Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 30) "A pretty boy with an ugly secret"

Damien’s POV

Τεντώθηκα αργά εκείνο το πρωινό. Ίσως αυτός ήταν ο ωραιότερος και πιο ήσυχος ύπνος που είχα ποτέ. Ένιωσα ένα απαλό χάδι στο κεφάλι μου και γύρισα απότομα. Είδα τα γαλάζια μάτια της πρησμένα και κόκκινα από την αϋπνία. Τι είχα κάνει πάλι? Γιατί ρε γαμώτο έπρεπε πάντα οι αποφάσεις μου να ικανοποιούν μόνο εμένα και να καταστρέφουν εκείνη? Σηκώθηκα πριν καλά καλά προλάβει να το καταλάβει.
«Πού πας?» με ρώτησε κουρασμένα τρίβοντας τα μάτια της.
«Δεν έπρεπε να είχα έρθει.» είπα θυμωμένα. Ανασηκώθηκε άτσαλα και με κοίταξε.
«Τι σε έπιασε ξαφνικά?» Βημάτιζα θυμωμένα πάνω-κάτω. Τραβώντας νευρικά τα μαλλιά μου. Ήθελα να απαλλαγούν από το χάδι της, την μυρωδιά της, το ενδιαφέρον της.
«Δεν έπρεπε να με έχεις δεχτεί. Εσύ φταις. Είχα μια στιγμή αδυναμίας και την εκμεταλλεύτηκες!» ούρλιαξα. Δεν έβγαζαν λογική αυτά που έλεγα αλλά ήμουν τόσο θυμωμένος με τον εαυτό μου που την είχα αφήσει να δει μια ευαίσθητη πλευρά μου που ξεσπούσα άσχημα. Θα με εκμεταλλευόταν σίγουρα. Όλοι στην θέση της θα το έκαναν. Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω ότι για μια στιγμή ήταν διαφορετική. Αυτός ήταν ο στόχος της από την αρχή. Είχε σκοπό να με κάνει να λυγίσω και να υποκύψω στα θέλω της.
«Είσαι με τα καλά σου? Τι σου έκανα? Εσύ μου ζήτησες να μείνεις εδώ.» μου φώναζε όρθια τώρα προσπαθώντας να έρθει προς το μέρος μου. Της κούνησα το δάχτυλο μου και απομακρύνθηκα.
«Μείνε μακριά μου. Αυτός ήταν ο στόχος σου να με λυγίσεις για να με κάνεις σκυλάκι σου;» Ένιωθα το αίμα να βράζει στις φλέβες μου ενώ ο θυμός μου ήταν έκδηλος περισσότερο από κάθε φορά. Ένιωθα τις φλέβες κάτω από τα μάτια μου να φουντώνουν καθώς το τέρας μέσα μου πάλευε να βγει.
«Δεν βγάζουν λογική αυτά που λες! Ξέρεις ότι δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο.» Έτρεμα ολόκληρος τώρα προσπαθώντας να συγκρατηθώ να μην της ορμήσω. Φαινόταν τόσο γλυκιά, τόσο αθώα με τα μαλλιά της λυτά στους ώμους της και τα μάτια της πρησμένα από την αϋπνία. Γαμημένη ανθρώπινη φύση! Μόνο αδύναμη ήταν αυτή η πλευρά της.
«Λες ψέματα! Είσαι χειρότερη ακόμα και από την μάνα μου!» Είδα τις κόρες της να σκάνε βίαια στα μάτια της και η μαινάδα να παίρνει την θέση της. Τότε και μόνο τότε κατάλαβα τι είχα μόλις ξεστομίσει. Οι δαίμονες μου βασάνιζαν το μυαλό μου για την αδυναμία που είχα δείξει και τώρα η Λίλιθ θα ξεσπούσε την οργή που εγώ είχα προκαλέσει πάνω μου. Ενστικτωδώς και τα δικά μου χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν δίνοντας χώρο στο υβρίδιο μέσα μου να βγεί.
