Το έπος του βασιλείου Στάρλαντ (Κεφάλαιο 3)

Η Μέριλιν βρισκόταν στην αγορά και λαίμαργα κοιτούσε τις λιχουδιές στους πάγκους των εμπόρων. Έβγαλε από το πουγκί, τρία ασημένια νομίσματα. Μετά βίας έφταναν για να αγοράσει λίγο ψωμί και ελιές για να φάει η ίδια και οι γονείς της.


«Η ζωή δεν είναι εύκολη» σκέφτηκε κι κατευθύνθηκε προς το πάγκο με τα καρβέλια, όταν κάποιος έπεσε πάνω της.

«Συγνώμη δεσποινίς» της είπε ευγενικά ο νεαρός άνδρας και απομακρύνθηκε.

Η κοπέλα αυτόματα συνειδητοποίησε ότι το πουγκί με τα νομίσματα έλειπε από την ζώνη της που το είχε περασμένο.

Γύρισε προς το μέρος του αγοριού.

«Κλέφτη» ούρλιαξε!

Αλλά το παλικάρι άρχισε να τρέχει και η Μέριλιν έτρεξε από πίσω του, κυνηγώντας τον.

Μπήκαν στα στενά της Στάρλαντ και ξάφνου βρέθηκαν σε αδιέξοδο.

Το κορίτσι πλησίασε τον νεαρό και του άρπαξε το πουγκί από τα χέρια του. Έπειτα του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.

«Ντροπή σου να κλέβεις!» του φώναξε.

«Ηρέμησε κοπελιά» της είπε χαλαρά ο άλλος.

Η κοπέλα άνοιξε το πουγκί και αφού βεβαιώθηκε ότι και τα τρία ασημένια νομίσματα βρίσκονταν μέσα του, γύρισε να φύγει.

«Για τρία ασημένια κάνεις έτσι;» αποκρίθηκε το αγόρι που είχε δει πόσα νομίσματα είχε μετρήσει η Μέριλιν.

«Αυτά τα νομίσματα θα εξασφαλίσουν φαγητό σε μένα και στην οικογένεια μου» του απάντησε η κοπέλα.

«Κατάλαβα! Και εσύ πάμφτωχη είσαι» της είπε.

«Δεν σε αφορά αυτό» φώναξε η Μέριλιν.

«Μην θυμώνεις. Την αλήθεια λέω άλλωστε» είπε περιπαιχτικά ο νέος. «Επίσης είμαι ο Άντριους» συνέχισε και έτεινε το χέρι του για χειραψία.

Η Μέριλιν του έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα.

Εκείνη την στιγμή όμως τους πλησίασε ένας άνδρας ο οποίος κρατούσε έναν μικρό σουγιά.

«Βρε, βρε τον Άντριους. Μου χρωστάς λεφτά μικρέ» του είπε.

«Τζορτζ» έκανε ο Άντριους ο οποίος χλόμιασε με το που είδε τον μεγαλύτερο άνδρα.

«Αν δεν έχεις να πληρώσεις με χρήματα, θα πληρώσεις με την ζωή σου, πάντως» του είπε ο Τζορτζ.

Ασυναίσθητα η Μεριλιν κλότσησε τον Τζορτζ, ρίχνοντας τον κάτω και μαζί με τον Άντριους διέφυγαν.

Όταν βεβαιώθηκαν ότι ήταν ασφαλείς πήραν μια βαθιά ανάσα.

«Σε ευχαριστώ!» της είπε ο Άντριους χαμογελώντας της με ευγνωμοσύνη.

«Από ότι φαίνεται μπλέκεις σε μπελάδες»

«Αυτό είναι αλήθεια! Αλλά δεν μου λες, πώς σε λένε;»

«Είμαι η Μέριλιν»

«Υπέροχο όνομα! Και πάλι ευχαριστώ που με βοήθησες. Αλλά γιατί ανακατεύτηκες;»

«Διότι εμένα και την οικογένεια μου δεν μας έχει βοηθήσει κανείς και επίσης είσαι πολύ νέος για να πέσεις νεκρός»

«Έχεις καλή καρδιά Μέριλιν. Σου χρωστάω την ζωή μου»

«Δεν μου χρωστάς τίποτα. Απλώς από εδώ και πέρα να προσέχεις. Αντίο!» του είπε το κορίτσι και πήγε να απομακρυνθεί.

«Στάσου!» της είπε το παλικάρι, πιάνοντας την από το χέρι.

Έπειτα τοποθέτησε στην παλάμη της Μέριλιν οχτώ χρυσά νομίσματα.

«Τι είναι αυτά; Δεν έχω ανάγκη από ελεημοσύνη» του είπε η κοπέλα έντονα.

«Δέξου τα σε παρακαλώ»

Η Μέριλιν ήξερε ότι η οικογένεια της τα είχε ανάγκη και έτσι υποχώρησε.

«Σε ευχαριστώ Άντριους» μουρμούρισε.

Τον παρατήρησε καλύτερα. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου, λεπτή κορμοστασιά, καστανόξανθα μαλλιά και μελί μάτια τα οποία ενέπνεαν εξυπνάδα.

Αλλά κι ο Άντριους πρόσεξε ότι η Μέριλιν είχε καλοσυνάτο παρουσιαστικό, αλλά πρόσεξε επίσης τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της που πρόδιδαν τις κακουχίες που βίωνε.

«Φαίνεσαι ταλαιπωρημένη, χωρίς παρεξήγηση» της είπε.

«Κάνω ότι μπορώ για να επιβιώσω»

«Καταλαβαίνω. Η Στάρλαντ είναι όμορφο βασίλειο, αλλά η φτώχεια την μαστίζει, αλλά αυτό δεν απασχολεί τους πλουσίους»

Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν οι καμπάνες οι οποίες χτυπούσαν πένθιμα και τα δύο νεαρά παιδιά κατευθύνθηκαν προς την αγορά όπου ο ντελάλης έβγαζε λόγο.

«Ο βασιλιάς Ερρίκος απεβίωσε. Ζήτω ο νέος βασιλιάς Μάξιμους» έλεγε.

«Λες ο καινούριος βασιλιάς να ασχοληθεί και με τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις;» ρώτησε τον Άντριους η Μέριλιν, και ως απάντηση πήρε ένα αμήχανο γελάκι.

«Κανείς δεν θα ασχοληθεί με τους απόρους» είπε έπειτα ο Άντριους.

Κι η Μέριλιν ήξερε ότι ο νέος της φίλος είχε δίκιο.

Αλλά πού να ήξερε επίσης ότι η ζωή σύντομα θα έφερνε μεγάλες ανατροπές!