Ξημέρωσε η παραμονή των Χριστουγέννων, και από το πρωί η Χριστίνα αναρωτιόταν αν αυτή θα ήταν η μεγάλη μέρα, η μέρα που ονειρευόταν για εννιά ολόκληρους μήνες. Η ανυπομονησία είχε κατακλύσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της και δεν τη χωρούσε ο τόπος. Έκλαιγε με το παραμικρό, τα πάντα την ενοχλούσαν, και μια ήθελε να κλειστεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ενώ την άλλη στιγμή σκεφτόταν να οργανώσει το συρτάρι με τα μωρουδιακά ή να κάνει γενική καθαριότητα.
Από αργά το απόγευμα όμως, η πίεση στο κάτω μέρος της κοιλιάς της άρχισε να αυξάνεται. Στην αρχή, κράμπες τέντωναν και έσφιγγαν το δέρμα της, αλλά τώρα οι συσπάσεις είχαν γίνει δυνατές και επώδυνες, πίεζαν τα σωθικά της και πλημμύριζαν τις φλέβες της με αδρεναλίνη. Η φουσκωμένη κοιλίτσα της και το οίδημα στα χέρια και τα πόδια την εμπόδιζαν να κινηθεί, ενώ με δυσκολία μπορούσε να περπατήσει με τις πρησμένες πατούσες της. Έμοιαζε με μια βραδυκίνητη χελώνα, παγιδευμένη σε ένα σώμα που δεν την υπάκουε.
Ο Μανώλης, ο άντρας της, ροχάλιζε του καλού καιρού, εκνευρίζοντάς την ακόμη περισσότερο. Ήξερε πως οι καούρες κρατούσαν ξύπνια τη γυναίκα του, αλλά εκείνος χαμπάρι. Η Χριστίνα στριφογύρισε με κόπο, έχωσε με δυσκολία τα πόδια της στις βελουτέ παντόφλες της και βάλθηκε να βηματίζει πάνω-κάτω στον διάδρομο, σαν νευρόσπαστο.
Πονούσε πολύ! Πάρα πολύ! Το σώμα της κύρτωνε και ίσωνε σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο κάθε δέκα λεπτά και οι συσπάσεις –αν είναι δυνατόν– γίνονταν πιο δυνατές και κρατούσαν περισσότερο. Μετατοπίζοντας το βάρος της μπροστά και προσπαθώντας να ισορροπήσει –μια ανθρώπινη πάπια με κοιλιά μπαλόνι– έφτασε στον γωνιακό καναπέ του σαλονιού και τράβηξε τα μαξιλάρια, φτιάχνοντας μια μικρή φωλιά για να βουλιάξει μέσα ή ίσως και να κρυφτεί. Για λίγο μούδιασε το σώμα της, αλλά σύντομα ο πόνος επέστρεψε δριμύτερος.
Την επόμενη στιγμή, ένα μικρό ρυάκι κύλισε ανάμεσα στα πόδια της, μουσκεύοντας το εσώρουχο και την πιτζάμα της. Είχαν σπάσει τα νερά της! Προσπαθούσε να θυμηθεί τις οδηγίες της μαίας από τα μαθήματα ανώδυνου τοκετού, αλλά το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν πώς να αναπνέει στις εξωθήσεις, και έτσι άρχισε να κλαίει και να γελάει μαζί.
«Τι να κάνω, Παναγιά μου! Κάπως πρέπει να φτάσω στο μπάνιο και να ξυπνήσω και τον μέλλοντα πατέρα!»
Με όση δύναμη είχε, βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και ακουμπώντας στον τοίχο, κατάφερε να κρεμαστεί στην πόρτα του μπάνιου και να σπρώξει το κορμί της μέσα.
«Μανώλη, ξύπνα! Έσπασαν τα νερά!» φώναξε αρκετές φορές αγκομαχώντας, αλλά ο άντρας της δεν άκουγε. Κάπως κατάφερε να καθίσει στη λεκάνη της τουαλέτας, και το αίμα στα ούρα τής επιβεβαίωσε ότι είχε μπει στο τελευταίο στάδιο του τοκετού.
