Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 22)

Μερικές ώρες αργότερα, όταν πια ο χορός έχει τελειώσει, οι καλεσμένοι έχουν αποχωρήσει και το παλάτι έχει ησυχάσει, εγώ και ο Χένρι είμαστε έτοιμοι να εφαρμόσουμε το σχέδιό μας. Καλά το δικό μου σχέδιο, για το οποίο ο Χένρι είχε αμφιβολίες.
Στέκομαι σιωπηλή στη γωνία ενός σκοτεινού διαδρόμου στο δεύτερο πάτωμα του παλατιού, όπου βρίσκεται και το βασιλικό γραφείο. Καταφέραμε προηγουμένως να αφοπλίσουμε έναν εσωτερικό φρουρό στον όροφο των δωματίων μας και να του πάρουμε τη στολή και τον εξοπλισμό, αφού τον κλειδώσαμε στο δωμάτιο του Χένρι. Τώρα ο Χένρι , ντυμένος ως φρουρός πρόκειται να εμφανιστεί μπροστά στο φρουρό που στέκεται έξω από την πόρτα του βασιλικού γραφείου, προσποιούμενος τον συνάδελφό του που στάλθηκε για να τον αντικαταστήσει. Εγώ υποτίθεται πως θα χτυπήσω τον φρουρό με δύναμη στο κεφάλι καθώς θα στρίβει στην άλλη γωνία του διαδρόμου, με ένα βαρύ μπρούτζινο δοχείο που κοσμούσε έναν απ’ τους διαδρόμους του παλατιού.

Ακούω τον Χένρι να τον πλησιάζει και να του μιλά από τον σκοτεινό μου διάδρομο λίγα μέτρα μακριά τους.
«Έρχομαι με εντολή αντικατάστασης», λέει ο Χένρι με σιγουριά και σοβαρότητα στη φωνή του. Δεν ακούγεται καθόλου αγχωμένος ή φοβισμένος και τον θαυμάζω γι’ αυτό, από τη στιγμή που είναι πολύ πιθανό να μην πείσει τον φρουρό.
« Τι; Γιατί;» ρωτά ο φρουρός με δυσπιστία και μια χλευαστική χροιά στη φωνή του.
«Σε ζήτησε προσωπικά ο διοικητής Έβανς. Είναι επείγον», απαντά ψύχραιμα ο Χένρι.
«Για ποιόν λόγο;»
«Δεν γνωρίζω το λόγο. Απλά μου ζητήθηκε να σε ειδοποιήσω και να σε αντικαταστήσω».
«Ο διοικητής Έβανς;», ρωτά και πάλι ο άντρας αλλά αυτή τη φορά λιγότερο δύσπιστα.
«Ναι».
«Και εσύ ποιος είσαι; Δε σε έχω ξαναδεί».
«Είναι ο Τόμας Λούθερ. Είμαι καινούριος στην εσωτερική φρούρηση. Μέχρι πριν μερικές μέρες ήμουν εξωτερικός φρουρός πάνω στα τείχη, αλλά ο διοικητής της εξωτερικής φρουράς με μετέθεσε στην εσωτερική, γιατί δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος μαζί μου. Καλύτερα να βιαστείς όμως. Ο διοικητής Έβανς δε μου φαινόταν ιδιαίτερα ευδιάθετος και δε θα χαρεί αν καθυστερήσεις», αντέτεινε ο Χένρι.
«Εντάξει», ακούω τον άντρα να μουγκρίζει, χωρίς να έχει πειστεί τελείως ακόμα, καθώς περπατά προς το τέλος του διαδρόμου του που συνδέεται με τον δικό μου.
Σφίγγω το δοχείο πιο σφιχτά στα χέρια μου κολλώντας την πλάτη μου στον τοίχο και προσπαθώ να γίνω ένα με τις σκιές που με περιβάλλουν. Ο άντρας φαίνεται στη γωνία και στρίβει προς την αντίθετη από τη δική μου κατεύθυνση. Τον πλησιάζω με δυο δρασκελιές και σηκώνω αθόρυβα το δοχείο κατεβάζοντάς το με όλη μου τη δύναμη στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο άντρας σωριάζεται στο πάτωμα με ένα σιγανό μουγκρητό. Ο Χένρι τρέχει προς το μέρος μου και με βοηθά να τον σύρουμε προς την πόρτα του διπλανού δωματίου από το βασιλικό γραφείο και να τον βάλουμε μέσα. Αφού τον δένουμε βγαίνουμε και πάλι στον διάδρομο. Ο Χένρι αναστενάζει ανακούφιση.
