Η γνώση των Ξωτικών (Κεφάλαιο 3: Φυγή από την Πέτρα)

Η αρχηγός των ξωτικών του χωριού Πέτρας γευμάτιζε στην τραπεζαρία του αρχοντικού της. Τα καλλίγραμμα λευκά της χέρια έκοβαν με απόλυτη μαεστρία το κρέας με τα μαχαιροπίρουνα και ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στο γεύμα της. Αυτή η γυναίκα ήταν πραγματικά εκθαμποτική! Και ίσως κάτι παραπάνω! Τα ολόξανθα μακριά μαλλιά της έπεφταν διάχυτα στην πλάτη της και τα καταγάλανα μάτια της θα μπορούσαν να σε κάνουν να την χαζεύεις με τις ώρες σαν ένα έργο τέχνης. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή, αψεγάδιαστη και τα χείλη της είχαν το χρώμα του κερασιού, σαρκώδη κάνοντας ίσως και τον πιο εγκρατή να θέλει να τα γευτεί. Μία οπτασία!

Η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε, χτυπώντας στον τοίχο, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο θόρυβο.

Η όμορφη γυναίκα ξαφνιάστηκε.

«Στρατιωτικέ Άλνταβαλ! Συνέβη κάτι και για αυτό η τόση ταραχή;» ρώτησε.

«Με συγχωρείτε που διέκοψα τόσο άκομψα το γεύμα σας αρχόντισσα Ελίσσα, αλλά σας έχω δυσάρεστα νέα»

Η Ελίσσα με την φινέτσα που την χαρακτήριζε πήρε μια πετσέτα και αφού σκούπισε το στόμα της, σηκώθηκε από το τραπέζι.


«Σε ακούω» είπε σοβαρά.

«Η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει αρχόντισσα μου. Και να δεν ξέρω αν ακούσατε τις φήμες, αλλά ένα νεαρό ξωτικό ο Έλνταρ είδε σε όνειρο και έπειτα σε όραμα στον ναό ότι το χωριό μας θα αφανιστεί από τσουνάμι. Αν δεν ήταν η στάθμη δεν θα έδινα βάση, αλλά τώρα υπάρχουν ενδείξεις»

«Άλνταβαλ για όνομα των Θεών! Η Πέτρα μας δεν θα καταστραφεί από κανένα τσουνάμι. Απλώς έτυχε να ανέβει η στάθμη του νερού. Τώρα όσον αφορά τις προφητείες και τα οράματα του ξωτικού τα άκουσα. Ο Έλνταρ από παιδί ήταν αλαφροΐσκιωτος. Μην δίνεις σημασία σε ότι ισχυρίζεται ότι είναι η αλήθεια. Αυτό το ξωτικό ζει στον δικό του κόσμο»

«Πιστεύω ότι δεν θα ήταν συνετό να...»

«Αρκετά!» έκανε αυστηρά η Ελίσσα. «Αν δεν έχεις να μου πεις κάτι άλλο, αποχώρησε»

Ο Άλνταβαλ έκανε μια υπόκλιση και βγήκε από την τραπεζαρία.

Πήγε στο σπίτι του Φαλάελ που εκεί βρίσκονταν εκτός από τους δύο αδερφούς η θεραπεύτρια Ιρίθιελ, ο μουσικός Νάρμπεθ και ο εργάτης Βαέριλ.

Ο στρατιωτικός τους είπε ότι μίλησε στην αρχηγό τους, Ελίσσα για το τι παρατήρησε με την στάθμη της θάλασσας και για τις προειδοποιήσεις του Έλνταρ αλλά εκείνη επέμεινε ότι είναι άνευ σημασίας γεγονότα και ότι δεν χρήζουν παραπάνω προσοχής.

«Δεν μπορούμε να τους σώσουμε όλους. Πρέπει να φύγουμε εμείς» αποκρίθηκε ο Έλνταρ.

«Ναι, ίσως πρέπει να φύγουμε το συντομότερο κιόλας» είπε ο Νάρμπεθ.

Όλοι συμφώνησαν ότι θα αναχωρούσαν την επόμενη ημέρα και έτσι έγινε.

Οι συγχωριανοί τους, όταν τους είδα να φεύγουν με τις προμήθειες τους στους ώμους τους χλεύασαν ότι είχαν πιαστεί κορόιδα ενός τρελού ξωτικού που επινοούσε ιστορίες και η καρδιά του Έλνταρ μάτωσε που μιλούσαν τόσο υποτιμητικά για εκείνον, ενώ αυτός είχε προσπαθήσει να τους σώσει. Αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει όποιον δεν ήθελε να βοηθηθεί.

Ανάμεσα στον κόσμο που χλεύαζε τους ήρωες μας, ήταν και η Ελίσσα η οποία κοίταζε με λύπηση και απογοήτευση τον Άλνταβαλ. Ήταν πιστός της στρατιωτικός, φύλακας των συνόρων της Πέτρας και τώρα την εγκατέλειπε εξαιτίας ενός ονείρου από ένα ξωτικό που όλοι έλεγαν ότι δεν έστεκε στα καλά του.

Αλλά ο Άλνταβαλ ήξερε ότι έπραττε το σωστό!

