Τα φώτα δίπλα από το πιάνο, του Κυριάκου Μαυροειδέα

Παράξενη ησυχία απόψε. Ακόμα και έξω από εκείνο το παράθυρο που αντικρίζει τον δρόμο. Οι φανοστάτες στις άκρες των λιθόστρωτων μονοπατιών μοιάζουν αναμμένοι από καιρό πριν. Δεν παρατήρησα πότε πέρασαν οι φανοκόποι, ούτε καν πρόσεξα πότε έπεσε η νύχτα. Τα απέναντι σπίτια είναι όλα παραταγμένα και καθαρά, σαν να περιμένουν να τα επιθεωρήσει κάποιος. Και όλα φωτισμένα. Είναι η πρώτη φορά που τα θυμάμαι να καμαρώνουν όλα τόσο καρτερικά. Ο άδειος δρόμος μού δίνει τον χρόνο και την δυνατότητα να τα χαζεύω για όση ώρα θέλω. Δεν θα βγω σήμερα, αλλά δεν με πειράζει. Ούτε και χτες βγήκα. Και όλο είχα στον νου μου να πεταχτώ ως το παντοπωλείο να γυρέψω ένα νέο μάνταλο για το παράθυρο που βλέπει στον δρόμο. Το παλιό έχει αρχίσει και σκουριάζει και κάποια στιγμή θα σπάσει. Όχι πως δεν μπορώ να το κλείσω, αλλά να… είναι που ήθελα να μοιάζουν όλα άψογα απόψε. Εννοώ, ειδικά απόψε.


Έχω βάλει ένα αρωματισμένο ποτό με κανέλα, με ξεθωριασμένο άρωμα αλλά με έντονο ακόμα χρώμα. Είναι ιδιαίτερη περίσταση σήμερα. Μάλιστα, σκοπεύω να καθίσω και στο πιάνο αργότερα. Για τώρα όμως, προτιμώ να στέκομαι και να παρατηρώ τον άδειο ολόφωτο δρόμο. Σε μια άκρη κάποιος έχει ακουμπήσει προσωρινά ένα κάρο. Νομίζω και χθες το είδα εκεί. Σκέφτομαι πως πρέπει και εγώ να δώσω φως στα παράθυρά μου. Απρόθυμα, γυρίζω το βλέμμα μου και αναζητώ στο λυκοφωτισμένο δωμάτιο, μερικά κεριά που βαστούν ακόμα λίγο σώμα πάνω τους. Ξεχωρίζω ένα ακέραιο και ένα μισοκαμμένο και αναρωτιέμαι μήπως είναι καλύτερα να αφήσω το παράθυρό μου σκοτεινό, παρά να το έχω μισοφωτισμένο.



Ακουμπάω το ποτό μου στο ξύλινο μέρος του πιάνου. Είναι ένα κλαβίχορδο. Παλιό αλλά με δικό του χαρακτήρα και υπέροχο ήχο. Είναι τέτοια η επαφή των δαχτύλων μου, με τα μαλακά του πλήκτρα που πάντα μου προσδίδει την ηρεμία που αναζητώ. Αυτό που αγαπώ περισσότερο όμως σε αυτό, είναι το ότι μπορώ να προσαρμόσω τον ήχο του, ανάλογα με την ένταση που πάλλει τα νεύρα των δαχτύλων μου.

Πιέζω εκείνο το ένα πλήκτρο, που έχει απαλύνει ακόμα περισσότερο με τον καιρό και βγάζει τον τέλειο ήχο για τα αυτιά μου. Σκόπευα να παίξω κάμποσες μελωδίες και ξεχασμένες συνθέσεις, που είχα μάθει απ έξω από όταν ήμουν ακόμη επτά ετών, μα στο μυαλό μου έχει φωλιάσει ο ήχος από εκείνο το συγκεκριμένο πλήκτρο. Το δαχτυλό μου ταλαντεύεται να το ξαναπατήσω, μα ο νους μου αντιστέκεται και το συγκρατεί.

Αποφασίζω να επιστρέψω στο παράθυρο, ξεχνώντας την κούπα μου πάνω στο πιάνο. Ψαχουλεύω την ρόμπα μου. Και αυτή, όσο και το σπίτι, δεν είναι πια ζεστή όπως ήταν. Δεν μου αγαλιάζει την καρδιά, όπως παλιά. Ψηλαφίζω το κουτί με τα σπίρτα, που τα βαστάω πάντα εκεί, στην “καλή” μου τσέπη, γιατί βαριέμαι να πηγαίνω ως την κουζίνα. Κοιτάζω και πάλι έξω, το άδειο μονοπάτι. Οι πέτρες μοιάζουν κολλημένες μεταξύ τους και έχουν αρχίσει να λαμπυρίζουν τις αντανακλάσεις των κεριών, που διαπερνούν τα τζάμια. Πριν λίγες μέρες, στα ίδια μέρη ακριβώς, είχα αντικρίσει το αντιφέγγισμα της σελήνης.

