Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 29)

"Νομίζεις πως θα πετύχει;», ρωτάει ο Πίτερ τον Έντουαρτ στο άκουσμα του σχεδίου μου. Τους έχω μόλις ενημερώσει για την ιδέα μου για το πώς θα μπορέσουμε να πάρουμε την Πέτρα των Δακρύων πριν η Αδελφότητα της Κυανής Φλόγας φτάσει σε αυτήν. Πρότεινα να δοκιμάσω να χρησιμοποιήσω τη δύναμή μου να ελέγχω το νερό για να το παραμερίσω και να κατορθώσω να φτάσω έφιππη στο κέντρο της λίμνης και να πάρω τον κρύσταλλο.

«Δεν έχουμε κάποιο καλύτερο σχέδιο να δοκιμάσουμε τώρα, οπότε … Ενδεχομένως να πετύχαινε…», απαντά ο Έντουαρτ ζυγιάζοντας ακόμα όμως τα λεγόμενά μου συνοφρυωμένος.
«Μα μπορεί να της επιτεθούν! Δε μπορούμε να τη στείλουμε κοντά τους μόνη», επιμένει ο Πίτερ.
«Πίτερ με χρειάζονται ζωντανή. Δε θα με έβλαπταν… Αλλά δεν πρόκειται να με πιάσουν. Αν βιαστούμε θα είναι αρκετά μακριά από το κέντρο της λίμνης για να με φτάσουν», τον καθησυχάζω. Ώρες-ώρες στον Πίτερ βγαίνει στην επιφάνεια αυτό το πατρικό ένστικτο που έχει με τα παιδιά του, την Κόρα και τον Όουεν, γεγονός που με κάνει να τον συμπαθώ και να τον εκτιμώ ακόμη περισσότερο.
Ο Πίτερ τελικά αναστενάζει παραδομένος και κάνει στην άκρη. Όλοι παραμερίζουν σιωπηλοί και μου δίνουν χώρο για θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Το μόνο που ακούγεται πλέον είναι τα πουλιά που φτερουγίζουν βγάζοντας τσιριχτές φωνούλες γύρω μας και το θρόισμα των φύλλων σε ανεπαίσθητες ριπές του ανέμου. 
Προχωρώ προς την όχθη της λίμνης έτσι που οι μύτες των παπουτσιών μου σχεδόν να αγγίζουν την ήρεμη επιφάνεια της. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στον στόχο μου. Προσπαθώ να νιώσω το νερό και να καταστήσω σαφή την επιθυμία μου. Σβήνω κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό μου και επικεντρώνομαι σε αυτό. Στο νερό. Διάφανο και αεικίνητο να γλιστρά δροσερό ανάμεσα από τις παλάμες μου και να χάνεται σε μικρά, ταξιδιάρικα ρυάκια. Πολύ σύντομα επικρατεί στη σκέψη μου. Κατακλύζει τα πάντα. Όλα βυθίζονται στην υγρή αγκαλιά του και ξαφνικά είναι παντού. Κι εγώ είμαι μέσα του, κομμάτι του, όμως και αυτό αλλάζει. Μετά από μερικές στιγμές δεν είμαι μέσα στο νερό. Είμαι το νερό. Κάθε μόριο του σώματός μου είναι υγρό. Τα χέρια μου ασυναίσθητα ξεκολλούν από τον κορμό μου και ανοίγουν σε μικρή γωνία στα πλάγια. Ζητάω από τα μόρια του νερού της λίμνης, τα αδέλφια μου , να μετακινηθούν για χάρη μου. Να δημιουργήσουν μια στενή λωρίδα ξηράς για να καταφέρω να τη διασχύσω.
