλασσα αγνώστων αναγνώρισα και κάποιους φίλους και συγγενείς μου. Παιδιά όλοι μας….
Όταν μας έβαλε στην μεγάλη αίθουσα, (πριν μας δέσει στις καρέκλες) μας είπε πως όλοι μας ήμασταν τα χειρότερα, τα πιο άτακτα παιδιά. Πως εκείνος ήταν εκεί για να μας τιμωρήσει, για να μας κάνει καλύτερους. Δεν ήξερα τι είχε να μου προσάψει εμένα. Του φώναξα λοιπόν:
«Δεν έκανα τίποτα. Είμαι αθώος… θέλω την μαμά μου!» εκείνος έβαλε αμέσως τα γυαλιά του και άρχισε με το δάχτυλο του να ψάχνει σε μια λίστα. Όταν βρήκε το όνομά μου γέλασε δυνατά και είπε.
«Μα καλό μου παιδί, εδώ λέει ότι διέταξες την θανάτωση ενός σκλάβου επειδή… Επειδή σε κοίταξε περίεργα» σε αυτό το σημείο έβγαλε την λίστα από το πρόσωπο του.
«Ήταν τυφλός ο άνθρωπος!» είπε και έπειτα συνέχισε να διαβάζει.
«Έκαψες έναν στάβλο!»
«Ένα από τα άλογα που ήταν μέσα με είχε δαγκώσει. Τα θέλε και τα πάθε!»
«Διέταξες το μαστίγωμα μιας εγκύου!»
«Δεν έκανε καλό κέικ. Τι έπρεπε να κάνω;»
«Μα καλό μου παιδί εσύ είσαι πολύ, πολύ άτακτος θα έλεγα ο πιο άτακτος… Χο, χο, χο» είπε και πριν προλάβω να του απαντήσω όπως θα του άρμοζε έβγαλε το μαστίγιό του και με κτύπησε μερικά χιλιοστά κάτω από το μάτι.
«Ξωτικό νούμερο 187» είπε βλοσυρά το μεγάλο αφεντικό, επαναφέροντας με στην πραγματικότητα. Αυτό ήταν το ξωτικό που μου έδινε το γάλα… Στα τσακίδια λοιπόν.
«Και ξωτικό νούμερο 236» είπε, με κοίταξε και μου έκλεισε το μάτι. Δεν είναι δυνατό! Όχι, ψυχραιμία. Δεν πρέπει να δείξω ότι αγχώνομαι… Άλλωστε δεν ξέρω στα σίγουρα τι συμβαίνει στις κουζίνες. Μόνο υποψιάζομαι. ‘Απλά χαμογέλα και προχώρα’ διέταξα τον εαυτό μου.
Ακολουθούμε τον χοντρομπαλά, εγώ και καμιά εικοσαριά άλλα χαζοχαρούμενα ξωτικά, προς τις κουζίνες. Προσμένοντας, εγώ τουλάχιστον, την επικειμένη αλλαγή ή θάνατο μου. Που να του κολλήσει κάνα μπισκότο στο λαιμό του άξεστου!
Περάσαμε τρεις σκοτεινές αίθουσες, τόσο κρύες που θα νόμιζες πως είχαν παγάκια αντί για τοίχους. Το μόνο φως που είχαν, ήταν αυτό που φώτιζε ακριβώς πάνω από τον διάδρομο στον οποίο περπατούσαμε. Δύο βήματα και φτάσαμε. Η κουζίνα. Εδώ από όπου κανείς δεν γύρισε ποτέ. Τουλάχιστον ο ίδιος.
Άνοιξέ η πόρτα, βγάζοντας αυτόν τον απαίσιο ήχο σαν πεινασμένη αρκούδα που μόλις είχε ξυπνήσει από χειμερία νάρκη και ένιωσα να χάνω τα λογικά μου. Μπροστά μου εμφανίστηκαν συσκευές που δεν είχα δει ποτέ πριν στην ζωή μου. Καζάνια μεγαλύτερα και από αυτά της κόλασης. Φούρνοι οι οποίοι δεν χρειάζονταν κάρβουνα αλλά έκαιγαν βγάζοντας ένα πυρακτωμένο κόκκινό-πορτοκαλί χρώμα. Μα το πιο φρικτό μηχάνημα ήταν η κύρια Άγιο Βασίλενα. Ήταν φτιαγμένη από μαύρο μέταλλο, δεν είχε πόδια μόνο μια ρόδα στην οποία στηριζόταν η πελώρια κατασκευή της. Και η κοιλιά της δεν ήταν κοιλιά αλλά και αυτή ένας φούρνος που θα μπορούσε να χωρέσει μέσα του όλα τα ξωτικά!
