Στη μικρή χιονισμένη Μπέικερ Σίτι του Όρεγκον, όλοι
προετοιμάζονταν για τον ερχομό των Χριστουγέννων. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα
σου, μπορούσες να δεις σπίτια στολισμένα με πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν,
μικρά αγαλματάκια του Αϊ-Βασίλη, φάτνες και όλες τις συνηθισμένες
χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να τραβήξει την
προσοχή από όλα αυτά ήταν οι χιονάνθρωποι που βρίσκονταν σε κάθε αυλή της
γειτονιάς.
Θα έλεγε κανείς ότι η μικρή πόλη τον Δεκέμβρη ήταν ένας παράδεισος για κάθε
παιδί… ή τουλάχιστον σχεδόν για κάθε παιδί. Στον Μάθιου δεν άρεσαν καθόλου τα
Χριστούγεννα.
«Στις διακοπές δε σας βλέπω καθόλου, όλο είστε στη χαζή δουλειά» παραπονιόταν
από το πρωί.
Οι γονείς του κοιτάχτηκαν για μια στιγμή με νόημα και ύστερα
γέλασαν, παίρνοντας αγκαλιά τον μικρό Μάθιου.
«Άπαπα, μα τι γκρίνια είναι αυτή, μικρέ μου Σκρουτζ;» είπε με χάδι ο πατέρας
του.
«Μου φαίνεται πως κάποιος θα μπει στη λίστα με τα κακά παιδιά φέτος!» είπε με τον ίδιο τόνο η μητέρα του.
«Κοίτα, Μάθιου, ξέρω πως είναι δύσκολη περίοδος για σένα, η μετακόμιση δεν ήταν εύκολη, αλλά η δουλειά που βρήκε ο πατέρας σου σε αυτήν την πόλη είναι πολύ καλύτερη, και εξάλλου σκέψου πόσους φίλους θα μπορέσεις να κάνεις εδώ».
«Μα εγώ ήθελα το παλιό μας σπίτι, ήθελα το παλιό μου σχολείο και ήθελα τους παλιούς μου φίλους» φώναξε ο Μάθιου.
Ακολούθησε άλλο ένα βλέμμα μεταξύ των δύο γονιών.
«Εντάξει, λοιπόν, μικρέ, σου έχω τότε μια πρόκληση» είπε ο πατέρας του
τρίβοντας τα μαύρα γένια του και αφήνοντας ένα χαμόγελο να ξεφύγει επίτηδες.
«Α ναι; Τι πρόκληση;» αναφώνησε με περιέργεια ο Μάθιου.
«Χα! Εγώ να φοβάμαι; Ποτέ! Αλλά τι θα κερδίσω αν δεχτώ;» είπε με ένα πονηρό ύφος ο Μάθιου.
«Ήξερα ότι θα το ρωτούσες! Λοιπόν, αν ολοκληρώσεις την πρόκληση, εγώ και η μαμά θα πάρουμε τρεις μέρες άδεια, για να τις περάσουμε μαζί! Πώς σου φαίνεται; Deal;»
«Deal!» είπε ενθουσιασμένος ο Μάθιου.
«Τέλεια, θα σε οδηγήσω μέχρι την είσοδο του δάσους, αλλά μετά είσαι μόνος σου. Καλή τύχη μικρέ» είπε ενθαρρυντικά ο πατέρας του.
Ο Μάθιου μετά την αποδοχή της πρόκλησης έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιό του.
Άρπαξε ένα σακίδιο που είχε παρατημένο δίπλα στο γραφείο του και το γέμισε με
τις απαραίτητες προμήθειες για τον μικρό του περίπατο. Φακός, πυξίδα, χάρτης
της περιοχής, αναπτήρας, ο κόκκινος ελβετικός σουγιάς που του είχε κάνει δώρο η
μαμά του, ναι, αυτά πρέπει να ήταν όλα. Τώρα σειρά για ρούχα. Ο Μάθιου άνοιξε
τη μικρή του ντουλάπα η οποία ήταν γεμάτη με κάθε λογής ρούχα, σίγουρα θα
έβρισκε κάτι.
Είκοσι λεπτά πέρασαν μέχρι να καταλήξει σε ένα συγκεκριμένο σετ.