«Είσαι νεκρός.» ψιθύρισε βραχνά και όρμησε πάνω μου. Τα νύχια της έσκιζαν το δέρμα μου ενώ τα δόντια μου βυθίστηκαν στην σάρκα της. Με δάγκωσε και εκείνη πίσω ενώ τα χέρια μου έγδερναν τον λαιμό της προσπαθώντας να την σταματήσω. Άρπαξε το χέρι μου και το γύρισε με δύναμη διαλύοντας μου το κόκκαλο και ούρλιαξα. Την κλώτσησα δυνατά αναγκάζοντας την να πέσει στα γόνατα και την έριξα στον απέναντι τοίχο. Ήταν στα πόδια της στο δευτερόλεπτο και ορμούσε ξανά. Δεν χρησιμοποίησα τίποτα άλλο παρα μόνο τα χέρια και τα δόντια μου και παραδόξως και εκείνη το ίδιο. Ήξερα ότι μπορούσε να με σκοτώσει και το ήθελε αλλά δεν το έκανε. Γιατί? Είχε και ευκαιρία και δικαιολογία, όμως φάνηκε να σκέφτεται προσεχτικά το κάθε της χτύπημα. Το φοβόταν? 20 λεπτά αργότερα, ένα διαλυμένο δωμάτιο και πολλά τραύματα παντού βρέθηκα λαχανιασμένος στο διαλυμένο κρεβάτι της ενώ εκείνη στεκόταν όρθια με ένα κομμάτι ξύλου στο χέρι της το ίδιο ξέπνοη. Το θέμα όμως ήταν αλλού. Τα χαρακτηριστικά της είχαν επιστρέψει στο φυσιολογικό ενώ τα μάτια της που με κοιτούσαν με μίσος ήταν το ίδιο ψυχρό γαλάζιο που λάτρευα να μισώ.
«Φύγε τώρα από μπροστά μου…» γρύλισε σιγανά και σηκώθηκα. Δεν μίλησα ενώ έβγαινα από το δωμάτιο της και χτυπούσα την πόρτα πίσω μου…


Lilith’s POV


Στεκόμουν παγωμένη, ανίκανη ακόμα να κουνηθώ έστω και ένα εκατοστό την στιγμή που η μαινάδα ούρλιαζε και χτυπιόταν μες στο κεφάλι μου που είχα καταφέρει να της ανακτήσω τον έλεγχο. Δεν ξέρω τι είχε συμβεί, πως το είχα κάνει αλλά δεν θα την άφηνα να σκοτώσει ξανά. Ο Ντέιμιεν δεν ήξερα τι είχε πάθει ξαφνικά και τι τον ενόχλησε τόσο πολύ. Εγώ απλά έκανα ότι μου ζήτησε αλλά από ότι φάνηκε σε αυτό το πλάσμα δεν άξιζε τίποτα καλό. Γρύλισα εκνευρισμένη και κάθισα στα θραύσματα του κρεβατιού μου. Έπρεπε να πάω για ψώνια. Ξανά. Θα με κοιτούσανε πολύ περίεργα στο μαγαζί. Το τηλέφωνο μου χτύπησε τότε. Έσκυψα να το πιάσω από το σπασμένο μου κομοδίνο απορώντας που επιβίωσε της μάχης και κοίταξα την αναγνώριση. ‘Μπλοκαρισμένος αριθμός’ διάβασα στην οθόνη. Ποιος θα με καλούσε έτσι.
«Ναι?» ρώτησα επιφυλακτικά.
«Λίλιθ?» με ρώτησε μια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Ποιος είναι?» Η περιέργεια μου έφτανε το επίπεδο της ανησυχίας μου.
«Η Σάρα είμαι. Η αρραβωνιαστικιά του Κλάους.» Γύρισα τα μάτια μου απηυδισμένη. Το σόι τους μέσα. Τι σκατά θέλανε άλλο από μένα?
