Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 13)

        Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιγμένα, ενώ τα χείλη του μισάνοιχτα. Είναι ακίνητος και πεσμένος ανάσκελα στο έδαφος όπου η βροχή μετέτρεψε σε λάσπη. Φαίνεται άσπρος, πολύ άσπρος, παρόλο που μόλις πέθανε. Πέθανε, σωστά; Όχι, δεν πέθανε απλά, τον σκότωσα. Είμαι μια δολοφόνος και όλες αυτές οι φωνές και τσιρίδες γύρω μου το επιβεβαιώνουν.
      Έχω πέσει στα γόνατα πλάι του, αρνούμενη να συμβιβαστώ με το γεγονός του θανάτου του. Νιώθω άδεια καθώς με τραβούν από τους ώμους και δένουν τα χέρια μου πίσω από την πλάτη. Ένα κρύο μέταλλο κλείνει γύρω από τους καρπούς μου προκαλώντας μου αναταραχή και φόβο. Τα πόδια μου κινούνται μόνα τους, κάποιος με μεταφέρει κάπου. Φωνές που με κατηγορούν φτάνουν στα αφτιά μου, ωστόσο είμαι υπερβολικά αναστατωμένη για να δώσω σημασία. Το μόνο που υπάρχει πλέον στο μυαλό μου, είναι ο Θεός Ηγέτης.
       Κάποια στιγμή φτάνουμε σε ένα φορτηγάκι. Δεν ξέρω που ακριβώς βρισκόμαστε, αλλά τουλάχιστον εκεί δεν υπάρχει φασαρία. Το μόνο που μπορώ να διακρίνω μέσα από τα πλημμυρισμένα με δάκρυα μάτια μου, είναι πρόσωπα. Ένα από αυτά τρέχει προς το μέρος μου και αρχίζει να με ταρακουνά επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ίδια φράση. “Τον σκότωσες!”. Τον σκότωσα.
      Σκύβω το κεφάλι μόλις αντιλαμβάνομαι ότι αυτός που με ταρακουνά είναι ο πατέρας μου. Ντρέπομαι τόσο πολύ και φοβάμαι άλλο τόσο. Μακάρι να ήμουν εγώ πεσμένη στην λάσπη.
      «Συγχωρέσε με, πατέρα» λέω με σπασμένη φωνή και εκείνος κατεβάζει τα χέρια του. Δεν σηκώνω το βλέμμα ωσότου κάποιος προσπαθεί να με απομακρύνει.
      «Άσε με!» φωνάζω σαν λυσσασμένο σκυλί. Χτυπιέμαι και στριφογυρίζω μανιασμένα προσπαθώντας να απελευθερωθώ από τα δυνατά δάκτυλα του. Οι καρποί μου τσούζουν καθώς το μέταλλο τρίβεται πάνω τους δημιουργώντας γρατζουνιές. Οργή κα απόγνωση με καταλαμβάνει ωθώντας κάθε μέλος του κορμιού μου να αντιδράσει και να απελευθερωθεί.
      «Άσε με ήσυχη! Δεν έκανα τίποτα!» συνεχίζω να φωνάζω. Δεν περιμένω αποτέλεσμα, ωστόσο εκείνος μ’ αφήνει. Τα δάκτυλά του απομακρύνονται από πάνω μου. Σταματώ να κλοτσάω σαστισμένη.
      «Καρίνα ΝτιΦράι» λέει ένας κύριος που μόλις κατέφθασε. Είναι Μέτοικος, γύρω στο 1. 80 με ξανθά, κατσαρά μαλλιά.
      «Κατηγορήσαι για τον φόνο του Μάρκους Έλτον, Θεό Ηγέτη του Νερού. Θα μεταφερθείς αμέσως στο αστυνομικό τμήμα του στοιχείου σου όπου και θα δώσεις κατάθεση». Τα μάτια μου γεμίζουν και πάλι με δάκρυα. Το στομάχι μου σφίγγεται ασφυκτικά, τα πάντα γύρω μου θολώνουν.
      «Δεν τον σκότωσα» λέω έχοντας ξεσπάσει σε αναφιλητά. Δύο άντρες με σπρώχνουν προς το φορτηγάκι. Σκύβω το κεφάλι σε όλους και μπαίνω μέσα επιχειρώντας μάταια να καταλαγιάσω την καταιγίδα που μανιάζει μέσα μου.
      Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να σβήσω την ανάμνηση του Μάρκους απ’ το μυαλό μου. Τα μάτια μου τσούζουν, το κεφάλι μου πονά, ο λαιμός μου έχει κλείσει. Γέρνω το κεφάλι μου πάνω στο τζάμι και αφήνομαι.