Τώρα έπρεπε να επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα. Μόνο στη σκέψη, η ενέργειά της στράγγιζε. Επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία, αλλά αυτή τη φορά προς την αντίθετη κατεύθυνση, κατάφερε να συρθεί μέχρι το κρεβάτι. Έπεσε σχεδόν πάνω του και σκούντηξε κάμποσες φορές τον άντρα της, προτού αρχίσει να φωνάζει:
«Ξύπνα, χριστιανέ μου, γεννάω! Ξύπνα σου λέω!»
«Μμμμμ» μούγκρισε εκείνος, γυρίζοντας απρόθυμα από την άλλη. Αυτή τη φορά, τσίριξε μέσα στο αφτί του. Ο Μανώλης ανακάθισε μισοκοιμισμένος, κοιτώντας την κάτωχρη γυναίκα του. Από το απλανές βλέμμα του, ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Χρυσός και άγιος ο Μανώλης, αλλά μερικές φορές έσκαγε γάιδαρο!
«Γεννάω, σου λέω! Τι με κοιτάς σαν χάνος; Πας καλά, άνθρωπέ μου;» συνέχισε έξαλλη η Χριστίνα, φτύνοντας τις λέξεις σαν να βλαστημούσε.
«Καλά, γυναίκα, μη φωνάζεις. Πάρ’ το από την αρχή. Τι έγινε; Πήραμε καμιά φωτιά;»
«Φωτιά στα μπατζάκια μας! Γεννάω, γίνεσαι πατέρας και όλα τα σχετικά. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Με ένα σάλτο ο Μανώλης πετάχτηκε πάνω, μιλώντας ασυνάρτητα: «Τα νερά... μπαμπάς... τη βαλίτσα... Τα κλειδιά, Χριστίνα, πού είναι τα κλειδιά; Πονάς;»
«Αναπνοές, Μανώλη μου, και ψυχραιμία. Σε τρία λεπτά πλύσου, ντύσου και φεύγουμε. Α, και ειδοποίησε τον Πέτρο να έρθει στην κλινική».
Αλλού έβαζε το μπατζάκι, αλλού το μανίκι, και η Χριστίνα σκεφτόταν πόσο θα του ταίριαζε το λευκό πουκάμισο που δένει πίσω στην πλάτη. «Τη βαλίτσα και το παλτό μου. Κάλτσες δε θα φορέσεις; Το βιβλιάριο είναι δίπλα στα κλειδιά. Ναι, εγώ έχω το κινητό!» του έδινε οδηγίες, ενώ εκείνος πάλευε με τα ρούχα του, μη μπορώντας να βρει τα πράγματα που ήταν μπροστά στα μάτια του. Τέρας ψυχραιμίας ο Μανώλης...
Φορτωμένος με τις βαλίτσες και το νεσεσέρ στο ένα χέρι, και τη γυναίκα του κρεμασμένη στο άλλο, προσευχόταν να κατέβουν πρώτα τις σκάλες όρθιοι και έπειτα θα τα κατάφερνε στο αυτοκίνητο. Η μαιευτική κλινική ήταν κοντά και είχε κάνει πολλές φορές τη διαδρομή. Το είχε δει σε μια ταινία και του φάνηκε καλή ιδέα. Αν και, από την ταραχή και την αγωνία του, πέρασε με κόκκινο στο φανάρι και φρέναρε απότομα σε μια διάβαση. Η κραυγή της Χριστίνας τού έκοψε τα πόδια, αλλά έφτασαν.
«Ξέρω ότι πονάς και ότι εσύ είσαι ο βράχος σ’ αυτή την οικογένεια, αλλά, Χριστίνα, σ’ αγαπώ. Είμαι ο άνθρωπός σου, βασίσου πάνω μου». Προσπάθησε να ακουστεί σίγουρος, αν και η φωνή του έτρεμε από την ανησυχία και τη σαστιμάρα του.
«Φοβάμαι, Μανώλη. Αν... αν κάτι δεν πάει καλά, φρόντισε το μωρό μας».
«Σσσσς, όλα θα πάνε όπως πρέπει. Αν όχι, θα σκοτώσω αυτόν τον βλάκα τον κολλητό μου, που έχουμε για γυναικολόγο. Σκατά, ξέχασα να τον πάρω τηλέφωνο!»
Ένα βήμα πριν την κρίση πανικού, με την καρδιά του να κοντεύει να βγει από το στήθος του, επανέλαβε την ίδια διαδικασία: στο ένα χέρι τα συμπράγκαλα και στο άλλο τη Χριστίνα. Έβγαλε το κινητό του, το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση και κάλεσε τον Πέτρο.