«Που βρήκες τον αριθμό μου? Γιατί ο αριθμός σου είναι μπλοκαρισμένος?» Ήμουν θυμωμένη. Και με αυτή και τον αρραβωνιαστικό της και τον γιο του. Είχαν μπει στην ζωή μου μόνο και μόνο για να μου ταράξουν την ηρεμία μου.
«Πήρα κρυφά τον αριθμό σου από τον Κλάους. Σε παίρνω από καρτοτηλέφωνο. Είμαι στην Νέα Υόρκη. Πρέπει να σου μιλήσω.» την άκουσα ανήσυχη και παραξενεύτηκα.
«Πρέπει να πάω στα μαγαζιά. Θες να έρθεις?» Ξεστόμισα πριν καν προλάβω να το καταλάβω. Τι στο καλό έκανε αυτή η οικογένεια στην λογική μου? Άκουσα έναν αναστεναγμό ανακούφισης από μεριάς της.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που δέχτηκες. Απλά θέλω να μιλήσουμε κάπου ιδιαιτέρως. Μπορούμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα μετά?» Οκ. Αυτό ήταν παράξενο. Μάλλον θα έπρεπε να είμαι πιο προσεχτική σε αυτό το ‘ραντεβού’ από όσο νόμιζα.
«Σίγουρα.» Έπρεπε να σκεφτώ ένα κατάλληλο μέρος.
«Σε πόση ώρα και που?» Μάλλον βιαζόταν πολύ.
«Εμ, σε 10 λεπτά στο εμπορικό.» Έκλεισα το ακουστικό και σηκώθηκα άτσαλα. Τι στο καλό ήθελε και αυτή τώρα? Άλλη όρεξη δεν είχα παρα να αφιερώσω ξανά έστω και 2 λεπτά από τον χρόνο μου για αυτή την καταραμένη οικογένεια. Ντύθηκα και κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα αρπάζοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. Ο γλυκός μου μπαμπάκας είχε φροντίσει να μου το στείλει εδώ. Είχε κερδίσει ένα μεγάλο φιλί όταν επέστρεφα. Πράγμα που σκεφτόμουν να γίνει πιο γρήγορα από ότι είχα σχεδιάσει. Αλλά έτσι θα έβγαζα τον μπαμπά μου σωστό και δεν ήθελα να μου το χτυπάει. Εκείνος καθόταν στο σαλόνι διαβάζοντας.
«Που πας?» με ρώτησε ενώ σηκωνόταν. Γύρισα και του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα. «Δεν θα πας πουθενά χωρίς εμένα.» συνέχισε ενώ άφηνε το βιβλίο του κάτω και προχωρούσε προς το μέρος μου. Κοίταξα την μπαλκονόπορτα, εκείνη άνοιξε με μια απότομη κίνηση και σήκωσα το χέρι μου να κατευθύνω τον άνεμο προς το μέρος του με δύναμη έτσι ώστε να τον πετάξω αρκετά μέτρα πιο μακριά για να κερδίσω λίγο χρόνο. Κέντραρα την βιβλιοθήκη και εκείνος έπεσε με δύναμη πάνω της. Με υπεράνθρωπη ταχύτητα μπήκα στο αμάξι μου και εξαφανίστηκα σε δευτερόλεπτα πριν προλάβει να συνέλθει. Πάρκαρα στο παρκινγκ του εμπορικού. Εκεί με περίμενε η Σάρα.
«Καλημέρα. Δεν σε ακολούθησε?» είπε ταραγμένη.
«Δεν μπορούσε και να ήθελε.» της χάρισα ένα αθώο χαμόγελο και την είδα τον φόβο να καθρεφτίζεται στα μάτια της.
«Τι του έκανες?» Δεν απάντησα. Συνέχισα να περπατώ προς το μαγαζί με τα έπιπλα και με ακολούθησε σιωπηλή. Μπήκαμε στο κατάστημα και άρχισα να κοιτάζω πέρα-δώθε προσπαθώντας να βρω κάτι που να με ενδιαφέρει. «Γιατί ψάχνεις έπιπλα? Δεν έχεις?»
