Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 25)

Δύο Χρόνια Μετά

Ο ενοχλητικός ήχος του ξυπνητηριού με βγάζει απ’ τον ύπνο μου και με επαναφέρει στη μίζερη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν έχει τίποτα να μου προσφέρει. Νιώθω για μια ακόμη μέρα κενή, άδεια, δίχως αίσθημα να ριζώνει μέσα μου. Το έχω συνηθίσει άλλωστε, αυτό γίνεται εδώ και δύο χρόνια. Καλά εντάξει, ένα χρόνο, ίσως και μερικούς μήνες… δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει τώρα είναι η μάχη, η μάχη εναντίον αυτής της απαίσιας κατάθλιψης που με έχει καταρρακώσει και με έχει μετατρέψει σε ένα βαριεστημένο, δίχως λόγο ύπαρξης ον.
Το ξυπνητήρι πλάι μου συνεχίζει να χτυπάει ασταμάτητα, λες και πρέπει να βιαστώ. Απορώ γιατί το βάζω σε λειτουργία, αφού δεν υπάρχει λόγος να ξυπνάω νωρίς, δεν υπάρχει λόγος να ξυπνάω γενικά. Όχι πια.
«Σταμάτα επιτέλους» φωνάζω με όση δύναμη μπορεί να διαθέσει ένας άνθρωπος που έχει να φάει για δύο μέρες και το χτυπάω, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω απ’ το κομοδίνο. Βρίζω μέσα απ’ τα δόντια μου και πετώντας μακριά τα παπλώματα, σηκώνω το σώμα μου απ’ το κρεβάτι. Ζαλίζομαι στη αρχή, αλλά έπειτα μου περνάει. Με βλέφαρα ακόμη βαριά απ’ τον ύπνο, σκύβω και αφού το πιάνω, το βάζω πίσω στη θέση του.

«Καρίνα…ξύπνησες;» ακούω τη φωνή της μητέρας μου, που για ακόμη μια μέρα έρχεται να δει αν είμαι καλά. Γιατί απλώς δεν μ’ αφήνει στην ησυχία μου.
«Παράτα με ήσυχη!» φωνάζω και τις αραδιάζω μερικές βρισιές για να καταλάβει ότι το εννοώ. Δεν ξέρω πότε ακριβώς ξεκίνησε αυτή η κακή συνήθεια του βρισίματος, αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο είμαι υπερήφανη. Ορισμένες φορές μισώ τον εαυτό μου για τον τρόπο που συμπεριφέρομαι στους άλλους.
«Γλυκιά μου, σε παρακαλώ, άνοιξε την πόρτα κι έλα να φας κάτι. Οι δυνάμεις σου θα έχουν εξασθενίσει, χρειάζεσαι νερό».
Αναστενάζω παρατεταμένα και βουλιάζω σε μια πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο. Τα μάτια μου γεμίζουν ξαφνικά με δάκρυα. Δάκρυα μελαγχολίας, καθώς αυτό που αντικρίζω απέξω δεν είναι εκείνο που θα ήθελα να δω. Δέντρα, βουνά, χώμα…πουθενά θάλασσα. Μόνο μια μικρή λιμνούλα λίγο παραπέρα για να μου δίνει δύναμη. Σκουπίζω τα μάτια μου και κατσαδιάζω τον εαυτό μου. Δεν πρέπει να κλαίω, πρέπει να είμαι δυνατή.
«Ποιόν κοροϊδεύεις; Αφού δεν είσαι δυνατή» λέω τον εαυτό μου. Μαζεύω τα πόδια μου πάνω στο κάθισμα και ξεσπάω σε αναφιλητά. Τριστάνο… έλα… σε παρακαλώ… έλα… σε εκλιπαρώ… μου λείπεις…
«Λες και μπορεί να σ’ ακούσει… αν σ’ άκουγε θα ήταν τώρα εδώ, πλάι σου» ψιθυρίζω και κρύβω το πρόσωπό μου μες στα δύο μου χέρια.
«Καρίνα;» ακούω πάλι απ’ την πόρτα. Αυτή τη φορά είναι ο Γκρέισον ή αλλιώς ο αρραβωνιαστικός μου, που πάνω σε μια στιγμή ευαισθησίας δέχτηκα την πρόταση γάμου του. Αυτό βέβαια έγινε πριν κλειστό στον εαυτό μου, πριν μαραζώσω εντελώς.
«Καρίνα, άνοιξε την πόρτα αλλιώς θα την σπάσω!» φωνάζει και παρατηρώ το χερούλι της πόρτας να ανεβοκατεβαίνει μανιασμένα. Άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια από μέρος του. Μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να με κάνει καλά, κι εκείνος βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά…
«Σταμάτα να κάνεις κακό στον εαυτό σου για κάποιον που δεν το αξίζει!» η συγκεκριμένη, είναι μια φράση που λέει πολύ συχνά.
«Και εσύ σταμάτα να χάνεις τον καιρό σου» του φωνάζω και ακουμπάω το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα. Ησυχία απ’ την άλλη πλευρά. Μπορεί να μην αγαπώ τον Γκρέισον και να μην αισθάνομαι τίποτα για εκείνον, ωστόσο τον λυπάμαι. Εγώ φταίω για όλα, του κατέστρεψα τη ζωή.
Ξαφνικά ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ο Γκρέισον προσπαθεί όντως να την σπάσει. Τα παράθυρα τραντάζονται από τα χτυπήματα. Πετάγομαι πάνω και τρέχω να κρυφτώ στο μπάνιο, ωστόσο δεν προλαβαίνω. Ο Γκρέισον έχει σπάσει την πόρτα και με αρπάζει ταχύτατα απ’ τη μέση.
«Ήρθε η ώρα να τελειώσει αυτή η γελοιότητα!» λέει με πρωτοφανή θυμό και με σπρώχνει πάνω στον καναπέ.




