Σιγομουρμούριζε έναν χαρούμενο σκοπό καθώς έμπαινε στην κουζίνα. Σκεφτόταν πως η καλή της διάθεση θα έκανε ό, τι μαγείρευε ακόμη πιο νόστιμο και οι φίλες της που θα έρχονταν το βράδυ, θα έμεναν ευχαριστημένες.
Έβγαλε από το ντουλάπι τις κατσαρόλες, έκοψε το προσεκτικά διαλεγμένο κρέας, το πασπάλισε με μπαχαρικά και σε λίγο το δωμάτιο μοσχομύριζε από το τσιγάρισμα. Ξεκίνησε νωρίς και είχε ώρες μπροστά της, ώστε να σιγομαγειρέψει κάθε συνταγή. Και όπως έλεγε η γιαγιά της, το παν στην μαγειρική ήταν να μην βιάζεσαι και να βάζεις όλη σου την αγάπη σε αυτό που κάνεις.
Ω! Σίγουρα θα έβαζε όλη της την αγάπη σε αυτά που ετοίμαζε για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων. Σχεδόν άκουγε τις φίλες της να λένε:
«Ό,τι καλύτερο έχω φάει μέχρι σήμερα!»
«Η Σούλα θα έπρεπε μόνο να μαγειρεύει!»
«Αν μαγείρευα όπως η Σούλα, δεν θα κατάφερνα να διατηρήσω την σιλουέτα μου!»
Χάιδεψε με το χέρι, που δεν κρατούσε την κουτάλα, τις πληθωρικές καμπύλες της.
«Ναι,» μονολόγησε. «αν μαγείρευα κι εγώ σαν εσένα, θα ήμουν το ίδιο ξερακιανή. Το φαγητό σου, φιλενάδα, δεν τρώγεται».
Σκέπασε τις κατσαρόλες της και χαμήλωσε την φωτιά, αφήνοντάς τες να μαγειρέψουν με την ησυχία τους. Τώρα ήταν η ώρα να ετοιμάσει το τραπέζι.
Έβαλε χριστουγεννιάτικη μουσική να παίζει και έστρωσε το κατακόκκινο τραπεζομάντηλο. Τοποθέτησε πάνω του τις καλές της πορσελάνες, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα ακριβά μαχαιροπίρουνα. Όλα τακτοποιημένα στην σωστή τους θέση με την ακριβή απόσταση το ένα από το άλλο. Την τάξη τους θα την ζήλευε και το καλύτερο εστιατόριο. Κεριά, χριστουγεννιάτικα στολίδια και λευκά λουλούδια συμπλήρωναν τον στολισμό. Το δέντρο πλάι από το τζάκι έδινε τον εορταστικό του ρυθμό με τα φωτάκια που αναβόσβηναν. Δεκάδες κουκλάκια, άγιοι Βασίληδες, χιονάνθρωποι, καρυοθραύστες και ξωτικά στόλιζαν κάθε γωνιά. Και η θαλπωρή από την φωτιά που σιγόκαιγε, έφτιαχνε την ατμόσφαιρα.
Η ώρα περνούσε και όπου να ναι θα κατέφθαναν οι καλεσμένες της.
Μπήκε πάλι στην κουζίνα. Είχε έρθει η ώρα να τελειώσει τα φαγητά που έβραζαν. Άνοιξε καπάκια. Με ένα κουτάλι δοκίμασε σάλτσες. Κράτησε τις κουταλιές μέσα στο στόμα. Πλατάγισε την γλώσσα. Συμπλήρωσε μπαχάρια, έσβησε με κόκκινο κρασί και τέλος το μυστικό της συστατικό που θα έδινε την τέλεια πινελιά. Σε λίγα λεπτά όλα ήταν έτοιμα.
Επόμενο βήμα ήταν να φορέσει τα καλά της. Κόκκινο φόρεμα εορταστικό. Κόκκινο κραγιόν. Τα μαύρα μαλλιά της λυτά στους ώμους. Τα μάτια τονισμένα με μαύρο, καζάλ μολύβι. Έστειλε ένα φλογερό φιλί στο είδωλό της στον καθρέφτη κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα καθώς το κουδούνι χτυπούσε επίμονα.
Οι τέσσερεις φίλες της εισέβαλαν βιαστικά. Το κρύο τις ακολούθησε, μαζί με μερικές νιφάδες χιονιού. Η Σούλα δεν βιάστηκε να κλείσει την πόρτα. Το βλέμμα της χάιδεψε το χιονισμένο τοπίο. Ιδανικές συνθήκες για το ρεβεγιόν.