«Ποιος;»
«Τι ποιος! Δε βλέπεις την οθόνη, πριν το σηκώσεις;»
«Κοιμάμαι, κλείνω».
«Γεννάμε, τσακίσου στην κλινική!»
«Μανώλη; Πού... πού είστε; Κάθε πόσο είναι οι συσπάσεις;»
«Στην κλινική, κάθε δύο-τρία λεπτά. Γεννάμε!»
«Έρχομαι» ήταν η μονολεκτική του απάντηση και έκλεισε απότομα τη γραμμή.
Στο μεταξύ, ένας τραυματιοφορέας και μια νοσηλεύτρια στην υποδοχή έβαλαν τη Χριστίνα σε ένα καροτσάκι και την οδήγησαν κατευθείαν στην αίθουσα τοκετού. Τη βοήθησαν να φορέσει τη νοσοκομειακή ρόμπα και σε λίγο εμφανίστηκε και ο Πέτρος, αγουροξυπνημένος αλλά με πλήρη εγρήγορση, έτοιμος να αναλάβει δράση.
«Γεια σου, ΜcDreamy» προσπάθησε να αστειευτεί η Χριστίνα μόλις τον είδε, αλλά δάγκωσε τα χείλι της από τον πόνο και του άπλωσε το χέρι.
«Ξάπλωσε πίσω και άσε με να εξετάσω τη διαστολή. Μμμμ κοντεύουμε, πρέπει όμως να σηκωθείς, το μωρό είναι ψηλά. Θα σε βοηθήσω να στηρίζεσαι, θα ανακουφιστεί η μέση σου και... Εντάξει, όχι όρθια» απάντησε ήρεμα στο σαστισμένο βλέμμα της.
«Πέτρο, φοβάμαι» ψέλλισε. «Σαν να έχω ένα κακό προαίσθημα».
«Μου έχεις εμπιστοσύνη;»
«Απόλυτη».
Τη βοήθησε να καθίσει και στήριξε την πλάτη της σε δύο μεγάλα μαξιλάρια, τοποθέτησε τον καρδιοτοκογράφο πάνω στην κοιλιά της για να παρακολουθεί τους καρδιακούς παλμούς του μωρού, και άρχισε ένα ελαφρύ μασάζ, προσπαθώντας να την ανακουφίσει αλλά και να πάρει το μωρό τη σωστή θέση.
«Ξέρεις, μπορεί να επέλεξες τον φυσικό τοκετό, αλλά μπορείς πάντα να αλλάξεις γνώμη» της είπε κάποια στιγμή, αλλά η Χριστίνα ήταν ξερό κεφάλι, δύσκολα άλλαζε γνώμη.
Μετά από μια ώρα περίπου, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε αλλάξει ριζικά. Υπήρχε μια έντονη αίσθηση του επείγοντος και όλα γίνονταν με ταχύτητα. Καρδιογραφήματα, πιεσόμετρα και βλέμματα προβληματισμένα.
«Μανώλη, έλα λίγο, θέλω να σου πω».
«Όχι» ίσα που ακούστηκε η Χριστίνα, «μπροστά μου θα πεις ό,τι θες».
«Εντάξει λοιπόν. Ήρθε η ώρα να παρθούν ιατρικές αποφάσεις, με τις οποίες, θες δε θες, θα συμφωνήσεις. Οι παλμοί του μωρού πέφτουν και η δική σου καρδιά αρχίζει να ζορίζεται. Επιπλέον, η αρτηριακή σου πίεση είναι ανεβασμένη, σημάδι προεκλαμψίας».
«Καισαρική;» ρώτησε ο Μανώλης, λες και του έλειπε η αναπνοή για άλλες λέξεις.
«Ναι, και πρέπει να ανέβουμε αμέσως στο χειρουργικό τμήμα». «Ο αναισθησιολόγος μάς περιμένει ήδη».
Οι τραυματιοφορείς μπήκαν στο δωμάτιο και βοήθησαν ξανά τη Χριστίνα να ανέβει στο καροτσάκι. Ο Μανώλης δεν άφηνε στιγμή το χέρι της, σαν ναυαγός που κινδύνευε να πνιγεί.