***


Δύο Χρόνια Πριν
Η Δοκιμασία Εκλογής


Πρώτη μέρα ως ομάδες. Ο κόσμος είναι διπλάσιος από τις προηγούμενες φορές με αποτέλεσμα οι θέσεις να μην επαρκούν. Όπως και να έχει, η δοκιμασία εκλογής θα συνεχιστεί κανονικά, δίχως καθυστέρηση. Έχουμε ήδη μπει στο στάδιο και δεχόμαστε συμβουλές απ’ τους εκπαιδευτές μας. Γνέφω για ακόμη μια φορά προσποιούμενη ότι παρακολουθώ, ενώ τα μάτια μου είναι επικεντρωμένα στον Τριστάνο στην απέναντι πλευρά του σταδίου. Μολονότι τα μάτια του δεν είναι πάνω μου, ξέρω ότι στο μυαλό του υπάρχω μόνο εγώ.
Έπειτα από μισή ώρα, παίρνουμε θέσεις πίσω από τις άσπρες γραμμές και περιμένουμε να ακουστεί ο κρότος που σηματοδοτεί την έναρξη. Ο Κόνορ δίπλα μου δεν βγάζει άχνα, προσηλωμένος ήδη στους αντιπάλους του, λες και θα φύγουν από εκεί αν πάρει τα μάτια του από πάνω τους.
«Η πρώτη ομάδα, Τριστάνο Αζόρ με Σύνθια Μπλάκ. Η δεύτερη ομάδα, Κόνορ Όντνερ με Καρίνα ΝτιΦράι. Η κάθε ομάδα έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί αρκεί να συμφωνούν και τα δύο μέλη». Μη χαίρεστε, δεν εννοεί να παραιτηθούμε οριστικά, αλλά μόνο για την συγκεκριμένη δοκιμασία.
«Η δοκιμασία θα περιέχει τα ακόλουθα: Εμπόδια φωτιάς, μάχη σώμα με σώμα, ανάβαση. Εύχομαι καλή επιτυχία στους διαγωνιζόμενους. Η δοκιμασία ξενικά…τώρα! Ας νικήσουν οι καλύτεροι!» λέει η Θεά Ηγέτης και πριν το καταλάβω ο κρότος έχει ακουστεί.
«Καρίνα, τρέξε!» ουρλιάζει ο Κόνορ και ορμάει μπροστά. Κοιτάζω το μεγάλο ρολόι ακριβώς απέναντι, ο χρόνος έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα.
Ρίχνομαι μπροστά και πριν το καταλάβω έχω αρχίσει να προσπερνάω τα εμπόδια. Κόκκινες φλόγες ξεπετάγονται όπου κι αν πατήσω, η φωτιά χαϊδεύει το πόδι μου. Ιδρώτας τρέχει στο μέτωπό μου, τα μάτια μου είναι καρφωμένα στο έδαφος και τα χέρια μου συνεχώς σε ετοιμότητα για να σβήσουν τις εχθρικές σπίθες. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα που δεν μπορώ να προλάβω ούτε τις ίδιες μου τις κινήσεις.
Σηκώνω για μια στιγμή το βλέμμα μου, ελπίζοντας ότι βρίσκομαι στις τέλος αυτών τον εμποδίων. Λάθος κίνηση. Το κάτω μέρος του παντελονιού μου αρπάζει φωτιά. Αρχίζω να πανικοβάλλομαι, καθώς ένα έντονο τσούξιμο διαπερνά τον αστράγαλό μου. Ο φόβος και η απελπισία μου είναι σε τέτοιο σημείο που αντί να σβήσω τη φωτιά με νερό, χτυπιέμαι στο έδαφος. Τσιρίζω όταν συνειδητοποιώ ότι η κινήσεις μου δεν έχουν αποτέλεσμα.
«Καρίνα, μείνε ακίνητη επιτέλους!» φωνάζει ο Τριστάνο. Σφίγγω τις γροθιές μου και κάνω αυτό που μου λέει. Είμαι υπερβολικά τρομαγμένη για οτιδήποτε άλλο.
Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, ο Τριστάνο έχει σβήσει τη φωτιά και με κρατάει στην αγκαλιά του, ενώ εγώ κλαίω με λυγμούς.
«Ηρέμισε, όλα καλά τώρα. Είσαι ασφαλής» μου ψιθυρίζει. Πόσο θέλω να το κάνω, αλλά η ανάμνηση των βασανιστηρίων δεν λέει να αποχωρήσει απ’ το μυαλό μου.