Σηκώνω τη ματιά μου στον ουρανό και βλέπω πως τα νυχτερινά φώτα του κρύβονται, σκεπασμένα από τα σύννεφα του σούρουπου. Κάτι που μοιάζει με βαριεστημένη βροχή πέφτει από ψηλά. Μικρές νιφάδες που αιωρούνται παιχνιδιάρικα στις ελαφριές αύρες, λες και δεν έχουν αποφασίσει αν θέλουν τελικά να κατέβουν στην γη. Γιατί εκεί θα σήμαινε και το τέλος τους.

Άναψα τελικά τα κεριά μου. Τα ακούμπησα ακριβώς πίσω από το παράθυρο. Μίζερο θέαμα. Τόσο δυσάρεστο, που προτίμησα να επικεντρωθώ στο δειλό ταξίδι των χιονονιφάδων και σκέφτηκα πόσο όμορφο θα ήταν να το συνοδεύσω με τις παλιές μου μελωδίες στα πλήκτρα.Νιώθω και πάλι τη γεύση μου κενή, τον ουρανίσκο μου να στεγνώνει και ψάχνω ξανά το ποτό μου. Να ‘μαι πάλι μπροστά στο πιάνο. Μάλλον φόβος είναι. Τρόμάζω να εκθέσω τα συναισθήματά μου, ακόμα και σε αυτό το άψυχο, ξύλινο, κρύο αντικείμενο. Μόνο, περνάω άλλη μια φορά τα ακροδάχτυλά μου πάνω από την πληκτροφόρο και χαϊδεύω την προοπτική της, σε μια συνεχή προσπάθεια να εξιτάρω τις παραιτημένες αισθήσεις μου. Να τους δώσω λίγη φλόγα.

Την ηρεμία μου διακόπτουν τρεις χτύποι στην εξώπορτα. Δεν περιμένω κανέναν. Ούτε ελπίζω σε κάποια σύντομη παρέα, καθώς δεν ξέρω αν αντέχω να την καλωσορίσω. Ωστόσο, σφίγγω την ρόμπα μου και ανοίγω χωρίς να πω λέξη. Είναι η μικρή Μάρτα από το διπλανό σπίτι.

“Γεια σας, σας έφερα αυτά εδώ”, είπε τρέμοντας, χωρίς να αναρωτηθώ αν απλά κρύωνε ή με φοβόταν. Νομίζω δεν με ενδιαφέρει.

“Κεριά;”, απόρησα, καθαρίζοντας τον λαιμό μου, καθώς συνειδητοποιούσα πως δεν είχα μιλήσει σε άνθρωπο για μέρες.

“Να φωτίσεις το παράθυρό σου!”, ζωήρεψε, ξεχνώντας τον πληθυντικό, προκαλώντας μου ένα ρουθούνισμα αποδοκιμασίας.

‘Καλά Χριστούγεννα!”, φώναξε, μάλλον με χαρά. Την κοίταξα από πάνω ως κάτω, την ευχαρίστησα, κρατώντας την μύτη μου ψηλά και έκλεισα την πόρτα.

Νιώθω και πάλι ένα νόημα στο βράδυ μου. Παρατηρώ πως οι νιφάδες πληθαίνουν και μάλλον ανεπαίσθητα, αφήνω ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω αν αισθάνθηκα έτσι, επειδή θα γέμιζα το παράθυρό μου με φλόγες που θα έλιωναν αργά-αργά τον ίδιο τους τον σκοπό ή απλά διότι θα σκότωνα τον άδειο μου χρόνο, κάνοντας… κάτι. Και ίσως ύστερα, καθίσω για λίγο στο πιάνο να συνοδεύσω τον ακανόνιστο λευκό χορό, που έχει στηθεί έξω από το δικό μου παράθυρο.

Κάνα δυο κεριά που ήταν πιο χοντρά τα έβαλα στο κέντρο του περβαζιού, κοντά στο χαλασμένο μάνταλο, και γύρω τους στοίβαξα τα λεπτότερα με προσοχή. Όταν τα άναψα όλα, πήρα μια βαθιά ανάσα. Και χαμογέλασα. Το παράθυρό μου τώρα είναι εξίσου φωτεινό με τα υπόλοιπα σπίτια της γειτονιάς.

