Από τον ποταμό Γκουανάρε αναδευόταν η συνηθισμένη αχλή του καθώς οι τελευταίες φεγγαροαχτίδες χάνονταν δειλά από τον βαθύ μπλε ουρανό. Άφησε στο περβάζι του παραθύρου τη μεταλλική κούπα με τα κατακάθια του καφέ κι έριξε το ελαφρύ παλτό στην πλάτη. Μπορεί οι θερμοκρασίες να μην έκαναν βουτιά τη νύχτα, όμως η πρωινή υγρασία στα χωράφια γύρω από τον μεγάλο ποταμό τσάκιζε κόκκαλα.
Η αλήθεια ήταν ότι τα πόδια του δεν τον βαστούσαν από το συνεχόμενο ξενύχτι, μα τα ζωντανά δεν μπορούσαν να περιμένουν. Το γάλα αυτή την εποχή λιγόστευε, τα μοσχάρια είχαν ρέψει και το μοναδικό του εισόδημα κινδύνευε να χαθεί. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ξεπέταξε μια βιαστική προσευχή τη στιγμή που η πολεμική ιαχή του πετεινού της αυλής επισήμανε το ξεκίνημα της ημέρας. Όχι ότι πίστευε με ζήλο σε προσευχές και αγίους. Ο τρόμος ήταν αυτός που τον είχε περιζώσει τις τελευταίες ημέρες και του έσφιγγε νυχθημερόν την καρδιά σαν μέγγενη αναγκάζοντάς τον να ξεθάψει από τη θύμηση των παιδικών του χρόνων όλες εκείνες τις συνήθειες, τις υποχρεώσεις και συναναστροφές με τη θρησκεία που τον παρότρυνε η μάνα του ν’ ακολουθεί. Μαζί και όλες εκείνες τις δεισιδαιμονίες και παρακρούσεις που αρεσκόταν να πιστεύει ο λαός της Βενεζουέλας.
Έριξε ένα φευγαλέο ροκάνισμα στον ομιχλώδη ορίζοντα αναζητώντας για ψιλόλιγνες σιλουέτες, παράδοξες σκιές και χαοτικές φιγούρες. Οι τεταμένες αισθήσεις του και η παντελής έλλειψη λογικής που υπερίσχυε στο μυαλό του κόντευαν να τον αποτρελάνουν, καθώς και η παραδοχή μιας σχιζοφρενούς διαταραχής είχε αρχίσει να υπερνικά τον άκρατο εγωισμό του.
Ένα ισχνό αεράκι έδωσε πνοή στις πυκνές φυλλωσιές της δημοσιάς και το σφύριγμα που το συνόδευσε μεταξύ του συρμάτινου πλέγματος της περίφραξης ήταν αρκετό για να προκαλέσει αναρίγηση σ’ ολάκερο το κορμί του. Έσφιξε την βακτηρία στο χέρι του σπρώχνοντας άθελά του μια ακατέργαστη σκλήθρα κάτω από το τραχύ δέρμα της παλάμης του. Μα ο πόνος δεν ήταν ικανός να τον αγγίξει. Ένα μικρό, σουβλερό κομμάτι ξύλου δεν θα μπορούσε ν’ αποσπάσει την προσοχή και τις ερεθισμένες αισθήσεις του έναντι του φόβου που τον είχε κυριολεκτικά κατατροπώσει.
Απέμεινε εκεί, στο κατώφλι του φτωχικού του, να παραμονεύει για απρόσμενες κινήσεις και αφίξεις αλλόκοσμων σκιών, πλασμάτων και δαιμόνων της νύχτας. Και συγκεκριμένα εκείνου του δαίμονα που από μικρός θυμόταν να εξιστορούνται τις ιστορίες του οι γέροι του χωριού και οι γυναίκες που διάβαζαν τα μελλούμενα και τα χνάρια της μοίρας στις παλάμες, γραμμές σκαμμένες στη σάρκα όπως τα χώματα που χαράσει με το αλέτρι του ο αγρότης. Έμοιαζε αδύνατον ακόμη και να εκφέρει το όνομα εκείνου του ψιλόλιγνου και αλλόκοτου δαίμονα, να σχηματίσει με τη σκέψη την σιλουέτα του κάπου βαθιά στα άδυτα του τρομοκρατημένου του μυαλού.
Έβαλε το τρεμάμενο χέρι στην τσέπη και με δάχτυλα μουδιασμένα τράβηξε τα διπλωμένα σημειώματα που έμελλε να αποτελέσουν και τη σφραγίδα της δυστυχίας του.
‘’Lo vi!!! Estoy segura! El viene por nosotros! Cuidado…’’
Διάβαζε το πρώτο από αυτά για πολλοστή. Τα γράμματα της αγαπημένης του Ρακέλ έκρυβαν πίσω τους αγωνία και μια πρωτόγνωρη ταραχή για κάτι παράξενο που υποστήριζε ότι παραμόνευε τις τελευταίες νύχτες έξω από το σπιτικό της.
Όχι!!! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια… αρνούνταν να πιστέψει κάθε φορά που διάβαζε για τις τρομακτικές της υποψίες.
‘’Si, mi amor. Hoy lo senti cerca de mi. Lo escuse΄ silbar…’’ έγραφε στο τελευταίο της γράμμα και ακουγόταν ολότελα τρομοκρατημένη. Εάν η Ρακέλ άκουγε πράγματι το αλλόκοτο σφύριγμα για το οποίο τόσα είχαν υποθεί στις παραδόσεις και στις σκοτεινές ιστορίες, τότε τα πράγματα έβαιναν όπως έλεγε κι εκείνος ο μύθος. Ο μύθος του El Silbon...
Έχωσε τα γράμματα στην τσέπη του τσαλακώνοντάς τα, ως σαν μιάσματα που του μόλυναν τα δάχτυλα, τα μάτια και την ψυχή. Την πιο αμαρτωλή, συναρπαστική και ευχάριστη εμπειρία που έμελλε να βιώσει στο απόγειο της εργένικης ζωής του. Το τρόπαιο που θα ανέβαζε τις μετοχές του μεταξύ των ανδρών της ευρύτερης περιοχής. Ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτό του αντικειμενικά όμορφο, όμως το ταλέντο του στο λόγο γονάτιζε και τις πιο δύστροπες γυναίκες, τα πιο δυσπρόσιτα θηλυκά της πόλης. Ήταν θέμα χρόνου να πέσει στα δίχτυα του η ομορφότερη όλων. Και ο πρόσφατος γάμος της με τον πλουσιότερο γαιοκτήμονα του Γκουαναρίτο όπως αποδείχτηκε δεν αποτέλεσε επ’ ουδενί εμπόδιο. Το στοίχημα είχε επιτευχθεί. Τα μοναδικής γοητείας μαύρα μάτια τής Ρακέλ θα φώτιζαν με τη μαγεία τους μονάχα εκείνον.
