Ραντεβού του ασανσέρ, της Βασιλικής Καραμπάτσου

Πώς γίνεται να ξέχασα τα δώρα στο γραφείο ; Όσο περνάει ο καιρός νιώθω ότι ξεχνάω όλο και περισσότερο. Τις προάλλες είχα κανονίσει μία συνέντευξη με την Batsheva Hay, την σχεδιάστρια μόδας που στην εβδομάδα μόδας της φετινής χρονιάς είχε μοντέλα όλων των ηλικιών. Ευτυχώς που η προϊσταμένη μου αποφάσισε φέτος να έχω και βοηθό.

Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω σε αυτό το περιοδικό δεν έχω ξεκουραστεί ουσιαστικά. Ακόμα και στις διακοπές, μπροστά από ένα Laptop ήμουν. Μην μιλήσω για την προσωπική μου ζωή καλύτερα. Δεν είχα ποτέ κανονική σχέση. Ο ένας δεν μπορούσε να μιλήσει, ο άλλος ήξερε να μιλάει μόνο για ποδόσφαιρο, και πάνω που βρήκα έναν άνθρωπο που να μπορεί να σταθεί δίπλα μου, να ξέρει από πολιτικά , να έχει χιούμορ, να μην βλέπει μπάλα, να μην μένη με την μάνα του και να κάνει και καλό σεξ, μαθαίνω ότι έχει σχέση και μάλιστα ότι το πάνε για γάμο αφού είναι έγκυος. Άλλη μια χρονιά δηλαδή σε οικογενειακό τραπέζι χωρίς συνοδό.

Έχω συνηθίσει πλέον. Άντε δεν θα μας φέρεις καμία σχέση σου; Μήπως δεν είσαι καλά ψυχολογικά, για αυτό παχαίνεις; Μήπως να μην το φας αυτό; Πότε θα κάνεις παιδιά; Τιιι δεν θες παιδιά; Μα είναι η χαρά της ζωής! Και μετά κυνηγάνε την χαρά της ζωής τους γιατί πίνει από το πιατάκι του σκύλου.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Θα περάσει όμως, ένα βράδυ είναι, και αυτό όχι ολόκληρο. Φέτος έπρεπε να παραβρεθώ σε μία δεξίωση νωρίτερα, με την ομάδα του περιοδικού, οπότε τώρα θα φτάσω κατά τις δέκα στο σπίτι των γωνιών μου. Μετά την αλλαγή έχω κανονίσει με την παρέα μου να πάμε για ποτό.

Βγαίνω από την σκοτεινή πλέον υποδοχή και κλειδώνω την γυάλινη πόρτα. Φτάνω στο ασανσέρ και ξεφορτώνω τις τσάντες με τα δώρα. Ξεκινάει από τον εικοστό πέμπτο όροφο που βρίσκομε να κατεβαίνει. Το ασανσέρ εκτός από δύο γκρι μεταλλικούς τοίχους, που καλύπτοντες από μία άσχημη τιρκουάζ ταπετσαρία στα δεξιά και αριστερά την πόρτας, είχε έναν υπέροχα τζάμι από το οποίο έβλεπες την πόλη. Σταματάει στον εικοστό πρώτο όροφο . Σηκώνω το σώμα μου κάπως προβληματισμένη, ανοίγει η πόρτα και βλέπω έκπληκτη τον Τζακ Ράικαρτ, δημοσιογράφο ταξιδιωτικού περιοδικού, στέκετε έξω από το ασανσέρ και με κοιτάει όσο περίεργα τον κοιτούσα και εγώ.

«Δεσποινίς Σμιθ;» Βγαίνει από το στόμα του η φωνή και βάζει το χέρι του για να εμποδίσει την πόρτα να κλείσει, μπαίνει μέσα. Έρχεται δίπλα μου «Είχα καταλάβει ότι αγαπάτε την δουλειά σας αλλά δεν πίστευα ότι παραμονή πρωτοχρονιάς θα δουλεύατε»

«Το ίδιο θα έλεγα και για εσάς κύριε Ράικαρτ. Δεν ήρθα για δουλειά. Ξέχασα κάτι πράγματα και τα χρειάζομαι για σήμερα το βράδυ» Δείχνω τις τσάντες δίπλα μου και γυρνάει να τις κοιτάξει.

