Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 24) "Nothing's safe"

Damien’s POV

32. 32 ήταν οι σανίδες που αποτελούσαν την οροφή του δωματίου μου οι οποίες ενώνονταν με συνολικά 161 βίδες. Έτσι είχε κυλήσει το χειρότερο βράδυ της ζωής μου μέχρι τώρα. Μετρώντας τα ασημένια καρφιά στο ταβάνι μου. Δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ καθόλου μετά τα χθεσινοβραδινά γεγονότα και ένιωθα το κορμί μου να πονάει από την έλλειψη ξεκούρασης. Είχα περάσει όλο μου το βράδυ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες ακούγοντας τον ρυθμικό ήχο της ανάσας της προσέχοντας για οποιαδήποτε αλλαγή.
Ευτυχώς που ήμουν υβρίδιο και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ για την απόδοσή μου στα καθήκοντα του φύλακα σήμερα. Όχι ότι παραπονιόμουν. Έπρεπε να επανορθώσω για το μεγαλύτερο λάθος μου και ένα βράδυ ξάγρυπνος έμοιαζε μηδαμινή τιμωρία. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι μου τρίβοντας το πρόσωπό μου κουρασμένα. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο να κοιτάω το ταβάνι σε εκείνο το καταραμένο δωμάτιο. Μην μπαίνοντας καν στον κόπο να βάλω κάτι πάνω μου, βγήκα στον σκοτεινό διάδρομο και κατευθύνθηκα στο μπαλκόνι του γραφείου στον 2ο όροφο. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και όλα ήταν ήσυχα. Παράξενο για την πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ. Έριξα το κεφάλι μου μπροστά και έσφιξα περισσότερο την γροθιά μου πάνω στα κάγκελα. Πως υπήρξα τόσο ανόητος? Πως την είχα αφήσει τόσο απροστάτευτη? Αυτός ήταν ο λόγος που υποτίθεται ήμουν εδώ και τα είχα κάνει θάλασσα! Είχα βάλει την πάρτη μου πάνω από το καθήκον και είχα θέσει την ασφάλειά της σε κίνδυνο. Πάλι. Η κρίση μου θόλωσε στην θέα των δίδυμων κοριτσιών από δίπλα και παραλίγο να πληρώσει για αυτή μου την βλακεία. Τι θα έλεγα στον πατέρα μου? Τι θα έλεγα στον δικό της πατέρα? Θα ήμουν σίγουρα νεκρός με το που επέστρεφα πίσω. Είχα απογοητεύσει για μια ακόμα φορά τον πατέρα μου. Δεν τον κατηγορούσα λοιπόν που αισθανόταν ντροπή για μένα. Και εγώ στην θέση του θα αισθανόμουν το ίδιο και χειρότερα. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Έπρεπε να βάζω εκείνη από δω και πέρα πρώτα και μετά όλα τα άλλα. Τουλάχιστον για το διάστημα που θα περνούσαμε σε αυτή την πόλη. Αν ήθελα να γυρίσω πίσω με το κεφάλι ψηλά αποδεικνύοντας στον πατέρα μου ότι δεν ήμουν άχρηστος όπως νόμιζε έπρεπε να κάνω όλα τα άλλα πέρα και να βάλω την ασφάλεια της μικρής Σαλβατόρε πρώτα. Θα ήταν πιο δύσκολο από όσο νόμιζα στην αρχή. Πως θα το κατάφερνε ένας εγωιστής σαν εμένα να βάλει κάποιον άλλον πάνω από τον εαυτό του? Πήρα μια βαθιά ανάσα και έμεινα να παρατηρώ τα φώτα της πόλης. Ούτε και ξέρω για πόση ώρα στεκόμουν εκεί ακίνητος ακούγοντας τον αέρα να τραγουδάει μέσα από τα φυλλώματα των μεγάλων πεύκων στην πίσω αυλή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι με το που άκουσα τα βήματα στο μαρμάρινο πάτωμα η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο. Και 2. Και 3. Δεν είχα καταλάβει ότι κρατούσα την ανάσα μου μέχρι την στιγμή που ένιωσα την παρουσία της να με συντροφεύει σε εκείνο το κρύο μπαλκόνι. Ήρθε να σταθεί δίπλα μου με τα καστανά της μαλλιά να ανεμίζουν στον αέρα και τα μεγάλα γαλάζια μάτια της να νιώθω ότι θα τρυπήσουν την δεξιά πλευρά του προσώπου μου από το έντονο βλέμμα της. Δεν είχα γυρίσει να την κοιτάξω αλλά δεν χρειαζόταν κιόλας. Ήξερα ότι όπως και την πρώτη φορά που την αντίκρισα ότι θα μου έκλεβε την ανάσα το πόσο όμορφη ήταν ακόμα και σε τόσο πρωινές ώρες. Ένιωσα τον αντίχειρά της να χαϊδεύει απαλά το χέρι μου πάνω στο κάγκελο αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Γύρισα και την κοίταξα αργά στα μάτια και μου χάρισε ένα απαλό χαμόγελο. Δεν την έδιωξα αυτή τη φορά. Θα ήταν ανώφελο να προσπαθήσω να αρνηθώ ότι η παρουσία αυτής της γυναίκας την δεδομένη στιγμή, ζωντανή, δεν αποτελούσε φάρμακο για τα τεντωμένα μου νεύρα. Απομάκρυνα αργά το χέρι μου από το δικό της και εκείνη έβαλε στα χέρια μου μια ζεστή κούπα με κάποιο καφέ υγρό.