Η πρωινή υγρασία τού γράπωνε τις λαστιχένιες μπότες καθώς το μονοπάτι που οδηγούσε στο χώρο όπου φύλαγε τα ζώα είχε μετατραπεί σε λασπόδρομο. Όσο κι αν επιθυμούσε να βαδίσει γρηγορότερα και να προσπεράσει την απόμερη πλευρά του ποταμού, το λασπώδες έδαφος δεν του το επέτρεπε. Στην επιθυμία να διανύσει την απόσταση σε χρόνο μικρότερο από το συνηθισμένο άνοιξε το βήμα του, μα η ανησυχία, η αυξημένη επαγρύπνηση και οι απανωτές ματιές που έριχνε πίσω του τον καθυστερούσαν χαρακτηριστικά.
Ένα σούρσιμο από αδιευκρίνιστη κατεύθυνση του πάγωσε το αίμα, οι σκιές απλώθηκαν τριγύρω και τα μαυροπούλια που παραφύλαγαν στις φυλλωσιές και τις αόρατες φωλιές τους ξεσήκωσαν τον τόπο με τα οδυνηρά κροξίματά τους. Δίστασε να προχωρήσει και κράτησε τη θέση του, απελπισμένος για την μοιραία συνάντηση. Το πλάσμα που υποστήριζε η αγαπημένη του ότι είχε αντικρίσει, δίχως αμφιβολία, ερχόταν και για τον ίδιο.
Το σούρσιμο ακούστηκε και πάλι. Τη μια μπορούσε να ξεχωρίσει ανθρώπινα βήματα απέναντί του, πέρα από τη δημοσιά, στις παρυφές του Γκουανάρε όπου η μαγκρόβια βλάστηση δημιουργούσε πυκνούς δασώδεις φράχτες. Την άλλη πίσω του, εκεί που ο δρόμος χανόταν στις καταπράσινες εκτάσεις και τις ξελογιάστρες άγριες ορχιδέες. Ένιωσε παγωμένες σταγόνες να διατρέχουν την πλάτη του, το στέρνο του να καλπάζει δαιμονισμένα και την κύστη του ν’ αδιάζει ασυγκράτητη το περιεχόμενό της. Τον πλησίαζε, αργά. Μα το χειρότερο βασανιστήριο που του σχεδίαζε η μοίρα ήταν ότι δεν είχε ιδέα τι ήταν εκείνο που θα αντίκριζε.
Τα βήματα σίγησαν απρόσμενα. Τώρα μονάχα την καρδιά του μπορούσε να κατηγορήσει για τους αλλόκοτους ήχους της αυγής, μα κι εκείνη σε ανύποπτο χρόνο πάγωσε, σαν ρολόι που του σώθηκε το ενδιαφέρον να μετρά το χρόνο.
Και τότε ένας μακάβριος σκοπός αντήχησε πέρα στα ομιχλώδη πεδία της κοιλάδας. Μα η χροιά του δεν θύμιζε κανένα γνώριμο μουσικό όργανο. Ωστόσο έφερνε σε σφύριγμα θνητού που πάσχιζε να κρατήσει μια σκοτεινή επιθανάτια μελωδία.
ΛΑ, ΣΙ, ΝΤΟ, ΡΕ.... ΜΙ, ΦΑ, ΣΟΛ, ΛΑ... και το σφύριγμα της νύχτας έσβηνε αργά στα πέρατα της κοιλάδας μαζί με τη νωχελική ροή του ποταμού.
Ένιωσε αναπάντεχα ανακουφισμένος, καθώς ο απόηχος του σφυρίγματος δεν έμοιαζε ν’ ακολουθεί τα δικά του χνάρια. Απεναντίας, απομακρυνόταν ακόμη περισσότερο, πέρα στους πρόποδες του μεγάλου βουνού και την κορυφή του Μπολιβάρ. Μια απρόσμενη θύμιση του ράπισε τα μηνίγγια. Μια λεπτομέρια της ιστορίας που είχε παντελώς ξεχάσει. Το αλλόκοτο σφύριγμα λειτουργούσε ανάποδα, προς έκπληξη του αθώου θηράματος. Ένα σατανικό κόλπο σχεδιασμένο με δαιμόνια ευφυΐα. Η πανούργα και αλλόκοτη σιλουέτα πλησίαζε πάντα αθόρυβα, αόρατη στα απονήρευτα μάτια και τις πέντε αισθήσεις των πλασμάτων του απτού κόσμου. Και τότε, όταν μπορούσε να χαϊδέψει τη σκιά σου, ξεκινούσε τη χαρακτηριστική μελωδία του σαν να βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας, κάτι που έδεινε ελπίδες και μια αίσθηση ανακούφισης στα θηράματά του.
Ο El Silbon χτυπούσε ρυθμικά τον τρίχινο σάκο του, επιβεβαιώνοντάς του ότι είχε ακόμη αρκετά χώρο και για εκείνον. Μπορούσε να ξεχωρίσει το χαρακτηριστικό κροτάλισμα των οστών από το εσωτερικό και τις απελπισμένες κραυγές των νεκρών που τον προειδοποιούσαν. Μα ήταν ήδη αργά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν το έβαζε στα πόδια, το μέλλον του ήταν προδιαγεγραμμένο.
Η οσμή της αδρεναλίνης μπορεί να τον αναστάτωνε, μα η γλυκύτητα που άφηναν οι ενδορφίνες στο αίμα τους ήταν αυτό που πραγματικά αποζητούσε, πέρα από την αμαρτωλή ψυχή τους που του διασφάλιζε την διαμονή στη Κόλαση.