«Τα λέμε σε λίγη ώρα. Το ξέρω, και ’γω σ’ αγαπώ» απάντησε στο ικετευτικό βλέμμα της γυναίκας του. «Όλα θα πάνε καλά».
Μισή ώρα αργότερα, κι αφού ένιωθε τις σόλες των παπουτσιών του να έχουν λιώσει από το πήγαινε-έλα στον διάδρομο, μια νοσηλεύτρια τον πλησίασε, τρομάζοντας τον. Δεν την είχε δει να έρχεται.
«Πού είναι ο Πέτρος; Εεεε, ο γιατρός Ευθυμίου» ρώτησε, πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε.
«Με έστειλε να σας ενημερώσω πως έχετε μια υγιέστατη κορούλα».
«Η γυναίκα μου;» τη διέκοψε ανυπόμονα.
«Κινδύνευσε πολύ, είχε ακατάσχετη αιμορραγία, όμως θα γίνει καλά. Ησυχάστε!»
Έπεσε πάνω της με φόρα και την αγκάλιασε σφιχτά. Δίστασε για ένα δευτερόλεπτο, και έπειτα έβγαλε ένα πενηντάευρω και της το έβαλε στην τσέπη της ρόμπας της.
«Έγινα μπαμπάς» φώναξε γελώντας και την αγκάλιασε ξανά.
«Καλά Χριστούγεννα, κύριε Μανώλη, και χρόνια πολλά! Ελάτε, θα σας οδηγήσω στο πολυτιμότερο δώρο που είχατε ποτέ».
Στον θάλαμο των νεογνών, ένα ελαφάκι με κόκκινη μυτούλα παρακολουθούσε από το τζάμι, ενώ πίσω του, ένα μικρό χεράκι κρεμόταν έξω από τα σφιχτά σκεπάσματα. Το χεράκι της κόρης του! Τα γόνατά του λύγισαν, ρούφηξε τη μύτη του, πήρε μια βαθιά ανάσα και αντίκρισε το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ του. Το μεγαλύτερο δώρο που του είχε χαρίσει η γυναίκα του, το δικό τους θαύμα των Χριστουγέννων.
Όταν η Χριστίνα ξύπνησε από τη νάρκωση και γνώρισε για πρώτη φορά την κορούλα της, ο κόσμος γύρω της φάνηκε να σταματά, σαν να αφουγκράστηκε η πλάση τη νέα ζωή που ευλογήθηκε αυτή την άγια μέρα.
Από αργά το απόγευμα όμως, η πίεση στο κάτω μέρος της κοιλιάς της άρχισε να αυξάνεται. Στην αρχή, κράμπες τέντωναν και έσφιγγαν το δέρμα της, αλλά τώρα οι συσπάσεις είχαν γίνει δυνατές και επώδυνες, πίεζαν τα σωθικά της και πλημμύριζαν τις φλέβες της με αδρεναλίνη. Η φουσκωμένη κοιλίτσα της και το οίδημα στα χέρια και τα πόδια την εμπόδιζαν να κινηθεί, ενώ με δυσκολία μπορούσε να περπατήσει με τις πρησμένες πατούσες της. Έμοιαζε με μια βραδυκίνητη χελώνα, παγιδευμένη σε ένα σώμα που δεν την υπάκουε.
Ο Μανώλης, ο άντρας της, ροχάλιζε του καλού καιρού, εκνευρίζοντάς την ακόμη περισσότερο. Ήξερε πως οι καούρες κρατούσαν ξύπνια τη γυναίκα του, αλλά εκείνος χαμπάρι. Η Χριστίνα στριφογύρισε με κόπο, έχωσε με δυσκολία τα πόδια της στις βελουτέ παντόφλες της και βάλθηκε να βηματίζει πάνω-κάτω στον διάδρομο, σαν νευρόσπαστο.
Πονούσε πολύ! Πάρα πολύ! Το σώμα της κύρτωνε και ίσωνε σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο κάθε δέκα λεπτά και οι συσπάσεις –αν είναι δυνατόν– γίνονταν πιο δυνατές και κρατούσαν περισσότερο. Μετατοπίζοντας το βάρος της μπροστά και προσπαθώντας να ισορροπήσει –μια ανθρώπινη πάπια με κοιλιά μπαλόνι– έφτασε στον γωνιακό καναπέ του σαλονιού και τράβηξε τα μαξιλάρια, φτιάχνοντας μια μικρή φωλιά για να βουλιάξει μέσα ή ίσως και να κρυφτεί. Για λίγο μούδιασε το σώμα της, αλλά σύντομα ο πόνος επέστρεψε δριμύτερος.
