O άνθρωπος με τα τρία ρουθούνια, του Δημήτρη Δελαρούδη

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων κι ο άνθρωπος με τα τρία ρουθούνια κατευθυνόταν προς το σπίτι του τσαλαβουτώντας τις ψηλές του μπότες στο αφράτο χιόνι. Άξαφνα, η μύτη του συνέλαβε μια αλαργινή μυρωδιά ωμού λουκάνικου. Το στομάχι του γουργούρισε ανταποκρινόμενο στη μυρωδιά του κύμινου, του πράσου και του μπούκοβου. Κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να το είχε μυρίσει από τέτοια απόσταση.

Έπειτα από λίγο ανίχνευσε μια ακόμα μυρωδιά, προερχόμενη από την άλλη άκρη της μικρής κωμόπολης. Κάποιος ζύμωνε ένα κέικ με μοσχοκάρυδο, κανέλα, μήλο, ρούμι, άχνη και φουντούκια.

Κι ενώ περπατούσε βυθισμένος στις παιδικές του θύμησες που ήταν γεμάτες με χριστουγεννιάτικα γλυκά, μια διαφορετική μυρωδιά τράβηξε την προσοχή του. Ήταν πολύ παράξενη και ταυτόχρονα, απίστευτα γνώριμη. Την είχε εντοπίσει εδώ και μερικές μέρες να πλανάται στον αέρα της κωμόπολης, αλλά πάντα του ξέφευγε η πηγή της, σαν φάντασμα που κρυβόταν πίσω από τις βαριές κουρτίνες κάποιου πύργου.

Τη στιγμή που περνούσε έξω από το σπίτι της οικογένειας Ν., ανατρίχιασε. Αυτό που προερχόταν από το εσωτερικό του σπιτιού ήταν η οσμή του θανάτου. Η μυρωδιά του σπινθήρα στα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Υπολόγισε πως σε λίγα δευτερόλεπτα το δέντρο θα γινόταν παρανάλωμα του πυρός κι έτρεξε προς τα εκεί, σκουντουφλώντας στο χιόνι, για να φτάσει και να ειδοποιήσει τους ανυποψίαστους ένοικους.

Χτύπησε μανιασμένα το κουδούνι και μετά βρόντηξε με τις γροθιές τη βαριά εξώπορτα, χωρίς να λάβει απόκριση. Δεν του έμενε άλλη λύση από το να δώσει μια γερή κλοτσιά και να μπουκάρει σαν διαρρήκτης, αλλά το έκανε χωρίς δισταγμό.

Το σπίτι ήταν άδειο και πρόλαβε να κατεβάσει το γενικό διακόπτη που βρισκόταν δίπλα στην είσοδο. Μπήκε στο σαλόνι και είδε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έβγαλε με κόπο τα λαμπάκια από την πρίζα και τα τύλιξε σε ένα πρόχειρο κουβάρι. Παρατήρησε πως το μισό φις ήταν καρβουνιασμένο. Δε γνώριζε ποιος έμενε στο σπίτι εκείνο, καθώς δεν έδινε ποτέ σημασία στους συγχωριανούς του επειδή φοβόταν την παρουσία τους. Απλά τράβηξε καλά την εξώπορτα και έγραψε με το δάχτυλο στο χιόνι της βεράντας:


«ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΑ ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ. ΤΑ ΛΑΜΠΑΚΙΑ ΣΑΣ ΠΗΡΑΝ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΙΓΟΤΑΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ».


*

Ο άνθρωπος με τα τρία ρουθούνια γεννήθηκε το απόγευμα ενός χιονισμένου Φλεβάρη του ’51 σε μια μικρή κωμόπολη της βόρειας Ελλάδας. Η αλήθεια είναι πως μόλις τον είδε η μαμή, σταυροκοπήθηκε. Κι όταν τον Μάρτη έλιωσαν επιτέλους τα χιόνια και κατάφεραν να τον πάνε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, οι γιατροί είπαν με κάθε φυσικότητα πως αυτά συμβαίνουν. Είπαν επίσης, πως είναι πολύ τυχερός που έχει τρία ρουθούνια και όχι τρία πόδια, ή ακόμη, τρία αφτιά.