                                                                            ***

«Γιατί τον σκότωσες;» ρωτάει ο αστυνομικός. Αναστενάζω. Επιμένουν να λένε πως τον σκότωσα, ωστόσο είναι σχεδόν αδύνατον να σκοτώσεις κάποιον με το ίδιο του το στοιχείο, εκτός βέβαια αν σε βοηθήσει κάποιος άλλο συμπεριλαμβάνοντας φωτιά, πράγμα που δεν έκανα. Όλα αυτά δεν τα γνώριζα. Μου τα εξήγησε η Οριάνα που δεν πίστεψε στιγμή ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι τόσο απαίσιο.
      «Σας είπα, δεν τον σκότωσα εγώ. Ειλικρινά απλώς πέταξα ένα κομμάτι πάγου για να νικήσω τίποτα άλλο, δεν με βοήθησε κανείς». Ο αστυνόμος με κοιτάζει με ένα καχύποπτο βλέμμα και σημειώνει κάτι στο χαρτί που έχει μπροστά του.
      «Δηλαδή μου λες ότι απλώς του έριξες ένα κομμάτι πάγου και τον έστειλες στον τάφο»
      «Σας λέω ότι δεν τον σκότωσα εγώ. Κάποιος άλλος βρίσκεται από πίσω και καλύτερα θα ήταν να ψάξετε για εκείνον, αντί να με κρατάτε εδώ και να μου κάνετε ερωτήσεις» λέω σταυρώνοντας τα χέρια μου. Πάνε δύο ώρες που βρίσκομαι εδώ και έχει αρχίσει να καταντάει βαρετό, αφού είναι οφθαλμοφανές ότι δεν τον σκότωσα.
     «Δεν θα μας πεις εσύ τι να κάνουμε, κοπελιά». Σηκώνεται από τη θέση του πίσω από το γραφείο και φωνάζει κάποιον μπροστά στην πόρτα. Μερικά λεπτά αργότερα, ένας κοκαλιάρης αστυνομικός μπαίνει μέσα με ένα μπουκάλι νερό στο δεξί του χέρι.
       «Μας πληροφόρησαν ότι έχεις ορισμένα προβλήματα υγείας» λέει ο αστυνόμος, που όπως γράφει το καρτελάκι στη στολή του, ονομάζεται Γουίλ και μου δίνει το μπουκάλι. Ξεβιδώνω το καπάκι και αρχίζω να πίνω λέμαργα το περιεχόμενό του.
       «Ευχαριστώ» λέω και του ρίχνω ένα λοξό χαμόγελο.
       «Ας επιστρέψουμε τώρα στη δουλειά μας» λέει ο Γουίλ και επανέρχεται στη θέση του. Βουλιάζω στην πολυθρόνα και δαγκώνω το κάτω χείλος μου ανυπόμονα.
       «Σύμφωνα με όσα είπαν αυτόπτες μάρτυρες, ήσουν ολομόναχη στη πεδίο της μάχης, οπότε δεν μπορεί να είχε παρέμβει κάποιο μέλος άλλου στοιχείου».
       «Αυτό δεν έχεις σχέση» λέω ανακαθίζοντας, «θα μπορούσε να είναι κάπου κρυμμένος, μακριά από τα μάτια του κόσμου».
       Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω και λέει: «Και στα αλήθεια πιστεύεις ότι τόσος κόσμος δεν θα το είχε προσέξει;».
       «Με όλο το σεβασμό, κύριε αστυνόμε. Αλλά μου λέτε τώρα ότι κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έχει σκοτώσει τον Μάρκους Έλτον επειδή δεν εθεάθει κανένας στη τριγύρω περιοχή, αλλά θα μπορούσε κάποιος να βρίσκεται εκεί ώστε να βοηθήσει στην επίθεσή μου; Αυτό δεν βγάζει νόημα».
Σμίγει τα φρύδια προσπαθώντας να κατανοήσει τα λόγια μου. Πραγματικά δεν τον αδικώ, ούτε εγώ βγάζω άκρη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι του δημιούργησα αμφιβολίες.
       «Θα μπορούσε να μεταφέρει τις δυνάμεις του από τις κερκίδες» λέει έπειτα από μερικά λεπτά σκέψης.
       «Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί κι αν εγώ δεν σκόπευα να τον σκοτώσω» λέω αγανακτισμένη. «Δεν υπήρχαν κάμερες ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων ώστε να εντοπίσετε αυτόν που το έκανε;»
       «Σου είπε και πριν πως δεν θα μας πεις εσύ τι να κάνουμε»
       «Προσπαθώ να βρω μια λύση ξέρετε, δεν είστε εσείς εκείνος που σκοπεύει να κλειστεί στη φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής του» λέω και μόνο τότε το συνειδητοποιώ. Αν δεν καταφέρουν να βρουν τον πραγματικό δολοφόνο, εγώ θα βρεθώ πίσω από τα κάγκελα μιας βρώμικης φυλακής. Γαμώτο, δεν έχω φιλήσει ποτέ αγόρι.