Την επόμενη στιγμή, ένα μικρό ρυάκι κύλισε ανάμεσα στα πόδια της, μουσκεύοντας το εσώρουχο και την πιτζάμα της. Είχαν σπάσει τα νερά της! Προσπαθούσε να θυμηθεί τις οδηγίες της μαίας από τα μαθήματα ανώδυνου τοκετού, αλλά το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν πώς να αναπνέει στις εξωθήσεις, και έτσι άρχισε να κλαίει και να γελάει μαζί.
«Τι να κάνω, Παναγιά μου! Κάπως πρέπει να φτάσω στο μπάνιο και να ξυπνήσω και τον μέλλοντα πατέρα!»
Με όση δύναμη είχε, βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και ακουμπώντας στον τοίχο, κατάφερε να κρεμαστεί στην πόρτα του μπάνιου και να σπρώξει το κορμί της μέσα.
«Μανώλη, ξύπνα! Έσπασαν τα νερά!» φώναξε αρκετές φορές αγκομαχώντας, αλλά ο άντρας της δεν άκουγε. Κάπως κατάφερε να καθίσει στη λεκάνη της τουαλέτας, και το αίμα στα ούρα τής επιβεβαίωσε ότι είχε μπει στο τελευταίο στάδιο του τοκετού.
Τώρα έπρεπε να επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα. Μόνο στη σκέψη, η ενέργειά της στράγγιζε. Επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία, αλλά αυτή τη φορά προς την αντίθετη κατεύθυνση, κατάφερε να συρθεί μέχρι το κρεβάτι. Έπεσε σχεδόν πάνω του και σκούντηξε κάμποσες φορές τον άντρα της, προτού αρχίσει να φωνάζει:
«Ξύπνα, χριστιανέ μου, γεννάω! Ξύπνα σου λέω!»
«Μμμμμ» μούγκρισε εκείνος, γυρίζοντας απρόθυμα από την άλλη. Αυτή τη φορά, τσίριξε μέσα στο αφτί του. Ο Μανώλης ανακάθισε μισοκοιμισμένος, κοιτώντας την κάτωχρη γυναίκα του. Από το απλανές βλέμμα του, ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Χρυσός και άγιος ο Μανώλης, αλλά μερικές φορές έσκαγε γάιδαρο!
«Γεννάω, σου λέω! Τι με κοιτάς σαν χάνος; Πας καλά, άνθρωπέ μου;» συνέχισε έξαλλη η Χριστίνα, φτύνοντας τις λέξεις σαν να βλαστημούσε.
«Καλά, γυναίκα, μη φωνάζεις. Πάρ’ το από την αρχή. Τι έγινε; Πήραμε καμιά φωτιά;»
«Φωτιά στα μπατζάκια μας! Γεννάω, γίνεσαι πατέρας και όλα τα σχετικά. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Με ένα σάλτο ο Μανώλης πετάχτηκε πάνω, μιλώντας ασυνάρτητα: «Τα νερά... μπαμπάς... τη βαλίτσα... Τα κλειδιά, Χριστίνα, πού είναι τα κλειδιά; Πονάς;»
«Αναπνοές, Μανώλη μου, και ψυχραιμία. Σε τρία λεπτά πλύσου, ντύσου και φεύγουμε. Α, και ειδοποίησε τον Πέτρο να έρθει στην κλινική».
Αλλού έβαζε το μπατζάκι, αλλού το μανίκι, και η Χριστίνα σκεφτόταν πόσο θα του ταίριαζε το λευκό πουκάμισο που δένει πίσω στην πλάτη. «Τη βαλίτσα και το παλτό μου. Κάλτσες δε θα φορέσεις; Το βιβλιάριο είναι δίπλα στα κλειδιά. Ναι, εγώ έχω το κινητό!» του έδινε οδηγίες, ενώ εκείνος πάλευε με τα ρούχα του, μη μπορώντας να βρει τα πράγματα που ήταν μπροστά στα μάτια του. Τέρας ψυχραιμίας ο Μανώλης...