Όσο εκείνος μεγάλωνε, οι καταρρακωμένοι γονείς του, γεμάτοι ντροπή για το αλλόκοσμο βλαστάρι τους, φρόντιζαν να τον κρατούν κλεισμένο στο σπίτι, εμφυσώντας του τους φόβους και την αγωνία τους με κάθε τρόπο. Κι ενώ όλα τα παιδιά έπαιζαν κυνηγητό και κρυφτό στους δρόμους της γειτονιάς του, εκείνος τα παρατηρούσε ταμπουρωμένος πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου του.

Τον κρύβανε από φίλους κι από συγγενείς με τη δικαιολογία πως είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στα μικρόβια. Μορφώθηκε αποκλειστικά στο σπίτι, από ιδιωτικούς δασκάλους, στους οποίους εμφανιζόταν πάντα τυλιγμένος με κασκόλ –όπως τον είχαν συμβουλέψει οι δικοί του–, ισχυριζόμενος κάθε φορά πως είναι βαριά κρυωμένος.

Όταν έγινε πια έφηβος, τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο. Οι γονείς του αποφάνθηκαν ότι έπρεπε να υποβληθεί σε πλαστική εγχείρηση. Αρχικά, οι γιατροί δεν είχαν καμία αντίρρηση προκειμένου να σουλουπώσουν μια τέτοια δυσαναλογία, αλλά τα αποτελέσματα των ακτινογραφιών που προηγήθηκαν της επέμβασης, φανέρωσαν ακόμη ένα τερατολογικό φαινόμενο: τον τρίτο πνεύμονά του.

Έπειτα απ’ αυτή την κτηνώδη αποκάλυψη, κανένας γιατρός δεν αναλάμβανε την ευθύνη μιας τέτοιας επέμβασης, γιατί πολύ απλά, δεν ήταν σε θέση να φανταστεί ποιες παρενέργειες θα είχε η φραγή ενός μέρους των αναπνευστικών οδών σ’ ένα άνθρωπο με τρεις πνεύμονες. Ενδεχομένως, να μην υπήρχε καμία, αλλά ποιος θα μπορούσε να ρισκάρει την καριέρα του για ένα τόσο ασήμαντο –αν και ομολογουμένως, άσχημο– πράγμα;

Κάποιος από τους δεκάδες γιατρούς που είχε επισκεφτεί κατά καιρούς είχε αναφερθεί στα πλαστικά ομοιώματα· μια ιδέα που του φάνηκε αρκετά βολική. Έπειτα από πολλή σκέψη, πήρε την απόφαση να τα χρησιμοποιήσει και παρήγγειλε να του κατασκευάσουν μερικά στην Αθήνα. Ήταν απαράλλαχτα με την εξωτερική όψη της μύτης του, μόνο που, αντί για τρία ρουθούνια, τα ομοιώματα θα είχαν μονάχα δύο, όπως όλες οι φυσιολογικές μύτες.

Η λύση αυτή στάθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Βέβαια, ήταν απαραίτητο να γίνονται μερικές βαρετές διαδικασίες, όπως για παράδειγμα να αλείφει τη μύτη του με μια ειδική φυτική κόλλα για να κάθεται το πλαστικό ομοίωμα στη θέση του κι έπειτα να καλύπτει την περιοχή με μέικ-απ, αλλά στο τέλος το συνήθισε τόσο πολύ που έγινε μέρος της καθημερινής του ρουτίνας.

Απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική θητεία αμέσως μόλις έδειξε την ακτινογραφία θώρακος στους γιατρούς του κέντρου εκπαίδευσης. Ήταν μια οντότητα με μια σπάνια σωματική ανωμαλία που απλά, χαρακτηρίστηκε ως «Ι5-Αναπνευστική δυσλειτουργία».

