Χριστουγεννιάτικη Συμφωνία, του Νίκου Χαλδογερίδη

Άλεξ

Οι κόρνες από τα αυτοκίνητα ηχούν παντού γύρω μου, σαν μια ατελείωτη συμφωνία χάους. Νιώθω παγιδευμένος, σαν να μην υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Η κίνηση στους δρόμους του Λονδίνου αυτή την εποχή είναι απλά ανυπόφορη. Συνήθως, η διαδρομή για το γραφείο μου διαρκεί 30 λεπτά, αλλά τώρα έχουν περάσει ήδη 45, και ακόμα δεν έχω ιδέα πόσο θα χρειαστεί για να φτάσω.

Το μυαλό μου γυρνάει στην εταιρεία… Η εταιρεία μου. Ακόμα δεν το πιστεύω. Ο παππούς με όρισε μοναδικό κληρονόμο, αφήνοντας τον πατέρα εκτός. Είναι η μεγαλύτερη δικηγορική εταιρεία στην Αγγλία και τη Σκωτία. Μου ακούγεται ακόμα σαν όνειρο.

Το κινητό μου χτυπάει, και αρχίζω να ψάχνω μέσα στο σακάκι μου. Είναι η μητέρα μου. Στηρίζω το τηλέφωνο στο τιμόνι και απαντώ. Η φωνή της, όπως πάντα, γεμάτη ζωντάνια:

«Καλημέρα, Άλεξ! Πώς είσαι;»

«Καλημέρα, μητέρα. Θα μπορούσα να είμαι καλύτερα. Έχω κολλήσει στην κίνηση και δεν ξέρω πότε θα φτάσω στο γραφείο. Εσύ;»

«Εγώ καλά, όπως τα ξέρεις. Σε πήρα για να σου κάνω μια ανακοίνωση από τον πατέρα σου,

για να μη βρεθείς εξ απροόπτου.»

«Ανακοίνωση; Τι ανακοίνωση;»

«Ο πατέρας σου αποφάσισε ότι στην οικογενειακή μας συνάθροιση, παραμονή Πρωτοχρονιάς, θα ανακοινώσει τον αρραβώνα σου με την Τζούλια.»

Ένιωσα την πίεση να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. «Μητέρα, τι είναι αυτά που λες; Αρραβώνας; Ακόμα δεν έχει καταλάβει ότι εγώ και η Τζούλια δεν μπορούμε να είμαστε καν στον ίδιο χώρο; Πες του ότι δεν θέλω να παντρευτώ. Και επίσης, η συνάθροιση δεν μπορεί να γίνει στο σπίτι μου. Ζω μόνος μου! Πώς να οργανώσω μια τεράστια έπαυλη για όλους; Να πάμε στο σπίτι της αδερφής μου καλύτερα!»

Η μητέρα μου αναστέναξε, αλλά δεν έχασε την ηρεμία της. «Άλεξ, ο πατέρας σου λέει πως έχει ήδη συμφωνήσει με τον πατέρα της Τζούλιας. Αν, όμως, εμφανίσεις κάποια άλλη ως μνηστή σου πριν την ανακοίνωση, ίσως και να κάνει πίσω. Μόνο που πρέπει να προέρχεται από μία από τις πέντε μεγάλες οικογένειες. Θυμήσου, πλέον είσαι ο ισχυρότερος από όλους μας. Έχεις την περιουσία του παππού μου και...»

Διέκοψα. «Μητέρα, σου το λέω ξανά: δεν θα υπάρξει αρραβώνας.»

Η φωνή της έγινε πιο σοβαρή. «Άλεξ, πρέπει να φερθείς πιο έξυπνα από τον πατερά σου»

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν είχε νόημα να ξεσπάσω στη μητέρα μου – δεν έφταιγε εκείνη. Μιλώντας πιο ήρεμα, της είπα: «Μητέρα, αν θες να συνεχίσουμε να είμαστε οικογένεια, πες στον πατέρα ότι δεν σκοπεύω να παντρευτώ. Και τώρα πρέπει να κλείσω, με καλούν από το γραφείο.»

Έκλεισα το τηλέφωνο, αφήνοντας τον εκνευρισμό να με πνίγει. Ήξερα πως αυτός ο "αρραβώνας" ήταν μόνο η αρχή μιας μάχης που ερχόταν.

 

Αφροδίτη

Το τηλέφωνο σήμερα δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Όλοι ψάχνουν τον κύριο Διευθυντή – το "αστέρι" του γραφείου, τον κύριο "Τέλειο", όπως τον φωνάζουν όλες. Όλες εκτός από μένα. Γιατί για μένα, όχι μόνο δεν είναι τέλειος, αλλά έχει την τάση να με αφήνει να τρέχω για όλα. Από ασκούμενη, έχω μετατραπεί στην άτυπη γραμματέα του. «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλον για αυτή τη θέση, Αφροδίτη» μου είχε πει με εκείνο το αφοπλιστικό του χαμόγελο. Ναι, καλά... Εγώ πάντα φτάνω πρώτη και εκείνος, άνετος, τελευταίος.