“Ας το γιορτάσω”, μονολόγησα ξεβραχνιάζοντας και γύρισα να πιάσω την κούπα με το ποτό κανέλα. Στο εσωτερικό υπήρχε σκοτάδι. Στο εσωτερικό του σπιτιού εννοώ. Και θυμάμαι πως πάντα έτρεμα το σκοτάδι. Μόνο που τώρα το φοβάμαι για εντελώς άλλους λόγους. Όχι μήπως υπάρχει κάποιος ή κάτι που κρύβεται στον ζόφο του. Αντιθέτως, φοβάμαι πως μάλλον εκεί δεν υπάρχει τίποτα. Παρά μόνο κενό. Ένας χώρος και χρόνος άδειος, πλάι στα θυμωμένα έπιπλα, που δεν καταφέρνω να φέρω στον νου μου ποιος είχε καθίσει εκεί τελευταία φορά και είχε τσαλακώσει το ριχτάρι. Και δεν το στρώνω επίτηδες, γιατί κάποια φορά είχα φτάσει κοντά να θυμηθώ. Ναι, λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από το τίποτα.

Ένα τρίξιμο, επανέφερε την προσοχή μου στο παράθυρο. Το σούρουπο έξω παρέμενε άκοσμο, ενώ ακόμα και το χιόνι έμοιαζε να αραιώνει. Σύντομα, το τρίξιμο δυνάμωσε, όπως φαινόταν πως συνέβαινε και με το ξεροβόρι, κάνοντας τα ξύλα και τα τζάμια να πάλλονται με ορμή.

Σκέφτομαι ξανά, πως έπρεπε να είχα πάει το πρωί για εκείνο το μεντεσεδάκι.

Όταν ο αέρας κόπασε, ένιωσα και πάλι έντονο τον χτύπο της καρδιάς μου. Το θυμικό μου πήδηξε αυτόβουλα σε εκείνη την νουβέλα του Πό, που την είχε ονομάσει Μαρτυριάρα Καρδιά. Για εκείνον τον τύπο, που είχε δολοφονήσει τον γείτονα ή τον σπιτονοικοκύρη του, δεν θυμάμαι ακριβώς, και είχε κρύψει το πτώμα του ή είχε κρυφτεί ο ίδιος στο υπνοδωμάτιό του. Και όταν εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί, οι δυνατοί χτύποι στο στήθος του, πρόδωσαν την ενοχή του. Εμένα, βέβαια, τώρα θα πρόδιδαν την ύπαρξη μου σε έναν κόσμο ζωντανών, που δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω.

Πίνω μια γουλιά και κάθομαι ξανά στο πιάνο. Κλείνω τα μάτια μου, χωρίς να κουνήσω καθόλου τους μύες του κεφαλιού ή του προσώπου μου. Με τον δεξί μου παράμεσο, πιέζω το πλήκτρο ακριβώς δίπλα από εκείνο που θεωρούσα αγαπημένο μου. Και έπειτα κατεβάζω και τα υπόλοιπα δάχτυλά μου στο κλαβιέ, παραχωρώντας τους τον απόλυτο έλεγχο των συναισθημάτων μου. Παίζω κάτι γιορτινό, να αρμόζει στην περίσταση.

Ξεχνιέμαι.

Η επόμενη αύρα ήταν σίγουρα πιο δυνατή. Πρέπει να έσπασε το χαλασμένο μάνταλο, τινάζοντας λογικά, το δεξί παραθυρόφυλλο, σωριάζοντας τα μισά κεριά πάνω στην ξεφτισμένη βελέντζα που παρέμενε στρωμένη χειμώνα-καλοκαίρι. Ούτε και αυτήν θυμάμαι ποιος την είχε τοποθετήσει την πρώτη φορά.

Αισθάνομαι τα δάχτυλά μου σκουριασμένα. Όπως τον πρώτο καιρό που με δίδαξαν αυτό το κλαβίχορδο. Στους λοβούς μου ξεπηδά η Λακριμόσα, εκείνη η αψεγαδιαστη σύνθεση, ξανοίγοντας το βλέμμα μου, φωτίζοντας το πρόσωπό μου.

“Ας τελειώσουμε με τη Λακριμόσα”, μονολογώ τα ακριβή λόγια του Μότσαρτ, όταν απευθύνθηκε στα βιολιά του. στο Σενμπρούν στη Βιέννη.

Δεν θα μπορούσα να διαλέξω καλύτερο ρέκβιεμ. Και καθώς ξεκινάω, τα λαμπυρίσματα απλώνονται πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. Ακόμα και ο βοριάς κοντοστέκεται να αφουγκραστεί. Και στο απόγειο του θαυμαστού μου ρεσιτάλ, το σπίτι μου μοιάζει το φωτεινότερο απ’ όλα. Τόσο πηχτό φως, που κυριαρχεί απόλυτα πια στο δωμάτιο, διώχνοντας το κενό μακριά. Και με την άκρη του ματιού μου, στο χαμηλό τραπέζι, πλάι στο τσαλακωμένο ριχτάρι, διακρίνω ακουμπημένο το καινούριο μάνταλο, όπως ακριβώς μου το είχε τυλίξει ο παντοπώλης.

Γελάω.

Νιώθω τα δάχτυλά μου πια ασταμάτητα.

Και όταν ολοκληρώσω την υπέροχή μου θρηνωδία, τρεις φορές θα χτυπήσει η πόρτα.