Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 26)

«Άσε με!» τσιρίζω και χτυπιέμαι σαν λυσσασμένο ζώο. Το κεφάλι μου είναι έτοιμο να σπάσει και η πίεση του σώματος του Γκρέισον με εμποδίζει να ανασάνω. Με κρατάει μαγκωμένη στην πολυθρόνα, με τα χέρια του σφιχτά δεμένα γύρω απ’ τους καρπούς μου, ενώ πιέζει το σώμα μου με το δικό του καθιστώντας κάθε κίνηση απόδρασής μου άκαρπη.
«Γαμώτο… Καρίνα…σταμάτα!» λέει μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του στριμώχνοντάς με ακόμη πιο πολύ. Το απαίσιο άρωμά του ερεθίζει τη μύτη μου, ωστόσο αποτρέπω τον εαυτό μου απ’ το να φτερνιστεί. Λίγο να χάσω τον έλεγχο και με έχει κάνει δική του.
«Με πονάς» λέω με λιγότερο τσιριχτή φωνή και φαίνεται πως και εκείνος σιγά σιγά μαλακώνει. Η άγρια όψη του μετατρέπεται σε μια ήπια εικόνα εκείνου που έχω συνηθίσει.

«Το μόνο που θέλω είναι να ηρεμίσεις. Πρέπει να βγεις απ’ αυτό το δωμάτιο και να φας οπωσδήποτε κάτι» λέει με έναν γλυκό τόνο και απελευθερώνει τα χέρια μου. Το βλέμμα του μοιάζει απόμακρο και εντελώς θλιμμένο. Έχω να τον δω δύο εβδομάδες και μόνο τώρα συνειδητοποιώ πόσο πολύ έχει αλλάξει. Ο περιπαιχτικός τόνος που άλλοτε έκρυβε η φωνή του, τώρα έχει εξαφανιστεί. Το πρόσωπό του και συγκεκριμένα τα μάτια του είναι πλέον περικυκλωμένα από μαύρους κύκλους, ενώ το μέτωπό του έχει γεμίσει ρυτίδες.
«Συγγνώμη» ψιθυρίζω. Νιώθω και πάλι εκείνο το αίσθημα της ενοχής, η σκέψη και μόνο ότι του κατέστρεψα τη ζωή με καταρρακώνει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ξαφνικά νιώθω έντονα την επιθυμία να τον κάνω να νιώσει καλά, να χαρεί. Δεν θέλω να τον βλέπω να μαραζώνει ακριβώς όπως κι εγώ.
«Μου έλειψες» λέω και κρύβω το πρόσωπό μου στο στέρνο του. Το σώμα του είναι ζεστό, ωστόσο το άγγιγμά του δεν μου προκαλεί τα ίδια συναισθήματα με εκείνο του αδερφού του.
Ο Γκρέισον τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με κρατάει για λίγο ακόμη στην αγκαλιά του, κρατώντας τα βλέφαρά του κλειστά σαν να το απολαμβάνει. Σκέφτομαι στιγμιαία το πόσο άδικο είναι αυτό για τον Τριστάνο, δεν θέλω να θεωρήσει ότι τον έχω αντικαταστήσει. Αποτραβιέμαι και έπειτα αποφεύγοντας να τον αντικρίσω, ρίχνω το σώμα μου στην πλάτη της πολυθρόνας.
«Έλα» λέει και παίρνει το χέρι μου μέσα στο δικό του, «πάμε να φας κάτι». Πόσο έντονα φαίνεται η απογοήτευσή του, η λύπη του, μα και η αγάπη του για εμένα.
Αναστενάζω και τον ακολουθώ. Ούτε η απεργία πείνας έφερε αποτέλεσμα, οι γονείς μου δεν με πήγαν στον Τριστάνο. Μόνο δύο επιλογές μου έμεινα. Θα το σκάσω ή θα αυτοκτονήσω.