Al Infierno… ψιθύρησε. Βιασμοί, μοιχείες και αλκοόλ πότιζαν σαν νέκταρ την καταραμένη του ύπαρξη, κι αυτό ακριβώς ήταν που συνέλλεγε ανά τους αιώνες. Ψυχές βουτηγμένες στην αμαρτία, αίμα πνιγμένο στο αλκοόλ. Και το καινούργιο του θύμα ήταν ευλογημένο από όλα τα καλά της νύχτας. Γυναίκες και μαύρο ρούμι. Μπορούσε να οσμιστεί πάνω του κάθε μολυσμένο από πάθη κύτταρο. Η στενή κι επίμονη παρακολούθηση της αμαρτωλής ζωή του νεαρού ορφανού αγροτόπαιδου είχε ανοίξει την όρεξή του για τα καλά. Ένιωθε το κακορίζικο και άχαρο κουφάρι το οποίο ήταν αναγκασμένος να σέρνει τις νύχτες, πως είχε στεγνώσει από τροφή. Η στιγμή όπου οι κόποι του θα ανταμοίβονταν, είχε επιτέλους φτάσει. Θα γευόταν όλη εκείνη τη θεσπέσια και λιγωτική αμαρτία με μια μοναδική λαιμαργία. Ένα συναίσθημα που είχε βδομάδες, ίσως και μήνες, να τον επισκεφθεί.
Τα κόκκαλα των προγόνων του κροτάλισαν στη σιγαλιά της αυγής μέσα στον λερό και δύσοσμο σάκο που ήταν καταδικασμένος να κουβαλά, σαν ένα δυσοίωνο εναρκτήριο κάλεσμα μιας επίθεσης όπου ο νικητής ήταν επιλεγμένος εξ αρχής. Η μελωδία που με περηφάνια είχε συνθέσει εκείνη την αποφράδα νύχτα καθώς σκότωνε τον πατέρα και τον παππού του, αντηχούσε στις εκτάσεις του Γκουαναρίτο, σκορπίζοντας σε κάθε ευλογημένη γωνιά εκείνης της γης τον τρόμο. Μπορούσε να τον μυρίζει στους ανθρώπους, στα πουλιά και στα έντομα. Σε κάθε έμβιο ον που έρπονταν πάνω και κάτω από τα χώματα. Η θεόρατη σκιά του σκέπασε τον νεαρό άνδρα. Η τελευταία νυχτοφεγγιά εκείνης της μοιραίας βραδιάς, μόλις είχε σβήσει πρόωρα. Μαζί της και το καντήλι που ζέσταινε τη νεαρή, μα και επαίσχυντη, ψυχή του άνδρα.
Ένιωθε να τον σκεπάζει ο θάνατος, κάτι που τον έκανε να στραφεί απρόθυμα προς την πηγή του μακάβριου συναισθήματος. Το αφύσικο ύψος του δαίμονα τον ανάγκασε να στρέψει το κεφάλι του ψηλά και να διανύσει με τρεμμάμενη ματιά έναν κορμό καλυμμένο με τριμμένη περιβολή μιας άλλης εποχής, έως ότου καταλήξει στο σκελετωμένο πρόσωπο με το ψάθινο καπέλο ψηλά στο κεφάλι. Ένα αλλόκοσμο σκιάχτρο που κάποτε ανέπνεε, όπως κι ο ίδιος. Ερωτευόταν, αγαπούσε, έπινε και διασκέδαζε, ακριβώς όπως κι εκείνος. Μα πλέον μονάχα η ακατανίκητη μακάβρια θλίψη μπορούσε να ξεχειλίσει από τις άδειες κόγχες του.
Έριξε στα γόνατα όλο του το βάρος, καθιστώντας την πτώση του ηχηρή και επώδυνη. Παραδομένος στα τετελεσμένα γεγονότα της άσωτης και αμαρτωλής ζωής του δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί τη μοιραία κατάληξη. Ο δαίμονας του χαμογέλασε με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο που δήλωνε ευχαρίστηση. Άγνωστα συναισθήματα πλημμύρισαν το είναι του, ερεθίσματα που προκάλεσαν σύγχυση στον χαοτικό ωκεανό του μυαλού του. Ακόμη κι αν γνώριζε πόσο μικρός, πόσο ανίσχυρος φαινόταν μπροστά στην κόλαση που του είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως, το αίσθημα της επιβίωσης δεν θα έπαυε να τον τσιγκλίζει έως και την τελευταία του ανάσα. Έσπρωξε με τα πόδια το έδαφος πασχίζοντας να απομακρυνθεί από το αλλόκοσμο δημιούργημα, μα εκείνο, με έναν και μόνο δρασκελισμό, τον είχε κι όλας προφτάσει. Έσκυψε από πάνω του και τον οσμίστηκε, αφήνοντας έναν φρικιαστικό συριγμό από το κενό που κάποτε φιλοξενούσε τα σάρκινα ρουθούνια του.
Δεν θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στη γλυκιά ευωδία του αλκοόλ που ξεχείλιζε από κάθε πόρο του νεαρού άνδρα. Έσκυψε από πάνω του και ρούφηξε κάθε αμαρτωλή οσμή, ξυπνώντας αναμνήσεις που τον έτρεφαν εδώ και αιώνες. Μα εκείνη, η χαρακτηριστικη, μοναδικής γοητείας, θηλυκή μυρωδιά, ευωδία που δεν συγκρινόταν με τους δυνατότερους πειρασμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, λειτουργούσε σαν δόλωμα από την πρώτη στιγμή που είχε εντοπίσει το θύμα του. Και από τούτον εδώ τον άνδρα ξεχείλιζε άφθονη, ένα κορεσμένο από γυναικείες φερεμόνες ανδρικό κορμί.
Με την πλάτη κολλημένη στον κορμό ενός Αραγουανέυ, απροστάτευτος και εγκλωβισμένος, ο νεαρός είχε πάρει την ιδανικότερη στάση για το μοναδικό τελετουργικό του αλλόκοσμου πλάσματος. Ο El Silbon ξεθυλίκωσε τη σκουριασμένη ματσέτα που είχε κρεμασμένη στο πλάι, έσκυψε πάνω από τον παραδομένο στη φρίκη άνδρα και τρύπησε με χειρουργική ακρίβεια τον αφαλό στη κοιλιακή του χώρα. Ένας πίδακας από μαύρο ρούμι και άφθονο αίμα σχηματίστηκε αναμεμειγμένος με περίσσεια αδρεναλίνη. Οι παλμοί του άνδρα έπεσαν στιγμιαία, βρισκόταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Τον χαστούκισε, επαναφέροντάς τον. Τον ήθελε ξύπνιο, σε εγρήγορση. Με τον καιρό είχε διαπιστώσει ότι τα θύματα διατηρούσαν την αμαρτωλή εσάνς στη γεύση τους όταν παρακολουθούσαν τον ίδιο τους τον θάνατο. Ακούμπησε τα άψυχα, παγωμένα χείλη του στη σφιχτή σάρκα κι ένιωσε τις μετατραυματικές δονήσεις. Το μοναδικής γοητείας ερέθισμα του θανάτου επέφερε, όπως κάθε φορά, ένα ανεπανάληπτο ρίγος στο στεγνό από σάρκα κορμί του. Ρούφησε λαίμαργα το ποτισμένο με αλκοόλ ζεστό αίμα, επιφέροντας ένα είδος κοσμογονικής αναζωπύρωσης στη νεκρή ψυχή του.