Όταν ακούω μερικές κοφτές ανάσες και επιφωνήματα, ανοίγω αργά τα μάτια μου και επιθεωρώ το αποτέλεσμα που προκάλεσα. Η επιφάνεια της λίμνης μπροστά στα πόδια μου έχει αρχίσει όχι απλά να ρυτιδώνεται, αλλά να κοχλάζει θαρρείς. Έπειτα από μια στιγμή που η αναταραχή της γίνεται όλο και εντονότερη, σχίζεται στα δύο με μια μικρή λωρίδα ξηράς να εμφανίζεται ακριβώς μπροστά μου και να μεγαλώνει προοδευτικά  σε μήκος κατευθυνόμενη προς το εσωτερικό της λίμνης, όπως  η φωτιά κινείται σε μια γραμμή από μπαρούτι καίγοντάς το. Οι δύο λωρίδες νερού που ανοίγουν αφήνουν πίσω τους τα υγρά, χωμάτινα σπλάχνα της λίμνης. Ένα στενό σχετικά κομμάτι στεριάς με υγρό, λασπωμένο χώμα που φτάνει μέχρι το κέντρο της λίμνης, γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα μακριά υπολογίζω. Τα υγρά τοιχώματα σταθεροποιούνται ανοίγοντάς μου το δρόμο προς τα εκεί που λογικά πρέπει να βρίσκεται ο κρύσταλλος.
Όλοι είναι ακίνητοι θαυμάζοντας το θέαμα εντυπωσιασμένοι, όταν γυρίζω να τους κοιτάξω. Κι εγώ έχω εντυπωσιαστεί που τα κατάφερα, καθώς δεν το περίμενα, αλλά συνάμα νιώθω πολύ κουρασμένη, σα να εξάντλησα για να τα καταφέρω το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς μου. Μια ελαφριά γλυκιά ζαλάδα με τυλίγει, αλλά δεν ξεχνώ τι πρέπει να κάνω.
«Δώστε μου ένα άλογο», προστάζω αόριστα. Οι άλλοι επανέρχομαι στην πραγματικότητα από τα λόγια μου και κάποιος μου δίνει τα γκέμια ενός αλόγου. Το τραβάω μπροστά μου και με τη βοήθεια του Ρότζερ, που είναι απαραίτητη εξαιτίας του τραυματισμένου και δεμένου χεριού μου ανεβαίνω πάνω του.
«Να προσέχεις. Πάρε γρήγορα τον κρύσταλλο και έλα αμέσως πίσω. Μη χάσεις από τα μάτια σου τα μέλη της Αδελφότητας της Φλόγας που είναι στις βάρκες», με συμβουλεύει εκείνος. Γνέφω καταφατικά και οδηγώ το άλογο προς το σταθεροποιημένο δρομάκι που περιστοιχίζεται από ακίνητα υγρά τοιχώματα.
Καλπάζω για μερικά λεπτά στο μαλακό χώμα. Κανένας άλλος ήχος δε φτάνει στα αφτιά  μου πέρα από τον ρυθμικό καλπασμό του αλόγου μου και αυτό με ηρεμεί. Για μερικές στιγμές ξεχνάω τι πάω να κάνω και τις τρελές περιπέτειες στις οποίες έχω μπλεχτεί.
Σύντομα όμως φτάνω στο κέντρο της λίμνης στο οποίο δεσπόζει ένας μικρός βράχος. Λίγα μετρά μακριά του ξεπεζεύω και περπατώ προς το μέρος του. Πριν επικεντρώσω το βλέμμα μου στον βράχο ρίχνω μια ματιά απέναντί μου, στην άλλη πλευρά της λίμνης από την οποία ήρθα. Οι βάρκες της αδελφότητας της Φλόγας είναι αρκετά κοντά πλέον. Οι άνθρωποι στο εσωτερικό τους με κοιτάζουν έκπληκτοι, αλλά και με μίσος και φθόνο. Αρχίζουν να κάνουν κουπί πιο γρήγορα για να φτάσουν κοντά μου, αλλά δε νομίζω πως έχουν πιθανότητες να με προλάβουν. Κάποιοι από αυτούς σηκώνουν τα τόξα τους σημαδεύοντάς με, αλλά ακούω κάποιον να φωνάζει να τα κατεβάσουν. Σοφή κίνηση. Δε με θέλουν νεκρή. Ο άντρας το φωνάζει και αυτό στους παρορμητικούς συντρόφους του που κατεβάζουν τα όπλα και συγκεντρώνονται στο να προλάβουν να με φτάσουν πριν φύγω. Δεν πρέπει να χασομερήσω άλλο κι έτσι, αφού δημιουργώ μικρά κύματα προς το μέρος τους που κάνουν την προσπάθειά τους πιο δύσκολη στρέφομαι προς το βραχάκι μπροστά μου.