***


«Περάστε» λέω δίχως να σηκώσω το βλέμμα μου απ’ την πελώρια στοίβα χαρτιών που έχω μπροστά μου.
«Συγγνώμη για την ενόχληση» λέει η γραμματέας μου και εγώ απλώς αναστενάζω. Ξεκουμπώνω το κουμπί του κουστουμιού μου και χαλαρώνω το δέσιμο της γραβάτας που με έχει σχεδόν πνίξει.
«Πέρνα μέσα και κλείδωσε» της αποκρίνομαι. Την παρακολουθώ να ρίχνει μια γρήγορη ματιά έξω κι έπειτα να κλείνει την πόρτα κλειδώνοντάς τη δύο φορές. Πλησιάζει αργά προς το μέρος μου, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο να σχηματίζεται στα σαρκώδη χείλη της. Αφήνει το ντοσιέ να πέσει στο πάτωμα. Αμέσως την τραβάω πάνω μου και τη φιλάω στα χείλη.
Τα χέρια της γλιστρούν μέσα στα μαλλιά μου και έπειτα κατεβαίνουν στην πλάτη μου. Βγάζω το σακάκι μου δίχως να διακόψω το παθιασμένο φιλί μας, ωστόσο μόλις εκείνη πάει να ξεκουμπώσει το πουκάμισό της, την σπρώχνω μακριά και έπειτα την χαστουκίζω.
«Σου έχω πει επανειλημμένα πως δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα. Το μόνο που δικαιούσαι να πάρεις από εμένα, είναι ένα απλό φιλί. Κατανοητό;». Τα μάτια της γυαλίζουν απ’ τα δάκρυα. Κουνάει το κεφάλι της θετικά και μαζεύοντας τον ντοσιέ της απ’ το πάτωμα, πάει να φύγει.
«Για πού το βαλές;» ρωτάω και εκείνη μαρμαρώνει.
«Με θέλετε κάτι άλλο, αφέντη;» ρωτάει στρέφοντας δειλά το βλέμμα της προς το μέρος μου.
«Έχουμε τίποτα νεότερο σχετικά με το γνωστό θέμα;». Τα μάτια της περιφέρονται για λίγο μέσα στο χώρο ώσπου σταματούν πάνω μου.
«Λυπάμαι» μου αποκρίνεται και χαμηλώνει το κεφάλι, λες και έχω ανάγκη τη συμπόνια της. Σηκώνομαι απ’ τη θέση μου και την πλησιάζω. Πιάνω μια από τις ξανθές μπούκλες της και την περιστρέφω αργά μέσα στα δάκτυλά μου.
«Ξέρεις πόσο καιρό περιμένω;» λέω και καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της.
«Εε… συγγνώμη…» τραυλίζει, ενώ φόβος διαγράφεται στο πρόσωπό της.
«Αν μέχρι αύριο δεν υπάρξει κάποια πληροφορία… σύντομα δεν θα υπάρχεις ούτε εσύ».
«Μα, κύριε... δεν μπορούμε να βρούμε την Καρίνα, πρέπει να βρίσκεται έξω από κάθε στρατόπεδο. Μάλλον την έχουν μεταφέρει στο Μαύρο Δάσος».
«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να την πεις με το όνομά της; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να την αναφέρεις γενικώς;!» της φωνάζω, ενώ η οργή έχει πλημμυρίσει κάθε εκατοστό του κορμιού μου.
«Συγγνώμη» ψελλίζει τρομαγμένη.
«Δίνε του! Μη σε ξαναδώ μπροστά μου!».
Με χέρια τρεμάμενα, ξεκλειδώνει την πόρτα και χάνεται απ’ τα μάτια μου. Παίρνω μερικές βαθιές εισπνοές προσπαθώντας να τιθασεύσω τα συναισθήματά μου και αφού νιώθω το θυμό να εξατμίζετε από μέσα μου, βουλιάζω σε μια πολυθρόνα. Το όνομά της επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου και παρά τις συνεχόμενες προσπάθειές μου να το αποδιώξω, εκείνο επανέρχεται για να με συνθλίψει εντελώς. Καυτά δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια μου. Αμέσως σηκώνομαι όρθιος και βηματίζω αργά μέσα στο χώρο, περιμένοντας να εξανεμιστούν.
Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στη χούφτα μου και προσπαθώ να σχηματίσω το πρόσωπό της. Τα πανέμορφα καστανόξανθα μαλλιά της, τα γαλάζια μάτια της, τα γλυκά της χείλη… Κλοτσάω με δύναμη την πολυθρόνα.
«Που είσαι γαμώτο!» φωνάζω και δίχως συναίσθηση του τι κάνω, πετάω όλα τα αντικείμενα από το γραφείο μου. Αρπάζω τη στοίβα με τα χαρτιά και τα εκσφενδονίζω όλα μαζί πάνω στην πόρτα, έπειτα παίρνω το φωτιστικό και το πετάω στο παράθυρο. Βλέπω το τζάμι του παραθύρου να σπάει σε μικρά κομμάτια, ενώ ακούω την πόρτα πίσω μου να ανοίγει.
«Τρίσταν, ηρέμισε…» ακούω τη φωνή του πατέρα μου. Τα χέρια μου τρέμουν, νιώθω το αίμα να σιγοβράζει μέσα στις φλέβες μου και τον θυμό να αμφιταλαντεύεται σ’ όλο μου το κορμί με ένταση.
«Φύγετε» τον ακούω να ψιθυρίζει, προφανώς σε εκείνους που έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Ακούω βήματα και στη συνέχεια την πόρτα να κλείνει. Γυρίζω αργά προς το μέρος του, ενώ νιώθω το δάκρυα να επανέρχονται στα μάτια μου.
Ρίχνω το σώμα μου στον μαύρο καναπέ και σφραγίζω τα βλέφαρά μου όσο πιο σφιχτά μπορώ. Αισθάνομαι το χέρι του πατέρα μου στον ώμο μου, ωστόσο δεν επιχειρώ να το απωθήσω. Το αφήνω εκεί, ενώ φαντάζομαι πως πλάι μου δεν στέκεται εκείνος, αλλά η Καρίνα.