Κοίταξε το απόκοσμο πλάσμα στις άδειες κόγχες. Αν και η όρασή του είχε αρχίσει να θολώνει και να σβήνει από τον πυρετό κατάφερε να ξεχωρίσει μέσα τους την ίδια την Κόλαση. Όλα εκείνα τα συναισθήματα του θανάτου που διηγούνταν ο ιερέας του χωριού στις Κυριακάτικες Λειτουργίες, τα αθώα χρόνια που τον έτρεχαν κι εκείνον στον ναό του Θεού. Ένιωσε την υποκριτική μετάνοια, για όλες εκείνες τις αμαρτωλές πράξεις στις οποίες είχε ενδώσει, να του τριβιλίζει το μυαλό. Μα οι πειρασμοί ήταν πολλοί. Μπορούσε να ξεχωρίσει τις θηλυκές, αιθέριες και μη, παρουσίες να τον επισκέπτονται ακόμη και τώρα. Να τρίβονται πάνω του, να περιεργάζονται το σμιλεμένο ηλιοκαμμένο κορμί του και τα έντονα σαρκώδη χείλη του. Να σπαράζουν από τη μοναδική ηδονή που τους χάριζε απρόκλητα και να γεύονται τους χυμούς του. Γνώριζε ότι δεν υπήρχε καμία επιστροφή από τις αμαρτωλές εμπειρίες. Θα πέθαινε μ’ εκείνες, ακόμη κι αν προλάβαινε να μετανιώσει ολοκληρωτικά μπροστά στον αλλόκοσμο δαίμονα.
Οι αμαρτωλές σκέψεις του άνδρα κατάφερναν να τον ερεθίσουν ακόμη περισσότερο. Η λύσσα που ένιωθε για την ακόλαστη ψυχή του, γιγαντωνόταν σε κάθε βασανιστικό δευτερόλεπτο. Δεν θα μπορούσε να τη συγκρατήσει για πολύ ακόμη. Ούτως ή άλλως έπρεπε να επισπεύσει τη διαδικασία, καθώς η ώρα περνούσε και ο χρόνος παραμονής του θα σωνόταν από στιγμή σε στιγμή. Πέρασε τη ματωμένη ματσέτα από τα χείλη του άνδρα και την κατέβασε με μίσος μέχρι την τραχεία του. Τον είδε να σφαδάζει, αυτή τη φορά από ανυπέρβλητο πόνο. Ένα μαύρο ποτάμι από αίμα ξεχύθηκε από το σάρκινο άνοιγμα κι έτρεξε καυτό μέχρι τα βρεγμένα από ούρα σκέλια του. Του απέκοψε τη γλώσσα, κόβωντας έτσι και κάθε τρόπο δήλωσης εκείνου του φρικιαστικού πόνου που ήταν της μοίρας του να νιώσει στα τελευταία λεπτά της θνητής ζωή του, ενώ στα ζωηρά μάτια του μπορούσαν ακόμη να καθρεπτίζονται οι τελευταίες στιγμές του νυχτερινού ουρανού. Έχωσε το χέρι του βαθιά στο αιμόφυρτο λαρύγγι, έκλεισε τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του σαν μέγγενη σε σάρκα και οστά και τράβηξε με όση δύναμη του χάριζε η υπερβατική του φύση το οστέινο σύμπλεγμα της ραχοκοκκαλιάς του άνδρα, αποκόπτοντας μια για πάντα τον λώρο που ένωνε την ψυχή του με το επιμολυσμένο σαρκίο. Ένας επιθανάτιος ρόγχος συνόδευσε τη φρικιαστική τελετή, ως ανατριχιαστική κροταλιστή μελωδία σε μια μακάβρια ενορχίστρωση από κομμένους αδένες και λεμφικές απολήξεις.
Το κουφάρι του νεαρού άνδρα κείτονταν πλάι στις ρίζες του πελώριου δέντρου, κάτω από την ισχνή σκιά που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στις πρώτες πρωινές ώρες της κοιλάδας. Οι ήχοι από τον σάκο κροτάλισαν με αλλαγμένη συχνότητα, καθώς τα νέα κόκκαλα επέφεραν μια φρέσκια, διαφορετική μελωδία. Ο επισκέπτης από την Κόλαση χαμογέλασε ευχαριστημένος, κορεσμένος από το αλκοόλ, το φρέσκο αίμα και την άφθονη αμαρτία που είχε ρουφήξει λαίμαργα. Μόνο που στο πρόσωπό του είχε χαραχθεί, γι’ ακόμη μια φορά, η ματαιοδοξία των θυμάτων, η απληστία και όλες εκείνες οι αμαρτίες που έτειναν προς αφθονία σε τούτον τον χθόνιο κόσμο. Με κάθε πέρασμά του ένιωθε τις κολάσιμες σκέψεις των ανθρώπινων όντων να βάζουν σε πειρασμό ακόμη και τον ίδιο να παραμείνει για πάντα πάνω από τα αρχαία χώματα. Μα κάθε φορά που αναγκαζόταν να γυρίσει στα σκοτεινά του λημέρια και τις υπόγειες στοές της κούφιας γης η ανακούφιση επέστρεφε, επιφέροντας μέσα του την τάξη και τη συνοχή. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ήταν πάντα το ίδιο. Δεν θα ξέμενε ποτέ από την ιδιότυπη τροφή του. Βρώσις Δαιμόνων. Οι αμαρτίες δεν θα έλλειπαν ποτέ από εκείνον τον κόσμο. Τον κόσμο που κατάφερε να κατασπαράξει και τον ίδιο κάποτε - πρωτού ο κόσμος τον βαφτίσει με το προσωνύμιο του El Silbon - όταν ο ίδιος του ο πατέρας μαγάρισε τη γυναίκα της ζωής του, όντας στη παραζάλη της μέθης και πνιγμένος από ερωτική επιθυμία.