«Εντάξει, είμαι καλά» λέω αφότου καταφέρνω με επιτυχία να καταλαγιάσω τα συναισθήματά μου. Ο κόσμος έχει αρχίσει να παραπονιέται, το ίδιο και η Σύνθια που επαναλαμβάνει συνεχώς στον Τριστάνο να την ακολουθήσει. Γυρνάω το βλέμμα μου πάνω του και οι ματιές μας διασταυρώνονται. Μένουμε έτσι για μια στιγμή, ώσπου τελικά τρέχουμε και οι δύο σαν σίφουνες για τα επόμενα εμπόδια.
«Δεν πρόκειται να με περάσεις στην ανάβαση» λέει και ένα μειδίαμα εμφανίζεται στα χείλη του. Του χαμογελάω και λέω: «Αυτό θα το δούμε».
Βάζω όλη μου τη δύναμη, ωστόσο δεν προλαβαίνω να τον προσπεράσω. Μπροστά μας εμφανίζεται ένας πανύψηλος φράχτης, καλυμμένος με πάγο. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και αρχίζω να σκαρφαλώνω. Τα χέρια μου παγώνουν και γλιστρούν, αλλά καταφέρνω να ανέβω ως την κορυφή και έπειτα με μία διόλου επιδέξια κίνηση να πηδήξω κάτω. Ο Τριστάνο βρίσκεται μόλις δύο βήματα μπροστά μου, ενώ ο Κόνορ με τη Σύνθια έχουν περάσει αρκετά μπροστά με τον πρώτο να νικά.
Βλέπω την κόκκινη γραμμή ευθεία μπροστά, ωστόσο για να την φτάσω πρέπει να νικήσω έναν από τους δύο αντιπάλους μου. Προσπερνώντας τον Τριστάνο, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη Σύνθια.
«Είσαι έτοιμη να χάσεις;» της λέω.
«Εγώ. Να χάσω. Από εσένα.» λέει τονίζοντας τη κάθε λέξη και έπειτα χαχανίζει, επιδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πόσο ενοχλητική μπορεί να γίνει.
Αντί να της απαντήσω, την χτυπάω. Όχι με τις δυνάμεις μου, αλλά πολύ απλούστατα με το χέρι μου. Η παλάμη μου βρίσκεται αστραπιαία στο μάγουλό της και εκείνη πισωπατεί, έκπληκτη με την κίνησή μου.
«Αυτό ήταν» λέει με οργή και ορμάει κατά πάνω μου. Η μπουνιά της βρίσκει τα πλευρά μου και με το ζόρι κρατιέμαι απ’ το να φωνάξω. Τα δάκτυλά της γλιστρούν στα μαλλιά μου όπου και τα τραβάει με δύναμη ικανή να τα ξεριζώσει.
«Για να δούμε τι έχεις να πεις τώρα» συρίζει μες στο αυτί μου και με κολλάει στο έδαφος. Το πόδι μου τσιρίζει απ’ τον πόνο, αλλά καταφέρνω να την πετάξω από πάνω μου και να της δώσω μια μπουνιά ισάξια της δικής της. Το πρόσωπό της συσπάτε απ’ τον πόνο, ωστόσο δεν της παίρνει πολύ ώρα να το ξεπεράσει και να σταθεί και πάλι στα πόδια της.
Τινάζει τη σφιγμένη μπουνιά της προς το μέρος μου, αλλά με έναν σβέλτο ελιγμό την αποφεύγω. Στη συνέχεια παίρνω φόρα και πέφτω πάνω της, ακινητοποιώντας την στο έδαφος. Με το χέρι μου ακόμη να υποφέρει απ’ τον προηγούμενο χτύπημα, αρχίζω να τη χαστουκίζω με όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο. Τα χείλη της ματώνουν, έτσι καταλαβαίνω ότι πρέπει να σταματήσω.
Σηκώνομαι όρθια και τρέχω προς την κόκκινη κορδέλα. Δεν προλαβαίνω να κάνω δύο βήματα, όταν κάποιος μου βάζει τρικλοποδιά. Πέφτω μπρούμυτα κάτω, αλλά δεν πτοούμε. Σηκώνομαι βιαστικά και τρέχω ξανά προς τον τερματισμό. Δυστυχώς, ο Τριστάνο με έχει ήδη προσπεράσει.
«Βαθμός για την πρώτη ομάδα!» φωνάζει ο εκφωνητής. Σκύβω το κεφάλι για να αποφύγω το θριαμβευτικό χαμόγελο της Σύνθια και περπατάω προς την έξοδο.
«Δεν πειράζει, έχουμε κι άλλη ευκαιρία» λέει ο Κόνορ τυλίγοντας το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου.
«Ναι, το ξέρω».