«Καφές.» μου είπε σιγανά με την βαθιά φωνή της να βάζει φωτιά σε όλες μου τις αισθήσεις. «Υπέθεσα ότι αφού δεν κατάφερες να κοιμηθείς ούτε εσύ χθες βράδυ, ένα φλιτζάνι θα βοηθούσε περισσότερο από το θλιμμένο βλέμμα που ατενίζει την πόλη στους -2 βαθμούς.»
Γέλασα απαλά. Είχε δίκιο. Το να καθόμαστε στο μπαλκόνι τέτοια ώρα με τέτοια θερμοκρασία και εμείς ντυμένοι όσο πιο ανάλαφρα γίνεται δεν ήταν και το καλύτερο σκεπτικό. Ευτυχώς που ήμασταν ανεκτικοί από την φύση μας.
«Ούτε εσύ κοιμήθηκες?» την ρώτησα καθώς έφερνα το ποτήρι στα χείλη μου και την είδα να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Προσπάθησα. Αλλά οι σκέψεις μου δεν με άφησαν ήσυχη.» Απέφυγε να με κοιτάξει και γύρισε πάλι αντικριστά στον ορίζοντα. «Γιατί μου είπες ψέματα?» μου είπε θλιμμένα και ένιωσα τους μυς μου να μουδιάζουν. Είχα καταλάβει σε τι αναφερόταν αλλά πως μπορούσε να το ξέρει? Η μαινάδα είχε πει ότι δεν θα της το έλεγε.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» της είπε γρήγορα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μην προδοθώ αλλά φυσικά έτσι μόνο στόχο έδινα. Μόνο πινακίδα νέον με την λέξη ‘ΨΕΥΤΗΣ’ δεν αναβόσβηνε στο κούτελό μου.
«Για εχθές. Εγώ σκότωσα τις 2 λύκους. Για την ακρίβεια ο άλλος μου εαυτός.» είπε αμήχανα κουνώντας νευρικά τα χέρια της πέρα δώθε. Δεν μίλησα. Χαμήλωσα το κεφάλι και της γύρισα την πλάτη μου. Δεν είχα ξανά αισθανθεί τόση ντροπή αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες ενός ψέματος. Ίσως γιατί κανένα από τα ψέματά μου ως τώρα δεν συγκρινόταν με αυτό. Σίγουρα κατάλαβε από την αντίδραση μου ότι δεν ήμουν περήφανος για αυτό, όμως εκπλήσσοντας με για εκατομμυριοστή φορά μέσα σε αυτές τις 4 μέρες που την γνώριζα ένιωσα τα χέρια της στο στήθος μου να με αγκαλιάζουν σφιχτά και το μάγουλό της να ακουμπά στην πίσω μεριά του γυμνού μου ώμου.