«Δεν περίμενα να πετύχει αυτό. Τελικά οι δυο μας κάνουμε πολύ καλή ομάδα» ψιθυρίζει χαρίζοντάς μου ένα στραβό χαμόγελο.
«Ναι» του απαντώ χαμογελώντας με τη σειρά μου. «Ήσουν πολύ καλός».
«Κι εσύ δεν πήγες πίσω. Τον ξάπλωσες αμέσως κάτω».
«Χένρι σε ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια εκτιμώ πάρα πολύ αυτό που κάνεις για μένα και… τον Γουίλ», ψιθυρίζω.
«Θα σε βοηθούσα σε οτιδήποτε Λάιρα. Είσαι η αδελφή μου. Και τον Γουίλ τον συμπαθώ πολύ, είναι καλό παιδί. Χαίρομαι που παραδέχτηκες στον εαυτό σου την αλήθεια για το πώς τον βλέπεις», μου λέει.
«Εγώ…», τραυλίζω από την έκπληξη για το πόσα έχει καταλάβει ο Χένρι, σχεδόν πριν τα συνειδητοποιήσω εγώ η ίδια.
«Ναι, τα έχω καταλάβει όλα Λάιρα. Δε χρειάζεται να πεις κάτι. Αν και είχα αρχίσει λίγο να ανησυχώ για την παρέα σου με τον Σαντιάγκο, καθώς ξέρεις τη γνώμη μου γι’ αυτόν».
Ναι την ήξερα. Ο Χένρι δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν ξέρω ακριβώς τον λόγο, αλλά νομίζω πως στον Χένρι ο Σαντιάγκο φαινόταν καθώς εγωκεντρικός και απόμακρος. Άποψη που δε συμμεριζόμουν. Πράγματι έκανα αρκετή παρέα μαζί του τις μέρες που είχαν περάσει πριν την άφιξή μας στο Όρεστεν και ένιωθα μια έλξη γι’ αυτόν, αλλά συνειδητοποίησα πως δεν ήταν κάτι περισσότερο από τον συνδυασμό του ενθουσιασμού της επανασύνδεσής μας, της ακαταμάχητης ομορφιάς και γοητείας του και της  κολακευτικής προς το μέρος μου συμπεριφοράς του. Τα αισθήματά μου προς το μέρος του δεν ήταν σε καμία περίπτωση όμοια με αυτά που έχω προς τον Γουίλ ούτε σε είδος ούτε σε βάθος και επιτέλους το είχα δει καθαρά και το είχα παραδεχτεί στον εαυτό μου.
«Καλύτερα να βιαστείς», μου λέει ο Χένρι δείχνοντάς μου την πόρτα του βασιλικού γραφείου. «Εγώ θα είμαι εδώ έξω φρουρός».
«Εντάξει», λέω και χωρίς να χάσω άλλο χρόνο μπαίνω στο γραφείο. Είναι ένα μεγάλο δωμάτιο με τοίχους επενδυμένους με ξύλο, βαριά ακριβά έπιπλα και κουρτίνες, όλα σε σκούρες αποχρώσεις.  Στο μέσο του δωματίου δεσπόζει ένα μεγάλο δρύινο γραφείο. Χωρίς να χάσω χρόνο το πλησιάζω και ανοίγω βιαστικά ένα ένα τα συρτάρια του και ψαχουλεύω το περιεχόμενό τους. Πολλά από αυτά έχουν μέσα διάφορα έγγραφα, στα οποία όμως δε δίνω ιδιαίτερη σημασία από τη στιγμή που βεβαιώνομαι πως δεν είναι χάρτες, αφού το μόνο που με νοιάζει είναι να βρω ένα χάρτη των μονοπατιών που διασχίζουν τους Βάλτους του Θανάτου. Τελικά κλείνω και το τελευταίο συρτάρι απογοητευμένη και ετοιμάζομαι να στραφώ προς τη δίφυλλη πόρτα που οδηγεί στο χώρο διασκέψεων, όταν συνειδητοποιώ κάτι. Το συρτάρι που μόλις έκλεισα είναι πολύ πιο μικρό από τα υπόλοιπα, καθώς στερείται το βάθος τους προς το εσωτερικό του γραφείου. Το ανοίγω και πάλι για να το ελέγξω και πράγματι έχω δίκαιο. Είναι πολύ μικρότερο.
 Πιέζω τη ράχη του με ανανεωμένο ενδιαφέρον και εκείνη υποχωρεί προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας ένα δεύτερο χώρο στο βάθος του. Βάζω το χέρι μου μέσα και τραβάω μερικά χαρτιά. Δεν είναι χάρτες αλλά το γεγονός ότι είναι κρυμμένα με ωθεί στο να τους ρίξω μια ματιά.