Βρήκε τα κορίτσια να έχουν βγάλει τα παλτό και να ζεσταίνουν τα χέρια στην φλόγα του τζακιού. Τα μάτια τους ταξίδεψαν στις αφράτες καμπύλες της. Είδε την απέχθεια στο βλέμμα τους μα δεν πτοήθηκε. Έδωσαν πεταχτά φιλιά. Είπαν τυπικές ευχές. Κάθισαν στο τραπέζι.
«Πεθαίνουμε να δοκιμάσουμε όλα αυτά που ετοίμασες για σήμερα». είπαν.
Η Σούλα σέρβιρε με χαρά. Τις είδε να πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Να αδειάζουν τα πιάτα. Να ζητούν κι άλλο. Νε εκθειάζουν την μαγειρική της οικοδέσποινας. Να ρωτούν για το κρέας που διάλεξε. Κάποια σήκωσε στο χέρι το κρυστάλλινο κολωνάτο ποτήρι του κρασιού, ακόμη άδειο.
«Όλα τέλεια Σούλα μου,» είπε. «μα ξέχασες το κρασί».
Σηκώθηκε αργά, με ένα μειλίχιο χαμόγελο στα χείλη. Εκείνη δεν είχε αγγίξει το φαγητό της ακόμη. Πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Πήρε την φιάλη με το κρασί. Κόκκινο, γλυκό να ταιριάζει με το κρέας. Λίγο πριν κλείσει την πόρτα έσκυψε. Στο ράφι, μέσα σε μια πιατέλα, το κεφάλι του Νίκου την κοίταζε με βλέμμα απλανές.
«Είδες, αγάπη μου, σε όλες άρεσες, όπως επιθυμούσες. Τώρα ένα κομμάτι σου θα βρίσκεται μέσα τους για πάντα».
Άνοιξε το μπουκάλι με το κρασί και το σέρβιρε με προσοχή. Στάθηκε όρθια στην θέση της στην κορυφή του τραπεζιού και σήκωσε το ποτήρι.
«Καλά Χριστούγεννα!» ευχήθηκε και άδειασε με μιας το ποτήρι.
«Τι έγινε κορίτσια; Δεν θα πιείτε;» ρώτησε. Μα οι φίλες της δεν απάντησαν. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα, από τα χείλη έσταζε αφρός, τα μέλη κρέμονταν άνευρα.
Καμία από εκείνες που έκαναν όσα έκαναν πίσω από την πλάτη της, με τον προδότη δεν θα μιλούσε ξανά.
«Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». μουρμούρισε χαχανίζοντας και έφαγε μια μπουκιά σαλάτα.
Έβγαλε από το ντουλάπι τις κατσαρόλες, έκοψε το προσεκτικά διαλεγμένο κρέας, το πασπάλισε με μπαχαρικά και σε λίγο το δωμάτιο μοσχομύριζε από το τσιγάρισμα. Ξεκίνησε νωρίς και είχε ώρες μπροστά της, ώστε να σιγομαγειρέψει κάθε συνταγή. Και όπως έλεγε η γιαγιά της, το παν στην μαγειρική ήταν να μην βιάζεσαι και να βάζεις όλη σου την αγάπη σε αυτό που κάνεις.
Ω! Σίγουρα θα έβαζε όλη της την αγάπη σε αυτά που ετοίμαζε για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων. Σχεδόν άκουγε τις φίλες της να λένε:
«Ό,τι καλύτερο έχω φάει μέχρι σήμερα!»
«Η Σούλα θα έπρεπε μόνο να μαγειρεύει!»
«Αν μαγείρευα όπως η Σούλα, δεν θα κατάφερνα να διατηρήσω την σιλουέτα μου!»
Χάιδεψε με το χέρι, που δεν κρατούσε την κουτάλα, τις πληθωρικές καμπύλες της.
«Ναι,» μονολόγησε. «αν μαγείρευα κι εγώ σαν εσένα, θα ήμουν το ίδιο ξερακιανή. Το φαγητό σου, φιλενάδα, δεν τρώγεται».
Σκέπασε τις κατσαρόλες της και χαμήλωσε την φωτιά, αφήνοντάς τες να μαγειρέψουν με την ησυχία τους. Τώρα ήταν η ώρα να ετοιμάσει το τραπέζι.