Ο Κόκκινος έκλεισε την πόρτα και έπεσε στο ένα γόνατο για να μας βλέπει καλύτερα. Ήθελα να τον φτύσω, να τον βρίσω! Και ήμουν έτοιμος να το κάνω! Μα τότε προς έκπληξή μου όλα τα υπόλοιπα ξωτικά σταμάτησαν να χαμογελάνε και άρχισαν να του φωνάζουν. Ναι να του φωνάζουν! Όλα μαζί με μια φωνή. Εάν δεν ήμουν τόσο τρομαγμένος θα μαγευόμουν από το θέαμα.
«Μα γιατί το κάνετε αυτό;» είπε το ξωτικό νούμερο 187.
«Αγαπημένα μου παιδιά… λυπάμαι μα εάν δεν το κάνω, όπως ξέρετε ήδη πολύ καλά (σας το επαναλαμβάνω κάθε 4 χρόνια άλλωστε) ο ετεροθαλής αδελφός μου ο Κράμπους θα φάει όλα τα άτακτα παιδιά. Έτσι τουλάχιστον πεθαίνει μόνο ένα (και μάλιστα από τα χειρότερα) κάθε τέσσερα χρόνια»
«Έχεις σκεφτεί ότι με το να τους προστατεύεις κάνεις μεγαλύτερο κακό;» συνέχισε ο 187 Έμοιαζε να είναι ο αρχηγός μας. Ίσως θα μπορούσα να πω και ο σωτήρας μας;
Εδώ ο Αφέντης έμοιαζε να το σκέφτεται. Με τι δεν ξέρω. Αφού σε αυτό το στάδιο ότι μυαλό είχε, πρέπει να είχε μετατραπεί σε ζάχαρη.
«Καλά μου παιδιά δε μπορώ να το σκεφτώ αυτό τώρα». Τα έλεγα εγώ! «Ελάτε βοηθήστε με και ετοιμάστε τον για ψήσιμο» είπε και με το κεφάλι του έδειξε… Εμένα. Θεέ μου εμένα!
Το 187 μάζεψε τα υπόλοιπα ξωτικά κοντά του. Πήγα να μπω και εγώ στον κύκλο τους, μα ήταν ερμητικά κλειστός. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα γύρισαν προς το μέρος του και πολύ απλά του έγνεψαν… Του έγνεψαν θετικά! Μα πως είναι δυνατόν!
Με έπιασαν και με έδεσαν πάλι σε μια καρέκλα πριν προλάβω να αντιδράσω. Πήγα να φωνάξω αλλά το χαμόγελο έμοιαζε να είχε κολλήσει στο στόμα μου. Με έλουσαν με αλεύρι, με αυγό και ζάχαρη. Τώρα και να ήθελα να κουνηθώ δεν μπορούσα. Τέσσερα άτομα με πήραν στον ώμο τους και με πήγαν μέχρι την ανοικτή κοιλιά της Άγιο Βασίλενας.
«Ο γέρος τα έχει παίξει. Δεν υπάρχει Κράμπους. Ο ίδιος είναι! Κάνει τον Άγιο Βασίλη την μέρα και τον Κράμπους την νύχτα! Αλλά μην ανησυχείς εσύ! Καθόλου μην ανησυχείς! Σε εσένα βάλαμε λιγότερο γάλα. Τα ξωτικά που θα δημιουργηθούν από το μπισκότο σου θα φέρουν την επανάσταση. Θα γίνεις ήρωας! Χαλάρωσε και απόλαυσε το!» μου είπε το 187 με σιγανή φωνή.
Ένα δάκρυ χύθηκε από το μάτι μου το οποίο εξατμίστηκε αμέσως μόλις με πέταξαν στον φούρνο. Η πόρτα έκλεισε και σιγά σιγά όλα μαύρισαν.
….
Μετά από 40 περίπου λεπτά ο Άγιος Βασίλης πήγε στην κουζίνα και αφού έσκασε ένα φιλί στην μεταλλική γυναίκα του, άνοιξε την κοιλιά της, έβγαλε από μέσα το μπισκοτόπαιδο, πήρε μια γερή δαγκωνιά από το κεφάλι του και είπε με ηδονή.