Οι πολιτικές γνωριμίες του πατέρα του, τον βοήθησαν στο να εργαστεί σε μια θέση νυχτοφύλακα σε μια βιομηχανία, αφού πρωτίστως απέρριψε κάθε άλλη θέση που θα τον έφερνε σ’ επαφή με πολύ κόσμο. Έτρεμε στην ιδέα, πως από ένα απλό φτέρνισμα ή ακόμη, από ένα ασήμαντο ατύχημα, θα φανέρωναν το μεγάλο του μυστικό.

Αυτό που τον κατέτασσε σε μια άλλη κατηγορία ανθρώπων όμως, δεν ήταν η ποσότητα των πνευμόνων του, αλλά η τρομερή αίσθηση της όσφρησής του που ξεπερνούσε και εκείνη των σκύλων. Από τη νεαρή του ηλικία ακόμη συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι έχουν πολύ φτωχή όσφρηση, γιατί δεν μπορούσε να κατανοήσει το παιχνίδι του κρυφτού. Αναρωτιόταν συνεχώς για ποιο λόγο τα παιδιά της γειτονιάς του έπαιζαν κρυφτό, όταν είναι ξεκάθαρο πως η μυρωδιά του κάθε παιδιού, μαρτυρά αυτόματα τη θέση του.

Θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει ο τελειότερος ντέντεκτιβ ή ο αξεπέραστος αρωματοποιός, γιατί, χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, ήταν ένα είδους υπεράνθρωπου· ένα φαινόμενο, μόνο που ο ίδιος αρνιόταν πεισματικά να αποδεχτεί. Και παρόλο που για μερικούς ανθρώπους η ευαισθησία της όσφρησής του ήταν ένα θεϊκό δώρο, εκείνος αναρωτιόταν για ποιο λόγο να του χαρίσει ο Θεός τρία ρουθούνια. Αντιθέτως, το θεωρούσε άκρως προσβλητικό για την ανθρώπινη φύση.

Όταν το 1985 κυκλοφόρησε το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ, ο Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ, ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου με την καταπληκτική όσφρηση, έγινε αυτομάτως ο ήρωάς του. Ήταν ένα ψυχολογικό αποκούμπι, έστω κι αν επρόκειτο για καθαρή λογοτεχνία. Είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με τον Γκρενουίγ, γιατί και αυτός, όπως ο λογοτεχνικός αδερφός του, μισούσε τους ανθρώπους. Έτσι νόμιζε. Ήταν ένας ερημίτης, ένα αντικοινωνικό πλάσμα που ζούσε κρυμμένο πίσω από ένα πλαστικό ομοίωμα.

Είχε αποφασίσει από παιδί πως δεν ήταν προορισμένος για οικογένεια. Πρώτα απ’ όλα, για να μη διαιωνίσει τα γονίδια του, πιστεύοντας πως αποτελούν «λάθος της φύσης» κι έπειτα, γιατί δεν τολμούσε να πλησιάσει γυναίκα, τρέμοντας στο φόβο της απόρριψης.

Στα σαράντα πέντε του, ζούσε ολομόναχος σ’ ένα καινούριο σπίτι· μια μονοκατοικία που αγόρασε εύκολα, μιας και ο τρόπος ζωής του δεν του επέτρεπε να ξοδεύει χρήματα για άλλες απολαύσεις πέρα από τις πολύ βασικές –με εξαίρεση το ουίσκι, που το χρησιμοποιούσε ως χαλαρωτικό.


*

Οι λευκές πεταλούδες του χιονιού αγκιστρώνονταν πάνω στο παλτό του, κι εκείνος όλο και πλησίαζε το μανίκι στα μάτια για να παρατηρήσει τις νιφάδες από κοντά. Μελετούσε τα παράξενα σχήματά τους, τα τέλεια εξάγωνα και τα συμμετρικά οκτάγωνα και απελπιζόταν με την προτίμηση της φύσης για τους ζυγούς αριθμούς. Τα τελευταία δέκα χρόνια στοχαζόταν συνεχώς την εμφάνιση του αριθμού Δύο στη φύση. Αναλογιζόταν πως όλα τα θηλαστικά έχουν δύο μάτια, τα ψάρια έχουν δύο μάτια, τα έντομα έχουν δύο –έστω πολυεδρικά– ματιά, τα πουλιά δύο μάτια. Γιατί δύο, και όχι τρία, αναρωτιόταν, γνωρίζοντας πως δε θα λάβει ποτέ απάντηση στο ερώτημά του. Γιατί να έχουν τα όλα θηλαστικά δύο αυτιά και όχι ένα, όπως ακριβώς έχουν ένα στόμα; Γιατί να έχουμε δύο χέρια και δύο πόδια; Γιατί τέλος πάντων δύο, και όχι τρία ρουθούνια, ή ακόμη, γιατί δύο, και όχι τρεις πνεύμονες; Και επιπλέον, για ποιο λόγο να υπάρχουν τερατογενέσεις;