«Ευχαριστώ για το ψέμα σου.» Ένιωσα το χαμόγελό της πάνω στο δέρμα μου. Δεν κουνήθηκα. Η έκρηξη στοργή της και το ξαφνικό άγγιγμά της με έκαναν να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Φοβόμουν μέχρι και να πάρω ανάσα. Ένιωσα τα χέρια της να απομακρύνονται αργά από το κορμί μου και μαζί με αυτό και ένα αίσθημα μοναξιάς να με κατακλύζει. Δεν ήθελα να πάρει τα χέρια της από πάνω μου. Αντίθετα ήθελα να τυλίξω και εγώ τα χέρια μου γύρω της και να μείνουμε εκεί για λίγο. Μόνο για λίγο. Και αυτό δεν ήταν καλό. Τέτοια συναισθήματα δεν επιτρέπονταν.
«Θα φτιάξω πρωινό. Αν είναι να ακολουθήσουμε το τρελό πρόγραμμα που έχω για σήμερα πρέπει να έχουμε δυνάμεις. Εκτός και αν δεν έχεις όρεξη.» Η φωνή της με έβγαλε από την στιγμιαία ύπνωση μου ευτυχώς και της απάντησα με σιγουριά:
«Δεν θα βγούμε από το πρόγραμμά σου. Θα κάνουμε κανονικά ότι σκόπευες να κάνεις από την αρχή. Και δεν θέλω πρωινό.» Είχα σκοπό να ακουστώ επαγγελματίας αλλά μάλλον ακούστηκε σαν απειλή καθώς ύψωσε το ένα της φρύδι και με κοίταξε με ένα πλάγιο χαμόγελο.
«Δεν σε ρώτησα αν θα φας. Θα φας.» μου ανακοίνωσε καθώς απομακρυνόταν μπαίνοντας ξανά στο γραφείο.
«Δεν πρόκειται. Και δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις για αυτό.» Αλήθεια? Μόλις είχα ξεστομίσει αυτό το πράγμα? Είχα ακουστεί σαν κακομαθημένο 3χρονο που οι γονείς του το ανάγκαζαν να κάνει κάτι που δεν θέλει. Την είδα να σταματάει στα μισά το βήμα της και να γυρνάει το κεφάλι της αργά στο πλάι για να με αντικρίσει.
«Μπορώ πάντα να σε αναγκάσω.» μου είπε με ένα σατανικό χαμόγελο και ένα επικίνδυνο βλέμμα κάνοντας τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν όρθιες. 3χρονο είπα? Γράψτε λάθος. Μάλλον σαν ξαναμμένος 16χρονος ένιωθα αυτή τη στιγμή. Αυτό το βλέμμα από την πρώτη στιγμή μπορούσε να με λυγίσει και να με κάνει να πέσω στα γόνατά της. Αλλά δεν θα το επέτρεπα! Ήμουν αρκετά δυνατός να αντισταθώ σε αυτόν το ποινικά κολάσιμο πειρασμό. «Και βάλε κάτι πάνω σου. Δεν θέλω να έρθουν και οι υπόλοιπες γειτόνισσες μας και να μου λερώσουν τα υπόλοιπα χαλιά με τα σάλια τους.» είπε γελώντας και την άκουσα να τρέχει γρήγορα πάνω στις επενδυμένες ξύλινες σκάλες. Γέλασα και εγώ μόνος μου. Η μικρή είχε στυλ. Αυτό το παραδεχόμουν. Αν όμως είχε πρόβλημα με το γεγονός ότι κυκλοφορούσα μόνο με το κάτω μέρος της φόρμας μου… ε, λοιπόν θα έπρεπε να το συνηθίσει. Γιατί δεν σκόπευα να αλλάξω και τις συνήθειές μου επειδή έμενα με ένα κορίτσι πλέον. Εξάλλου ήταν για λίγο. Για λίγο. 2 λέξεις που μου προξενούσαν ένα ασυνήθιστο αίσθημα θλίψης. Χμ… βλακείες μονολόγησα και ακολούθησα το μονοπάτι της. Φτάνοντας στην κουζίνα απορούσα πως αυτή η κοπέλα ήταν τόσο αδύνατη. Μπροστά μου στο τραπέζι βρίσκονταν ένα πρωινό που θα ζήλευε το πεντάστερο Χίλτον της Νέας Υόρκης. Πόση ώρα μου είχε πάρει να κατέβω και τα είχε φτιάξει όλα αυτά?
«Εμ, περιμένουμε παρέα?» ρώτησα αβέβαιος καθώς καθόμουν απέναντι της την ώρα που πρόσθετε άλλη μια τηγανίτα στην ήδη τεράστια στοίβα. Ακούστηκα βέβαια λίγο περισσότερο ειρωνικός από ότι ήθελα.