Φορτωμένος με τις βαλίτσες και το νεσεσέρ στο ένα χέρι, και τη γυναίκα του κρεμασμένη στο άλλο, προσευχόταν να κατέβουν πρώτα τις σκάλες όρθιοι και έπειτα θα τα κατάφερνε στο αυτοκίνητο. Η μαιευτική κλινική ήταν κοντά και είχε κάνει πολλές φορές τη διαδρομή. Το είχε δει σε μια ταινία και του φάνηκε καλή ιδέα. Αν και, από την ταραχή και την αγωνία του, πέρασε με κόκκινο στο φανάρι και φρέναρε απότομα σε μια διάβαση. Η κραυγή της Χριστίνας τού έκοψε τα πόδια, αλλά έφτασαν.
«Ξέρω ότι πονάς και ότι εσύ είσαι ο βράχος σ’ αυτή την οικογένεια, αλλά, Χριστίνα, σ’ αγαπώ. Είμαι ο άνθρωπός σου, βασίσου πάνω μου». Προσπάθησε να ακουστεί σίγουρος, αν και η φωνή του έτρεμε από την ανησυχία και τη σαστιμάρα του.
«Φοβάμαι, Μανώλη. Αν... αν κάτι δεν πάει καλά, φρόντισε το μωρό μας».
«Σσσσς, όλα θα πάνε όπως πρέπει. Αν όχι, θα σκοτώσω αυτόν τον βλάκα τον κολλητό μου, που έχουμε για γυναικολόγο. Σκατά, ξέχασα να τον πάρω τηλέφωνο!»
Ένα βήμα πριν την κρίση πανικού, με την καρδιά του να κοντεύει να βγει από το στήθος του, επανέλαβε την ίδια διαδικασία: στο ένα χέρι τα συμπράγκαλα και στο άλλο τη Χριστίνα. Έβγαλε το κινητό του, το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση και κάλεσε τον Πέτρο.
«Ποιος;»
«Τι ποιος! Δε βλέπεις την οθόνη, πριν το σηκώσεις;»
«Κοιμάμαι, κλείνω».
«Γεννάμε, τσακίσου στην κλινική!»
«Μανώλη; Πού... πού είστε; Κάθε πόσο είναι οι συσπάσεις;»
«Στην κλινική, κάθε δύο-τρία λεπτά. Γεννάμε!»
«Έρχομαι» ήταν η μονολεκτική του απάντηση και έκλεισε απότομα τη γραμμή.
Στο μεταξύ, ένας τραυματιοφορέας και μια νοσηλεύτρια στην υποδοχή έβαλαν τη Χριστίνα σε ένα καροτσάκι και την οδήγησαν κατευθείαν στην αίθουσα τοκετού. Τη βοήθησαν να φορέσει τη νοσοκομειακή ρόμπα και σε λίγο εμφανίστηκε και ο Πέτρος, αγουροξυπνημένος αλλά με πλήρη εγρήγορση, έτοιμος να αναλάβει δράση.
«Γεια σου, ΜcDreamy» προσπάθησε να αστειευτεί η Χριστίνα μόλις τον είδε, αλλά δάγκωσε τα χείλι της από τον πόνο και του άπλωσε το χέρι.
«Ξάπλωσε πίσω και άσε με να εξετάσω τη διαστολή. Μμμμ κοντεύουμε, πρέπει όμως να σηκωθείς, το μωρό είναι ψηλά. Θα σε βοηθήσω να στηρίζεσαι, θα ανακουφιστεί η μέση σου και... Εντάξει, όχι όρθια» απάντησε ήρεμα στο σαστισμένο βλέμμα της.
«Πέτρο, φοβάμαι» ψέλλισε. «Σαν να έχω ένα κακό προαίσθημα».
«Μου έχεις εμπιστοσύνη;»
«Απόλυτη».
Τη βοήθησε να καθίσει και στήριξε την πλάτη της σε δύο μεγάλα μαξιλάρια, τοποθέτησε τον καρδιοτοκογράφο πάνω στην κοιλιά της για να παρακολουθεί τους καρδιακούς παλμούς του μωρού, και άρχισε ένα ελαφρύ μασάζ, προσπαθώντας να την ανακουφίσει αλλά και να πάρει το μωρό τη σωστή θέση.