      «Μπορείς να πηγαίνεις» λέει ο Γουίλ έπειτα από μερικά λεπτά.
      «Δηλαδή με αφήνετε να φύγω;» ρωτάω γεμάτη ελπίδα.
      «Λυπάμαι, αλλά θα σε μεταφέρουν στα κρατητήρια».
      Ξεροκαταπίνω και σηκώνομαι. Ο αστυνόμος που έφερε το μπουκάλι προηγουμένως, μου βάζει χειροπέδες και με μεταφέρει σε ένα άλλο δωμάτιο. Μπαίνοντας μέσα, το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι μια σειρά από ασημένια κάγκελα. Τα μάτια μου βουρκώνουν και μόνο στη σκέψη ότι ίσως να μείνω εκεί μέσα για μέρες.
       «Πέρνα» λέει αφότου μου ανοίγει την καγκελόπορτα. Απομένω να κοιτάζω το υποτιθέμενο κρεβάτι και την τουαλέτα που είναι τοποθετημένη λίγο παραδίπλα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω πίσω από τα κάγκελα.
       Ακούω τον ήχο που κάνει η κλειδαριά και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Βλεφαρίζω μερικές φορές και αφότου βεβαιώνομαι πως δεν θα κλάψω, κάθομαι πάνω στο σκληρό στρώμα. Μαζεύω τα πόδια μου πάνω και χώνω μέσα τους το πρόσωπό μου. Σφραγίζω τα μάτια μου και προσπαθώ να σκεφτώ τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Σίγουρα ο θάνατος του Θεού Ηγέτη είναι το γεγονός της ημέρας, το ίδιο και εγώ βέβαια.
       Άραγε τι να σκέφτεται ο Τριστάνο για όσα συνέβησαν; Αχ Θεοί, μακάρι να μην με μισεί. Ξεφυσάω κα ξαπλώνω στο κρεβάτι όπου και με παίρνει ο ύπνος.



«Σε μισώ!» μου φωνάζει, «Σε μισώ γιατί με έφερες σ’ αυτή την άθλια κατάσταση, σε μισώ γιατί εξαιτίας σου έχασα την μοναδική ευκαιρία που είχα για να ανακηρυχτώ Θεός Ηγέτης! Σε μισώ γιατί με έκανες να σε ερωτευτώ! Σε μισώ για όλα όσα με έκανες να ζήσω!».
     Κλαίω με λυγμούς, οι ώμοι μου τραντάζονται από τα αναφιλητά μου. Πονάω, πονάει η καρδιά μου, ματώνει. Το απελπισμένο και συνάμα εξαγριωμένο βλέμμα του με διαλύει. Εγώ ευθύνομαι για όσα συνέβησαν, εγώ και μόνο εγώ. Μακάρι να μην έμπαινα ποτέ στη ζωή του, μακάρι να τα είχα αποτρέψει όλα αυτά.
      «Και εγώ μισώ τον εαυτό μου» ψελλίζω. Ο Τριστάνο με κοιτάζει δύσπιστα, όλη η αγάπη και στοργή που έτρεφε για εμένα έχουν εξαφανιστεί. Τώρα με απεχθάνεται. Μπορώ να νιώσω το θυμό να αμφιταλαντεύεται μέσα του, μακάρι να ξεσπούσε.
       «Σε μισώ..» επαναλαμβάνει ψιθυριστά, «σε μισώ».


Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα. Τα χέρια μου τρέμουν καθώς σκουπίζω τα μουσκεμένα μαγουλά μου. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ, αυτό το όνειρο έμοιαζε απίστευτα αληθινό. Τα λόγια του Τριστάνο επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου κάνοντας τα δάκρυα να φουντώσουν. Προσπαθώ να ηρεμίσω παίρνοντας βαθιές ανάσες. Κοιτάζω τριγύρω και τα μάτια μου πέφτουν πάνω στα κάγκελα, απέξω υπάρχει ένα φρουρός.
      «Συγγνώμη» λέω, αλλά δεν μ’ ακούω οπότε αναγκάζομαι να δυναμώσω την ένταση της φωνής μου. «Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να μου πείτε τι ώρα είναι;».
       «Έξι το πρωί» μου αποκρίνεται και πίνει μια γουλιά από τον μισοτελειωμένο καφέ του.
       Γνέφω παρότι δεν με βλέπει και ξανακάθομαι στο κρεβάτι. Σήμερα θα τελεσθεί η κηδεία του θεού Ηγέτη στο στρατόπεδο του Νερού. Φαντάζομαι όλα τα μέλη του στοιχείου μου μαζεμένα γύρω από την θάλασσα, να φορτώνουν το σαβανωμένο σώμα του νεκρού Ηγέτη μέσα σε μια βάρκα και να την στέλνουν μακριά στον ωκεανό. Θα προσεύχονται το σώμα του να φτάσει με ασφάλεια στον άλλο κόσμο.