***
«Έλα, φάε» λέει ο Γκρέισον, ενώ ταυτόχρονα με χαϊδεύει στην πλάτη. Σπρώχνει το πιάτο με τα μακαρόνια προς το μέρος μου και με παρακινεί να φάω. Διστάζω στην αρχή, αλλά ο δυνατός ήχος που βγαίνει απ’ το στομάχι μου με κάνει να πέσω με τα μούτρα.
Όταν τελειώνω, ο Γκρέισον με κοιτάζει με ένα πελώριο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη. Έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και παρατηρεί το άδειο πιάτο.
«Σταμάτα να κάνεις έτσι» λέω και σηκώνομαι νωχελικά απ’ τη θέση μου. Δεν έχω κάνει ούτε δύο βήματα, όταν με αρπάζει απ’ τη μέση και φέρνει τα χείλη του στα δικά μου. Αμέσως κάνω να απομακρυνθώ, αλλά τα δυνατά του μπράτσα αρνούνται να μ’ αφήσουν.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ μου έλλειψες αυτές τις δύο εβδομάδες. Ήταν βασανιστικό να είμαι μακριά σου, πριγκίπισσα».
«Που ήσουν;» ρωτάω αγνοώντας τα λόγια του και αμέσως η έκφραση του σοβαρεύει.
«Δεν χρειάζεται να ξέρεις» μου απαντάει και δίχως να μ’ αφήσει, παίρνει ένα μπισκότο απ’ τον πάγκο και το ρίχνει μέσα στο στόμα του.
«Τουλάχιστον, μπορώ να μάθω που βρίσκομαι εγώ;» ρωτάω, ενώ η καρδιά μου χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά απ’ την προσμονή.
«Γιατί θέλεις να μάθεις τόσο πολύ; Δεν σ’ αρέσει εδώ;»
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά, «θα μου άρεσε αν γνώριζα που βρίσκομαι κι αν μπορούσα να φύγω έστω και για λίγο από εδώ».
«Καρίνα, το έχουμε συζητήσει άπειρες φορές. Βρισκόμαστε εδώ για το καλό σου, δεν χρειάζεται να γνωρίζεις τίποτε περισσότερο».
Αποτραβιέμαι και περπατάω γοργά προς το δωμάτιο μου. «Απαιτώ να φτιάξεις την πόρτα!» φωνάζω και κλείνομαι μέσα στο μπάνιο.
Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και έπειτα κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Δεν μπορώ να κρατήσω το βλέμμα μου για πολύ, η εικόνα μου είναι άθλια. Αναστενάζω, ενώ αισθάνομαι ένα κόμπο να σφίγγει το στομάχι μου.
«Καρίνα, ελπίζω να μην κλειστείς εκεί μέσα τώρα» λέει ο Γκρέισον χτυπώντας την πόρτα του μπάνιου.
«Γιατί, υπάρχει πρόβλημα;» λέω με έναν ειρωνικό τόνο στη φωνή μου. Εκείνος μπορεί να με φαντάζεται να γελάω, ωστόσο εγώ είμαι κάθε άλλο παρά χαρούμενη.