«Έφαγες εχθές?» με ρώτησε απότομα και με έπιασε απροετοίμαστο. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Το φαντάστηκα. Είσαι αγόρι, Ντέιμιεν. Και έχεις να φας από χθες το μεσημέρι φαγητό. Κανονικό φαγητό.» Το είχα υποθέσει ότι είχε μυρίσει το αίμα στα ρούχα μου όταν είχα μπει στο σπίτι το προηγούμενο βράδυ. «Ελπίζω να ικανοποιήσουν τον ουρανίσκο σας κύριε Μάικλσον.» είπε και κάθισε απέναντί μου στο μεγάλο τραπέζι. Εμ, πριν δεν είχα πει για μεγάλη ποσότητα φαγητού που τάιζε ολόκληρο το τάγμα πεζοναυτών? Ε, δεν άφησα τίποτα όρθιο. Η κοπέλα ήξερε να μαγειρεύει και το φαγητό της ήταν βάλσαμο στο άδειο μου στομάχι. Μπορεί ως υβρίδιο να χόρταινα μόνο με αίμα όμως απολάμβανα το ανθρώπινο φαγητό. Ειδικά αυτό που ήταν γευστικό.
«Ήθελες και παρέα ε?» με ρώτησε γελώντας καθώς καθάριζε το τραπέζι.
«Δεν φταίω εγώ που ξέρεις να μαγειρεύεις.» της απάντησα ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου.
«Έμαθα από την καλύτερη.» είπε εύθυμα πριν το χαμόγελο σβήσει από τα χείλη της και την είδα να δαγκώνει το κάτω χείλος της αμήχανα. Τι έτρεχε? Τι είχε σκεφτεί?
«Την μαμά σου εννοείς?» την ρώτησα προσπαθώντας να την αποσπάσω από ότι την είχε στεναχωρήσει τόσο. Μάλλον όμως πέτυχα το αντίθετο.
«Όχι. Την δική σου.» είπε αργά ενώ έθετε το πλυντήριο πιάτων σε λειτουργία. Έσφιξα τα δόντια μου και σηκώθηκα από το τραπέζι έχοντας χάσει κάθε ευθυμία. Τελικά όποιο θέμα και να άγγιζα με αυτή τη γυναίκα ήταν ευαίσθητο. Και ήταν λογικό. Είχε ότι δεν είχα εγώ, ούτε και θα αποκτούσα ποτέ.
«Πήγαινε να ετοιμαστείς.» είπα με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Μου έγνεψε ένα ναι και εξαφανίστηκε γρήγορα πάνω…




Lilith’s POV


10 λεπτά αργότερα βρισκόμασταν σιωπηλοί στο αυτοκίνητο κατευθυνόμενοι στην πόλη. Είχα καταφέρει για λίγο να σπάσω την ατσάλινη μάσκα του μόνο και μόνο για να την επαναφέρω λίγο αργότερα χειρότερη από πριν. Μα γιατί έπρεπε να κάνω αναφορά στην μητέρα του? Από όλα τα θέματα, έπρεπε να μιλήσω για αυτό. Χαζή! Επέπληξα τον εαυτό μου. Γύρισα αμήχανη να κοιτάξω τα σπίτια που προσπερνούσαμε με μεγάλη ταχύτητα τώρα προσπαθώντας να αποσπάσω τις σκέψεις μου από το να επιστρέψουν στα γεγονότα στο μπαλκόνι εκείνο το πρωινό. Πριν τα κάνω μαντάρα δηλαδή. Με είχε αφήσει να τον πλησιάσω. Να έρθω κοντά του χωρίς να προκαλέσω αλυσιδωτή αντίδραση θυμού. Χωρίς να έχω πληγές που τώρα θα γιατρεύονταν. Είχε δει μια ευαίσθητη πλευρά του. Και το γεγονός ότι μου είχε πει ψέματα για χθες αντί να με κάνει έξαλλη όπως και θα έπρεπε απλά με είχαν κάνει να έρθω ακόμα πιο κοντά με αυτό τον μυστηριώδη ξένο που είχε υποχρεωθεί να με προσέχει. Ήθελα να μάθω τι ήταν αυτό που κουβαλούσε και έκανε το κατά τα άλλα όμορφο πρόσωπό του να είναι τόσο παγωμένο. Ήθελα να τυλίξω τα χέρια μου γύρω του και να του πω ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι εγώ είμαι εδώ και δεν θα τον αφήσω. Όπως έκανε η Κάρολάιν. Κούνησα το κεφάλι μου νευρικά. Ποιά ήμουν εγώ που μπορούσα να την κρίνω? Εγώ από όλους τους ανθρώπους ήξερα καλύτερα για ποιό λόγο είχε κάνει ότι είχε κάνει.