«Σίγουρα αυτό είναι ένα από τα καλύτερα μπισκοτόπαιδα! Θα μου φτιάξει τα καλύτερα ξωτικά! Παιδιά μου ξεπαγώστε πεντακόσιους άτακτους». Τα ξωτικά έτρεξαν στις σκοτεινές αίθουσες που βρίσκονταν μπροστά από την κουζίνα. Μετακίνησαν με μεταλλικά καρότσια μεγάλα κομμάτια πάγου που μέσα τους έκρυβαν τρομαγμένα παιδιά, ενώ για πρώτη φορά μετά από αιώνες γελούσαν πραγματικά με την ψυχή τους.
Αυτό το τραγούδι με ανατρίχιασε από όταν την πρώτη στιγμή που το άκουσα. Προειδοποίηση για τα παιδάκια, καθημερινότητα για εμάς. Κλείνω τα αυτιά μου, όσο τα υπόλοιπα ξωτικά τραγουδάνε χαρούμενα όλα τα τραγούδια των Χριστουγέννων από την υφήλιο. Ένα από τα θετικά αυτής της δουλείας είναι ότι μαθαίνεις ξένες γλώσσες. Συγνώμη αυτό είναι υπερβολή. Μαθαίνεις ξένες λέξεις, που περιορίζονται σε τζάκι, δέντρο και χοντρός παπάρας με κόκκινη στολή.
«Ξωτικό 236. Γιατί σταμάτησες να δουλεύεις» είπε η γνωστή φωνή του τεμπελχανά που δουλεύει μόνο μια μέρα το χρόνο, ενώ το μεγάλο μάτι στον τοίχο είχε στραφεί κατά πάνω μου. Αμέσως έλεγξα, νοητικά, εάν χαμογελάω. Ναι ευτυχώς τα δόντια μου ήταν ακάλυπτα και οι άκρες των χειλιών μου ανασηκωμένες. Έκανα μια γρήγορη υπόκλιση και ξαναέπιασα τα εργαλεία μου. Ξύλινα για να μην κτυπήσουμε, εάν κάποιος έχει περισσότερο γάλα στο αίμα, είτε για να μην ανατρέψουμε τον γέρο, εάν όπως στην δική μου περίπτωση, είχε λιγότερο.
Στερούμε πολλά εδώ ευτυχώς όμως όχι το διάβασμα. Με τα χρόνια είχα κλέψει και διαβάσει βιβλία που επέλεγαν παιδιά ως δώρο Χριστουγέννων. Αν και βέβαια αυτό είναι κάτι που ζητάνε, ή τουλάχιστον ζητούσαν οι έφηβοι, έχοντας την ελπίδα βαθιά μέσα τους, πως αυτός ο ξεκούτης είναι αληθινός. Μην φοβάστε ψυχές μου. Τόσο αυτός όσο και το μαστίγιο του υπάρχουν για να στοιχειώνουν τις άγρυπνες νύχτες μου. Τα βιβλία μου τα έκρυβα σε ένα μπαούλο στο σπίτι μου.
Μα καλά ποιος πάει στην μέση του βόρειου πόλου και κτίζει σπίτι από gingerbread! Κάθε εβδομάδα από την υγρασία σαπίζει το κέικ και χρειάζεται ανακαίνιση. Να ναι καλά η γυναίκα του. Ψήνει. Ολημερίς και ολονυχτίς ψήνει για να μας ταΐζει… Όλους μας. Κάθε κάτοικο του Βόρειου Πόλου. Το θεριό μπισκότα και εμάς…. Εμάς ψίχουλα. Κυριολεκτικά! Για αυτό τις πρώτες μέρες λεπταίνω τους τοίχους της κατοικίας μου. Πεινάω! Τι να κάνω; Αν είχα λίγο περισσότερο γάλα μέσα μου, ίσως να μην πεινούσα τόσο. Ίσως ακόμη να ήμουν και ευτυχισμένος… Ποιος ξέρει;
Την πρώτη εβδομάδα σε αυτή την κόλαση την πέρασα δεμένος σε μια καρέκλα με τρυπημένες φλέβες. Σε αυτές ήταν συνδεδεμένα δύο πλαστικά σωληνάκια. Από το ένα μου γινόταν αφαίμαξη και από το άλλο έμπαινε το λευκό υγρό. Μοναδική μου παρέα ήταν ένα ξωτικό, με την πράσινη του στολή η οποία είχε κεντημένα πάνω της χρυσά κουδούνια που κτυπούσαν καθώς αυτό χόρευε δεξιά και αριστερά δημιουργώντας μου πονοκέφαλο. Το ξωτικό όταν ξημέρωνε και όταν νύχτωνε έβαζε καινούργιο υγρό να πέφτει αργά μέσα στις φλέβες μου. Το θυμάμαι να μου χαμογελάει τόσο έντονα που θα ορκιζόμουν πως είχα δει τις άκρες των χειλιών του να ματώνουν. Είναι φοβερό να βλέπεις το μέλλον σου να διαγράφετε τόσο καθαρά μπροστά στα μάτια σου και εσύ να μην το καταλαβαίνεις.