***


Δύο Χρόνια Μετά
Στρατόπεδο Νερού


«Πάψε!», η λέξη βγαίνει τόσο δυνατά μέσα απ’ τα δύο μου χείλη που είμαι σχεδόν σίγουρος ότι έτριξαν και τα παράθυρα. «Άλλη μια φορά να παραπονεθείς και…»
«Και τι;» με διακόπτει, καρφώνοντας τα μάτια της πάνω μου. Το πρόσωπό της μου προκαλεί αηδία και τίποτα παραπάνω. «Εε; Τι θα κάνεις, Τριστάνο;»
Νιώθω το θυμό να συσσωρεύεται μέσα μου. Νόμιζα πως πήρε το μάθημα της την προηγούμενη φορά. Της το επαναλαμβάνω συνεχώς. Δεν πρέπει να τα βάζει μαζί μου.
Σηκώνομαι όρθιος, σπρώχνοντας την καρέκλα του γραφείου μου παράμερα και περπατάω με αργό βηματισμό προς το μέρος της. Η λάμψη αποφασιστικότητας χάνεται απ’ τα μάτια της, φαίνεται πως τώρα άρχισαν να επανέρχονται τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας στο μυαλό της. Κρίμα, γιατί τώρα είναι αργά. Την αρπάζω απ’ το λαιμό και την κολλάω στον τοίχο. Το πρόσωπό της γίνεται κατακόκκινο καθώς παλεύει να ανασάνει.
«Άλλη μια φορά να συμβεί αυτό και είσαι τελειωμένη» της ψιθυρίζω με γλυκιά φωνή. Κουνάει το κεφάλι της θετικά, έτσι την απελευθερώνω. Αμέσως αρχίζει να βήχει και να παίρνει βαθιές εισπνοές.
«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» λέω και της γυρίζω την πλάτη. Κάνω δύο βήματα μπροστά περιμένοντας να υπακούσει. Την ακούω να μονολογεί, σίγουρα λέγοντας αισχρόλογα για το πρόσωπό μου, ωστόσο συγκρατώ τον εαυτό μου απ’ το να αντιδράσει.
Η Σύνθια έρχεται ακριβώς μπροστά μου με σκυμμένο κεφάλι και αφού πέφτει στα γόνατα, λέει: «Συγγνώμη. Εσύ είσαι ο Θεός Ηγέτης, εσύ αποφασίζεις».
Πάει να σηκωθεί, αλλά τοποθετώντας τα χέρια μου στους ώμους της την σπρώχνω ξανά κάτω. «Ξέχασες κάτι» λέω.
Βλέπω το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει. Αφού ξεφυσάει, κάνει αυτό που της είπα. «Εσύ είσαι ο βασιλιάς και εγώ η δούλα σου».
Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου. «Τώρα φύγε». Σηκώνεται βιαστικά και μέσα σε δευτερόλεπτα έχει γίνει άφαντη.
Αναστενάζω και επανέρχομαι στη θέση μου πίσω απ’ το γραφείο. Τρίβω τα μάτια μου που έχουν αρχίσει να τσούζουν υπερβολικά και γυρίζω την πολυθρόνα προς τη μεριά του παραθύρου. Επικεντρώνω το βλέμμα μου μακριά, πέρα απ’ τον ορίζοντα.
«Καρίνα…» λέω και η καρδιά μου γίνεται κομμάτια.
«Που είσαι;».



Δέσποινα Χρ.