«Και εγώ για κάτι παρόμοιο» Μου απαντάει «Εγώ ξεχ…» Δεν προλαβαίνει να τελειώσει την πρόταση του, κλείνω για κάποια δεύτερα το φως και σταματάει αυτόματα το ασανσέρ. «Τι έγινε;» Ακούγετε κάπως τρομαγμένος.

«Θα υποθέσω ότι έγινε μια μικρή διακοπή ρεύματα ικανή να μπλοκάρει το σύστημα του ασανσέρ. Είναι λίγο παλιό» Του εξηγώ και κοιτάω έξω από το τζάμι του ασανσέρ.

«Δηλαδή κλιστήκαμε ;» Βγάζει το κινητό από την τσέπη του, το ανοίγει προφανώς για να καλέσει βοήθεια «Δεν έχει σήμα»

Ξαφνικά αρχίζω και αγχώνομαι. Βγάζω και εγώ το κινητό από την τσάντα μου, ήρεμα, δεν θα ήθελα να δείξω τον φόβο μου, το ανοίγω, παίρνω την ασφάλεια του κτηρίου, αλλά ούτε που χτυπάει.

«Όντως» Το παίζω άνετη «Η ασφάλεια του κτηρίου θα ενημερωθεί αυτόματα, και όσο για τον θάλαμο, είναι σφραγισμένο με τέσσερα φρένα» Λέω κυρίως για να το ακούσω εγώ.

«Δηλαδή θα έρθουν όπου νάνε;» Ρωτάει τελικά.

«Ναι, να μην σου πω ότι είναι στον δρόμο αυτήν την στιγμή που μιλάμε» Λέω και απομακρύνομαι διακριτικά ακουμπώντας απαλά στην μία πλευρά.



ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΜΕΤΑ…



«Ευτυχώς που τρέχουν για να μας βγάλουν από εδώ μέσα» Ακούγετε κάπως κουρασμένος, αλλά η αίσθηση του χιούμορ δεν κουράζετε ποτέ.

«Εντάξει, μπορεί και να μην ήταν τελικά» Παραδέχομαι «Συνήθως με το που σταματήσει ο μηχανισμός να λειτουργεί, στέλνει κατευθείαν σήμα στην εταιρία»

«Μάλιστα» Κάθετε στο πάτωμα ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο «Δεσποινίς Κλερ δεν νομίζω να δουλεύει κανείς τέτοια μέρα»

«Ναι λογικό» Κάθομαι και εγώ απέναντι του «Εσείς δεν μου είπατε τι γυρεύετε εδώ»

«Εγώ ξέχασα το διαβατήριο μου, το χρειαζόμουν για μια πτήση που έχω στις τρεις» Μου εξηγεί «Αν φυσικά δεν την χάσω» Δείχνει τον μικρό χώρο στον οποίον βρισκόμαστε.

«Θα έχουμε βγει πιστεύω» Με κοιτάει επικριτικά «Στην τελική και η εταιρία να μην ειδοποιηθεί, θα μας ψάξουν οι δικοί μας, εγώ έχω πει στον αδελφό μου ότι θα πεταγόμουν μέχρι το γραφείο» Ελπίζω να το θυμηθεί τουλάχιστον «Εσείς έχετε ενημερώσει κάποιον;»

«Εγώ; Όχι» Απαντάει κάπως αμήχανα «Βασικά δεν έχω κανονίσει και τίποτα για σήμερα οπότε σίγουρα δεν θα με ψάξει κανένας» Μου εξομολογείτε κάπως αδιάφορα.

«Τέτοια μέρα ;» Ρωτάω κάπως αδιάκριτα «Πως και έτσι;»

«Τα τελευταία χρόνια δεν κάνω κάτι» Απαντάει χωρίς να κάνει καμία γκριμάτσα το πρόσωπο του.

Άβολο! Και κάπως μου τράβηξε το ενδιαφέρον , αλλά έδιωξα το βλέμμα μου μακριά από αυτόν και κοίταξα έξω την γεμάτη φώτα πόλη.