«Δεν έχω θυμώσει μαζί σου.» είπε και κατάφερε να με βγάλει από τις σκέψεις μου. «Απλά…»
«Είσαι ευαίσθητος σε αυτό το θέμα. Το ξέρω δεν έπρεπε να έχω κάνει καμία αναφορά…» έφερε το δάχτυλό του στα χείλη μου σταματώντας τον ακατάληπτο μονόλογό μου.
«Δεν φταις εσύ. Όσο αυτή η γυναίκα είναι κομμάτι της ζωής σου, δεν έχω την απαίτηση από εσένα να μην αναφέρεσαι σε εκείνη σαν να μην την ξέρεις. Θα ήταν λάθος μου να το κάνω. Υποθέτω πρέπει να το συνηθίσω.» Τον είδα να χαμογελάει. Ένα αληθινό χαμόγελο καθώς έπαιρνε ανοιχτά την στροφή βγάζοντάς μας στο ανατολικό Μανχάταν και στις μπουτίκ των μεγαλύτερων σχεδιαστών που στόλιζαν την λεωφόρο. «Ας παρκάρουμε εδώ, τι λες?» με ρώτησε ενώ μου έδειχνε ένα ιδιωτικό κλειστό παρκινγκ . Χαμογέλασα καθώς η μηχανή του αμαξιού έσβηνε και εγώ έβγαινα από το πολυτελέστατο αμάξι με την κάρτα να μου βαραίνει το πορτοφόλι. Ίσως είχε δίκιο ο Ντέιμιεν ότι ήμουν κακομαθημένη. Αλλά περνούσα καλά. Και αυτό ήταν που με ένοιαζε τώρα. Ο Ντέιμιεν με ακολουθούσε από πίσω κρατώντας μια ασφαλή απόσταση ανάμεσα μας. Ευτυχώς δηλαδή γιατί δεν ξέρω τι θα γινόταν αν βρισκόταν ξανά τόσο κοντά μου όσο το πρωί. Όταν είχα ενδώσει στην παρόρμηση μου να τον αγκαλιάσω δεν μπορούσα να αγνοήσω την ανατριχίλα που διαπέρασε όλη την σπονδυλική μου στήλη την στιγμή που τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω του. Ούτε και τον πόνο που ένιωσα στο στήθος μου όταν απομακρύνθηκα από κοντά του. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μπήκαμε μέσα. Εκεί μια εντυπωσιακή ξανθιά μας υποδέχτηκε χαμογελώντας ξεδιάντροπα στον Ντέιμιεν και πεταρίζοντας τα βλέφαρά της. Άλλη μια μαγεμένη κοπελίτσα.
«Καλημέρα σας και καλωσορίσατε. Μπορώ να σας εξυπηρετήσω?» ρώτησε μελιστάλαχτα μην παίρνοντας τα μάτια της από το υβρίδιο δίπλα μου. Νομίζω απέκτησα ανοσία στα ερωτοχτυπημένα βλέμματα των κοριτσιών που τον κοιτούσαν λες και ήταν ότι πιο πολύτιμο για εκείνες γιατί πλέον δεν με ενοχλούσε. Αντίθετα με διασκέδαζε. Κρυφογέλασα.
«Λίλιθ, θες βοήθεια?» με ρώτησε μην γυρίζοντας καν να κοιτάξει την κοπέλα μπροστά του. Παραξενεύτηκα πολύ. Εκείνος κανονικά θα έπρεπε να την φλερτάρει ασύστολα τώρα.
«Ε, όχι.» είπα αβέβαιη κοιτώντας την ξανθιά με λύπηση που μόνο στα πόδια του δεν είχε πέσει εκλιπαρώντας για ένα του βλέμμα.