«Ναι, υπάρχει. Δεν πρόκειται να φτιάξω δύο πόρτες».
«Μην ανησυχείς, βγαίνω» λέω και το κάνω πράξη. Τον παραμερίζω και πηγαίνω προς το παράθυρο, θέλοντας για μια ακόμη φορά να κοιτάξω τι υπάρχει πέρα απ’ τα βουνά, λες και κατά αυτόν τον τρόπο θα βρω την διέξοδο, τη διαφυγή μου απ’ αυτό το άθλιο μέρος.
«Γκρέισον…» λέω μόλις κάθομαι στην πολυθρόνα. «Σε παρακαλώ, πες μου… που είχες πάει τόσες μέρες;».
«Σου είπα, δεν υπάρχει λόγος να ξέρεις» μου αποκρίνεται και εξετάζει την πόρτα.
«Σε παρακαλώ» λέω και τα μάτια μου πλημμυρίζουν με δάκρυα. Είχε πάει στον Τριστάνο, το ξέρω. Τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο με τον πατέρα του, είπε πως κάποιος δεν ήταν καλά. Μόλις το άκουσα αυτό κλείστηκα στο δωμάτιό μου απειλώντας τους γονείς μου ότι δεν πρόκειται να βγω αν δεν μάθω τι συμβαίνει.
«Καρίνα» λέει και πλησιάζει προς το μέρος μου, «μην στεναχώριες τον εαυτό σου χωρίς λόγο».
«Χωρίς λόγο;» ρωτάω και πετάγομαι πάνω. «Ειλικρινά, μιλάς σοβαρά; Με έχετε φέρει σ’ αυτό το μέρος παρά τη θέληση μου και δεν μ’ αφήνεται να φύγω! Τα μόνα άτομα που βλέπω είναι εσύ, οι γονείς μου και η Οριάνα, έχω χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο! Κλαίω κάθε μέρα και κλείνομαι στο δωμάτιο μου, εύχομαι να μπορούσα να πεθάνω!» φωνάζω και ξεσπάω σε αναφιλητά.
Ο Γκρέισον πάει να μ’ ακουμπήσει, αλλά εγώ απομακρύνομαι από κοντά του. «Φύγε από κοντά μου…» λέω.
«Το ξέρεις οτι δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Δεν φταίω εγώ που έχασες στη δοκιμασία εκλογής».
«Τι είπες μόλις τώρα;» ρωτάω δύσπιστα. «Έχασα στη δοκιμασία εκλογής; Εγώ φταίω δηλαδή που μου βάλανε αναισθητικό; Εγώ φταίω που τα παράτησε ο Κόνορ; Εγώ φταίω που ο Τριστ…» η φωνή μου σπάει. Νιώθω όλο μου το κορμί να φλέγεται σαν να έχει πάρει φωτιά
«Συγγνώμη» είναι το μόνο που λέει. Απομένουμε και οι δύο να κοιτάζουμε το πάτωμα, ανήμποροι να αρθρώσουμε άλλη λέξη.
Ο Γκρέισον κάνει μεταβολή και με μεγάλες δρασκελιές βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Αμέσως σωριάζομαι στο πάτωμα και αφήνω τα δάκρυα να κυλήσουν αβίαστα στα μάγουλά μου.