Με τον Τζακ Ράικαρτ δεν γνωριζόμαστε καλά. Συγκεκριμένα πριν από τρία χρόνια είχαμε συναντηθεί στην καφετέρια του κτηρίου. Εμένα ήταν από τις πρώτες μέρες που είχα πιάσει δουλεία στο περιοδικό και έψαχνα για παρέα. Μπορεί σαν άνθρωπος να μην είμαι πολύ κοινωνική, αλλά πάντα στις καινούριες δουλειές προσπαθούσα να είμαι φιλική με τους συναδέλφους μου.

Έτσι και με τον Τζακ. Φαινόταν να είχε μια πολύ δύσκολη μέρα όταν κατά λάθος του έριξα τον καφέ. Δεν μου μίλησε άσχημα, αν και θα το ήθελε. Αντιθέτως μου είπε με νεύρα ότι είναι όλα εντάξει και πήγε προς το μπάνιο να καθαριστεί. Μέχρι να βγει είχα κανονίσει να του φτιάξουν άλλο και με το που τον είδα τον ακολούθησα για να του το δώσω . Στην αρχή με κοίταξε περίεργα αλλά άλλαξε το βλέμμα του αμέσως μόλις του πρόσφερα τον καφέ και του είπα συγνώμη για το παντελόνι.

Εκείνη την ημέρα δεν μου είπε κάτι ιδιαίτερο άλλα τουλάχιστον δεν με πήρε με κακό μάτι. Από τότε η μόνη επαφή που έχω μαζί του είναι στο ασανσέρ που θα πούμε ένα τυπικό Καλημέρα, τι κάνετε; Τολμώ να πω ότι στην αρχή είχα προσπαθήσει να τον φλερτάρω. Μέχρι που έμαθα ότι έχει σχέση και μετά από έναν χρόνο ξεκίνησε τα ταξίδια για τα άρθρα του, οπότε σταμάτησα να τον βλέπω τόσο συχνά .Τα τελευταία δύο χρόνια δεν μπορεί κανένας να του πάρει λέξει. Δεν έχει με κανέναν επικοινωνία, εκτός από τον Έρικ τον υπεύθυνο για το μάρκετινγκ, που είναι φίλοι πολλά χρόνια.

Οπότε επικρατεί ένα μυστήριο γύρο του, που θα ήθελα να το αποκρυπτογραφήσω.

«Έχεις νερό μαζί σου;» Με βγάζει από την σκέψη μου

Ψάχνω την τσάντα μου «Όχι ,δυστυχώς δεν έχω» Κοιτάει αδιάφορα έξω «Αλλά ….» Αρχίζω να ψάχνω τις τσάντες με τα δώρα «Έχω ένα μπουκάλι λευκό κρασί» Βγάζω το κρασί που προοριζόταν για την μητέρα μου. Δεν πειράζει, θα καταλάβει ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Μου κάνει νόημα με το κεφάλι του και το προσφέρω.

«Ελπίζω να μην σιχαίνεσαι» Μου λέει και ξεβιδώνει το μπουκάλι.

«Έκανες κάτι παράξενο σήμερα με το στόμα σου;» Ρωτάω και τον βλέπω να κοκαλώνει από την ερώτηση.

«Όχι» Απαντάει γελώντας.

«Τέλεια, ούτε και εγώ» Προσθέτω.

«Άρα δεν υπάρχει λόγος να σιχαίνομαι ούτε και εγώ» Μου λέει κάπως χαλαρά και μου προσφέρει το ποτό μετά από μια γερή γουλιά. Γελάω πίνοντας και εγώ.

«Που θα πας φέτος;» Ρωτάω για να συνεχιστεί κάπως η συζήτηση.

«Θα πάω να δω το Βόριο Σέλας» Μου απαντάει υπερήφανος.

«Ουάου» Τον κοιτάω με θαυμασμό «Όνειρο ζωής να επισκέπτω το Βόριο Σέλας. Θα περάσεις τέλεια, τι έχεις σχεδιάσει; » Συνεχίζω.