«Τότε όχι.» της έριξε μια περιφρονητική ματιά. «Πάμε Λιλ.» είπε και ακουμπώντας το χέρι του στην βάση της σπονδυλικής μου στήλης με έσπρωξε απαλά πιο βαθιά στο μαγαζί. Όταν ήμασταν πλέον στο γυναικείο τμήμα και αρκετά μακριά από οποιονδήποτε άλλο πελάτη ή εργαζόμενο πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω.
«Ντέιμιεν, πως και δεν ανταποκρίθηκες στο φλερτ της κοπέλας? Συνέβη κάτι? Εσύ δεν το συνηθίζεις να αγνοείς γυναίκα.» Η ερώτηση μου δεν είχε σκοπό να τον προσβάλει. Αλήθεια ήμουν περίεργη να μάθω για ποιο λόγο είχε φερθεί έτσι.
«Δεν είναι του γούστου μου.» μου απάντησε κοφτά.
«Ω, έλα τώρα!» είπα γυρίζοντας τα μάτια μου τραβώντας άλλο ένα φόρεμα από την κρεμάστρα και βάζοντας στην στοίβα στα χέρια μου. Με κοίταξε με ένα πλάγιο βλέμμα και στράβωσε το στόμα του.
«Ας πούμε ότι η ασφάλεια σου μπαίνει πρώτα από δω και πέρα.» Άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ αλλά με σταμάτησε απότομα με ένα νεύμα. «Κουβέντα δεν θέλω. Εσύ έρχεσαι πρώτη.» Δεν μπορούσα να κρύψω ένα πλατύ χαμόγελο που ανέβαινε αργά στα χείλη μου έτσι έκανα μεταβολή και μπήκα στο δοκιμαστήριο. Ξέρω ότι δεν είχα κανένα λόγο να χαίρομαι. Απλά είχε πει ότι ήθελε να είμαι ασφαλής. Αυτό όμως δεν έπαυε να χαροποιεί την έφηβη καρδιά μου. Ναι, είχα κάποια αισθήματα για εκείνον που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Δεν ήταν έρωτας ακριβώς. Τον νοιαζόμουν και ήθελα να είναι καλά. Όμως για το δικό του καλό δεν έπρεπε να μάθει για τα αισθήματά μου. Όχι ότι θα ανταποκρινόταν δηλαδή. Σε περίπτωση που κάποιος μάθαινε ότι αυτός ο μικρός διάβολος είχε καταφέρει όχι μόνο να μπει στην ζωή μου αλλά και στην καρδιά μου θα τον κυνηγούσαν. Και δεν θα άντεχα να πάθει κάτι κακό. Παίρνοντας μια αχρείαστη ανάσα, στερέωσα το φόρεμα στο στήθος μου και βγήκα έξω. Ο Ντέιμιεν καθόταν σε μια αναπαυτική λευκή πολυθρόνα με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι του. Σήκωσε το βλέμμα του σε εμένα και τον είδα να καταπίνει με δυσκολία καθώς με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω σκανάρωντας με.
«Μπορείς να σταματήσεις να με κοιτάς έτσι?» ρώτησα αμήχανα γυρνώντας προς τον καθρέφτη αφήνοντάς τον να αντικρίζει την γυμνή μου πλάτη.
«Δεν θα το πάρεις αυτό.» τον άκουσα να γρυλίζει πίσω μου.
«Και γιατί όχι?» ρώτησα κοιτώντας τον από τον καθρέφτη και σηκώνοντας το φρύδι μου ειρωνικά.
«Γιατί δεν θέλω εκτός από την απειλή της ζωής σου να φοβάμαι και για την σωματική σου ακεραιότητα. Με αυτό το, ας το πούμε, φόρεμα είναι σαν να φοράς ταμπέλα ‘Βιάστε με’.» Κοίταξα τον εαυτό μου. Ο Ντέιμιεν τα παραέλεγε. Το στράπλες κόκκινο φόρεμα που φορούσα έφτανε λίγο πιο πάνω από το γόνατο, ήταν σε σχήμα καρδιάς το μπούστο και άφηνε ακάλυπτη την πλάτη μου. Δεν ήταν τόσο προκλητικό.
