Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 33) "Return to the Roots"

Damien’s POV

«Γιατί πρέπει να φύγουμε? Δεν περνάμε ωραία?» μου είπε όλο παράπονο η Λίλιθ ενώ έπεφτε πίσω στο κρεβάτι μου. Η μικρή μου είχε αποδείξει ότι είχε αντοχές πέρα από την φαντασία μου. Είχε αντέξει τριήμερο ξενύχτι και non-stop επισκέψεις από μπαρ σε κλαμπ και το αντίστροφο. Είχαμε δοκιμάσει τις σπεσιαλιτέ όλων των μπάρμαν που δούλευαν στην Νέα Υόρκη και τα συγκρίναμε μετά. Είχε ξεχαστεί τελείως από ότι την βασάνιζε λίγες μέρες πριν. Είχε διασκεδάσει, είχε χορέψει και είχε πιεί μέχρι τελικής πτώσης. Που φυσικά δεν συνέβη ποτέ λόγω των αντοχών της. Τώρα, και ενώ εγώ πάλευα να κλείσω την βαλίτσα της εκείνη με παρακαλούσε να μείνουμε λίγο ακόμα.
«Έχεις υποχρεώσεις πίσω. Το ίδιο και εγώ.» Μούτρωσε ενώ τεντωνόταν.
«Άμα ζητήσω από τον Κλάους να σε αφήσει λίγο ακόμα μαζί μου? Έλα!» Κάθισα δίπλα της και της έτριψα το κεφάλι. Τρελαινόταν για αυτό. Γουργούριζε σαν γάτα όποτε το έκανα.
«Ακόμα και εσύ δεν είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις μαζί του.» Είχε παρατηρήσει ότι απέφευγα τελευταία να τον αποκαλώ ‘πατέρα’ αλλά δεν τον είχε σχολιάσει.
«Τον έχω απειλήσει μια φορά. Μπορώ να το ξανακάνω.» είπε καθώς συνέχισε να τρίβεται πάνω μου. Πήρα το χέρι μου απότομα και την κοίταξα παραξενεμένος.
«Πότε?» άρπαξε το χέρι μου πίσω και το έβαλε στο κεφάλι της να συνεχίσω. Ίδια γάτα.
«Την ημέρα που ήρθε στο πάρτι μου. Που τον είδα για πρώτη φορά. Δεν στο έχει πει?» κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Και δεν σου είπε τίποτα?» ρώτησα καχύποπτα. Αυτός δεν ακουγόταν σαν τον πατέρα μου. Εκείνος δεν υπέκυπτε σε εκβιασμούς, Τώρα όσον αφορά τις δυνάμεις της Λίλιθ... Τι να πω? Μπορεί και να της ήθελε και γι’ αυτό να μην της πήγε κόντρα.
«Όχι. Απλά κατένευσε.» Περίεργο. Θα την κρατούσα αυτήν την σκέψη για μελλοντική χρήση όμως πρώτα…
«Περίμενε. Ήταν το ίδιο βράδυ που συναντηθήκαμε?» Μου ένευσε ναι.
«Ναι. Μετά το πάρτι μου και τον καυγά με τον πατέρα μου πήγα στην λίμνη όπου και ήρθες μετά εσύ. Ο καυγάς με τον πατέρα σου ήταν για εμένα και αυτό το ταξίδι?» Δεν μίλησα. Όχι επειδή ντράπηκα ή κάτι τέτοιο. Απλά δεν ήθελα να θυμάμαι ούτε τον καυγά, ούτε το ξύλο που έφαγα, ούτε και τις αντιρρήσεις μου που πλέον φάνταζαν ως το πιο χαζό πράγμα που πήγαινα να κάνω ποτέ. Αν έχανα αυτή την ευκαιρία για αυτό το ταξίδι… Ε, θα ήμουν άξιος της μοίρας μου.
«Δεν πειράζει. Ελπίζω τουλάχιστον να πέρασες καλά.» είπε θλιμμένα και σηκώθηκε.
«Ήταν μια μοναδική εμπειρία. Χάρηκα που την έζησα.» Μπορεί να έγινε ο χαμός δυο εβδομάδες τώρα, να σκοτωθήκαμε, να έγινε η απόλυτη καταστροφή, αλλά αυτό το ταξίδι μου δίδαξε πολλά. Και ήθελα να το ξέρει. Χαμογέλασε λυπημένα.
«Δεν θέλω να φύγω. Αλλά δεν υπάρχει επιλογή. Πρέπει να αντιμετωπίσω το μέλλον» Διφορούμενη νόημα μπορούσα να βγάλω από την απάντηση της. Ήξερε κάτι που δεν μου έλεγε?
«Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω?» Δεν μου απάντησε ποτέ. Έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας με, με την απορία…