Το βλέμμα μου διατρέχει το κείμενο ώσπου σταματά σε μια σφραγίδα στο κάτω μέρος της σελίδας. Πρόκειται για ένα σύμβολο: μια φλόγα πάνω στο σημείο τομής δύο δακτυλίων. Το σύμβολο της Αδελφότητας της Κυανής Φλόγας! 
Διαβάζω βιαστικά το κείμενο με λέξεις και φράσεις να αποτυπώνονται στο μυαλό μου: Ιππότες…, μπορεί να έρθουν να ζητήσουν τη βοήθειά σας για το πέρασμα των Βάλτων…, προσφορά…, να τους εξαπατήσετε…, να χαθούν στους βάλτους…, να μας παραδώσετε τη Φύλακα…
Η διπρόσωπη! Η Εστέλλα έχει κλείσει διπλή συμφωνία. Έχει σκοπό αντί να μας βοηθήσει να περάσουμε τους Βάλτους και να φτάσουμε στη λίμνη των Δακρύων, να μας οδηγήσει σε βέβαιο θάνατο μέσα στους βάλτους. Βασικά όχι όλους μας, εμένα έχει σκοπό να με παραδώσει στην Αδελφότητα για να μην κλείσει ποτέ η Πύλη των δύο κόσμων. Λες και χρειαζόμουν άλλο λόγο για να την αντιπαθήσω! Η οικογένεια στο δάσος είχε απόλυτο δίκαιο για τη στάση που κρατά απέναντι στους συμμάχους της.
Νιώθω τις τρίχες στο σβέρκο μου να υψώνονται. Πρέπει να βιαστώ ακόμη περισσότερο. Πρέπει να βρω οπωσδήποτε έναν χάρτη, να ειδοποιήσω τους υπόλοιπους και να φύγουμε αμέσως από το Όρεστεν. Αφήνω το έγγραφο πάνω στο γραφείο και ψάχνω άλλη μια φορά μανιωδώς για κάποιον χάρτη όταν ένας ήχος ακούγεται από τον χώρο των διασκέψεων. Στρέφω απότομα το βλέμμα μου προς τα εκεί και από την ανοιχτή δίφυλλη πόρτα βλέπω ένα τμήμα της βιβλιοθήκης να μετατοπίζεται λίγο και να ανοίγει σαν πόρτα. Μέσα από το σκοτεινό άνοιγμα ξεπροβάλει η Εστέλλα. Εγώ παγώνω στη θέση μου από την έκπληξη, ενώ εκείνη πλησιάζει αργά και επιβλητικά ως συνήθως, χωρίς να δείχνει ούτε στιγμή έκπληκτη που με βρίσκει εδώ. Περνά τη δίφυλλη πόρτα και στέκεται μπροστά μου με το γραφείο ανάμεσά μας. Το βλέμμα της ταξιδεύει από την παγωμένη έκφραση έκπληξης και ανησυχίας στο πρόσωπό μου, στο χαρτί πάνω στο γραφείο και μετά πάλι στο πρόσωπό μου. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της.
«Το περίμενα να σε βρω εδώ. Κάθε ερωτευμένη γυναίκα είναι ικανή να φτάσει στα άκρα για να σώσει αυτόν που αγαπά, αλλά δεν περίμενα να αποδειχθείς τόσο έξυπνη», μου λέει, χαμογελώντας σχεδόν με ικανοποίηση.
Για μια στιγμή μου περνάει από το μυαλό πως η Εστέλλα θα μπορούσε άνετα να είναι φίλη με την Κλαρίσσα. Από ότι φαίνεται και στις δύο αρέσει να αναφέρουν πως με θεωρούν ανόητη και ανίκανη με κάθε ευκαιρία. Μπορώ να τις φανταστώ να τριγυρνάνε αγκαζέ, να σχολιάζουν το πόσο άχρηστη με θεωρούν και να γελάνε. Παρ’ όλα αυτά μπροστά στην τρομερή εξυπνάδα και πανουργία αυτής της γυναίκας  η Κλαρίσα, όσο και αν με εκπλήσσει η συνειδητοποίηση, φαντάζει μια γλυκύτατη, ευγενική κοπελίτσα. Αποδιώχνω αυτή τη χαζή σκέψη από το μυαλό μου, καθώς δεν είναι καθόλου της παρούσης και επιστρατεύοντας όλη μου την αυτοκυριαρχία και την ειρωνεία της απαντώ:
«Είδες, τελικά δεν είμαι τόσο χαζή. Κρίμα».