Παίρνω το θάρρος να τον καλέσω στο κινητό του. Απαντά με έναν εκνευρισμένο τόνο:

«Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί.»

Η φωνή του ήταν τόσο επιβλητική που έκανε κάτι μέσα μου να συσπαστεί. Έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβω να ψελλίσω οτιδήποτε. Κλασικός Αλέξ.

Με μισή καρδιά του ετοιμάζω τον καφέ και κατευθύνομαι στο γραφείο του. Ο ήχος της πόρτας που άνοιγε δεν με αιφνιδίασε. Τα βαριά του βήματα έκαναν αισθητή την παρουσία του πριν καν τον δω.

«Καλημέρα, Αφροδίτη. Ευχαριστώ για τον καφέ. Πες μου, τι έχουμε σήμερα;»

Η ματιά μου καρφώθηκε στο πρόσωπό του. Πώς γίνεται να είναι τόσο... αψεγάδιαστος; Τα καταγάλανα μάτια του είχαν μια παγωμένη, μαγνητική ποιότητα. Τα χείλη του, τόσο καλά σχηματισμένα, έδειχναν έτοιμα να εκφέρουν την επόμενη πρόταση. Και τα ξανθά γένια του... Θεέ μου, σαν να κατέβηκε ένας Νορβηγός θεός στο γραφείο μας για να μας τρελάνει.

«Καλημέρα, Αλέξ. Στο γραφείο σου έχω ήδη το πρόγραμμα της ημέρας. Έχω κανονίσει γεύμα με τους προϊσταμένους των τμημάτων στη μεγάλη αίθουσα συσκέψεων. Και το απόγευμα, θα ετοιμαστούμε για τη δίκη που έχουμε μετά την Πρωτοχρονιά.»

«Καλώς. Μπορείς να πηγαίνεις.»

«Οτιδήποτε χρειαστείς, κάλεσέ με. Θα είμαι απ’ έξω.»

Το βλέμμα του με σκάναρε από την κορυφή ως τα νύχια, με έναν τρόπο που με έκανε να κοκκινίσω, αλλά το έκρυψα. Προσπάθησα να περπατήσω αργά μέχρι την πόρτα, αισθανόμενη κάθε βήμα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ: γύρισα να τον κοιτάξω.

Το βλέμμα του... Με ακολουθούσε.

 

 

Άλεξ

Η Αφροδίτη κατευθυνόταν προς την πόρτα, κι εγώ δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω την πίσω της όψη. Το μπεζ φόρεμά της αγκάλιαζε με τρόπο αριστοτεχνικό τις καμπύλες της, κάνοντάς τες να φαίνονται σαν έργο τέχνης. Στο μυαλό μου περνούσαν ιδέες που δεν θα έπρεπε – ιδέες που θα έκαναν τον παππού μου να χτυπήσει το μπαστούνι του στο πάτωμα με αποδοκιμασία.

Έπρεπε να κρατήσω το επαγγελματικό μου προφίλ. Ο ίδιος ο παππούς είχε επιμείνει: «Η Αφροδίτη θα είναι το δεξί σου χέρι. Μην κάνεις ανοησίες!» Και η αλήθεια είναι, ούτε εκείνη μου είχε δώσει ποτέ δικαιώματα. Ήταν πάντα σοβαρή, συγκεντρωμένη, σχεδόν απόμακρη.

Αλλά αυτό το φόρεμα…

 

Αφροδίτη

Επιτέλους απόγευμα. Σε λίγο θα ήμουν στο κέντρο, παρέα με τις φίλες μου, για μια βόλτα στην αγορά. Όλες τους είχαν σχέδια για το βράδυ με τις οικογένειές τους. Εγώ, όμως, τίποτα. Ήμουν εντάξει με αυτό, ή τουλάχιστον έτσι έλεγα στον εαυτό μου.

Έστελνα τα τελευταία emails της ημέρας όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε. Κοίταξα την οθόνη και είδα το όνομα του Αλέξ.

«Αλέξ, καλησπέρα! Θες να σου φέρω κάτι πριν φύγω;»

«Καλησπέρα, Αφροδίτη. Μήπως να περάσεις από το γραφείο μου να τα πούμε για λίγο;»

«Βεβαίως, σε δύο λεπτά είμαι εκεί.»

Έκλεισα το τηλέφωνο, ανανεώνοντας βιαστικά το κραγιόν μου. Έβαλα τα πράγματά μου στην τσάντα και κατευθύνθηκα προς το γραφείο του. Όταν μπήκα, τον είδα να μου γυρίζει την πλάτη. Κάτι είχε αλλάξει στην εμφάνισή του. Το σακάκι του είχε εξαφανιστεί, και τα μανίκια του πουκαμίσου του ήταν σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες. Τα μπράτσα του έμοιαζαν πιο δυνατά, πιο μυώδη... Η σκέψη να βρεθώ στην αγκαλιά του έκανε την καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα.

«Θέλεις κάτι να πιεις, Αφροδίτη;» ρώτησε με τη φωνή του λίγο πιο βαριά, με έναν τόνο που δεν είχα ξανακούσει. Υπήρχε μια αισθησιακή χροιά που με έκανε να ανατριχιάσω.