***


Δύο Χρόνια Πριν
Η Δοκιμασία Εκλογής
«Αν χάσετε σήμερα, έχετε χάσει οριστικά» λέει η Οριάνα καρφώνοντας τη μάτια της και στους δυο μας. Κουνάω το κεφάλι, αλλά ακόμη και αυτή η κίνηση απαιτεί μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, νιώθω εξουθενωμένη, παρότι κοιμήθηκε αρκετά καλά την προηγούμενη νύχτα.
«Καρίνα;»
«Ναι;»
«Είσαι καλά;» ρωτάει η Οριάνα, ενώ στο πρόσωπό της έχει δημιουργηθεί μια ανήσυχη έκφραση.
«Ναι, μια χαρά» της αποκρίνομαι, ενώ νιώθω ολόκληρο το σώμα μου βαρύ σαν βράχο.
«Πολύ καλά λοιπόν, πηγαίντε».
Ο Κόνορ με πιάνει απ’ τη μέση και μαζί κατευθυνόμαστε προς το στάδιο. Ζαλίζομαι, ο κόσμος γύρω μου πηγαινοέρχεται. Παραπατάω, αλλά ευτυχώς το χέρι του Κόνορ με συγκρατεί πριν πέσω. Κάτι με ρωτάει, αλλά είμαι υπερβολικά κουρασμένη για να καταλάβω. Νομίζω με ρώτησε τι έχω, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη.
Παίρνουμε θέσεις. Η σημερινή δοκιμασία έχει να κάνει με την επίδειξη δυνάμεων, η νίκη θα είναι εύκολη. Τουλάχιστον αν καταφέρω να αποδιώξω αυτή τη ζαλάδα.
Ακούω αλλοιωμένα τη Θεά Ηγέτη να λέει για τις δοκιμασίες, βλέπω θολά τον Τριστάνο απέναντι και ίσα που καταφέρνω να διακρίνω ένα μειδίαμα να τρεμοπαίζει στα χείλη της Σύνθια. Δεν προλαβαίνω να καταλάβω περισσότερα, ακούγεται ο δυνατός ήχος που σηματοδοτεί την έναρξη. Πιέζω το σώμα μου να κινηθεί και έπειτα από λίγο υπακούει. Τα πόδια μου αρχίζουν να κινούνται σταθερά πάνω στο έδαφος. Δεν νομίζω να έχω διασχίσει μεγάλη απόσταση, όταν όλα γύρω μου μαυρίζουν. Το τελευταίο πράγμα που ακούω είναι οι φωνές των θεατών.


Ξυπνάω μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Το κεφάλι μου είναι ακουμπισμένο στο πόδια της Οριάνα, ενώ παρατηρώ ότι μια κουβέρτα καλύπτει το σώμα μου.
«Που πηγαίνουμε; Τι συνέβη;» λέω με βραχνή φωνή. Υποτίθεται πως δεν θα φεύγαμε από το στρατόπεδο των Μετοίκων έως ότου ολοκληρωνόταν η δοκιμασία εκλογής.
«Καρίνα…» λέει διστακτικά η Οριάνα. Τα μάτια της προσδίδουν την ανησυχία της. «Φεύγουμε» λέει τελικά.
«Τι εννοείς ‘φεύγουμε’, που πάμε;» ρωτάω και ανακάθομαι για να την κοιτάξω καλύτερα.
«Λυπάμαι…αλλά…»
«Οριάνα, τι συμβαίνει;» ρωτάω σχεδόν φωνάζοντας. Ένας κόμπος κατακάθεται στο λαιμό μου και με εμποδίζει να ανασάνω.
«Λυπάμαι πολύ, Καρίνα… η δοκιμασία εκλογής τελείωσε… έχασες».
Η καρδιά μου σταματά. Η ανάσα μου κόβεται, όλο μου το σώμα παγώνει. Είναι σαν να βλέπω όλη μου τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου. Τόσα χρόνια προπονήσεων… τόσα χρόνια…πάνε χαμένα.
«Πως έγινε αυτό;» ρωτάω μόλις καταφέρνω να ξεπεράσω το πρώτο σοκ.
«Δεν ξέρω τι συνέβη… λιποθύμησες κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας και ο Κόνορ αρνήθηκε να συνεχίσει»
«Λιποθύμησα;» ρωτάω καθώς οι εικόνες αρχίζουν να επανέρχονται στο μυαλό μου.
«Στην αρχή πιστέψαμε ότι έφταιγε η απομάκρυνση σου απ’ το νερό, αλλά ο γιατρός είχε άλλη γνώμη… είπε πως σου έδωσαν αναισθητικό. Κοιμόσουν για περισσότερο από τέσσερις ώρες».
Αδυνατώ να σκεφτώ κάτι για να απαντήσω, τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους ούτως ή άλλως. Η Σύνθια ήθελε να κερδίσει και κέρδισε.
«Πρέπει να δω τον Τριστάνο» λέω.
«Αυτό δεν γίνεται» λέει.
«Γιατί; Σταμάτα το αυτοκίνητο!» φωνάζω στον άγνωστο οδηγό.
«Καρίνα, σταμάτα. Ειλικρινά λυπάμαι… αλλά δεν γίνεται. Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσεις να τον ξαναδείς. Ο Τριστάνο ανακηρύχθηκε Θεός Ηγέτης».
Τι έγινε μετά; Χαμός.





Δέσποινα Χρ.