«Θα πάω για αρχή στο Όσλο και μετά από εκεί θα ταξιδέψω προς Τρόμσλο, είναι δυο ώρες με το αεροπλάνο. Εκεί θα μείνω μια μέρα κάνω κάτι γυρίσματα γιατί είναι πολύ γραφική πόλη. Την επόμενη μέρα θα πάρω ένα λεωφορείο για να κάνω την εμπειρία των Σάμι. Οι Σάμι είναι ένας νομαδικός λαός που σχετίζονται με την εκτροφή ταράνδων, οπότε καταλαβαίνεις, θα κάνω βόλτα με ταράνδους, θα τους ταΐσω, θα δω γενικά με τι σχετίζετε ο πολισμός τους. Λέω να κάνω και κάποιο αφιέρωμα σε αυτούς. Και έπειτα θα μείνω σε κάτι σκηνές, ειδικά διαμορφωμένες για να μπορείς να μείνεις εκεί και να μην πεθάνεις από το κρύο, και έπειτα θα περιμένω έξω από τις σκηνές, στις φωτιές που θα έχουν αναμμένες, μήπως δω το Βόριο Σέλας»

Τον κοιτάω άφωνη από το πόσο τέλεια εμπειρία ακούγετε «Οκεεευ, εγώ θα πάρω το μικρό και ταπεινό αρθράκι μου για τον κύκλο της μόδας και θα κλάψουμε στη γωνία με ένα μπουκάλι κρασί αγκαλιά» Κάνω ότι κλαίω και πίνω λίγο ακόμα από το κρασί, που χωρίς να το καταλάβουμε είχα φτάσει στα μισά.

«Μην λες χαζά» Γελάει και σηκώνετε για να πάρει το μπουκάλι «Έχω διαβάσει άρθρα σας και είναι πολύ καλά»

«Θα μπορούσα, να σας ζητήσω να μου μιλάτε στον ενικό;»

«Μόνο αν και ΕΣΎ μου μιλήσεις στον ενικό» Μου χαμογελάει.



ΜΙΑ ΏΡΑ ΜΕΤΆ ΑΠΟ ΠΟΛΙΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΚΕΛΜΑΤΙΚΈΣ ΣΥΖΗΤΉΣΕΙΣ



«Είχες σχέδια;» Με ρωτάει σε άσχετη στιγμή.

«Μόλις γύρισα από μία δεξίωση και ήρθα από εδώ να πάρω τα δώρα, που ξέχασα, για να τα πάω στους δικούς μου» Απάντησα «Και μετά θα βγω με κάτι φίλες μου που έχω καιρό να δω» Το μυαλό μου πάει κατευθείαν στην περίπτωση που δεν μας βγάλουν εγκαίρως και με πιάνει μια μελαγχολία «Ξέρεις… με παιδιά και τις δουλειές δεν συναντιόμαστε συχνά»

«Εγώ πιστεύω ότι θα προλάβεις» Προσπαθεί να με κάνει να νιώσω καλά «Στην τελική, θα κρατήσω εγώ τα παιδιά σας ένα βράδυ να βγείτε»

Γελάω «Τα παιδιά ΤΟΥΣ, εγώ δεν έχω» Για κάποιον λόγο ένοιωσα την ανάγκη να το ξέρει.

«Έστω…» Μια άβολη σιωπή αρχίζει άρχισε να επικρατεί και το κρασί ήδη τελείωσε.

«Λοιπόν» Κάθομαι οκλαδόν και αρχίζω να ψάχνω τα πράγματα μου «Έχω ένα μπουκάλι ουίσκι» Δείχνω ένα μπουκάλι φθηνό ουίσκι, δώρο για του αδελφού μου «Τι λες να το ρίξουμε έξω, λέγοντας τι καταλάβαμε από την φετινή χρόνια και τι θέλουμε για την καινούρια» Προτείνω ξέροντας ότι είναι κάπως άκυρο αφού δεν γνωριζόμαστε.

«Δεν είναι κακιά ιδέα» Λέει και χαλαρώνει «Θα ξεκινήσω εγώ» Παίρνει το ουίσκι από τα χέρια μου και το ανοίγει, βγάζοντας με έναν ελβετικό σουγιά, που είχε στα κλειδιά του την μπίλια «Λοιπόν» Τεντώνετε «Ένα πράγμα που κατάλαβα φέτος είναι, ότι κουραστικά να είμαι μόνος» Ξεκινάει να λέει «Εδώ και δυο χρόνια που έχω χωρίσει έχω απομακρυνθεί από όλους. Την φετινή χρονιά θέλω να κάνω φίλους, να βγαίνω έξω και να μην κάνω τόσα ταξίδια, επαγγελματικά τουλάχιστον» Πίνει λίγο από το ποτό «Έφτιαξα και την αίτηση για να γυρίσω στο γραφείο αλλά δεν το έχω στείλει ακόμα» Μου λέει λες και το συζητάει με τον κολλητό του.