«Ό,τι θα πιεις κι εσύ, Αλέξ,» απάντησα, προσπαθώντας να φανώ ψύχραιμη.

Γύρισε προς το μέρος μου, και αυτό που αντίκρισα ήταν... αποκαλυπτικό. Η γραβάτα του ήταν χαλαρά δεμένη γύρω από τον λαιμό του, ενώ δύο κουμπιά από το πουκάμισό του είχαν ανοίξει, αφήνοντας να φανεί λίγο από το στήθος του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω μου, στα μάτια μου.

Με πλησίασε αργά, κάθε βήμα του γεμάτο αυτοπεποίθηση. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε αλλάξει – είχε γεμίσει με κάτι ηλεκτρισμένο, κάτι ανεξήγητο. Και εγώ; Απλώς στεκόμουν εκεί, ανίκανη να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του.

 

Άλέξ

Πλησίασα προς το μέρος της, και η οπτική επαφή μας δεν έσπασε ούτε για μια στιγμή. Τα μάτια της, συνήθως τόσο λαμπερά, φάνηκαν να σκοτεινιάζουν όταν της πρόσφερα το ποτό.

«Αφροδίτη, θέλω να μιλήσουμε. Έχω μερικές ερωτήσεις να σου κάνω, και στο τέλος αυτής της συζήτησης θα έχεις μια πρόταση από μένα.»

Η φωνή μου ήταν σταθερή, αλλά το βλέμμα της με έκανε να νιώθω ότι είχα μόλις ακουμπήσει μια πληγή που δεν έπρεπε να ανοίξω.

«Πες μου, Αλέξ. Τι θέλεις να μάθεις;» ρώτησε, η φωνή της ήρεμη, αλλά η ένταση φαινόταν στα χέρια της που έσφιγγαν το ποτήρι.

«Από ποια οικογένεια κατάγεσαι;»

Τα πράσινα μάτια της γούρλωσαν, σαν να την είχα αιφνιδιάσει. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, στραβοκατάπιε, ο λαιμός της τινάχτηκε από τον βήχα. Ξερόβηχε, αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

«Τι εννοείς; Δεν... Δεν είμαι από κάποια οικογένεια. Ξέρεις ότι είχα μόνο τη μητέρα μου μέχρι... μέχρι που πέθανε.»

«Άσε τα αυτά.» Η φωνή μου έγινε λίγο πιο σκληρή, σχεδόν κατηγορηματική. «Για να σε πάρει ο παππούς μου υπό την προστασία του, για να επιμείνει να γίνεις το δεξί μου χέρι, δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Θα έχεις κάποια σχέση με την οικογένειά μας. Ή... με κάποια από τις άλλες οικογένειες.»

Τα χέρια της χαλάρωσαν και έστρεψε το ποτήρι της, αφήνοντας το υγρό να στροβιλίζεται. Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, οι σκέψεις της φαινόταν να συγκρούονται. Ύστερα, το βλέμμα της σήκωσε το κεφάλι και καρφώθηκε στο δικό μου.

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

 

Αφροδίτη

Την ώρα που ξεστόμισε την ερώτηση, πάγωσα. Γιατί ήθελε να μάθει κάτι τόσο προσωπικό; Προσπάθησα να φανώ ήρεμη, να συγκρατήσω την οργή που με κυρίευε κάθε φορά που επέστρεφαν οι μνήμες από τα δύσκολα χρόνια δίπλα στη μητέρα μου.

«Είσαι έτοιμος να ακούσεις μια ιστορία;» του είπα, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.

Απάντησε αμέσως, χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή. «Ναι.» Τα γαλάζια μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω μου, διεισδυτικά, σαν να μπορούσαν να δουν μέσα μου.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να αποφασίσω από πού να ξεκινήσω. «Δεν ξέρω από πού να αρχίσω...» είπα τελικά, κοιτάζοντάς τον, «αλλά έχεις δίκιο. Ανήκω σε μία από τις μεγάλες οικογένειες. Δεν πρόκειται, όμως, να σου πω ποια. Αν έχεις τόσο μεγάλη περιέργεια, θα πρέπει να το ανακαλύψεις μόνος σου.»

Τον είδα να ανασηκώνει το φρύδι του, αλλά δεν με διέκοψε. «Είμαι εξώγαμο παιδί,» συνέχισα. «Ο πατέρας μου είχε ερωτευτεί τη μητέρα μου. Όταν έμεινε έγκυος, η γιαγιά μου την πλησίασε και της πρόσφερε χρήματα για να φύγει. Ήταν ξεκάθαρη: η μητέρα μου δεν ανήκε στην κοινωνική τους τάξη και δεν την ήθελε για νύφη της οικογένειας.»

Το ποτήρι στο χέρι μου έτρεμε ελαφρώς, μα δεν σταμάτησα. «Δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου. Δεν ξέρω αν εκείνος ή οι υπόλοιποι γνωρίζουν καν την ύπαρξή μου. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν με νοιάζει. Δεν θέλω επαφή μαζί τους. Δεν θα τους αναζητήσω ποτέ. Αυτό είναι που ήθελες να μάθεις;»

Μιλώντας, έπιανα τον εαυτό μου να πνίγεται από τις σκέψεις μου. Η οργή μέσα μου φούντωνε, σαν φωτιά που κανείς δεν μπορούσε να σβήσει. Ήταν τα λόγια της μητέρας μου που γύριζαν ξανά και ξανά στο μυαλό μου, μια θύελλα πικρίας και πόνου για την οικογένεια που ποτέ δεν είχα.