«Ξέρεις, μπορεί να επέλεξες τον φυσικό τοκετό, αλλά μπορείς πάντα να αλλάξεις γνώμη» της είπε κάποια στιγμή, αλλά η Χριστίνα ήταν ξερό κεφάλι, δύσκολα άλλαζε γνώμη.
Μετά από μια ώρα περίπου, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε αλλάξει ριζικά. Υπήρχε μια έντονη αίσθηση του επείγοντος και όλα γίνονταν με ταχύτητα. Καρδιογραφήματα, πιεσόμετρα και βλέμματα προβληματισμένα.
«Μανώλη, έλα λίγο, θέλω να σου πω».
«Όχι» ίσα που ακούστηκε η Χριστίνα, «μπροστά μου θα πεις ό,τι θες».
«Εντάξει λοιπόν. Ήρθε η ώρα να παρθούν ιατρικές αποφάσεις, με τις οποίες, θες δε θες, θα συμφωνήσεις. Οι παλμοί του μωρού πέφτουν και η δική σου καρδιά αρχίζει να ζορίζεται. Επιπλέον, η αρτηριακή σου πίεση είναι ανεβασμένη, σημάδι προεκλαμψίας».
«Καισαρική;» ρώτησε ο Μανώλης, λες και του έλειπε η αναπνοή για άλλες λέξεις.
«Ναι, και πρέπει να ανέβουμε αμέσως στο χειρουργικό τμήμα». «Ο αναισθησιολόγος μάς περιμένει ήδη».
Οι τραυματιοφορείς μπήκαν στο δωμάτιο και βοήθησαν ξανά τη Χριστίνα να ανέβει στο καροτσάκι. Ο Μανώλης δεν άφηνε στιγμή το χέρι της, σαν ναυαγός που κινδύνευε να πνιγεί.
«Τα λέμε σε λίγη ώρα. Το ξέρω, και ’γω σ’ αγαπώ» απάντησε στο ικετευτικό βλέμμα της γυναίκας του. «Όλα θα πάνε καλά».
Μισή ώρα αργότερα, κι αφού ένιωθε τις σόλες των παπουτσιών του να έχουν λιώσει από το πήγαινε-έλα στον διάδρομο, μια νοσηλεύτρια τον πλησίασε, τρομάζοντας τον. Δεν την είχε δει να έρχεται.
«Πού είναι ο Πέτρος; Εεεε, ο γιατρός Ευθυμίου» ρώτησε, πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε.
«Με έστειλε να σας ενημερώσω πως έχετε μια υγιέστατη κορούλα».
«Η γυναίκα μου;» τη διέκοψε ανυπόμονα.
«Κινδύνευσε πολύ, είχε ακατάσχετη αιμορραγία, όμως θα γίνει καλά. Ησυχάστε!»
Έπεσε πάνω της με φόρα και την αγκάλιασε σφιχτά. Δίστασε για ένα δευτερόλεπτο, και έπειτα έβγαλε ένα πενηντάευρω και της το έβαλε στην τσέπη της ρόμπας της.
«Έγινα μπαμπάς» φώναξε γελώντας και την αγκάλιασε ξανά.
«Καλά Χριστούγεννα, κύριε Μανώλη, και χρόνια πολλά! Ελάτε, θα σας οδηγήσω στο πολυτιμότερο δώρο που είχατε ποτέ».
Στον θάλαμο των νεογνών, ένα ελαφάκι με κόκκινη μυτούλα παρακολουθούσε από το τζάμι, ενώ πίσω του, ένα μικρό χεράκι κρεμόταν έξω από τα σφιχτά σκεπάσματα. Το χεράκι της κόρης του! Τα γόνατά του λύγισαν, ρούφηξε τη μύτη του, πήρε μια βαθιά ανάσα και αντίκρισε το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ του. Το μεγαλύτερο δώρο που του είχε χαρίσει η γυναίκα του, το δικό τους θαύμα των Χριστουγέννων.
Όταν η Χριστίνα ξύπνησε από τη νάρκωση και γνώρισε για πρώτη φορά την κορούλα της, ο κόσμος γύρω της φάνηκε να σταματά, σαν να αφουγκράστηκε η πλάση τη νέα ζωή που ευλογήθηκε αυτή την άγια μέρα.