«Γιατί;» Ρωτάω και τεντώνω το χέρι μου για να μου δώσει το μπουκάλι.

«Δεν ξέρω» Σκέφτεται «Δεν έχω το θάρρος»

«Εσύ;» Ρωτάω και γελάω λίγο «Αν θυμάμαι καλά, πριν τρεις μήνες είχες επισκεφτεί τα νησιά Μουχέρες στην καραϊβική για να κάνεις κατάδυση με λευκούς καρχαρίες ;» Προσπαθώ να μην γελάσω.

«Μου φαίνεται πως κάποια είναι φαν» Γελάει.

«Ναι, δεν το κρύβω» Συνεχίζω να πίνω «Δεν χάνω τεύχος που περιέχει δικό σου άρθρο» Προσπαθώ να μην δείξω την ντροπή μου «Θεωρό ότι είσαι από τους καλύτερους αρθρογράφος του περιοδικού σας»

«Σε ευχαριστώ» Κοκκινίζει «Αλλά αυτό δεν αρκεί. Αφού χώρισα με την πρώην μου ένιωσα την ανάγκη να εξαφανιστώ από όλους και όλα» Κάνει μια μικρή παύση «Με την Καρολάιν είμασταν μαζί από το σχολείο. Στην ίδια τάξη, στην ίδια γειτονιά, ίδιες παρέες, οπότε καταλαβαίνεις ότι όταν χωρίσαμε ήταν όλοι εναντίον μου ή προσπαθούσαν έντονα να μας τα ξαναβρούν. Έτσι σταμάτησα να πηγαίνω στο πατρικό μου και να βγαίνω με τους παλιούς μας φίλους» Φαίνεται να έχει ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει.

«Γιατί χωρίσατε;» Γίνομαι αδιάκριτη.

«Πιεζόμουν, και δεν είχα το θάρρος να το αποδεχτώ» Λέει αμέσως «Ακριβώς επειδή ήμασταν χρόνια μαζί ήθελε να πάμε την σχέση μας ένα βήμα παραπάνω, κάτι που δεν ήμουν έτοιμος, αλλά ούτε και σίγουρος αν ήταν αυτή η γυναίκα με την οποία θέλω να κάνω οικογένεια»

«Αυτό που λες ακούγετε λίγο άσχημο» Σχολιάζω , αν και το μετάνιωσα αμέσως.

«Ναι το ξέρω. Αλλά θα σου εξηγήσω. Μέχρι τα εικοσιπέντε πίστευα ότι είναι αυτό που θέλω. Μια γυναίκα που τα πάει καλά με την δικής της και την δική μου οικογένεια, που με φροντίζει, δεν μου έλειπε τίποτα δηλαδή. Μέχρι που με πήρανε στο περιοδικό. Εκεί ένιωσα ότι δεν πίστευε σε εμένα. Προσπαθούσε να με πείσει ότι η δουλειά μου στην τοπική εφημερίδα ήταν καλύτερη , αφού κάποια στιγμή θα γινόμουν αναλώσιμος σε μία μεγάλη εφημερίδα. Και όλο αυτό ξεχείλισε όταν τελικά ήρθαμε εδώ και δεν ήθελε να κάνει τίποτα μαζί μου. Καταλάβαινα ότι δεν της άρεσε εδώ και κάθε φορά που ένιωθα ευτυχισμένος εκείνη θα έβρισκε κάτι για να με ρίξει. Τόσα χρόνια σκεφτόμουν ότι όλα αυτά που περάσαμε μαζί θα πεταχτούν στα σκουπίδια και έκανα πίσω. Ένα βράδυ, μετά την βράβευση του άρθρου μου, γυρνώντας στο σπίτι δεν μου μιλούσε καθόλου. Ήταν νευριασμένη επειδή δεν της είχα κάνει πρόταση γάμου. Όλες οι φίλες της ήταν παντρεμένες. Αντί να χαρεί εκείνη την μέρα με την χαρά μου, αποφάσισε να μου κάνει σκήνη επειδή ήταν η μόνη ανύπαντρη στην παρέα της λες και ήταν διαγωνισμός. Εκεί κατάλαβα ότι δεν σκεφτόμαστε πλέον τα ίδια. Δεν λέω ωραίος ο γάμος και τα παιδιά, αλλά για εμένα η συντροφικότητα, ο σεβασμός, και το κοινό μέλλον με νοιάζει, κάτι που το είχαμε χάσει εδώ και καιρό. Τότε σκέφτηκα ότι καλό ήταν για όσο κράτησε. Την αγαπάω την Καρολάιν και θα συνεχίζω να την αγαπάω, αλλά έχουμε αλλάξει μεγαλώνοντας»