Ο ριγέ καφέ-κίτρινος σκούφος, τα μπλε γάντια, το ερυθρόλευκο κασκόλ και οι
μαύρες μπότες του θα ήταν η συντροφιά του για σήμερα. Ναι, ήταν καλή επιλογή!
«Είμαι έτοιμος, άντε πάμε επιτέλους!» άρχισε να φωνάζει βιαστικά ο Μάθιου.
«Μάλιστα, αρχηγέ! Let’s go!»
Ο Μάθιου αποβιβάστηκε από το αμάξι και αντίκρισε την είσοδο του δάσους. Μια
ξεθωριασμένη πινακίδα έλεγε «Προσοχή!» αλλά αυτό δεν πτόησε καθόλου τον Μάθιου.
«Έχεις 2 ώρες μέχρι να έρθουμε και να σε πάρουμε, εντάξει;» είπε γλυκά η μαμά του Μάθιου.
«Ναι, ναι, ξέρω!» είπε δήθεν αδιάφορα ο μικρός και ξεκίνησε την πεζοπορία του.Στο μεταξύ ο Μάθιου είχε περιηγηθεί με αυτοπεποίθηση βαθύτερα στο δάσος. Όλως περιέργως, δεν μπορούσε να βρει ξύλα κάτω στο χώμα – απ’ ό,τι φαίνεται θα έπρεπε να ψάξει περισσότερο. Είχε περάσει ήδη μια ώρα. Ξαφνικά το μονοπάτι που ακολουθούσε τελείωσε, το μόνο που υπήρχε παρακάτω ήταν μόνο χώμα και βότσαλα. Η λογική τού έλεγε να γυρίσει πίσω, αλλά η περηφάνια του δεν τον άφηνε να τα παρατήσει, οπότε προχώρησε κι άλλο.
Μετά από πέντε λεπτά, είδε κάτι που δεν περίμενε καθόλου. Δεκάδες χιονάνθρωποι, όλοι διακοσμημένοι διαφορετικά, τον περιτριγύριζαν από κάθε μεριά.
Έχουν έρθει κι άλλοι εδώ; αναρωτήθηκε.
Τότε ήταν που έκανε μια συνειδητοποίηση. Οι χιονάνθρωποι
είχαν κλαδιά για χέρια. Αυτά θα χρησιμοποιούσε, για να ολοκληρώσει την
πρόκληση. Ξεκίνησε να τα συλλέγει ένα ένα. Ήταν σίγουρο πως θα κέρδιζε και θα
μπορούσε να περηφανευτεί για αυτό στους γονείς του.
Είχε μαζέψει όλα τα ξύλα που μπορούσε να κουβαλήσει, αλλά όπως μάζευε το
τελευταίο κλαδί καταλάθος διέλυσε τον χιονάνθρωπο. Όλα άλλαξαν μεμιάς… Το χιόνι
απέκτησε μια σκούρα κόκκινη απόχρωση. Ένα παιδικό πτώμα εμφανίστηκε μπροστά στα
μάτια του Μάθιου. Υπήρχε μια μεγάλη χαρακιά στο πρόσωπο του παιδιού, πιθανότατα
η αιτία του θανάτου του. Την ερυθρή απόχρωση που είχε αποκτήσει πριν από λίγο
το χιόνι διαδέχθηκε μια πράσινη. Ο Mάθιου κόντεψε να λιποθυμήσει με αυτό που
είχε δει.
Ξέχνα την πρόκληση. Δεν πρόκειται να μείνω εδώ άλλο ένα λεπτό.
Άρχισε να τρέχει με όλη του την ενέργεια. Όμως πολύ σύντομα κατάλαβε ότι κάποιος ή… κάτι τον ακολουθούσε. Μια ριπή ακούστηκε ξαφνικά στον αέρα και μετά…Στη μικρή χιονισμένη Μπέικερ Σίτι του Όρεγκον, όλοι προετοιμαζόντουσαν για τον ερχομό των Χριστουγέννων. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου μπορούσες να δεις σπίτια στολισμένα με πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν, μικρά αγαλματάκια του Αι-Βασίλη, φάτνες και όλες τις συνηθισμένες χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις.Το μόνο πράγμα που μπορούσε να τραβήξει την προσοχή ήταν ο χιονάνθρωπος που έστεκε στην απομονωμένη καλύβα βαθιά στο βάθος με το ριγέ καφέ-κίτρινο σκούφο, το ερυθρόλευκο κασκόλ και τα μπλε γάντια…