****

Είχαν περάσει τέσσερις ημέρες από τότε που τα δύο αδέρφια, η Ιρίθιελ, ο Άλνταβαλ, ο Νάρμπεθ και ο Βαέριλ είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους και προχωρούσαν γυρεύοντας να βρουν την τύχη τους, μην ξέροντας που πάνε και τι περιπέτειες θα ανακαλύψουν.

Αλλά κάποια στιγμή έγινε ένας δυνατός σεισμός ο οποίος κράτησε ίσως και 20 δευτερόλεπτα και τράνταξε όλη τη γη.

Ο Έλνταρ κοίταξε τον ορίζοντα. Το χωριό τους δεν φαινόταν πια, αλλά ήταν εκεί ακόμη και υπήρχαν ακόμη ξωτικά εκεί.

«Άρχισε το τσουνάμι» είπε και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του.

«Το αισθάνθηκες αδερφέ μου;» ρώτησε ο Φαλάελ.

«Ναι! Για εμάς που είμαστε εδώ, τόσες ημέρες μακριά ήταν πάλι φανερό, νιώσαμε την δόνηση του σεισμού στο κέντρο της θάλασσας. Για τους συγχωριανούς μας οι συνέπειες θα είναι ολέθριες»

«Ίσως έπρεπε να επιμείνουμε. Να τους πείσουμε να έρθουν μαζί μας» είπε ο Άλνταβαλ.

«Δεν άκουγαν!» είπε ο Βαέριλ.

«Ότι και αν τους λέγαμε ήταν ανώφελο. Μόνοι τους υπέγραψαν την καταδίκη τους» είπε και ο Νάρμπεθ.

Η μόνη που δεν μιλούσε ήταν η καλοσυνάτη θεραπεύτρια. Αγαπούσε τον κάθε συγχωριανό της ξεχωριστά και την έθλιβε πάρα πολύ το ότι θα έβρισκαν ένα τόσο τραγικό τέλος, αλλά ήταν απόφαση τους να μην τους ακολουθήσουν και πλήρωσαν το τίμημα με τις ζωές τους, δυστυχώς!

«Εμείς τι θα κάνουμε από εδώ και μπρος;» ρώτησε η Ιρίθιελ την πιο εύλογη ερώτηση.

«Θα βρούμε έναν τόπο. Κάποιον άλλον οικισμό! Ακόμη και αν τελειώσουν οι προμήθειες θα κυνηγήσουμε. Θα την βρούμε την άκρη Ιρίθιελ» είπε ο Φαλάελ.

«Χρειαζόμαστε έναν αρχηγό, κάποιον που θα μας καθοδηγεί και θα μας βάζει σε τάξη και πιστεύω ότι εγώ είμαι αυτός» είπε ο Άλνταβαλ με την αλαζονεία που τον χαρακτήριζε να χρωματίζει την κάθε λέξη της πρότασης του.

«Επειδή είχες έναν τίτλο εξουσίας στην Πέτρα αυτό δεν σημαίνει ότι και εδώ που είμαστε έξι άτομα θα διαφεντεύεις εσύ» είπε ο Φαλάελ. «Δεν χρειαζόμαστε αρχηγό! Είμαστε όλοι μια ομάδα!»

«Αυτό είναι ανήκουστο! Πρέπει να έχουμε κάποιον να κρατά τα ηνία!»

«Και γιατί αυτός ο κάποιος πρέπει να είσαι εσύ Άλνταβαλ;» ρώτησε ο Νάρμπεθ.

«Διότι εγώ γνωρίζω καλύτερα από αυτές τις υποχρεώσεις! Μην μου πεις ότι ήθελες να γίνεις εσύ αρχηγός Νάρμπεθ που το μόνο που ξέρεις είναι να παίζεις λαούτο και κιθάρα ή εσύ Βαέριλ που σκαμπάζεις μόνο από εργαλεία»

«Μας προσβάλεις» έκανε ο Βαέριλ.

«Λέω την αλήθεια» ούρλιαξε ο Άλνταβαλ.

«Γίνεσαι αγενής! Και δεν χρειάζεται να έχουμε κάποιον αρχηγό! Άλλωστε σύντομα θα βρούμε έναν οικισμό και θα είμαστε καλά! Εκεί αν θες μπορείς να πλησιάσεις τους άρχοντες και να πάρεις ηγετική θέση αφού σου αρέσει τόσο να νιώθεις ανώτερος» αποκρίθηκε η Ιρίθιελ.

Ο Άλνταβαλ έβγαλε μια φωνή αγανάκτησης.

«Φίλοι μου, ας ηρεμήσουμε σας παρακαλώ! Δεν υπάρχει λόγος για διχόνοιες. Καταφέραμε και γλυτώσαμε μια μεγάλη συμφορά» είπε ο Έλνταρ.

«Χάρη σε σένα Έλνταρ» έκανε ο Νάρμπεθ.

«Εσείς με πιστέψατε όμως και σας ευχαριστώ πραγματικά! Και ας μην ανεβάζουμε τους τόνους. Η εμπιστοσύνη που θα δείξουμε ο ένας στον άλλον από εδώ και μπρος θα καθορίσει πως θα πορευτούμε»

«Είσαι σοφός μικρέ αδερφέ» του είπε ο Φαλάελ.

Και ο Έλνταρ χαμογέλασε ταπεινά.

Και όντως είχε δίκιο! Στις περιπέτειες που θα ακολουθούσαν θα έπρεπε να βασιστούν ο ένας στον άλλον για να επιβιώσουν.