Εκείνη μου χαμογελά για άλλη μια φορά με ένα ανεκδιήγητο χαμόγελό που υψώνει τα χείλη της  ελαφρά, ενωμένα σε μια γραμμή.
«Δεν είναι κρίμα. Έχει περισσότερο ενδιαφέρον έτσι», λέει, οργίζοντάς με που τι διασκεδάζω τόσο.
«Δε σκόπευες ποτέ να μας βοηθήσεις να περάσουμε τους βάλτους. Θα άφηνες τους συντρόφους μου να χαθούν και να πεθάνουν μέσα τους και θα παρέδιδες εμένα στην Αδελφότητα της Φλόγας!», λέω σε έντονο κατηγορηματικό τόνο.
«Ναι», μου απαντά απλά εκείνη κάπως βαριεστημένα.
«Γιατί;», φτύνω σχεδόν την ερώτηση με απέχθεια προς τη συμπεριφορά της.
«Γιατί μου υποσχέθηκαν μια σημαντική θέση εξουσίας στη νέα τάξη πραγμάτων που θα δημιουργηθεί με τη διατήρηση της Πύλης ανοιχτής.  Θα εξουσιάσω μαζί τους τούς δύο κόσμους», μου εξηγεί και ένα χαμόγελο  ικανοποίησης χαράσσεται στα χείλη της.
« Αυτοί θα φέρουν την καταστροφή και τη διχόνοια στους δύο κόσμους. Πιο πολύ άνθρωποι θα πεινούν και θα πονούν αν η αδελφότητα εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα των δύο κόσμων και της Πύλης», φωνάζω αγανακτισμένη και αηδιασμένη.
«Και ποιος σου είπε ότι νοιάζομαι για τους ανόητους χωρικούς;» με ρωτά ψυχρά.
«Είσαι απαίσια», γρυλίζω.
Εκείνη μου χαμογελά και πάλι διασκεδάζοντας.
«Μπορεί», απαντά.
«Και με τον Γουίλ;», τι σκόπευες να κάνεις στα αλήθεια μαζί του, μιας που εξετάζουμε όλα τα ψέματά σου τώρα».
«Για τον Γουίλιαμ ισχύουν όσα γνωρίζεις. Πράγματι τον διάλεξα για να μείνει κοντά μου και να μου κρατά συντροφιά. Δε θα μάθαινε ποτέ για τη συμμαχία μου με την Αδελφότητα, αλλά θα μάθαινε πως αφού σας βοήθησα να περάσετε τους βάλτους σας επιτέθηκαν και σας νίκησαν οι εχθροί σας και πως εσένα, την «καλή του», σε έπιασαν και σε δολοφόνησαν μέλη της αδελφότητας σύμφωνα με το απαιτούμενο τελετουργικό για τη διατήρηση της Πύλης. Θα απελευθέρωνα την καρδιά του από εσένα και εγώ θα ήμουν εδώ να τον παρηγορήσω και να τον βοηθήσω να τα αφήσει όλα πίσω του», μου εξηγεί.
Νιώθω τα δόντια μου να τρίζουν από οργή, απέχθεια και ταραχή. Τραβώ από τη θήκη του το ξίφος μου και το στρέφω προς το μέρος της.
«Ω, μη γίνεσαι γελοία Λάιρα», μου λέει. «Νομίζεις πως θα πιστέψω πως θα με σκοτώσεις και θα παρακαλέσω για τη ζωή μου; Το ξέρω πως δεν το έχεις μέσα σου», μου λέει ατάραχη. Μπορεί να μου είναι απεχθής, αλλά είναι θαρραλέα, αυτό πρέπει να της το αναγνωρίσω.
«Εδώ κάνεις λάθος», της λέω σταθερά χωρίς να μετατοπίσω το ξίφος μου.
«Δώσε μου αυτό το πράγμα», λέει ψυχρά υψώνοντας το χέρι της προς το σπαθί μου και κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου.
«Μην πλησιάζεις», την προειδοποιώ αυστηρά, αλλά εκείνη δε σταματά, οπότε τεντώνω το ξίφος προς το μέρος της αφήνοντας το να κόψει σχετικά επιφανειακά το μπράτσο της. Το μανίκι του φορέματός της σχίζεται και το ύφασμά του αρχίζουν να ποτίζουν κόκκινες σταγόνες, δημιουργώντας έναν βαθυκόκκινο λεκέ. Μια κοφτή ανάσα ξεφεύγει από τα χείλη της και σταματά στη θέση της σφίγγοντας τα σε μια λεπτή γραμμή. Το βλέμμα της σκιάζει για μια στιγμή η ανησυχία και η απόλυτη σιγουριά της κλονίζεται κάπως.