«Ο Ντέιμιεν τα διέλυσε.» της είπα χαλαρά ενώ δοκίμαζα ένα στρώμα.
«Τσακωθήκατε?» με ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Κάνουμε και άλλη δουλειά?» μουρμούρισα πικραμένα αλλά με άκουσε. Όπως είδε και το θλιμμένο μου ύφος. Στάθηκε μπροστά μου και με πήρε αγκαλιά. Πάγωσα στο άγγιγμα της που με βρήκε απροετοίμαστη. Όμως καθώς με έσφιγγε πάνω της συνειδητοποίησα ότι ακριβώς αυτό χρειαζόμουν. Μια αγκαλιά. Την έσφιξα και εγώ πάνω μου χωρίς να πούμε τίποτα. Μου χάιδεψε το μάγουλο καθώς με άφηνε από την αγκαλιά της και μου χαμογέλασε.
«Πρέπει να μιλήσουμε επειγόντως.» Αναστέναξα καθώς απομακρυνόμουν από εκείνη. Είχε δίκιο. Έπρεπε να μιλήσουμε. Είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον αλλά εν ήξερα αν θα ήταν σωστό να μιλήσω σε εκείνη. Όταν φύγαμε πια από το μαγαζί είχε πια βραδιάσει. Μπήκαμε στο αμάξι μου και κατευθυνθήκαμε προς το πάρκο κοντά στο σπίτι μου. Τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό - 8 βαθμοί Κελσίου – δεν θα είχε σχεδόν καθόλου κόσμο. Πάρκαρα ανάμεσα στα δέντρα και κατεβήκαμε να περπατήσουμε στην ησυχία.
«Κάθισε γλυκιά μου.» είπε απαλά όταν είχαμε φτάσει βαθιά στο πάρκο και μου έδειξε ένα παγκάκι ακριβώς πίσω μου. Μπορούσα να αισθανθώ ότι δεν υπήρχε κανείς γύρω μας. Δεν έφερνε καμία μυρωδιά ανθρώπινου αίματος το σιγανό αεράκι που φυσούσε τώρα. Για άγνωστο λόγο η εικόνα του κήπου του Κλάους ανασύρθηκε αργά από την μνήμη μου. Θυμήθηκα τα υβρίδια, τον Κλάους, την περίτεχνη πόρτα. Τα μυστικά που έκρυβε εκείνη η έπαυλη και ήμουν ξανά θυμωμένη ξαφνικά. Με τον εαυτό μου τώρα. Κάθισα όμως σαν καλό κοριτσάκι εκεί που μου υπέδειξε, σταύρωσα τα πόδια μου και την κοίταξα με το ένα φρύδι σηκωμένο να κάθεται δίπλα μου.