Είχε χτίσει τη δική του κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία, η φύση είναι ένας τιτάνιος υπολογιστής που χρησιμοποιεί κώδικες και συναρτήσεις, ενώ παράγει τα πάντα σύμφωνα με προκαθορισμένα μοτίβα. Για παράδειγμα, ότι υπάρχουν πρότυπα που αφορούν την κατανομή των κλαδιών ενός δέντρου, τη διασπορά των σύννεφων στον ουρανό, το πόσα άκρα θα έχουν τα θηλαστικά, το πού ακριβώς θα πέσουν οι σταγόνες της βροχής και πού θα πέσουν τα σταγονίδια της μπογιάς αν τινάξει κάποιος ένα πινέλο. Μοτίβα, αόρατα, με τόσο τεράστιο εύρος, που η ανθρωπότητα τα αποκαλεί εν αγνοία της «το τυχαίο», κάτι που εκείνος είχε απαρνηθεί πριν από πολλά χρόνια, γιατί το μόνο που δεχόταν ήταν το «λάθος». Ο υπερ-τινάνιος υπολογιστής της φύσης, κάνει λάθη, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Σφάλματα που επιτρέπουν να έχουμε εξαδάχτυλους ανθρώπους και φυσικά, μύτες με τρία ρουθούνια.


*

Όταν κόντεψε στα πενήντα μέτρα από το σπίτι του, είδε κάτι που τον ανάγκασε να επιβραδύνει το βήμα του. Έξω από την πόρτα του στέκονταν τρία παιδιά που χτυπούσαν το κουδούνι του για να του πουν τα κάλαντα. Περίμενε καρτερικά, ώσπου να βαρεθούν και να φύγουν. Δεν άντεχε τα κάλαντα, ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε καμιά άλλη γλυκανάλατη γιορτή, που οι δρόμοι γεμίζουν ασφυκτικά με ανθρώπους.

Όταν τα παιδιά απομακρύνθηκαν, πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Μπήκε στο χολ κατάλευκος από το χιόνι, πέταξε γρήγορα το πανωφόρι του σε μια καρέκλα και έβγαλε το παγωμένο πλαστικό κάλυμμα, τρίβοντας την παγωμένη μύτη του με τους δείκτες. Έπειτα, την καθάρισε εξωτερικά με μια λοσιόν, για ν’ αφαιρέσει τα απομεινάρια της ξερής κόλλας. Έβαλε ένα δάχτυλο ουίσκι στο αιώνια άπλυτο ποτήρι του και το κατέβασε μονομιάς. Ήταν η ώρα που έπρεπε να πιει για να καταφέρει να χαλαρώσει και ν’ αποκοιμηθεί έπειτα από τη φοβερή υπερένταση της νυχτερινής δουλειάς.