Μια μέρα όσο είχα ακόμα καθαρό μυαλο το ρώτησα βραχνά:
«Τι είναι αυτό το λευκό πράγμα;»
«Μα γάλα καλέ μου κύριε. Γάλα με λίγο τριμμένο μπισκότο και θα γίνετε και εσείς γρήγορα σαν και εμένα!» μου απάντησε και έπειτα γέλασε δυνατά. Για καλή μου τύχη όμως δεν έγινε έτσι. Για καλή μου είπα; Για κακή και ανάποδη έπρεπε να πω. Είναι αφόρητο να είσαι ο μόνος λογικός μέσα σε ένα κοπάδι από άβουλα όντα. Μια μέρα το ξωτικό που μου έφερνε το γάλα σκούντησέ, άθελα του, το χέρι στο οποίο γινόταν η έκχυση του ‘φαρμάκου’. Έτσι δεν πήρα όλο το ζουμί… Μόνο τόσο ώστε να με κάνει αθάνατο και κάπως λογικό. Από εκείνες τις μέρες έχουν περάσει περίπου 400 χρόνια.
«Ξανά από την αρχή, ο χρόνος γυρνά, το έλκηθρο εκεί τα αστέρια περνά. Ο Άη Βασίλης έρχεται ξανά.»
Τα βήματα του ακούστηκαν βαριά στις σκάλες. Ένιωσα τις τρίχες στο πίσω μέρος του λαιμού μου να ανασηκώνονται και ένα ηλεκτρικό ρεύμα να με διαπερνά.
«Χο, χο, χο.» είπε και κτύπησε μια φορά το μαστίγιο του τον αέρα.
«Παιδιά μου! Σας βλέπω και σας χαίρομαι! Χο, χο, χο»
«Χο, χο, χο» απαντήσαμε όλοι μαζί εν χορό.
«Μαζί θα καταφέρουμε σπουδαία πράγματα! Μας περιμένει πολύ δουλειά! Σήμερα όμως σας έχω καλά νέα! Θέλω να πάρω κάποιους από εσάς μαζί μου για μια… Για μία εκπαιδευτική εκδρομή στις κουζίνες…»
Κακόμοιροι… Ήρθε πάλι ο καιρός για τις κουζίνες. Κάθε 4 χρόνια καλούσε ‘τα παιδιά του’ εκεί. Τότε όσοι είχαν επιλεγεί τον ακολουθούσαν. Έλειπαν για μια εβδομάδα και έπειτα γύριζαν. Οι ίδιες φάτσες με διαφορετικό βλέμμα. Μπορεί να ήταν και άλλα άτομα δεν ξέρω. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρος για τον αριθμό ή την προσωπικότητα των ξωτικών. Όλα τους μου έμοιαζαν ίδια…
Σε λίγες μέρες έρχονται Χριστούγεννα. Αγαπούσα κάποτε τα Χριστούγεννα. Πριν την μέρα που εκείνος μπήκε στο παλάτι μου, προσπέρασε φρουρούς μου και με ρούφηξε μέσα στο σάκο του. Ούρλιαζα τόσο πολύ και τόσο δυνατά που πονούσε ο λαιμός μου. Ούρλιαζα μέχρι που δεν έβγαινε πια η φωνή μου. Μέχρι τότε όμως είχαν προστεθεί και άλλα ταλέντα στην χορωδία ουρλιαχτών. Μέσα στην θάλασσα αγνώστων αναγνώρισα και κάποιους φίλους και συγγενείς μου. Παιδιά όλοι μας….
Όταν μας έβαλε στην μεγάλη αίθουσα, (πριν μας δέσει στις καρέκλες) μας είπε πως όλοι μας ήμασταν τα χειρότερα, τα πιο άτακτα παιδιά. Πως εκείνος ήταν εκεί για να μας τιμωρήσει, για να μας κάνει καλύτερους. Δεν ήξερα τι είχε να μου προσάψει εμένα. Του φώναξα λοιπόν:
«Δεν έκανα τίποτα. Είμαι αθώος… θέλω την μαμά μου!» εκείνος έβαλε αμέσως τα γυαλιά του και άρχισε με το δάχτυλο του να ψάχνει σε μια λίστα. Όταν βρήκε το όνομά μου γέλασε δυνατά και είπε.