«Ο Ντέιμιεν δεν είναι κακός…» ξεκίνησε αλλά δεν μπορούσα να μην την διακόψω. Γέλασα ειρωνικά και γύρισα τα μάτια μου. «Απλά μόνος.» Γούρλωσα τα μάτια μου και ένιωσα το στόμα μου να ανοίγει από έκπληξη. Οκ, μου είχε κινήσει την περιέργεια. Είχε μια στρατιά από υβρίδια φτιαγμένα από το αίμα το δικό μου και της μητέρας μου, σίγουρα μικρότερος θα είχε και καμιά 50αρια υπηρέτριες να του ικανοποιούν τα καπρίτσια του, εξαιρώντας βέβαια την Σάρα και τον Κλάους. Και ήμουν σίγουρη ότι θα είχε καμιά 10αριά νταντάδες μικρότερος. «Εννοώ συναισθηματικά. Αλλά ας αρχίσω από την αρχή. Λίλιθ, ο Ντέιμιεν δεν μεγάλωσε μαζί μας. Ο Κλάους τον έστειλε όταν ήταν 3 σε εσωτερικό οικοτροφείο στην Αγγλία. Δεν είχε έρθει ποτέ στο Μίστικ Φολς με εξαίρεση πριν 2 μήνες. Ο Ντέιμιεν μεγάλωσε μόνος του σε ένα μέρος πολύ μακριά από το σπίτι του. Ο Κλάους δεν είχε πάει ποτέ να τον δει όσο καιρό ήταν κλεισμένος εκεί. Φρόντιζε βέβαια να έχει ιδιαίτερη μεταχείριση και ιδιωτική οικονόμο η οποία άλλαζε κάθε 6 μήνες. Βλέπεις ο πατέρας του φοβάται ότι αν δεθεί συναισθηματικά με κάποια, θα πάθει ότι και ο ίδιος από την Κάρολάιν. Δεν έχει μάθει να φέρεται ανθρώπινα. Σε κανέναν. Στο οικοτροφείο δεν είχε φίλους. Λόγω το ότι εκείνος είχε τα πάντα ενώ οι άλλοι τίποτα τα παιδιά τον είχαν από κοντά μεν αλλά κανείς δεν τον πλησίασε με σκοπό να τον γνωρίσει πραγματικά. Όλοι ήθελαν κάτι από εκείνον. Και παρόλο που οι βαθμοί του ήταν οι υψηλότεροι που έχει δει ποτέ το ίδρυμα, διοργάνωνε τα καλύτερα και τα μεγαλύτερα πάρτι εκεί. Βλέπεις, ο ψυχαναγκασμός είναι προσόν εκεί μέσα. Τον είχε τελειοποιήσει πριν κλείσει τα 9.» Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει στο στήθος μου αλλά και την απόγνωση μου να χτυπάει κόκκινο. Και όχι για το γεγονός ότι είχε τελειοποιήσει τον ψυχαναγκασμό 5 χρόνια πριν από εμένα όπως θα περίμενα. Αλλά για όλα αυτά που είχε ζήσει. Δεν είχα ιδέα. Πως θα μπορούσα άλλωστε? Τον ήξερα, πόσο? Μερικές μέρες μονάχα και αυτές λειψές. Αυτά όμως… αυτή η γυναίκα δεν είχε κανένα δικαίωμα να μου μιλάει για το παρελθόν του. Αν ήθελε ας μου το έλεγε μόνος του! Μα τι έλεγα? Αυτός με το ζόρι μου έλεγε γεια. «Όπως μπορείς να φανταστείς λόγω της εμφάνισης του τα κοριτσάκια τον κυνηγούσαν σαν τρελά.» συνέχισε αγνοώντας την κομμένη μου ανάσα «Όμως εκείνος απλά χτύπαγε και έφευγε. Θυμάμαι μια φορά που μια κοπέλα έκοψε τις φλέβες της για εκείνον επειδή τον είχε δει να φιλιέται με μια άλλη. Όταν καλέσανε στο γραφείο δεν έδωσε καμία απάντηση απλά καθόταν σε μια πολυθρόνα και κοίταζε το κορίτσι να κλαίει με λυγμούς για εκείνον. Ήμουν νοσοκόμα σε εκείνο το ίδρυμα. Έτσι γνώρισα τον πατέρα του. Ήρθε σε επαφή μαζί μου για να βεβαιωθώ ότι ο γιός του ήταν ασφαλής. Όταν έκλεισε τα 16, ο πατέρας του τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά. Απλά είχαν καθίσει σε ένα