Σκύβω από πάνω του. Στο πάνω μέρος του έχει μια λακκούβα και μέσα της βρίσκεται στερεωμένος ένας  διάφανος ροζ κρύσταλλος. Είναι τόσο όμορφος και καλοσχηματισμένος.  Έχει το σχήμα από ένα πραγματικό δάκρυ, καμπύλο από τη μια πλευρά και γωνιώδες από την άλλη, λες και στα αλήθεια είναι τα δάκρυα των ανθρώπων των δύο κόσμων για τα δεινά που πέρασαν και σχηματοποιήθηκαν και μετουσιώθηκαν σε έναν πολύτιμο λίθο. Θα μπορούσαν να κάτσω κι άλλο και να τον παρατηρώ εντυπωσιασμένη, αν δε με πίεζε ο χρόνος. Έτσι απλώνω αβέβαια το χέρι μου προς το μέρος του κρυστάλλου και τον αγγίζω απαλά για μια στιγμή, τραβώντας αμέσως το χέρι μου πάλι πίσω. Όταν τίποτε κακό δε συμβαίνει αγγίζω και πάλι τον κρύσταλλο και αυτή τη φορά προσπαθώ να τον τραβήξω έξω. Παραδόξως δεν αντιστέκεται στο άγγιγμα μου και έτσι τον τραβάω χωρίς δυσκολία. Το μέγεθός του χωράει ακριβώς στην παλάμη μου και η υφή του είναι απαλή και λεία, ενώ η επιφάνειά του δεν είναι καθόλου υγρή από το αγκάλιασμα του νερού. Είναι απλώς δροσερή. Μόλις τον κλείνω στην παλάμη μου ένα απαλό επίσης ροζ φως ξεχύνεται από μέσα του για μια στιγμή πριν ξανασβήσει, σα να με χαιρετάει, σα να ανταποκρίνεται και να αποδέχεται το άγγιγμά μου.
Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο και ικανοποιημένη που τα κατάφερα  επιστρέφω στο άλογό μου και καλπάζω προς τους άλλους. Αόριστες φωνές φτάνουν στα αφτιά μου από τα μέλη της αδελφότητας στις βάρκες, αλλά δε δίνω σημασία. Καλπάζω μακριά τους και το μονοπάτι που δημιούργησα κλείνει πίσω μου με τις δύο λωρίδες νερού να αγκαλιάζονται και να συγκρούονται πάλι ανυπόμονες.
«Τον πήρες;», με ρωτά με αγωνία ο Γκαστόν όταν φτάνω στην όχθη. Η ανυπόμονη και αγωνιώδης έκφρασή του μου θυμίζει τον ενθουσιασμό των μικρών παιδιών για κάθε τι που συμβαίνει γύρω τους και δε μπορώ να εμποδίσω  ένα χαμόγελο να σκαρφαλώσει στα χείλη μου. Στα πρόσωπα των άλλων διαβάζω επίσης την αγωνία. Κατεβαίνω από τα άλογό μου πριν τους δώσω την πολυπόθητη απάντηση, απολαμβάνοντας την αγωνία τους.
«Ναι… Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο», τους λέω με ένα χαλαρό χαμόγελο.
Σφυρίγματα και ήχοι ενθουσιασμού ακούγονται γύρω μου.
«Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις Λάιρα. Και ας σε νικάω στην ξιφομαχία», λέει ο Όουεν καθώς εμφανίζεται μπροστά μου με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του.
«Πόσες φορές θα σου το πω μικρέ πως απλά στάθηκες τυχερός;» τον πειράζω ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο.