‘Επιτέλους’ σκέφτομαι. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως αυτή η γυναίκα είναι τελείως αναίσθητη. Προχωρώ προς την δίφυλλη πόρτα και την κλειδώνω παίρνοντας το κλειδί.
«Τι κάνεις;», με ρωτά η Εστέλλα κοφτά.
«Φροντίζω να μη μπορέσεις να βγεις από το μυστικό πέρασμα που μπήκες στο δωμάτιο. Θα σε κλειδώσω εδώ και θα φύγουμε», της απαντώ και τώρα είμαι εγώ εκείνη που χαμογελά.
«Οι φρουροί μου θα σας κυνηγήσουν, θα προστάξω να σκοτώσουν όλους σου τους συντρόφους», μου λέει.
«Πρώτα θα πρέπει να βγεις από εδώ μέσα. Και εξάλλου θα αργήσουν να σε ακούσουν να φωνάζεις κλεισμένη σ’ αυτό το δωμάτιο. Θα έχουμε το χρόνο να φύγουμε» λέω με τη δική μου σιγουριά να κλέβει ακόμη περισσότερη τη δική της.
«Θα τα καταφέρουν να σας πιάσουν», λέει περισσότερο για να πείσει τον εαυτό της, παρά εμένα, καθώς όσο και αν προσπαθεί να το κρύψει, αντιλαμβάνομαι την αμφιβολία στη φωνή της. «Θα πάρεις και τον Γουίλ;», ρωτά έπειτα από λίγο, με τη φωνή της να χρωματίζει μια ανησυχία.
‘Θεέ μου, της άρεσε ειλικρινά ο Γουίλ’, σκέφτομαι εντυπωσιασμένη.
«Δε θα τον άφηνα ποτέ μαζί σου», γρυλίζω και γυρνώντας προς την πόρτα την ανοίγω. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στην Εστέλλα πριν κλείσω και κλειδώσω πίσω μου την πόρτα του γραφείου. Το βλέμμα της που συναντά το δικό μου φλέγεται από οργή και μίσος.
«Ποιος είναι εκεί μέσα;», με ρωτά ο Χένρι.
«Η Εστέλλα», απαντώ. «Δε σκόπευε να μας βοηθήσει Χένρι. Μας είχε στήσει παγίδα. Θα σας άφηνε να χαθείτε στους βάλτους και θα με οδηγούσε στην αδελφότητα», λέω βιαστικά.
«Αλήθεια;».
«Ναι. Πρέπει να φύγουμε από δω πριν μας ανακαλύψουν οι φρουροί της. Θα πρέπει να φτάσουμε μόνοι μας στη Λίμνη των Δακρύων», του λέω.
«Εντάξει. Έχεις το Χάρτη των βάλτων;», με ρωτά.
«Όχι», μουρμουρίζω καθώς συνειδητοποιώ πως πράγματι δεν έχω τον τρόπο να μας οδηγήσω μέσα από τους  Βάλτους του Θανάτου. Νιώθω την καρδιά μου να βουλιάζει από ανησυχία. «Δε μπόρεσα να βρω κανέναν χάρτη και δεν έχουμε χρόνο να ψάξω κι άλλο. Είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Μάλλον θα πρέπει να περάσουμε από το Δάσος των Νεράιδων, δεν έχουμε άλλη επιλογή πια», του απαντώ, καθώς η ιδέα ξεπηδά από το μυαλό μου. Μπορεί να μην είναι ότι καλύτερο, αλλά είναι το μόνο που έχουμε τώρα. Ειδικά πλέον που γνωρίζουμε πως αν μείνουμε εδώ μας περιμένει βέβαιος θάνατος.
«Εντάξει», κατανεύει μια στιγμή μετά ο Χένρι, αντιλαμβανόμενος προφανώς πως τίποτε άλλο δε μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή.


«Εγώ θα πάω να φέρω τον Γουίλ. Εσύ ειδοποίησε τους υπόλοιπους και σε δέκα λεπτά θα συναντηθούμε στο δωμάτιό μου. Καλύτερα να σκεφτείτε έναν τρόπο να βγούμε από εδώ μέσα», του λέω και με ένα νεύμα ο Χένρι στρίβει και προχωρά με βιαστικό βήμα προς τη στροφή του διαδρόμου κι εγώ κάνω μεταβολή και πηγαίνω προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Όλγα Σ.