Μια τελευταία μελωδία αντήχησε στην κοιλάδα της Βενεζουέλας, μα μονάχα τα πλάσματα της νύχτας, των ίσκιων και της αμαρτίας μπορούσαν να τη ξεχωρίσουν ανάμεσα από τα αγιάτρευτα πάθη και τις αμέτρητες φοβίες εκείνων που κατάφερναν ν’ αναπαυτούν στις κλίνες της μοιχείας.
Η αλήθεια ήταν ότι τα πόδια του δεν τον βαστούσαν από το συνεχόμενο ξενύχτι, μα τα ζωντανά δεν μπορούσαν να περιμένουν. Το γάλα αυτή την εποχή λιγόστευε, τα μοσχάρια είχαν ρέψει και το μοναδικό του εισόδημα κινδύνευε να χαθεί. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ξεπέταξε μια βιαστική προσευχή τη στιγμή που η πολεμική ιαχή του πετεινού της αυλής επισήμανε το ξεκίνημα της ημέρας. Όχι ότι πίστευε με ζήλο σε προσευχές και αγίους. Ο τρόμος ήταν αυτός που τον είχε περιζώσει τις τελευταίες ημέρες και του έσφιγγε νυχθημερόν την καρδιά σαν μέγγενη αναγκάζοντάς τον να ξεθάψει από τη θύμηση των παιδικών του χρόνων όλες εκείνες τις συνήθειες, τις υποχρεώσεις και συναναστροφές με τη θρησκεία που τον παρότρυνε η μάνα του ν’ ακολουθεί. Μαζί και όλες εκείνες τις δεισιδαιμονίες και παρακρούσεις που αρεσκόταν να πιστεύει ο λαός της Βενεζουέλας.
Έριξε ένα φευγαλέο ροκάνισμα στον ομιχλώδη ορίζοντα αναζητώντας για ψιλόλιγνες σιλουέτες, παράδοξες σκιές και χαοτικές φιγούρες. Οι τεταμένες αισθήσεις του και η παντελής έλλειψη λογικής που υπερίσχυε στο μυαλό του κόντευαν να τον αποτρελάνουν, καθώς και η παραδοχή μιας σχιζοφρενούς διαταραχής είχε αρχίσει να υπερνικά τον άκρατο εγωισμό του.
Ένα ισχνό αεράκι έδωσε πνοή στις πυκνές φυλλωσιές της δημοσιάς και το σφύριγμα που το συνόδευσε μεταξύ του συρμάτινου πλέγματος της περίφραξης ήταν αρκετό για να προκαλέσει αναρίγηση σ’ ολάκερο το κορμί του. Έσφιξε την βακτηρία στο χέρι του σπρώχνοντας άθελά του μια ακατέργαστη σκλήθρα κάτω από το τραχύ δέρμα της παλάμης του. Μα ο πόνος δεν ήταν ικανός να τον αγγίξει. Ένα μικρό, σουβλερό κομμάτι ξύλου δεν θα μπορούσε ν’ αποσπάσει την προσοχή και τις ερεθισμένες αισθήσεις του έναντι του φόβου που τον είχε κυριολεκτικά κατατροπώσει.
Απέμεινε εκεί, στο κατώφλι του φτωχικού του, να παραμονεύει για απρόσμενες κινήσεις και αφίξεις αλλόκοσμων σκιών, πλασμάτων και δαιμόνων της νύχτας. Και συγκεκριμένα εκείνου του δαίμονα που από μικρός θυμόταν να εξιστορούνται τις ιστορίες του οι γέροι του χωριού και οι γυναίκες που διάβαζαν τα μελλούμενα και τα χνάρια της μοίρας στις παλάμες, γραμμές σκαμμένες στη σάρκα όπως τα χώματα που χαράσει με το αλέτρι του ο αγρότης. Έμοιαζε αδύνατον ακόμη και να εκφέρει το όνομα εκείνου του ψιλόλιγνου και αλλόκοτου δαίμονα, να σχηματίσει με τη σκέψη την σιλουέτα του κάπου βαθιά στα άδυτα του τρομοκρατημένου του μυαλού.
Έβαλε το τρεμάμενο χέρι στην τσέπη και με δάχτυλα μουδιασμένα τράβηξε τα διπλωμένα σημειώματα που έμελλε να αποτελέσουν και τη σφραγίδα της δυστυχίας του.
‘’Lo vi!!! Estoy segura! El viene por nosotros! Cuidado…’’
Διάβαζε το πρώτο από αυτά για πολλοστή. Τα γράμματα της αγαπημένης του Ρακέλ έκρυβαν πίσω τους αγωνία και μια πρωτόγνωρη ταραχή για κάτι παράξενο που υποστήριζε ότι παραμόνευε τις τελευταίες νύχτες έξω από το σπιτικό της.
Όχι!!! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια… αρνούνταν να πιστέψει κάθε φορά που διάβαζε για τις τρομακτικές της υποψίες.
‘’Si, mi amor. Hoy lo senti cerca de mi. Lo escuse΄ silbar…’’ έγραφε στο τελευταίο της γράμμα και ακουγόταν ολότελα τρομοκρατημένη. Εάν η Ρακέλ άκουγε πράγματι το αλλόκοτο σφύριγμα για το οποίο τόσα είχαν υποθεί στις παραδόσεις και στις σκοτεινές ιστορίες, τότε τα πράγματα έβαιναν όπως έλεγε κι εκείνος ο μύθος. Ο μύθος του El Silbon...
Έχωσε τα γράμματα στην τσέπη του τσαλακώνοντάς τα, ως σαν μιάσματα που του μόλυναν τα δάχτυλα, τα μάτια και την ψυχή. Την πιο αμαρτωλή, συναρπαστική και ευχάριστη εμπειρία που έμελλε να βιώσει στο απόγειο της εργένικης ζωής του. Το τρόπαιο που θα ανέβαζε τις μετοχές του μεταξύ των ανδρών της ευρύτερης περιοχής. Ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτό του αντικειμενικά όμορφο, όμως το ταλέντο του στο λόγο γονάτιζε και τις πιο δύστροπες γυναίκες, τα πιο δυσπρόσιτα θηλυκά της πόλης. Ήταν θέμα χρόνου να πέσει στα δίχτυα του η ομορφότερη όλων. Και ο πρόσφατος γάμος της με τον πλουσιότερο γαιοκτήμονα του Γκουαναρίτο όπως αποδείχτηκε δεν αποτέλεσε επ’ ουδενί εμπόδιο. Το στοίχημα είχε επιτευχθεί. Τα μοναδικής γοητείας μαύρα μάτια τής Ρακέλ θα φώτιζαν με τη μαγεία τους μονάχα εκείνον.