«Μα καλό μου παιδί, εδώ λέει ότι διέταξες την θανάτωση ενός σκλάβου επειδή… Επειδή σε κοίταξε περίεργα» σε αυτό το σημείο έβγαλε την λίστα από το πρόσωπο του.
«Ήταν τυφλός ο άνθρωπος!» είπε και έπειτα συνέχισε να διαβάζει.
«Έκαψες έναν στάβλο!»
«Ένα από τα άλογα που ήταν μέσα με είχε δαγκώσει. Τα θέλε και τα πάθε!»
«Διέταξες το μαστίγωμα μιας εγκύου!»
«Δεν έκανε καλό κέικ. Τι έπρεπε να κάνω;»
«Μα καλό μου παιδί εσύ είσαι πολύ, πολύ άτακτος θα έλεγα ο πιο άτακτος… Χο, χο, χο» είπε και πριν προλάβω να του απαντήσω όπως θα του άρμοζε έβγαλε το μαστίγιό του και με κτύπησε μερικά χιλιοστά κάτω από το μάτι.
«Ξωτικό νούμερο 187» είπε βλοσυρά το μεγάλο αφεντικό, επαναφέροντας με στην πραγματικότητα. Αυτό ήταν το ξωτικό που μου έδινε το γάλα… Στα τσακίδια λοιπόν.
«Και ξωτικό νούμερο 236» είπε, με κοίταξε και μου έκλεισε το μάτι. Δεν είναι δυνατό! Όχι, ψυχραιμία. Δεν πρέπει να δείξω ότι αγχώνομαι… Άλλωστε δεν ξέρω στα σίγουρα τι συμβαίνει στις κουζίνες. Μόνο υποψιάζομαι. ‘Απλά χαμογέλα και προχώρα’ διέταξα τον εαυτό μου.
Ακολουθούμε τον χοντρομπαλά, εγώ και καμιά εικοσαριά άλλα χαζοχαρούμενα ξωτικά, προς τις κουζίνες. Προσμένοντας, εγώ τουλάχιστον, την επικειμένη αλλαγή ή θάνατο μου. Που να του κολλήσει κάνα μπισκότο στο λαιμό του άξεστου!
Περάσαμε τρεις σκοτεινές αίθουσες, τόσο κρύες που θα νόμιζες πως είχαν παγάκια αντί για τοίχους. Το μόνο φως που είχαν, ήταν αυτό που φώτιζε ακριβώς πάνω από τον διάδρομο στον οποίο περπατούσαμε. Δύο βήματα και φτάσαμε. Η κουζίνα. Εδώ από όπου κανείς δεν γύρισε ποτέ. Τουλάχιστον ο ίδιος.
Άνοιξέ η πόρτα, βγάζοντας αυτόν τον απαίσιο ήχο σαν πεινασμένη αρκούδα που μόλις είχε ξυπνήσει από χειμερία νάρκη και ένιωσα να χάνω τα λογικά μου. Μπροστά μου εμφανίστηκαν συσκευές που δεν είχα δει ποτέ πριν στην ζωή μου. Καζάνια μεγαλύτερα και από αυτά της κόλασης. Φούρνοι οι οποίοι δεν χρειάζονταν κάρβουνα αλλά έκαιγαν βγάζοντας ένα πυρακτωμένο κόκκινό-πορτοκαλί χρώμα. Μα το πιο φρικτό μηχάνημα ήταν η κύρια Άγιο Βασίλενα. Ήταν φτιαγμένη από μαύρο μέταλλο, δεν είχε πόδια μόνο μια ρόδα στην οποία στηριζόταν η πελώρια κατασκευή της. Και η κοιλιά της δεν ήταν κοιλιά αλλά και αυτή ένας φούρνος που θα μπορούσε να χωρέσει μέσα του όλα τα ξωτικά!
Ο Κόκκινος έκλεισε την πόρτα και έπεσε στο ένα γόνατο για να μας βλέπει καλύτερα. Ήθελα να τον φτύσω, να τον βρίσω! Και ήμουν έτοιμος να το κάνω! Μα τότε προς έκπληξή μου όλα τα υπόλοιπα ξωτικά σταμάτησαν να χαμογελάνε και άρχισαν να του φωνάζουν. Ναι να του φωνάζουν! Όλα μαζί με μια φωνή. Εάν δεν ήμουν τόσο τρομαγμένος θα μαγευόμουν από το θέαμα.