Κι όμως, μέσα σε αυτή τη δίνη συναισθημάτων, υπήρχε κάτι παράξενα γαλήνιο. Τα μάτια του Αλέξ. Κάθε φορά που τα κοίταζα, ήταν σαν να χανόμουν στον απέραντο ουρανό. Μια στιγμή ειρήνης μέσα στην καταιγίδα.

 

Άλέξ

Άκουγα την ιστορία της με απόλυτη προσοχή. Η οργή που ένιωθε για την οικογένεια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ ήταν σχεδόν απτή. Καταλάβαινα απόλυτα. Και μέσα μου, γεννιόταν μια αποφασιστικότητα: να της προσφέρω τα πάντα, να σβήσω κάθε χαμόγελο από τα πρόσωπά τους – ειδικά από το πρόσωπο του πατέρα μου.

«Αφροδίτη,» ξεκίνησα, η φωνή μου βαρύτερη απ’ ό,τι συνήθως. «Έχω να σου κάνω μια πολύ σημαντική πρόταση. Δεν θέλω να νιώσεις πίεση, αλλά χρειάζομαι μια άμεση απάντηση.»

Με κοίταξε με απορία, τα πράσινα μάτια της γεμάτα αβεβαιότητα. «Τι είδους πρόταση;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Θα ήθελες να με αρραβωνιαστείς;»

«Ορίστε;» Η έκπληξή της ήταν ολοφάνερη, σχεδόν χειροπιαστή.

«Να γίνεις η αρραβωνιαστικιά μου μέχρι την Πρωτοχρονιά.»

Η σιωπή της ήταν εκκωφαντική. Τελικά, ψιθύρισε, «Για ποιο λόγο να το κάνω αυτό;»

«Αφροδίτη, βρίσκομαι σε μια πολύ δύσκολη οικογενειακή κατάσταση. Ο πατέρας μου έχει αποφασίσει ότι μετά την Πρωτοχρονιά θα παντρευτώ μια γυναίκα που απεχθάνομαι. Η μητέρα μου δεν με υποστηρίζει, και νιώθω ότι όλοι περιμένουν πότε θα κάνω το πρώτο μου λάθος για να με κατασπαράξουν. Χρειάζομαι εσένα. Θέλω να δείξεις σε όλους, στις πέντε μεγάλες οικογένειες, ότι μπορείς να γίνεις βασίλισσα.»

Την είδα να βυθίζεται στις σκέψεις της. Σιωπηλή, ανέκφραστη, σαν να ζύγιζε κάθε μου λέξη. Η αναμονή ήταν σχεδόν βασανιστική, σαν να μπορούσα να ακούσω τα γρανάζια του μυαλού της να γυρίζουν.

Τελικά, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε κατάματα. «Ναι,» είπε αργά, «αλλά μεταξύ μας... θα είναι όλα φυσιολογικά; Πώς ακριβώς θα γίνω αρραβωνιαστικιά σου; Αυτό θα ακουστεί σε όλη την Αγγλία. Είσαι ο πιο περιζήτητος εργένης στον κόσμο, με την αμύθητη περιουσία του παππού σου και τις εταιρείες που διοικείς.»

Χαμογέλασα. «Μεταξύ μας, όλα θα είναι όπως πριν. Αλλά μέχρι την Πρωτοχρονιά, θα μένεις μαζί μου στην έπαυλη. Ξέρεις τίποτα από χριστουγεννιάτικη διακόσμηση;»

Τα μάτια της φωτίστηκαν. «Λατρεύω τα Χριστούγεννα,» παραδέχτηκε. «Λατρεύω να στολίζω.»

«Τέλεια,» απάντησα. «Αύριο στολίζουμε την έπαυλη. Σήμερα, όμως, πάμε να σου πάρω το μεγαλύτερο δαχτυλίδι που υπάρχει.»

Παρόλο που δέχτηκε, την ένιωθα ακόμα επιφυλακτική. Ήξερα ότι αυτό που της πρότεινα ήταν παράτολμο, μα ήμουν βέβαιος πως μέσα της ήθελε κι εκείνη να πάρει –έστω και σιωπηρά– μια εκδίκηση από την οικογένεια που την είχε απορρίψει.

Σηκώθηκα και της έκανα νόημα να με ακολουθήσει. Καθώς κατευθυνόμουν στο σημείο που είχα αφήσει το σακάκι και το παλτό μου, την πλησίασα ξανά. Τα μάτια μου έπεσαν στον λαιμό της, εκτεθειμένο από το φόρεμα που φορούσε. Ήταν τόσο όμορφη, τόσο εύθραυστη, αλλά την ίδια στιγμή εκπέμπει μια απίστευτη δύναμη.