Το κλίμα άρχισε να φορτίζατε συναισθηματικά.

«Θα έλεγα ότι καταλαβαίνω, αλλά θα είναι ψέμα» Σηκώνομε όρθιά για να πάρω το μπουκάλι και εκείνος γελάει. Τελικά κάθισα δίπλα του. Εντάξει μπορεί να ήθελα υποσυνείδητα να το κάνω αυτό από την αρχή. «Εγώ από την άλλη δεν είχα ποτέ σχέση» Γυρνάω να τον κοιτάξω και δείχνει σοκαρισμένος.

«Αποκλείετε» Γελάει.

«Όχι, αλήθεια. Το είδος σου με έκανε να προσεύχομαι κάθε βράδυ να γίνω λεσβία»

«Και; Έπιασε η προσευχή σου;»

«Δυστυχώς όχι» Η συνειδητοποίηση με έκανε να πιο μια πολύ γενναία δόση ουισκιού που πλέον δεν με έκαιγε «Έχουμε ένα κοινό εμείς οι δύο» Τον κοιτάω και στο βλέμμα του διαγράφετε η απορία «Χρησιμοποιούμε την δουλειά για να αποφύγουμε άβολες καταστάσεις. Εδώ και δύο χρόνια βγαίνω το ένα χειρότερο ραντεβού μετά από το άλλο. Σε αργίες βρίσκω δουλείες να κάνω για να μην αναγκαστώ να πάω στην οικογένεια μου που είναι γεμάτη με παντρεμένους και παιδιά. Με κοιτάνε με ένα βλέμμα λύπησης. Λες και θα μείνω για πάντα μόνη μου άμα δεν επιλέξω κάποιον από αυτούς τους βλάκες που μου βρίσκουν. Μετά από μία τέτοια συνάντηση με την οικογένεια μου σκέφτομαι Είναι τόσο τυχερή οι υπόλοιποι και βρήκαν τον έρωτα της ζωής τους με την μία; Κάνω κάποιο λάθος εγώ; Εμένα δεν μου αξίζει η αγάπη και ο έρωτας;» Γέλασα για να μην κλάψω «Κάποια στιγμή αποφάσισα να ρίξω τα στάνταρ μου για να μπορέσω να είμαι με κάποιον. Το μόνο που κατάφερα είναι τέσσερις μήνες σε μία ας πούμε σχέση, τόσος χρόνος χρειάστηκε ο τύπος για να μου καταστρέψει ,όσο του επέτρεπα, την αυτοπεποίθηση μου. Από εκείνη την στιγμή αποφάσισα να μην το ξανακάνω για κανέναν. Μου αξίζει να είμαι με έναν άνθρωπο που με σέβεται, με κάνει να νιώθω ωραία και με αγαπάει. Που θα έκανε τα πάντα για εμένα» Γυρνάω να τον κοιτάξω που με κοιτούσε με αφοσίωση. Κανένας άντρας δεν με έχει κοιτάξει έτσι. Χαλάρωσα. Η ένταση από τις σκέψεις μου έφυγε και την θέση της την έχει πάρει η γαλήνη. Σαν να έγινα ξαφνικά πιο ελαφριά. «Να σου πω ένα μυστικό;» Νιώθω την ζάλη του ποτού να με κυριεύει. Πάω κοντά στο αυτή του «Χαίρομαι που κλείστηκα στο ασανσέρ μαζί σου και δεν χρειάστηκε να πάω στο οικογενειακό τραπέζι»