Η πρωινή υγρασία τού γράπωνε τις λαστιχένιες μπότες καθώς το μονοπάτι που οδηγούσε στο χώρο όπου φύλαγε τα ζώα είχε μετατραπεί σε λασπόδρομο. Όσο κι αν επιθυμούσε να βαδίσει γρηγορότερα και να προσπεράσει την απόμερη πλευρά του ποταμού, το λασπώδες έδαφος δεν του το επέτρεπε. Στην επιθυμία να διανύσει την απόσταση σε χρόνο μικρότερο από το συνηθισμένο άνοιξε το βήμα του, μα η ανησυχία, η αυξημένη επαγρύπνηση και οι απανωτές ματιές που έριχνε πίσω του τον καθυστερούσαν χαρακτηριστικά.
Ένα σούρσιμο από αδιευκρίνιστη κατεύθυνση του πάγωσε το αίμα, οι σκιές απλώθηκαν τριγύρω και τα μαυροπούλια που παραφύλαγαν στις φυλλωσιές και τις αόρατες φωλιές τους ξεσήκωσαν τον τόπο με τα οδυνηρά κροξίματά τους. Δίστασε να προχωρήσει και κράτησε τη θέση του, απελπισμένος για την μοιραία συνάντηση. Το πλάσμα που υποστήριζε η αγαπημένη του ότι είχε αντικρίσει, δίχως αμφιβολία, ερχόταν και για τον ίδιο.
Το σούρσιμο ακούστηκε και πάλι. Τη μια μπορούσε να ξεχωρίσει ανθρώπινα βήματα απέναντί του, πέρα από τη δημοσιά, στις παρυφές του Γκουανάρε όπου η μαγκρόβια βλάστηση δημιουργούσε πυκνούς δασώδεις φράχτες. Την άλλη πίσω του, εκεί που ο δρόμος χανόταν στις καταπράσινες εκτάσεις και τις ξελογιάστρες άγριες ορχιδέες. Ένιωσε παγωμένες σταγόνες να διατρέχουν την πλάτη του, το στέρνο του να καλπάζει δαιμονισμένα και την κύστη του ν’ αδιάζει ασυγκράτητη το περιεχόμενό της. Τον πλησίαζε, αργά. Μα το χειρότερο βασανιστήριο που του σχεδίαζε η μοίρα ήταν ότι δεν είχε ιδέα τι ήταν εκείνο που θα αντίκριζε.
Τα βήματα σίγησαν απρόσμενα. Τώρα μονάχα την καρδιά του μπορούσε να κατηγορήσει για τους αλλόκοτους ήχους της αυγής, μα κι εκείνη σε ανύποπτο χρόνο πάγωσε, σαν ρολόι που του σώθηκε το ενδιαφέρον να μετρά το χρόνο.
Και τότε ένας μακάβριος σκοπός αντήχησε πέρα στα ομιχλώδη πεδία της κοιλάδας. Μα η χροιά του δεν θύμιζε κανένα γνώριμο μουσικό όργανο. Ωστόσο έφερνε σε σφύριγμα θνητού που πάσχιζε να κρατήσει μια σκοτεινή επιθανάτια μελωδία.
ΛΑ, ΣΙ, ΝΤΟ, ΡΕ.... ΜΙ, ΦΑ, ΣΟΛ, ΛΑ... και το σφύριγμα της νύχτας έσβηνε αργά στα πέρατα της κοιλάδας μαζί με τη νωχελική ροή του ποταμού.
Ένιωσε αναπάντεχα ανακουφισμένος, καθώς ο απόηχος του σφυρίγματος δεν έμοιαζε ν’ ακολουθεί τα δικά του χνάρια. Απεναντίας, απομακρυνόταν ακόμη περισσότερο, πέρα στους πρόποδες του μεγάλου βουνού και την κορυφή του Μπολιβάρ. Μια απρόσμενη θύμιση του ράπισε τα μηνίγγια. Μια λεπτομέρια της ιστορίας που είχε παντελώς ξεχάσει. Το αλλόκοτο σφύριγμα λειτουργούσε ανάποδα, προς έκπληξη του αθώου θηράματος. Ένα σατανικό κόλπο σχεδιασμένο με δαιμόνια ευφυΐα. Η πανούργα και αλλόκοτη σιλουέτα πλησίαζε πάντα αθόρυβα, αόρατη στα απονήρευτα μάτια και τις πέντε αισθήσεις των πλασμάτων του απτού κόσμου. Και τότε, όταν μπορούσε να χαϊδέψει τη σκιά σου, ξεκινούσε τη χαρακτηριστική μελωδία του σαν να βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας, κάτι που έδεινε ελπίδες και μια αίσθηση ανακούφισης στα θηράματά του.
Ο El Silbon χτυπούσε ρυθμικά τον τρίχινο σάκο του, επιβεβαιώνοντάς του ότι είχε ακόμη αρκετά χώρο και για εκείνον. Μπορούσε να ξεχωρίσει το χαρακτηριστικό κροτάλισμα των οστών από το εσωτερικό και τις απελπισμένες κραυγές των νεκρών που τον προειδοποιούσαν. Μα ήταν ήδη αργά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν το έβαζε στα πόδια, το μέλλον του ήταν προδιαγεγραμμένο.
Η οσμή της αδρεναλίνης μπορεί να τον αναστάτωνε, μα η γλυκύτητα που άφηναν οι ενδορφίνες στο αίμα τους ήταν αυτό που πραγματικά αποζητούσε, πέρα από την αμαρτωλή ψυχή τους που του διασφάλιζε την διαμονή στη Κόλαση.
Al Infierno… ψιθύρησε. Βιασμοί, μοιχείες και αλκοόλ πότιζαν σαν νέκταρ την καταραμένη του ύπαρξη, κι αυτό ακριβώς ήταν που συνέλλεγε ανά τους αιώνες. Ψυχές βουτηγμένες στην αμαρτία, αίμα πνιγμένο στο αλκοόλ. Και το καινούργιο του θύμα ήταν ευλογημένο από όλα τα καλά της νύχτας. Γυναίκες και μαύρο ρούμι. Μπορούσε να οσμιστεί πάνω του κάθε μολυσμένο από πάθη κύτταρο. Η στενή κι επίμονη παρακολούθηση της αμαρτωλής ζωή του νεαρού ορφανού αγροτόπαιδου είχε ανοίξει την όρεξή του για τα καλά. Ένιωθε το κακορίζικο και άχαρο κουφάρι το οποίο ήταν αναγκασμένος να σέρνει τις νύχτες, πως είχε στεγνώσει από τροφή. Η στιγμή όπου οι κόποι του θα ανταμοίβονταν, είχε επιτέλους φτάσει. Θα γευόταν όλη εκείνη τη θεσπέσια και λιγωτική αμαρτία με μια μοναδική λαιμαργία. Ένα συναίσθημα που είχε βδομάδες, ίσως και μήνες, να τον επισκεφθεί.