Μηχανικά, πήρα το κασκόλ μου και το πέρασα στους ώμους της. Τα δάχτυλά μου άγγιξαν ελαφρά το δέρμα της, και μια ασυγκράτητη παρόρμηση με έκανε να την τραβήξω κοντά μου.

Ήταν τόσο κοντά που μπορούσα να νιώσω την ανάσα της στο πιγούνι μου. Το άρωμά της ήταν μεθυστικό, σχεδόν εξωπραγματικό. Κι όμως, κανείς μας δεν κουνήθηκε. Μείναμε ακίνητοι, με το βλέμμα μας να αντανακλά την ένταση της στιγμής, σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει μόνο για εμάς.

 

Αφροδίτη

Ακόμα δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είμαι δίπλα στον Άλεξ, με το χέρι του να σφίγγει το δικό μου, καθώς περπατάμε στους κεντρικούς δρόμους και πλατείες του Λονδίνου. Το απόγευμα είναι μαγικό. Τα μαγαζιά είναι στολισμένα, τα λαμπάκια παντού εκπέμπουν μια ζεστασιά, και η χριστουγεννιάτικη μουσική ακούγεται από κάθε γωνιά. Κάθε βιτρίνα μοιάζει με έργο τέχνης, γεμάτη χρώματα και φως. Η ατμόσφαιρα είναι τόσο ζωντανή, τόσο γιορτινή, που νιώθεις πως τα Χριστούγεννα είναι ήδη εδώ.

Λάτρευα αυτή την εποχή. Τη μαγεία της. Τη ζεστασιά που γέμιζε την καρδιά σου ακόμα και στο πιο κρύο απόγευμα.

Φτάσαμε στην Τραφάλγκαρ Σκουέρ, όπου ο κόσμος πηγαινοερχόταν προς κάθε κατεύθυνση. Γέλια, φωνές και ήχοι από καμπανάκια γέμιζαν τον χώρο. Ξαφνικά, ο Άλεξ έκανε κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Με σταμάτησε μπροστά από το συντριβάνι με τα λιοντάρια. Τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια φώτιζαν όλο το σκηνικό, κάνοντάς το να μοιάζει βγαλμένο από παραμύθι. Με κοίταξε για μια στιγμή με εκείνο το γοητευτικό μειδίαμα που μόνο εκείνος μπορούσε να έχει. Και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, γονάτισε μπροστά μου.

Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου, γεμάτα σιγουριά και ζεστασιά. Το πλήθος γύρω μας σταμάτησε, και η στιγμή πάγωσε.

«Αφροδίτη,» είπε με φωνή σταθερή αλλά τρυφερή. «Θα ήθελες να γίνεις γυναίκα μου;»

Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι θα ακουστεί πιο δυνατά κι από τα χειροκροτήματα που ξαφνικά ξέσπασαν γύρω μας. Όλοι είχαν βγάλει τα κινητά τους και μας αποθανάτιζαν. Οι φωνές και τα χαμόγελα του κόσμου γέμιζαν την πλατεία, μα εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τον Άλεξ.

Πριν προλάβω να απαντήσω, εκείνος πήρε το χέρι μου και πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου. Ήταν ένα εκπληκτικό κόσμημα, γεμάτο λάμψη, που αντανακλούσε όλα τα χρώματα των χριστουγεννιάτικων φώτων.

Ο Άλεξ σηκώθηκε και έπιασε το πιγούνι μου με το χέρι του, σηκώνοντας το πρόσωπό μου για να συναντήσει το δικό του. Χαμήλωσε τα χείλη του προς τα δικά μου, και με φίλησε.

Το φιλί του ήταν βαθύ, γεμάτο συναίσθημα. Ήταν σαν να εξερευνούσε κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημά μου. Η γεύση του ήταν ζεστή, παθιασμένη, και κάθε δευτερόλεπτο έμοιαζε να κρατάει μια αιωνιότητα. Τα χειροκροτήματα και οι επευφημίες του πλήθους αντηχούσαν παντού γύρω μας, αλλά εγώ ένιωθα πως ήμασταν μόνοι μας σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ήταν μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

 

Τραπέζι Χριστουγέννων

Άλέξ

Η Αφροδίτη είχε επιλέξει μια κυπαρισσί βελούδινη τουαλέτα που αγκάλιαζε το σώμα της με απόλυτη χάρη. Το ύφασμα έπεφτε απαλά στους ώμους της, ενώ η εφαρμογή του ανέδειξε κάθε καμπύλη της με κομψότητα, κάνοντάς την να μοιάζει με μια αρχοντική μορφή βγαλμένη από χριστουγεννιάτικο παραμύθι.

Κι εγώ δίπλα της, ντυμένος με ένα καλοραμμένο μαύρο κοστούμι, ένα μαύρο πουκάμισο και μια γραβάτα σε βαθύ κυπαρισσί, επιλεγμένη για να ταιριάζει με την αρραβωνιαστικιά μου. Μαζί σταθήκαμε στην είσοδο της έπαυλης, έτοιμοι να υποδεχτούμε τους καλεσμένους μας. Ήθελα να τους τη συστήσω, να δουν όλοι το άτομο που είχε γεμίσει τη ζωή μου με αυτή τη ζεστή, μοναδική λάμψη.