«Τουλάχιστον όχι σε αυτό το χρώμα…» ψιθύρισε από πίσω μου ακουμπώντας τα χέρια του απαλά στους ώμους μου. Και δεν ήθελα κάτι παραπάνω από αυτό το άγγιγμα για να βάλει φωτιά στις αισθήσεις μου. Κόκκινο. Το χρώμα του πάθους. Το χρώμα του αίματος. Είχε δίκιο. Ήθελα να γυρίσω και να τρέξω να κρυφτώ ξανά στο δοκιμαστήριο αλλά τα χέρια του δεν με άφηναν. Και ας μην ασκούσε καμία πίεση στο σώμα μου. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν στον καθρέφτη και ήξερα ότι σκεφτόταν ότι και εγώ. Ότι ήταν λάθος να με αγγίζει έτσι. Ότι έπρεπε να πάρει τα χέρια του από πάνω μου. Όμως κανένας από τους 2 μας δεν το ήθελε αυτό. Βγαίνοντας από το ξόρκι πρώτη, τράβηξα τα χέρια του απαλά από τους ώμους μου, χαμογέλασα γλυκά αποφεύγοντας να τον κοιτάξω από τον καθρέφτη και απομακρύνθηκα. Κλεισμένη στο 2x2 δωματιάκι τώρα κατέρρευσα στον τοίχο ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω. Αυτός ο άντρας θα ήταν η καταστροφή μου. Ήταν υπερβολικά επιθυμητός για να μπορέσω να τον αγνοήσω. Πετώντας το φόρεμα σε μια γωνιά έκλεισα τα μάτια μου παραδομένη. Έπρεπε να ήμουν δυνατότερη. Έπρεπε να γίνω πιο απόμακρη. Έπρεπε… Η σκέψη μου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς ο Ντέιμιεν εισέβαλε ορμητικά στο δοκιμαστήριο κολλώντας με στον τοίχο και πιέζοντας το χέρι του στο στόμα μου. Έφερε τον δείκτη στα χείλη του κάνοντας μου σήμα να ησυχάσω και αφού κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ελευθέρωσε το στόμα μου. Έμεινα σιωπηλή αγνοώντας τι είχε συμβεί και τον είχε κάνει να συμπεριφερθεί έτσι. Όχι ότι με ένοιαζε κιόλας όταν το σώμα του είχε κολλήσει πάνω στο δικό μου εξαιτίας του στενού χώρου και η ανάσα του χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου. Θεέ μου, αυτό ήταν ακόμα πιο ερωτικό και από την πρώτη μας επαφή στην λίμνη. Μπορούσα να νιώσω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου και το σώμα μου να τυλίγεται αργά σε φλόγες καθώς ο αέρας όλο και ποτιζόταν από το άρωμα αυτού του άντρα.
«Καλημέρα, μήπως πέρασε από εδώ μια όμορφη καστανή με έναν ψηλό ξανθό?» άκουσα μια αντρική φωνή να ρωτάει σαγηνευτικά την πωλήτρια. Την ψυχανάγκαζε? Ποιος ήξερε ότι είμαι εδώ? Άρχισα να τεντώνομαι νευρικά στον ελάχιστο ελεύθερο χώρο. Ο Ντέιμιεν συνειδητοποιώντας το άγχος μου με έσφιξε περισσότερο πάνω του προσπαθώντας να με ηρεμήσει και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου προσπαθώντας να χαλαρώσω.
«Δεν νομίζω κύριε. Αλλά και να ίσχυε, στο κατάστημά μας παρέχουμε πλήρη εχεμύθεια… Όχι κύριε δεν πέρασε κανένας με αυτή την περιγραφή.». Το γεγονός ότι κάποιος με αναζητούσε, κάποιος από το δικό μου είδος κατά πάσα πιθανότητα με τρόμαζε. Όχι ότι δεν το περίμενα δηλαδή αλλά άλλο να προετοιμάζεσαι και άλλο η πραγματικότητα να σε χτυπάει κατά πρόσωπο. Όσο και αν χαιρόμουν που ο Ντέιμιεν είχε ψυχαναγκάσει την πωλήτρια –σε μια στιγμή που δεν το είχα πάρει είδηση προφανώς- δεν μπορούσα παρά να τον σφίξω περισσότερο πάνω μου καθώς ο φόβος μου πάγωνε το αίμα. Άκουσα τα βήματα του αγνώστου βρικόλακα να απομακρύνονται όμως δεν