       «Συγγνώμη πάλι, αλλά τι θα γίνει με την τελετή έναρξης;» ρωτάω τον φύλακα μόλις συνειδητοποιώ ότι η όλη διαδικασία θα έχει σίγουρα αναβληθεί.
       «Αναβάλετε για αύριο» απαντάει και γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω για να με επεξεργαστεί. «Δεν μοιάζεις με κοπέλα που θα σκότωνε».
       «Δεν μοιάζω γιατί απλούστατα, δεν είμαι!» λέω και σηκώνω τα μάτια μου προς τα πάνω.
       Έχω βαλθεί να  χτυπάω το πόδι μου στο πάτωμα, όταν κάποιος ανοίγει την πόρτα. Δεν μπορώ να τον δω μιας και στέκεται στο άνοιγμα από την έξω μεριά. Ο φύλακας αφήνει το πόστο του για να βγει έξω και αφού λένε δύο κουβέντες με τον άγνωστό, μπαίνει μέσα και μου απευθύνει το λόγο.
       «Έχεις έναν επισκέπτη» λέει.
       «Ποιος είναι;» ρωτάω ελπίζοντας να είναι είτε η Οριάνα είτε οι γονείς μου. Εκείνος απλώς ανασηκώνει τους ώμους του.
       Σηκώνομαι από το κρεβάτι με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Ο φύλακας βγαίνει και πάλι έξω. Ωστόσο όταν η πόρτα ανοίγει ξανά, από το άνοιγμα ξεπροβάλει ένα άλλο πρόσωπο. Κάποιος που δεν περίμενα, αλλά ήθελα όσο τίποτα άλλο να δω.
       «Καρίνα» λέει ο Τριστάνο και κατευθύνεται προς το μέρος μου. Διόρθωση, προς το μέρος όπου είμαι φυλακισμένη.
       Φτάνει μπροστά από τα κάγκελα και περνάει τα χέρια του μέσα από τα ανοίγματα για να με αγγίξει. Κλείνω τα μάτια καθώς τα χέρια του χαδεύουν απαλά το μάγουλό μου.
        «Είσαι καλά;» ρωτάει. Απλώς γνέφω και βάζω τα χέρια μου πάνω στα δικά του.
        «Πως βρέθηκες εδώ;» ρωτάω έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα. Τον κοιτάζω βαθιά μέσα στα γαλανά του μάτια και βλέπω έγνοια και αγάπη να πηγάζουν από κάποιο σημείο βαθιά μέσα του.
        «Έβαλα τον πατέρα μου να μεσολαβήσει για να με αφήσουν να σε δω» μου αποκρίνεται με απόλυτη σοβαρότητα, λες και το γεγονός ότι ζήτησε από τον πατέρα του το οτιδήποτε για εμένα, δεν σημαίνει τίποτα.
        «Τριστάνο…» ψιθυρίζω καθώς εκείνος βάζει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αφτί μου, «δεν το έκανα εγώ, αλήθεια δεν…». Βάζει το δάκτυλο του πάνω στα χείλη μου πριν ολοκληρώσω.
        «Το ξέρω» λέει, «και θα βρω ποιος το έκανε».
        «Πως θα το κάνεις αυτό;»
        Χαμογελάει ελαφρώς και έπειτα λέει: «Έχω τους τρόπους μου».
        Γελάω σιγανά και ακουμπάω το μέτωπό μου στο δικό του σφραγίζοντας τα ματόφυλλά μου. Μακάρι να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά.
       «Αν δεν βρεθεί ο πραγματικός δολοφόνος, τι θα μου κάνουν;» ρωτάω.
       Με κοιτάζει για μια στιγμή σιωπηλός, τελικά σφίγγει την παλάμη μου και λέει: «Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να αφήσω τίποτα να σου συμβεί».
        Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, ο φρουρός μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Αμέσως αφήνω το χέρι του Τριστάνο και εκείνος απομακρύνεται από κοντά μου.
       «Πρέπει να φύγεις» του λέει.
       «Τι συμβαίνει» ρωτάει εκείνος αντιλαμβανόμενος την ταραχή του αστυνόμου.
       «Υπάρχει μάρτυρας που ισχυρίζεται ότι είδε την Καρίνα να λαδώνει ένα μέλος της φωτιάς» λέει και αμέσως τα μάτια του Τριστάνο καρφώνονται πάνω μου. Το βλέμμα του είναι δύσπιστο. Το στομάχι μου σφίγγεται για ακόμη μια φορά.
        «Και τώρα τι;».

Δέσποινα Χρ.