Η έπαυλη ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Η Αφροδίτη είχε αναλάβει προσωπικά τη διακόσμηση, και κάθε γωνιά της είχε μεταμορφωθεί σε ένα χριστουγεννιάτικο καταφύγιο. Στην είσοδο, ένα γιγαντιαίο έλατο στεκόταν στολισμένο με αμέτρητα λαμπάκια, γυάλινα στολίδια και κορδέλες, ενώ γύρω του έλαμπαν μικρές χρυσές και ασημένιες λεπτομέρειες. Η ζεστή λάμψη των κεριών έδινε έναν αέρα μαγείας στους διαδρόμους, ενώ γιρλάντες από έλατο κρέμονταν στις σκάλες, πλεγμένες με κόκκινες κορδέλες και κουκουνάρια.

Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού και των γλυκών γέμιζε τον χώρο, ενώ από το βάθος ακούγονταν απαλά χριστουγεννιάτικες μελωδίες.

Κάθε καλεσμένος που περνούσε την πόρτα δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του, σχολιάζοντας τη φινέτσα και την ατμόσφαιρα. Όμως, καμία διακόσμηση, καμία λάμψη, δεν μπορούσε να συγκριθεί με την παρουσία της Αφροδίτης. Κάθε της κίνηση, κάθε της χαμόγελο, φώτιζε τον χώρο περισσότερο από όλα τα λαμπάκια μαζί.

Κρατούσα το χέρι της σφιχτά καθώς τους υποδεχόμασταν, γεμάτος περηφάνια. Αυτή η βραδιά, το σπίτι, το χαμόγελό της, ήταν όλα όσα ήθελα να δείξω στους καλεσμένους μας.

Αυτή ήταν η Αφροδίτη μου. Και κάθε ματιά που της έριχνα, μου θύμιζε πόσο τυχερός ήμουν.

Αφροδίτη

Ένιωθα μια έντονη νευρικότητα να με κυριεύει καθώς ετοιμαζόμουν να συναντήσω αυτούς τους ανθρώπους. Οι σκέψεις στο μυαλό μου χόρευαν σαν θολές σκιές, γεμάτες αμφιβολία. "Μήπως έκανα λάθος επιλογή; Μήπως έπρεπε να αρνηθώ;". Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, σαν να ήθελε να αποδράσει από το στήθος μου.

Αλλά μετά... τον ένιωσα.

Η αγκαλιά του Άλεξ με τύλιξε, σταθερή και ζεστή, τραβώντας με κοντά του. Τα χέρια του γύρω μου ήταν σαν μια ασπίδα, ένας τοίχος ανάμεσα σε μένα και σε οτιδήποτε με φόβιζε. Το άρωμά του, οικείο και καθησυχαστικό, γέμισε τον αέρα γύρω μας.

Μια βαθιά ανάσα.

Η ανασφάλεια που είχε φωλιάσει μέσα μου άρχισε να διαλύεται, σαν χιόνι που λιώνει κάτω από τις πρώτες ζεστές ακτίνες του ήλιου. Δίπλα του, όλα φάνταζαν πιο εύκολα. Οι φόβοι μου, οι αμφιβολίες, έμοιαζαν να ξεθωριάζουν.

Όταν με κρατούσε, όταν με κοιτούσε με εκείνο το σίγουρο βλέμμα του, ένιωθα ότι θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τα πάντα. Όχι μόνη μου, αλλά μαζί του.

 

Άλεξ

Πρώτοι κατέφθασαν οι γονείς μου. Μόλις ανακοίνωσα ότι η Αφροδίτη είναι η μνηστή μου, ένιωσα την ατμόσφαιρα να ηλεκτρίζεται. Ο πατέρας μου κοκκίνισε, τα χείλη του σφίχτηκαν σε μια γραμμή θυμού, ενώ το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό μου σαν ατσάλι που συγκρούεται με ατσάλι. Χωρίς να πει λέξη, πήρε αγκαζέ τη μητέρα μου και αποχώρησε φουριόζος προς το σαλόνι. Δεν χρειαζόταν να μιλήσει· το αποδοκιμαστικό του ύφος ήταν αρκετό για να καταλάβω τι σκεφτόταν.

Λίγο αργότερα έφτασε η Τζούλια με την οικογένειά της. Ήξερα ότι η συνάντηση αυτή δεν θα ήταν εύκολη. Μόλις ανακοίνωσα ότι η Αφροδίτη είναι η μνηστή μου, το πρόσωπο της Τζούλιας συσπάστηκε. Ήταν σαν να είχε δαγκώσει λεμόνι· τα μάτια της γέμισαν φθόνο και η ξινισμένη της έκφραση πρόδιδε την απογοήτευση και την πικρία της. Γύρισε αμέσως την πλάτη της και, συνοδευόμενη από τους γονείς της, κινήθηκε προς το σαλόνι, προφανώς για να βρει τους δικούς μου.