«Μα γιατί το κάνετε αυτό;» είπε το ξωτικό νούμερο 187.
«Αγαπημένα μου παιδιά… λυπάμαι μα εάν δεν το κάνω, όπως ξέρετε ήδη πολύ καλά (σας το επαναλαμβάνω κάθε 4 χρόνια άλλωστε) ο ετεροθαλής αδελφός μου ο Κράμπους θα φάει όλα τα άτακτα παιδιά. Έτσι τουλάχιστον πεθαίνει μόνο ένα (και μάλιστα από τα χειρότερα) κάθε τέσσερα χρόνια»
«Έχεις σκεφτεί ότι με το να τους προστατεύεις κάνεις μεγαλύτερο κακό;» συνέχισε ο 187 Έμοιαζε να είναι ο αρχηγός μας. Ίσως θα μπορούσα να πω και ο σωτήρας μας;
Εδώ ο Αφέντης έμοιαζε να το σκέφτεται. Με τι δεν ξέρω. Αφού σε αυτό το στάδιο ότι μυαλό είχε, πρέπει να είχε μετατραπεί σε ζάχαρη.
«Καλά μου παιδιά δε μπορώ να το σκεφτώ αυτό τώρα». Τα έλεγα εγώ! «Ελάτε βοηθήστε με και ετοιμάστε τον για ψήσιμο» είπε και με το κεφάλι του έδειξε… Εμένα. Θεέ μου εμένα!
Το 187 μάζεψε τα υπόλοιπα ξωτικά κοντά του. Πήγα να μπω και εγώ στον κύκλο τους, μα ήταν ερμητικά κλειστός. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα γύρισαν προς το μέρος του και πολύ απλά του έγνεψαν… Του έγνεψαν θετικά! Μα πως είναι δυνατόν!
Με έπιασαν και με έδεσαν πάλι σε μια καρέκλα πριν προλάβω να αντιδράσω. Πήγα να φωνάξω αλλά το χαμόγελο έμοιαζε να είχε κολλήσει στο στόμα μου. Με έλουσαν με αλεύρι, με αυγό και ζάχαρη. Τώρα και να ήθελα να κουνηθώ δεν μπορούσα. Τέσσερα άτομα με πήραν στον ώμο τους και με πήγαν μέχρι την ανοικτή κοιλιά της Άγιο Βασίλενας.
«Ο γέρος τα έχει παίξει. Δεν υπάρχει Κράμπους. Ο ίδιος είναι! Κάνει τον Άγιο Βασίλη την μέρα και τον Κράμπους την νύχτα! Αλλά μην ανησυχείς εσύ! Καθόλου μην ανησυχείς! Σε εσένα βάλαμε λιγότερο γάλα. Τα ξωτικά που θα δημιουργηθούν από το μπισκότο σου θα φέρουν την επανάσταση. Θα γίνεις ήρωας! Χαλάρωσε και απόλαυσε το!» μου είπε το 187 με σιγανή φωνή.
Ένα δάκρυ χύθηκε από το μάτι μου το οποίο εξατμίστηκε αμέσως μόλις με πέταξαν στον φούρνο. Η πόρτα έκλεισε και σιγά σιγά όλα μαύρισαν.
….
Μετά από 40 περίπου λεπτά ο Άγιος Βασίλης πήγε στην κουζίνα και αφού έσκασε ένα φιλί στην μεταλλική γυναίκα του, άνοιξε την κοιλιά της, έβγαλε από μέσα το μπισκοτόπαιδο, πήρε μια γερή δαγκωνιά από το κεφάλι του και είπε με ηδονή.
«Σίγουρα αυτό είναι ένα από τα καλύτερα μπισκοτόπαιδα! Θα μου φτιάξει τα καλύτερα ξωτικά! Παιδιά μου ξεπαγώστε πεντακόσιους άτακτους». Τα ξωτικά έτρεξαν στις σκοτεινές αίθουσες που βρίσκονταν μπροστά από την κουζίνα. Μετακίνησαν με μεταλλικά καρότσια μεγάλα κομμάτια πάγου που μέσα τους έκρυβαν τρομαγμένα παιδιά, ενώ για πρώτη φορά μετά από αιώνες γελούσαν πραγματικά με την ψυχή τους.