Έβαλε χριστουγεννιάτικη μουσική να παίζει και έστρωσε το κατακόκκινο τραπεζομάντηλο. Τοποθέτησε πάνω του τις καλές της πορσελάνες, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα ακριβά μαχαιροπίρουνα. Όλα τακτοποιημένα στην σωστή τους θέση με την ακριβή απόσταση το ένα από το άλλο. Την τάξη τους θα την ζήλευε και το καλύτερο εστιατόριο. Κεριά, χριστουγεννιάτικα στολίδια και λευκά λουλούδια συμπλήρωναν τον στολισμό. Το δέντρο πλάι από το τζάκι έδινε τον εορταστικό του ρυθμό με τα φωτάκια που αναβόσβηναν. Δεκάδες κουκλάκια, άγιοι Βασίληδες, χιονάνθρωποι, καρυοθραύστες και ξωτικά στόλιζαν κάθε γωνιά. Και η θαλπωρή από την φωτιά που σιγόκαιγε, έφτιαχνε την ατμόσφαιρα.
Η ώρα περνούσε και όπου να ναι θα κατέφθαναν οι καλεσμένες της.
Μπήκε πάλι στην κουζίνα. Είχε έρθει η ώρα να τελειώσει τα φαγητά που έβραζαν. Άνοιξε καπάκια. Με ένα κουτάλι δοκίμασε σάλτσες. Κράτησε τις κουταλιές μέσα στο στόμα. Πλατάγισε την γλώσσα. Συμπλήρωσε μπαχάρια, έσβησε με κόκκινο κρασί και τέλος το μυστικό της συστατικό που θα έδινε την τέλεια πινελιά. Σε λίγα λεπτά όλα ήταν έτοιμα.
Επόμενο βήμα ήταν να φορέσει τα καλά της. Κόκκινο φόρεμα εορταστικό. Κόκκινο κραγιόν. Τα μαύρα μαλλιά της λυτά στους ώμους. Τα μάτια τονισμένα με μαύρο, καζάλ μολύβι. Έστειλε ένα φλογερό φιλί στο είδωλό της στον καθρέφτη κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα καθώς το κουδούνι χτυπούσε επίμονα.
Οι τέσσερεις φίλες της εισέβαλαν βιαστικά. Το κρύο τις ακολούθησε, μαζί με μερικές νιφάδες χιονιού. Η Σούλα δεν βιάστηκε να κλείσει την πόρτα. Το βλέμμα της χάιδεψε το χιονισμένο τοπίο. Ιδανικές συνθήκες για το ρεβεγιόν.
Βρήκε τα κορίτσια να έχουν βγάλει τα παλτό και να ζεσταίνουν τα χέρια στην φλόγα του τζακιού. Τα μάτια τους ταξίδεψαν στις αφράτες καμπύλες της. Είδε την απέχθεια στο βλέμμα τους μα δεν πτοήθηκε. Έδωσαν πεταχτά φιλιά. Είπαν τυπικές ευχές. Κάθισαν στο τραπέζι.
«Πεθαίνουμε να δοκιμάσουμε όλα αυτά που ετοίμασες για σήμερα». είπαν.
Η Σούλα σέρβιρε με χαρά. Τις είδε να πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Να αδειάζουν τα πιάτα. Να ζητούν κι άλλο. Νε εκθειάζουν την μαγειρική της οικοδέσποινας. Να ρωτούν για το κρέας που διάλεξε. Κάποια σήκωσε στο χέρι το κρυστάλλινο κολωνάτο ποτήρι του κρασιού, ακόμη άδειο.
«Όλα τέλεια Σούλα μου,» είπε. «μα ξέχασες το κρασί».
Σηκώθηκε αργά, με ένα μειλίχιο χαμόγελο στα χείλη. Εκείνη δεν είχε αγγίξει το φαγητό της ακόμη. Πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Πήρε την φιάλη με το κρασί. Κόκκινο, γλυκό να ταιριάζει με το κρέας. Λίγο πριν κλείσει την πόρτα έσκυψε. Στο ράφι, μέσα σε μια πιατέλα, το κεφάλι του Νίκου την κοίταζε με βλέμμα απλανές.
«Είδες, αγάπη μου, σε όλες άρεσες, όπως επιθυμούσες. Τώρα ένα κομμάτι σου θα βρίσκεται μέσα τους για πάντα».
Άνοιξε το μπουκάλι με το κρασί και το σέρβιρε με προσοχή. Στάθηκε όρθια στην θέση της στην κορυφή του τραπεζιού και σήκωσε το ποτήρι.
«Καλά Χριστούγεννα!» ευχήθηκε και άδειασε με μιας το ποτήρι.
«Τι έγινε κορίτσια; Δεν θα πιείτε;» ρώτησε. Μα οι φίλες της δεν απάντησαν. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα, από τα χείλη έσταζε αφρός, τα μέλη κρέμονταν άνευρα.
Καμία από εκείνες που έκαναν όσα έκαναν πίσω από την πλάτη της, με τον προδότη δεν θα μιλούσε ξανά.
«Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». μουρμούρισε χαχανίζοντας και έφαγε μια μπουκιά σαλάτα.
Μάουρα Ρομπέσκου