τραπέζι στην αυλή και ο Κλάους του έδωσε έναν φάκελο με οδηγίες. Του έλεγε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει από δω και πέρα για εκείνον. Θυμάμαι τον Ντέιμιεν να τον κοιτάζει παγωμένα, να βάζει το χαρτί στην τσέπη του και να φεύγει με το κεφάλι ψηλά. Τον επόμενο μήνα κιόλας είχαμε 7 επισκέψεις από κοινωνικούς λειτουργούς και γονείς να παραπονιούνται για την κακοποίηση των παιδιών τους. Θυμάμαι 2 φορές είχαμε αναγκαστεί να φωνάξουμε την Πυροσβεστική. Κανείς βέβαια δεν επέβαλε ποτέ μηνύσεις ή κάτι παρόμοιο.» Ένιωσα τα δάκρυα να κυλάνε καυτά στα μάγουλά μου και όσο και αν ήθελα να την κάνω να σταματήσει δεν μπορούσα να βρω την φωνή μου. «Έλα λίγο στην θέση του Λίλιθ. Για πρώτη φορά είδε τον πατέρα του μετά από χρόνια και αυτό μόνο και μόνο για να τον τεστάρει κατά πόσο ήταν ικανός να φέρει σε πέρας ότι τον διέταζε εκείνος. Δεν είχε παιδική ηλικία, δεν είχε τίποτα εκτός από λεφτά. Πολλά λεφτά. Αυτά όμως δεν αξίζουν τίποτα. Εσύ από την άλλη είχε τα πάντα. Γι’ αυτό φέρεται έτσι. Ζηλεύει να σε βλέπει τόσο δεμένη με την οικογένεια σου ενώ εκείνος το μόνο που έχει είναι έναν πατέρα που τον χρησιμοποιεί…»
«Σταμάτα.» είπα ξέπνοη και σηκώθηκα βηματίζοντας πέρα-δώθε νευρικά.
«Ξέρω ότι τον νοιάζεσαι. Το είδα εκείνη την πρώτη μέρα που ήρθες στο σπίτι. Ξέρω επίσης ότι δεν είναι μόνο αυτό που αισθάνεσαι για εκείνον.» Γύρισα και την κοίταξα τρομαγμένη. «Δεν θα το πω. Ξέρω επίσης ότι και εσύ δεν περνάς απαρατήρητη σε εκείνον. Αναγνώρισα το άρωμα που τον τύλιγε από το βράδυ που γύρισε από την λίμνη. Ήταν το δικό σου.» Εικόνες πλημμύρισαν το κεφάλι μου κάνοντας με να γρυλίσω θυμωμένα. Νόμιζα ότι είχα θάψει αυτές τις αναμνήσεις. «Λίλιθ, σε ικετεύω. Μην τον εγκαταλείψεις. Σε χρειάζεται. Όπως τον χρειάζεσαι και εσύ. Στα πόδια σου πέφτω. Μην τον αφήσεις. Είσαι η μόνη που έχει επιτρέψει να τον πλησιάσει τόσο.» Δεν μπορούσα να ακούσω άλλο. Έφυγα τρέχοντας από το πάρκο και από εκείνη θέλοντας να καθαρίσω το κεφάλι μου από τα λόγια της. Δεν μου πήρε πολύ μέχρι τα πόδια μου να με φέρουν σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και ήρθα αντιμέτωπη με ένα ζευγάρι θυμωμένα πράσινα μάτια.

«Πόσο ηλίθια παίζει να είσαι? Πως φεύγεις έτσι χωρίς να μου πεις που πας? Κινδυνεύεις το καταλαβαίνεις? Έψαξα παντού για να σε βρω. Που ήσουν?» Σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά στο στήθος μου που νόμιζα ότι θα φύγει από το σώμα μου. Είμαι σίγουρη ότι το άκουσε καθώς μαλάκωσε η έκφραση του. «Είσαι καλά? Θέλω να μιλήσουμε για πριν…» Δεν τελείωσε ποτέ την φράση του. Δεν έμαθα ποτέ τι ήθελε να πει στην συνέχεια καθώς τα πόδια μου ξεκόλλησαν επιτέλους από το έδαφος και πήγα προς το μέρος του. Έμεινε έκπληκτος καθώς έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο του και πίεσα τα χείλη μου με δύναμη στα δικά του…




Nadia