Τα κόκκαλα των προγόνων του κροτάλισαν στη σιγαλιά της αυγής μέσα στον λερό και δύσοσμο σάκο που ήταν καταδικασμένος να κουβαλά, σαν ένα δυσοίωνο εναρκτήριο κάλεσμα μιας επίθεσης όπου ο νικητής ήταν επιλεγμένος εξ αρχής. Η μελωδία που με περηφάνια είχε συνθέσει εκείνη την αποφράδα νύχτα καθώς σκότωνε τον πατέρα και τον παππού του, αντηχούσε στις εκτάσεις του Γκουαναρίτο, σκορπίζοντας σε κάθε ευλογημένη γωνιά εκείνης της γης τον τρόμο. Μπορούσε να τον μυρίζει στους ανθρώπους, στα πουλιά και στα έντομα. Σε κάθε έμβιο ον που έρπονταν πάνω και κάτω από τα χώματα. Η θεόρατη σκιά του σκέπασε τον νεαρό άνδρα. Η τελευταία νυχτοφεγγιά εκείνης της μοιραίας βραδιάς, μόλις είχε σβήσει πρόωρα. Μαζί της και το καντήλι που ζέσταινε τη νεαρή, μα και επαίσχυντη, ψυχή του άνδρα.
Ένιωθε να τον σκεπάζει ο θάνατος, κάτι που τον έκανε να στραφεί απρόθυμα προς την πηγή του μακάβριου συναισθήματος. Το αφύσικο ύψος του δαίμονα τον ανάγκασε να στρέψει το κεφάλι του ψηλά και να διανύσει με τρεμμάμενη ματιά έναν κορμό καλυμμένο με τριμμένη περιβολή μιας άλλης εποχής, έως ότου καταλήξει στο σκελετωμένο πρόσωπο με το ψάθινο καπέλο ψηλά στο κεφάλι. Ένα αλλόκοσμο σκιάχτρο που κάποτε ανέπνεε, όπως κι ο ίδιος. Ερωτευόταν, αγαπούσε, έπινε και διασκέδαζε, ακριβώς όπως κι εκείνος. Μα πλέον μονάχα η ακατανίκητη μακάβρια θλίψη μπορούσε να ξεχειλίσει από τις άδειες κόγχες του.
Έριξε στα γόνατα όλο του το βάρος, καθιστώντας την πτώση του ηχηρή και επώδυνη. Παραδομένος στα τετελεσμένα γεγονότα της άσωτης και αμαρτωλής ζωής του δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί τη μοιραία κατάληξη. Ο δαίμονας του χαμογέλασε με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο που δήλωνε ευχαρίστηση. Άγνωστα συναισθήματα πλημμύρισαν το είναι του, ερεθίσματα που προκάλεσαν σύγχυση στον χαοτικό ωκεανό του μυαλού του. Ακόμη κι αν γνώριζε πόσο μικρός, πόσο ανίσχυρος φαινόταν μπροστά στην κόλαση που του είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως, το αίσθημα της επιβίωσης δεν θα έπαυε να τον τσιγκλίζει έως και την τελευταία του ανάσα. Έσπρωξε με τα πόδια το έδαφος πασχίζοντας να απομακρυνθεί από το αλλόκοσμο δημιούργημα, μα εκείνο, με έναν και μόνο δρασκελισμό, τον είχε κι όλας προφτάσει. Έσκυψε από πάνω του και τον οσμίστηκε, αφήνοντας έναν φρικιαστικό συριγμό από το κενό που κάποτε φιλοξενούσε τα σάρκινα ρουθούνια του.
Δεν θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στη γλυκιά ευωδία του αλκοόλ που ξεχείλιζε από κάθε πόρο του νεαρού άνδρα. Έσκυψε από πάνω του και ρούφηξε κάθε αμαρτωλή οσμή, ξυπνώντας αναμνήσεις που τον έτρεφαν εδώ και αιώνες. Μα εκείνη, η χαρακτηριστικη, μοναδικής γοητείας, θηλυκή μυρωδιά, ευωδία που δεν συγκρινόταν με τους δυνατότερους πειρασμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, λειτουργούσε σαν δόλωμα από την πρώτη στιγμή που είχε εντοπίσει το θύμα του. Και από τούτον εδώ τον άνδρα ξεχείλιζε άφθονη, ένα κορεσμένο από γυναικείες φερεμόνες ανδρικό κορμί.
Με την πλάτη κολλημένη στον κορμό ενός Αραγουανέυ, απροστάτευτος και εγκλωβισμένος, ο νεαρός είχε πάρει την ιδανικότερη στάση για το μοναδικό τελετουργικό του αλλόκοσμου πλάσματος. Ο El Silbon ξεθυλίκωσε τη σκουριασμένη ματσέτα που είχε κρεμασμένη στο πλάι, έσκυψε πάνω από τον παραδομένο στη φρίκη άνδρα και τρύπησε με χειρουργική ακρίβεια τον αφαλό στη κοιλιακή του χώρα. Ένας πίδακας από μαύρο ρούμι και άφθονο αίμα σχηματίστηκε αναμεμειγμένος με περίσσεια αδρεναλίνη. Οι παλμοί του άνδρα έπεσαν στιγμιαία, βρισκόταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Τον χαστούκισε, επαναφέροντάς τον. Τον ήθελε ξύπνιο, σε εγρήγορση. Με τον καιρό είχε διαπιστώσει ότι τα θύματα διατηρούσαν την αμαρτωλή εσάνς στη γεύση τους όταν παρακολουθούσαν τον ίδιο τους τον θάνατο. Ακούμπησε τα άψυχα, παγωμένα χείλη του στη σφιχτή σάρκα κι ένιωσε τις μετατραυματικές δονήσεις. Το μοναδικής γοητείας ερέθισμα του θανάτου επέφερε, όπως κάθε φορά, ένα ανεπανάληπτο ρίγος στο στεγνό από σάρκα κορμί του. Ρούφησε λαίμαργα το ποτισμένο με αλκοόλ ζεστό αίμα, επιφέροντας ένα είδος κοσμογονικής αναζωπύρωσης στη νεκρή ψυχή του.