Άνοιξε βαριεστημένα την τηλεόραση και ξάπλωσε στον καναπέ. Και καθώς τα βλέφαρά του βάραιναν από το ποτό και ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί, ανακάθισε νευρικά, γιατί, προς μεγάλη του έκπληξη, στο κρύσταλλο της οθόνης αντίκρισε κάτι τρομερά οικείο· κάτι που είχε παρακολουθήσει πολλές φορές: ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον παλιό, αμερικάνικο κινηματογράφο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο παρουσιαστής ανέλυε μια ταινία: το «Τέρατα». Όσο προβάλλονταν διάφορα αποσπάσματα στα οποία πρωταγωνιστούσε το ελαττωματικό προσωπικό ενός τσίρκο, η μπάσα φωνή του Αμερικανού παρουσιαστή έκανε σχόλια για τον τίτλο και τη διαφημιστική καμπάνια της ταινίας: …στις πρώτες διαφημιστικές αφίσες της ταινίας, έγραφε: «Άραγε, είναι ποτέ δυνατόν μια κανονικά ανεπτυγμένη γυναίκα, ν’ αγαπήσει αληθινά ένα νάνο;» Η ίδια η αφίσα, απεικόνιζε τη φωτογραφία όπου η ακροβάτισσα Κλεοπάτρα φιλάει τον μέλλοντα, νάνο, σύζυγό της. Ο αρχικός τίτλος της ταινίας του 1932 δεν ήταν το εμπορικό «Τέρατα», αλλά, όπως είχε προτείνει ο ίδιος ο Μπράουνινγκ, «Απαγορευμένη Αγάπη». Ο τίτλος όμως δεν ικανοποίησε τους παραγωγούς, οι οποίοι είχαν προτείνει δύο εναλλακτικούς: «Σόου των Τεράτων» και «Λάθη της Φύσης»…

Έκλεισε αμέσως την τηλεόραση και είπε ψιθυριστά: «Λάθη της φύσης… Πηδοβάτραχος, Τέρας του Φρανκενστάιν, Άνθρωπος Ελέφαντας, Κουασιμόδος, εγώ…». Έπειτα από λίγο πρόσθεσε: «αυτοί εκεί έξω έχουν Χριστούγεννα κι εγώ δεν είμαι παρά ένας καλικάντζαρος που τους τρομοκρατεί...»

Ξαναγέμισε το ποτήρι του.

Κάποιος χτύπησε το κουδούνι. Ταράχτηκε, γιατί εκείνη τη στιγμή δε φορούσε το κάλυμμα της μύτης του. Υπέθεσε ότι κάποιος γύρευε να του πει τα κάλαντα. Δεν θ' άνοιγε σε καμία περίπτωση για κάτι τέτοιο, αλλά από την άλλη, σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι η Αστυνομία μαζί με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που μόλις είχε σώσει από την πυρκαγιά, και ίσως ζητούσαν εξηγήσεις. Ήταν πανεύκολο να ακολουθούσουν τα χνάρια του στο αφράτο χιόνι και να διαπιστώσουν ότι οδηγούσαν στο σπίτι του.

«Μισό λεπτό, παρακαλώ» φώναξε δυνατά προς την πόρτα, τη στιγμή που τα χέρια του είχαν πιάσει ήδη το πινελάκι με την κόλλα και προετοίμαζαν τη μύτη του για το πλαστικό ομοίωμα. 
 
Στάθηκε πίσω από το ματάκι της πόρτας και κοίταξε έξω. Ήταν μια παρέα πέντε ή έξι παιδιών που κρατούσαν μεταλλικά τρίγωνα και φλογέρες, έχοντας για συνοδό μια μεγαλύτερη γυναίκα.

Ήταν έτοιμος να κάνει μεταβολή, αποφεύγοντας ν' ανοίξει, ώσπου η παράξενη μυρωδιά εισέβαλε απρόσκλητη στα ρουθούνια του. Ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα δεν φορούσε άρωμα, ούτε κάποιο από τα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε μια οσμή πρωτόγνωρη και αρχαία όσο εκείνη των αιωνόβιων βελανιδιών. Ο ιδρώτας τους δεν θύμιζε καθόλου εκείνον των συγχωριανών του, αλλά κάτι που δεν είχε ξαναμυρίσει στο παρελθόν.

Κοίταξε για δεύτερη φορά έξω. Το σκηνικό θύμιζε τη Χιονάτη και τους επτά νάνους. Όλα τα παιδιά φορούσαν πολύχρωμους σκούφους και ήταν τυλιγμένα με ζεστά, μακριά κασκόλ. Η γυναίκα είχε μακριά ξανθά μαλλιά. Ήταν ντυμένη ανάλογα με σκούφο και κασκόλ και κοιτούσε επίμονα προς την πόρτα του με βλέμμα γαλήνιο και καρτερικό, σαν να ήταν σίγουρη πως θα της ανοίξει.