Μου χάρισε ένα χαμόγελο και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στη αγκαλιά του «Εγώ σε βρίσκω υπέροχη» Σηκώνομε για να τον κοιτάξω «Από την πρώτη στιγμή που σε είδα στον καφέ με έκανες να νιώσω καλά. Είχα μόλις λάβει μήνυμα από την Καρολάιν και ήμουν αναστατωμένος όταν μου έριξες τον καφέ. Αλλά όταν σήκωσα το κεφαλή μου και σε είδα, ήσουν τόσο γλυκιά και τόσο αγχωμένη που δεν ήθελα να σου μιλήσω άσχημα. Σου αξίζει σίγουρα το καλύτερο»

Με κοιτάει μέσα στα μάτια και ασυναίσθητα τον πλησιάζω. Δεν απομακρύνετε. Αντιθέτως , έρχεται και εκείνος πιο κοντά.

Θα φιλιόμασταν, αν δεν ακουγόντουσαν τα πυροτεχνήματα. Κοίταξα το κινητό μου και η ώρα ήταν δώδεκα. Είμαστε παραπάνω από δύο ώρες κλεισμένοι στο ασανσέρ και ήδη μιλάμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια.

<Πως πέρασε έτσι η ώρα;> Ρωτάει και σηκώνετε για να πάει κοντά στο τζάμι. Το ίδιο κάνω και εγώ.

Τα πολύχρωμα φώτα στον ουρανό έκανε την ατμόσφαιρα γιορτινή και ξεχωριστή από κάθε άλλη φορά.

«Καλή χρονιά» Γυρνάω να τον κοιτάξει. Εκείνος ήδη με κοιτούσε.

«Καλή χρονιά» Σκύβει και με φιλάει σταυρωτά «Ελπίζω φέτος να βρεις αυτό που ψάχνεις και να είσαι ευτυχισμένη»

«Το ίδιο εύχομαι και για εσένα» Του χαμογελάω.

«Πιστεύω ότι έκανα καλή αρχή» Δημιουργεί ένα μεγαλύτερο κενό αναμεσά μας «Φίλοι;» Απλώνει το χέρι σαν να κάνει συμφωνία.

«Φίλοι» Ανταποδίδω.

«Κλερ» Ακούω μία γνώριμη φωνή.

«Η μαμά μου….ΜΑΜΑ» Αρχίζω να φωνάζω.

Ο μηχανικός έκανε να μας βγάλει μισή ώρα περίπου. Μέχρι τότε δεν λέγαμε τίποτα. Ξαφνικά από τον απόλυτο συναισθηματισμό φτάσαμε να καθόμαστε ο ένας στην μία άκρη και ο άλλος στην άλλη του χώρου.



«Ευχαριστούμε» Λέω με το που βγαίνω έξω και η μάνα μου έτρεξε να με αγκαλιάσει λες και μόλις σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Γυρνάω να κοιτάξω τον Τζακ που μόλις βγήκε από το ασανσέρ και απομακρύνθηκε χωρίς να φύγει.

Αφού μίλησα με όλους, τον πλησίασα, κοιτάω την ώρα 1 και 36 «Αν βιαστείς προλαβαίνεις την πτήση σου» Του σχολιάζω.

«Μπα λέω μετά από ένα τέτοιο βράδυ να μην βιαστώ για τίποτα» Μου χαμογελάει «Επίσης λέω να πάρω τηλέφωνο να αλλάξω το εισιτήριο» Αρχίζει να κάνει σπασμωδικές κινήσει με τα χέρια του «Θα ήθελες να με ακολουθήσεις; Πιστεύω ότι θα είναι μία καλή ευκαιρία για να χαλαρώσεις από την δουλειά»

«Θα το ήθελα, ναι» Του χαμογελάω.

«Άντε Κλερ, χάσαμε την αλλαγή, μην χάσουμε και το πάρτι» Φωνάζει ο αδελφός μου.

«ΈΡΧΟΜΑΙ» Φωνάζω πίσω «Στείλε μου για τις λεπτομέρειες» Του χαμογελάω και απομακρύνομαι. Δεν προλαβαίνω να βγω έξω από την πόρτα και μου έρχεται μήνυμα στο κινητό.



Τζακ Ράικαρτ : Ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, τα τελευταία χρόνια. Ευχαριστώ πολύ! Να περάσετε τέλεια κυρία Σμιθ. Τα λέμε στο αεροδρόμιο.