«Ησυχία!», ακούγεται δυνατή η φωνή του Έντουαρτ για να καλύψει όλους τους ενθουσιώδεις ψιθύρους. «Δεν έχουμε γιορτή εδώ», μας επιπλήττει. «Τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμα. Δεν φέραμε σε πέρας την αποστολή μας. Κερδίσαμε τη «μάχη» αυτή, αλλά όχι τον πόλεμο. Πρέπει να συνεχίσουμε και να είστε σίγουροι πως η Αδελφότητα δε θα αφήσει αυτή την ήττα ανεκδίκητη», συμπληρώνει με αυστηρό τόνο. Φυσικά έχει δίκαιο. Η καλή διάθεση όλων μας εξανεμίζεται. Όμως η αποφασιστικότητα έρχεται για να την αντικαταστήσει. Πολύ σύντομα είμαστε και πάλι πάνω στα άλογά μας. Αυτή τη φορά αποφασίζουμε να παρακάμψουμε το δάσος των νεράιδων περνώντας περιμετρικά γύρω του. Αυτό μας καθυστερεί μισή μέρα, αλλά αυτή τη φορά έχουμε το περιθώριο να θυσιάσουμε το χρόνο αυτό χάριν της ασφάλειάς μας. Ούτως ή άλλως δε νομίζω πως θα τη γλιτώναμε τόσο εύκολα αν μπαίναμε στο δάσος για δεύτερη φορά μετά από όσα προηγήθηκαν στην πρώτη μας «συνάντηση» με τις νεράιδες.
Μετά από αρκετές ώρες ιππασίας έρχεται η ώρα για την πολυπόθητη στάση μας. Ο ήλιος έχει πάρει ήδη την πορεία προς τη δύση του ματώνοντας τον ουρανό με σκούρες πορτοκαλί και ροζ κηλίδες. Νιώθω πάρα πολύ κουρασμένη, όχι τόσο από την ιππασία, όσο από τη χρήση της δύναμής μου στη λίμνη. Αισθάνομαι πως αποστράγγισε κάθε ίνα της ζωτικότητας και της ενεργητικότητάς μου. Ανυπομονώ να κοιμηθώ. Αλλά δεν το κάνω. Κανείς μας δεν το κάνει, γιατί μόλις ξεπεζεύουμε συμβαίνει κάτι άλλο. Κάτι που κανείς δεν περίμενε, κανείς δεν αντιλήφθηκε. Όλα συμβαίνουν στο χρόνο μιας ανάσας.

Πρώτα ακούγεται ο κρότος. Μετά εμφανίζεται ο καπνός , γκρίζος και παχύς κρύβοντας τα πάντα γύρω μου και σέρνοντας πίσω του όσα επακολούθησαν. Κάποια χέρια φυλακίζουν τα μπράτσα μου. Μια οικεία φωνή φωνάζει το όνομά μου, ο μεταλλικός ήχος των λεπίδων ηχεί. Προσπαθώ να ξεφύγω από τα χέρια, αλλά δεν βλέπω τίποτα και οι δυνάμεις μου με έχουν εγκαταλείψει προ πολλού. Το τραυματισμένο μου χέρι πονά φρικτά και τα χέρια είναι δυνατά και σίγουρα. Ο καπνός έχει  αρχίσει να διαλύεται όταν το υγρό μαντήλι με την έντονη μυρωδιά ακουμπά στο πρόσωπό μου δυνατά. Η τελευταία εικόνα που καταφέρνω να δω πριν τα πάντα σβήσουν γύρω μου, εξαιτίας του ισχυρού υπνωτικού που εισέπνευσα από το μαντήλι, με διαπερνά σαν τη γυμνή λεπίδα ενός ξίφους: Βλέπω τον Όουεν, τον μόλις δεκατεσσάρων πάντα αεικίνητο και εξυπηρετικό φίλο μου, με τις ξανθές μπούκλες που τινάζονται συνεχώς γύρω από το πρόσωπό του ατίθασες, να στέκεται ακίνητος για μια στιγμή  με ένα ματωμένο χαμόγελο χαραγμένο στο λαιμό του και να κοιτάζει με λαχτάρα και θλίψη για τελευταία φορά τον κόσμο πριν το κορμί του σωριαστεί στο αφιλόξενο χώμα.

Όλγα Σ.