Μπορούσα να ακούσω από μακριά τη φωνή του πατέρα μου να υψώνεται, γεμάτη θυμό. Λόγια που δεν μπορούσα να διακρίνω, αλλά ούτε και ήθελα να καταλάβω. Το δωμάτιο φαινόταν να πάλλεται από την ένταση. Αλλά εγώ παρέμενα απαθής. Δεν με ένοιαζε το παραμικρό για όσα έλεγαν. Όλοι αυτοί οι ψίθυροι και τα βλέμματα γεμάτα επικρίσεις δεν είχαν καμία σημασία.

Γιατί δίπλα μου στεκόταν η Αφροδίτη. Ήρεμη, αγέρωχη, με το βλέμμα της να συναντά το δικό μου σαν μια σιωπηλή υπενθύμιση ότι ήμασταν μαζί σε αυτό. Και αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν αρκετό.

Αφροδίτη

Καθόμουν δίπλα στον Άλεξ στο μεγάλο, στολισμένο τραπέζι, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω μου, γεμάτα απορία, ίσως και κρίση, αλλά κανείς δεν έκανε τον κόπο να μου απευθύνει τον λόγο. Ήταν σαν να ήμουν αόρατη, μια ξένη σε ένα δωμάτιο γεμάτο άτομα που με έκριναν σιωπηλά.

Ο πατέρας μου, παρά την απόμακρη στάση του, δεν μπορούσε να κρύψει τις κλεφτές ματιές του. Τον ένιωθα να με παρατηρεί, σχεδόν σαν να με μελετά, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να με πλησιάσει ή να πει έστω μια λέξη. Έμοιαζε σαν ένα αόρατο τείχος να μας χώριζε.

Ο Άλεξ, καθισμένος δίπλα μου, μου έσφιγγε απαλά το χέρι κάτω από το τραπέζι. Η πίεση των δαχτύλων του ήταν μια σιωπηλή υπόσχεση. Ένα μήνυμα ότι ό,τι κι αν συμβεί, θα το αντιμετωπίσουμε μαζί. Η σιγουριά του ήταν το μοναδικό πράγμα που με κρατούσε ψύχραιμη, που με έκανε να νιώθω λιγότερο μόνη.

Το δείπνο τελείωσε πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενα, αλλά κανείς δεν κάθισε για γλυκό ή για χαλαρή συζήτηση. Οι καλεσμένοι σηκώθηκαν βιαστικά, σαν να ήθελαν να αποφύγουν οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή ή εντάσεις. Η ατμόσφαιρα παρέμεινε βαριά, αλλά μέσα μου ήξερα ότι ο Άλεξ κι εγώ είχαμε ήδη κερδίσει μια μικρή μάχη: τη δική μας ενότητα απέναντι σε όλα.

 

 

Άλεξ

Η Αφροδίτη καθόταν στο περβάζι του παραθύρου, κοιτάζοντας σιωπηλή τους καλεσμένους που έφευγαν ένας-ένας. Τα φώτα από τα αυτοκίνητα φωτίζανε για λίγο το πρόσωπό της, πριν χαθούν στη νύχτα. Υπήρχε κάτι μελαγχολικό στη στάση της, αλλά ταυτόχρονα έβγαζε μια ηρεμία που με τραβούσε κοντά της.

Προχώρησα αθόρυβα και στάθηκα πίσω της. Ένιωθα την ανάγκη να είμαι κοντά της, να της δείξω πως ό,τι κι αν γινόταν, ήμασταν μαζί. Έφερα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της και κόλλησα το σώμα μου πάνω της. Τα δάχτυλά μου χάιδεψαν απαλά τα μαλλιά της, που τα έφερα στον έναν ώμο, αφήνοντας το λαιμό της εκτεθειμένο. Δεν αντιστάθηκα – άφησα απαλά φιλιά κατά μήκος του.

Το δέρμα της αναρίγησε και οι ανάσες της έγιναν πιο βαθιές. Την άκουσα να ψιθυρίζει με μια χροιά παραπόνου:

«Θέλω αυτό να συνεχιστεί για πάντα.»

Έσκυψα στο αυτί της και της απάντησα χαμηλόφωνα:

«Θα συνεχιστεί, για όσο το θες, μωρό μου.»

Γύρισε αργά, τα καταπράσινα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά μου. Ήταν γεμάτα επιθυμία, αλλά και κάτι βαθύτερο, μια σιγουριά που με έκανε να λιώνω. Κατέβασα το πρόσωπό μου και τα χείλη μου βρήκαν τα δικά της. Το φιλί μας ήταν αργό, γεμάτο ένταση και πάθος.

Εκείνη δεν δίστασε. Τα χέρια της κινήθηκαν αποφασιστικά, λύνοντας τη γραβάτα μου και χαλαρώνοντας τα κουμπιά του πουκαμίσου μου. Οι ζεστές της παλάμες άγγιξαν το δέρμα μου, αφήνοντάς με να νιώσω κάθε κίνηση της ανάσας της. Το φόρεμά της γλίστρησε αργά, αποκαλύπτοντας το κορμί της, κι εγώ αφέθηκα στη μαγεία της.