κουνήθηκα εκατοστό. Περίμενα και περίμενα υπομονετικά να ακούσω μήπως και επέστρεφε αυτός ο τύπος. Αφού περάσανε αρκετά λεπτά και δεν άκουσα τίποτα επέτρεψα στον εαυτό μου να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει τον Ντέιμιεν που με τη σειρά του με κοιτούσε πίσω. Η ένταση δεν είχε φύγει από το σώμα του όμως αυτή τη φορά δεν φαινόταν να οφείλεται στο γεγονός ότι ένας άγνωστος ρωτούσε για εμάς. Η κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν ήταν πολύ έντονη για να αγνοηθεί. Εγώ με τα εσώρουχά μου και μόνο κολλημένη στον τοίχο του δοκιμαστηρίου με τον Ντέιμιεν τόσο κοντά όπως τότε στην λίμνη με το ένα χέρι του χαμηλά στην μέση μου και το άλλο μπλεγμένο στα μαλλιά μου, και το πρόσωπό του πιο κοντά από όσο είχε υπάρξει από την μέρα που είχαμε φτάσει εδώ. Ο πειρασμός για μένα μεγάλος και δεν ήμουν ποτέ ικανή να αντισταθώ στον πειρασμό. Έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπό του και τον τράβηξα βίαια κολλώντας άγρια τα χείλη μου στα δικά του. Με έσφιξε περισσότερο πάνω του –αν ήταν ποτέ δυνατόν- και ανταποκρίθηκε στο φιλί μου αμέσως. Το ήξερα ότι το ήθελε όσο εγώ. Το ήξερα ότι και εκείνος είχε ονειρευτεί ένα ακόμα μας φιλί και αυτό σίγουρα ήταν κάτι περισσότερο από εκείνη την πρώτη νύχτα που είχαμε συναντηθεί. Αυτό ήταν πιο άγριο, πιο απελπισμένο, πιο έντονο και σίγουρα πλέον με πλήρη επίγνωση ποιοι ήμασταν. Δάγκωσα το κάτω χείλος του κάνοντάς τον να αναστενάξει δυνατά και τράβηξε το κεφάλι μου στο πλάι καθώς τα χείλη του κατεβαίνανε προς την φλέβα του λαιμού μου. Καυτά υγρά φιλιά έραιναν το φλεγόμενο δέρμα μου κάνοντάς με να αναστενάξω δυνατά. Μπορούσα να νιώσω το χαμόγελό του πάνω στο δέρμα μου που σίγουρα οφειλόταν στις αντιδράσεις μου αλλά δεν με ένοιαζε. Η γλώσσα του διέγραφε κύκλους στο σημείο που ενώνοντας ο λαιμός και ο ώμος μου και ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν. Αν μερικά φιλιά μπορούσαν να με φέρουν σε αυτή την κατάσταση, τι θα γινόταν αν προχωρούσαμε? Η σκέψη και μόνο με έκανε να μπήξω τα νύχια μου πιο βαθιά στην πλάτη του κάνοντάς τον να γρυλίσει δυνατά και ένιωσα τα δόντια του να γδέρνουν την φλέβα του λαιμού μου... Τραβήχτηκε γρήγορα από πάνω μου και κόλλησε την πλάτη του στον απέναντι τοίχο.
«Όχι!» μονολόγησε και βγήκε γρήγορα από το δοκιμαστήριο ισιώνοντας το πουκάμισό του. Ακόμα ζαλισμένη από τα φιλιά του προσπάθησα να ελέγξω το τρέμουλο που είχε πλέον απλωθεί σε όλο μου το κορμί. Τι στο καλό είχε μόλις συμβεί? Είχα μόλις επιδοθεί σε ένα πολύ καυτό make out session με τον Ντέιμιεν? Ξανά? Και τι είχε πάθει και έφυγε έτσι? Όχι! Αυτό δεν θα περνούσε έτσι! Ποιος νομίζει ότι ήταν και με άδειαζε έτσι? Αυτό είναι κορίτσι μου… Ξέσπασε! Πήγαινε να του δείξεις να μην τα βάζει με μια Σαλβατόρε. Κακιά, κακιά αλλά μερικές φορές είχε δίκιο. Θα έδειχνα σε αυτό το αγοράκι τι μπορούσα να κάνω. Έτσι ντύθηκα και βγήκα από το δοκιμαστήριο πλήρως ψύχραιμη κρατώντας το κόκκινο φόρεμα στα χέρια μου και αποφασισμένη να κάνω αυτό το υβρίδιο να βλαστημήσει την ώρα και την στιγμή που βρέθηκε στον δρόμο μου.


Nadia