Ο άνθρωπος με τα τρία ρουθούνια ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα.

Η παρέα στεκόταν στο χιόνι χαμογελαστή. Ήταν ολοφάνερο πως ήθελαν να χωθούν στη θαλπωρή του σπιτιού του. Κοντοστάθηκε όταν πρόσεξε ότι τα πρόσωπα των παιδιών δεν ήταν και τόσο παιδικά όσο του φάνηκαν πριν από δύο λεπτά. Θύμιζαν περισσότερο ενήλικες, χωρίς όμως να έχουν την παραμικρή ρυτίδα. Αναρωτήθηκε αν επρόκειτο για παιδιά που φορούσαν μάσκες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκανε μερικά βήματα πίσω και με μια χειρονομία τους έδειξε το δρόμο για το ζεστό σαλόνι του.

Η Χιονάτη με τα ξανθά μαλλιά και το ροζ, μάλλινο σκουφάκι τον πλησίασε χαμογελώντας. Ήταν υπερβολικά όμορφη. Το γαλάζιο χρώμα των ματιών της ήταν παρμένο μέσα από τα πιο άγρια κύματα των ωκεανών.

Οι νάνοι –τα μασκαρεμένα παιδιά;– σχημάτισαν αμέσως έναν κύκλο γύρω του κι εκείνος ένιωσε άβολα. Θυμήθηκε πως δε φορούσε το πλαστικό κάλυμμα. Ντράπηκε. Κάλυψε τη μύτη του με τα δάχτυλα.

Η γυναίκα τον πλησίασε και του κατέβασε αργά το χέρι. Τι ωραία που μύριζε το δέρμα της!

«Μην ντρέπεσαι. Τουλάχιστον όχι εμάς» του είπε στοργικά.

Εκείνος είχε καταπιεί τη γλώσσα του.

«…»

«Μην ντρέπεσαι. Είσαι κι εσύ Εζραβέλ…»

«Συγνώμη… Τι είπατε; Τι είμαι;»

«Εζραβέλ! Η φυλή του Τρία».

«Συγνώμη, δεν καταλαβαίνω… Είστε κάποια αδελφότητα ή θρησκεία, από κάποιο σύλλογο;»

Η κοπέλα μειδίασε με χάρη.

«Είμαστε τα απομεινάρια μιας αρχαίας φυλής. Είμαστε καταδικασμένοι στους αιώνες να μας φονεύουν τα ξαδέρφια μας. Να φονεύουν την ψυχή και την αξιοπρέπειά μας. Να μας αποκαλούν ξωτικά, καλικάντζαρους, τέρατα, λάθη της φύσης…»

«Εζραβέλ…» ψιθύρισε αυτός. Σκέφτηκε μήπως η γυναίκα μπροστά του ήταν ολότελα τρελή.

«Αδερφέ μας, σε εντοπίσαμε πρόσφατα στην περιοχή και σε ψάχνουμε απεγνωσμένα εδώ και μια εβδομάδα».

«Δεν καταλαβαίνω...»

«Σου δίνουμε την ευκαιρία να έρθεις μαζί μας. Αν φυσικά, το επιθυμείς πολύ...»

Εκείνος συνέχισε να την κοιτά άφωνος.

Η ξανθιά γυναίκα έβγαλε τον μάλλινο σκούφο της με μια χαριτωμένη κίνηση. Στο κέντρο του μετώπου της διαγραφόταν ένα επιπλέον μάτι. Η γαλάζια του ίριδα τον παρατηρούσε με αδελφική συμπόνια.

Κατάλαβε.

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του προσκαλώντας την στην αγκαλιά του. Κάθε ίχνος αμφιβολίας χάθηκε. Η μυρωδιά! Εκείνη η τόσο γλυκιά και γνώριμη, ήταν η μυρωδιά φυλής του.