Τα φιλιά της έγιναν όλο και πιο απαιτητικά, ενώ με έσπρωξε απαλά προς τον καναπέ. Ήρθε από πάνω μου, γεμίζοντας το πρόσωπό μου με φιλιά. Κάθε άγγιγμα, κάθε ανάσα της με έκανε να νιώθω πως ήμασταν πλέον ένα.

Δεν υπήρχε αμφιβολία μέσα μου. Η Αφροδίτη ήταν η γυναίκα που ήθελα. Το ένιωθα σε κάθε ματιά, σε κάθε στιγμή που περνούσαμε μαζί. Ήξερα πως δεν ήθελα να εξερευνώ μόνο το σώμα της, αλλά και την ψυχή της, κάθε μέρα, όχι μόνο τα Χριστούγεννα αλλά για όλη μου τη ζωή.

 

 ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Αφροδίτη

Δεν μπορούσα ακόμα να το πιστέψω. Είχα αρραβωνιαστεί τον Άλεξ, και η ζωή μου είχε πάρει μια τροπή που δεν θα φανταζόμουν ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, στη δουλειά συνεχίζαμε σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Συνεργαζόμασταν όπως πάντα, επαγγελματίες, χωρίς να δίνουμε δικαιώματα ή να επιτρέπουμε σχόλια. Τα βράδια, όμως, όταν φέρναμε τη δουλειά στο σπίτι, η ατμόσφαιρα γινόταν εντελώς διαφορετική – οικεία, ζεστή, γεμάτη αγάπη.

 

Εκείνο το βράδυ ετοιμαζόμασταν για ένα επίσημο δείπνο στο σπίτι των γονιών του. Το άρωμά του με τύλιξε καθώς με πλησίασε σιωπηλά. Ένιωσα τα χείλη του να αφήνουν ένα απαλό φιλί στη γυμνή μου πλάτη, και η βαθιά, βελούδινη φωνή του ψιθύρισε στο αυτί μου:

«Έτοιμη, αγάπη μου;»

Γύρισα και τον κοίταξα. «Ναι, Άλεξ.»

«Κάνε μια στροφή να σε δω,» είπε, με εκείνο το γοητευτικό του χαμόγελο.

Υπάκουσα, γυρνώντας γύρω από τον εαυτό μου, και πριν το καταλάβω, με είχε τραβήξει στην αγκαλιά του. Φίλησε τα μαλλιά μου, κρατώντας με σφιχτά, και μείναμε έτσι μέχρι που ψιθύρισα ότι έπρεπε να ξεκινήσουμε.

Φτάσαμε στο επιβλητικό σπίτι των γονιών του. Κρατούσε το χέρι μου σφιχτά καθώς μπαίναμε. Οι καλεσμένοι από τις άλλες οικογένειες κάθονταν ήδη γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Το βλέμμα της Τζούλιας δεν άργησε να με διαπεράσει, γεμάτο δυσαρέσκεια, αλλά ο πατέρας της την επανέφερε στην τάξη με μια αυστηρή ματιά.

Το δείπνο κύλησε γρήγορα, και, ευτυχώς, χωρίς πολλές εντάσεις. Αμέσως μετά το γλυκό, ο Άλεξ σηκώθηκε και μου ψιθύρισε ότι ήταν ώρα να φύγουμε. Δεν έφερα αντίρρηση – η παρουσία του με έκανε να νιώθω ασφάλεια, ακόμα κι όταν τα βλέμματα όλων ήταν καρφωμένα πάνω μας.

Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, κατευθύνθηκα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω. Ο Άλεξ με ακολούθησε, σιωπηλός, και στάθηκε στην πόρτα, παρατηρώντας με καθώς έψαχνα στη ντουλάπα μου.

«Άφησέ το φόρεμα,» είπε, με τη φωνή του γεμάτη πάθος. «Θα σε γδύσω εγώ.»

Γύρισα και τον κοίταξα. Τα γαλάζια του μάτια έλαμπαν, γεμάτα από έναν έρωτα που με έκανε να νιώθω πρωτόγνωρα. Πλησίασε αργά, και χωρίς να περιμένω άλλο, έπεσα στην αγκαλιά του. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να τον φιλήσω. Το φιλί του ήταν έντονο, πιο διεκδικητικό από ό,τι συνήθως.

Δεν υπήρχε κανένας δισταγμός. Με έριξε απαλά στο κρεβάτι και ακούμπησε πάνω μου, στηριζόμενος στους αγκώνες του. Κοιταχτήκαμε στα μάτια – το βλέμμα του ήταν σαν ένα ταξίδι στον απέραντο ουρανό, ένας ουρανός που δεν χόρταινα να αντικρίζω.

Σηκώθηκα και διεκδίκησα ξανά τα χείλη του. Τα δάχτυλά μου άρχισαν να ξεκουμπώνουν το πουκάμισό του, αναζητώντας τη ζεστασιά του σώματός του. Άφησε να εξερευνήσω κάθε εκατοστό του, ενώ έκανε το ίδιο με εμένα.

Εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων, οι ανάσες μας, τα σώματά μας, ενώθηκαν μέχρι το ξημέρωμα. Ήταν σαν να γινόμασταν ένα, όχι μόνο για τη νύχτα, αλλά για μια ολόκληρη ζωή γεμάτη πάθος και αγάπη.