Κοίταξε το απόκοσμο πλάσμα στις άδειες κόγχες. Αν και η όρασή του είχε αρχίσει να θολώνει και να σβήνει από τον πυρετό κατάφερε να ξεχωρίσει μέσα τους την ίδια την Κόλαση. Όλα εκείνα τα συναισθήματα του θανάτου που διηγούνταν ο ιερέας του χωριού στις Κυριακάτικες Λειτουργίες, τα αθώα χρόνια που τον έτρεχαν κι εκείνον στον ναό του Θεού. Ένιωσε την υποκριτική μετάνοια, για όλες εκείνες τις αμαρτωλές πράξεις στις οποίες είχε ενδώσει, να του τριβιλίζει το μυαλό. Μα οι πειρασμοί ήταν πολλοί. Μπορούσε να ξεχωρίσει τις θηλυκές, αιθέριες και μη, παρουσίες να τον επισκέπτονται ακόμη και τώρα. Να τρίβονται πάνω του, να περιεργάζονται το σμιλεμένο ηλιοκαμμένο κορμί του και τα έντονα σαρκώδη χείλη του. Να σπαράζουν από τη μοναδική ηδονή που τους χάριζε απρόκλητα και να γεύονται τους χυμούς του. Γνώριζε ότι δεν υπήρχε καμία επιστροφή από τις αμαρτωλές εμπειρίες. Θα πέθαινε μ’ εκείνες, ακόμη κι αν προλάβαινε να μετανιώσει ολοκληρωτικά μπροστά στον αλλόκοσμο δαίμονα.
Οι αμαρτωλές σκέψεις του άνδρα κατάφερναν να τον ερεθίσουν ακόμη περισσότερο. Η λύσσα που ένιωθε για την ακόλαστη ψυχή του, γιγαντωνόταν σε κάθε βασανιστικό δευτερόλεπτο. Δεν θα μπορούσε να τη συγκρατήσει για πολύ ακόμη. Ούτως ή άλλως έπρεπε να επισπεύσει τη διαδικασία, καθώς η ώρα περνούσε και ο χρόνος παραμονής του θα σωνόταν από στιγμή σε στιγμή. Πέρασε τη ματωμένη ματσέτα από τα χείλη του άνδρα και την κατέβασε με μίσος μέχρι την τραχεία του. Τον είδε να σφαδάζει, αυτή τη φορά από ανυπέρβλητο πόνο. Ένα μαύρο ποτάμι από αίμα ξεχύθηκε από το σάρκινο άνοιγμα κι έτρεξε καυτό μέχρι τα βρεγμένα από ούρα σκέλια του. Του απέκοψε τη γλώσσα, κόβωντας έτσι και κάθε τρόπο δήλωσης εκείνου του φρικιαστικού πόνου που ήταν της μοίρας του να νιώσει στα τελευταία λεπτά της θνητής ζωή του, ενώ στα ζωηρά μάτια του μπορούσαν ακόμη να καθρεπτίζονται οι τελευταίες στιγμές του νυχτερινού ουρανού. Έχωσε το χέρι του βαθιά στο αιμόφυρτο λαρύγγι, έκλεισε τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του σαν μέγγενη σε σάρκα και οστά και τράβηξε με όση δύναμη του χάριζε η υπερβατική του φύση το οστέινο σύμπλεγμα της ραχοκοκκαλιάς του άνδρα, αποκόπτοντας μια για πάντα τον λώρο που ένωνε την ψυχή του με το επιμολυσμένο σαρκίο. Ένας επιθανάτιος ρόγχος συνόδευσε τη φρικιαστική τελετή, ως ανατριχιαστική κροταλιστή μελωδία σε μια μακάβρια ενορχίστρωση από κομμένους αδένες και λεμφικές απολήξεις.
Το κουφάρι του νεαρού άνδρα κείτονταν πλάι στις ρίζες του πελώριου δέντρου, κάτω από την ισχνή σκιά που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στις πρώτες πρωινές ώρες της κοιλάδας. Οι ήχοι από τον σάκο κροτάλισαν με αλλαγμένη συχνότητα, καθώς τα νέα κόκκαλα επέφεραν μια φρέσκια, διαφορετική μελωδία. Ο επισκέπτης από την Κόλαση χαμογέλασε ευχαριστημένος, κορεσμένος από το αλκοόλ, το φρέσκο αίμα και την άφθονη αμαρτία που είχε ρουφήξει λαίμαργα. Μόνο που στο πρόσωπό του είχε χαραχθεί, γι’ ακόμη μια φορά, η ματαιοδοξία των θυμάτων, η απληστία και όλες εκείνες οι αμαρτίες που έτειναν προς αφθονία σε τούτον τον χθόνιο κόσμο. Με κάθε πέρασμά του ένιωθε τις κολάσιμες σκέψεις των ανθρώπινων όντων να βάζουν σε πειρασμό ακόμη και τον ίδιο να παραμείνει για πάντα πάνω από τα αρχαία χώματα. Μα κάθε φορά που αναγκαζόταν να γυρίσει στα σκοτεινά του λημέρια και τις υπόγειες στοές της κούφιας γης η ανακούφιση επέστρεφε, επιφέροντας μέσα του την τάξη και τη συνοχή. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ήταν πάντα το ίδιο. Δεν θα ξέμενε ποτέ από την ιδιότυπη τροφή του. Βρώσις Δαιμόνων. Οι αμαρτίες δεν θα έλλειπαν ποτέ από εκείνον τον κόσμο. Τον κόσμο που κατάφερε να κατασπαράξει και τον ίδιο κάποτε - πρωτού ο κόσμος τον βαφτίσει με το προσωνύμιο του El Silbon - όταν ο ίδιος του ο πατέρας μαγάρισε τη γυναίκα της ζωής του, όντας στη παραζάλη της μέθης και πνιγμένος από ερωτική επιθυμία.
Μια τελευταία μελωδία αντήχησε στην κοιλάδα της Βενεζουέλας, μα μονάχα τα πλάσματα της νύχτας, των ίσκιων και της αμαρτίας μπορούσαν να τη ξεχωρίσουν ανάμεσα από τα αγιάτρευτα πάθη και τις αμέτρητες φοβίες εκείνων που κατάφερναν ν’ αναπαυτούν στις κλίνες της μοιχείας.