Lilith’s POV


Δεν μπορούσα να του πω ούτε για τα οράματα μου ούτε για τους φόβους μου. Για αυτό είχα προτιμήσει να φύγω από το δωμάτιο του. Φαίνεται ότι στο στάδιο της μέθης ήταν πιο εύκολο στα ερεθίσματα που μου τα προκαλούσαν να με διαπερνούν. Τις τρεις τελευταίες μέρες είχα έξι. Έξι! Αν είναι ποτέ δυνατόν! Έξι δεν είχα σε όλη μου την ζωή. Καθώς μάζευα τα τελευταία μου πράγματα και τα έχωνα στην βαλίτσα αναλογίστηκα τις τελευταίες μέρες. Ακόμα δεν είχαμε φύγει και τις νοσταλγούσα. Μμμ… είχα περάσει τόσο ωραία. Κάποιες στιγμές τουλάχιστον.
«Πετάμε σε λίγο και το αγόρι δεν μπαίνει στο κλουβί.» Γύρισα να δω τον Ντέιμιεν να κρατάει τον Μπλάντι από τον σβέρκο με το ένα χέρι και με το άλλο τις βαλίτσες του. Ήξερα ότι δεν τον πονούσε όπως τον κράταγε, είχα μάθει πέντε-δέκα πράγματα για τους λύκους όλο αυτό το διάστημα για αυτό και δεν έβαλα τις φωνές. Με εντυπωσίαζε πάντως η άνεση με την οποία κρατούσε 20 κιλά λύκο με το ένα χέρι. Οι μύες στα χέρια του ήταν πιο έντονοι και οι φλέβες του πετάγονταν. Έγλειψα τα χείλη μου νιώθοντας το στόμα μου να στεγνώνει. Τον πλησίασα και πήρα το κουτάβι στην αγκαλιά μου.
«Γιατί δεν συνεργάζεσαι?» τον επέπληξε αλλά αυτός απλά με έγλειφε και με κοιτούσε με αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια και ένιωθα την καρδιά μου να λιώνει. «Πως μπορείς να αντισταθείς σε αυτήν την φατσούλα?» Γύρισα προς το Ντέιμιεν και εκείνος απλά με κοιτούσε έτοιμος να βάλει τα γέλια.
«Κοίτα αν αυτά τα μεγάλα κουταβίσια μάτια σου κάνουν τέτοια ζημιά θύμισε μου να παίρνω την μορφή του λύκου πριν σου ζητήσω κάτι την επόμενη φορά.» Με ειρωνεύτηκε και έφερε το κλουβί. «Βάλε τον τώρα μέσα.» Αντιστάθηκε σθεναρά και εγώ ήμουν ένα βήμα πριν βάλω τα κλάματα. «Συγκρατήσου.» συμπλήρωσε αυστηρά ενώ έκλεινε το πορτάκι του κλουβιού.
«Εύκολο για σένα.» είπα πληγωμένα ενώ τον έπαιρνε μακριά μου.
«Ναι, επειδή εγώ δεν έχω συναισθήματα.» Ακούστηκε θυμωμένος και πάλι είχε παρεξηγήσει αυτό που του είχα πει.
«Δεν το εννοούσα έτσι. Ντέιμιεν έλα! Δεν θέλω να φύγουμε τσακωμένοι από εδώ!» τον ακολούθησα στην σκάλα μέχρι κάτω κουβαλώντας τα πράγματα μου.
«Κοίτα, ας φύγουμε οκ?» είπε βγαίνοντας έξω και αρχίζοντας να γεμίζει το αυτοκίνητο.
«Ντέιμιεν σε παρακαλώ! Πραγματικά δεν θέλω να έχουμε πρόβλημα γυρίζοντας πίσω.» Γύρισε να μου πετάξει ένα θανατηφόρο βλέμμα κλείνοντας με δύναμη το πορτμπαγκάζ.
«Γιατί? Θα σε ξαναδώ όταν γυρίσουμε πίσω?» Αυτό λοιπόν τον ενοχλούσε? Δεν έβγαζε νόημα.
«Φυσικά! Τι αυτό ήταν τέρμα?» Τώρα ήμουν εγώ η ενοχλημένη. Νόμιζε δηλαδή ότι έτσι εύκολα θα ξεμπέρδευε?
«Έτσι νομίζω.» γρύλισε αφήνοντας με άφωνη και κινήθηκε προς την πόρτα του οδηγού. Αλλά ανοίγοντας την γύρισε ξανά προς το μέρος μου. «Αλλά πριν φύγουμε..» είπε αρπάζοντας και βάζοντας με να καθίσω στο καπό και με φίλησε άγρια. Του ανταπέδωσα το φιλί στον ίδιο βαθμό τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω του. Αναστέναξε και βάθυνε το φιλί αλλά πριν προλάβουμε καλά-καλά να το απολαύσουμε ένας πίδακας νερού εκτοξεύτηκε με ορμή πάνω μας ξεκολλώντας τον έναν από τον άλλον απρόθυμα.
«Ε! Να πάτε αλλού να βγάλετε τα μάτια σας!» Ο καινούργιος γείτονας όχι απλά ήταν αυστηρός αλλά και όλα τον ενοχλούσαν. Μας είχε σπάσει τα νεύρα με τις συνεχείς φωνές του όλες αυτές τις μέρες. Είδα τις φλέβες στα μάτια του Ντέιμιεν να φουντώνουν και πέρασα το χέρι μου γύρω από την μέση του αναγκάζοντας τον να μείνει στην θέση του.
«Μην του δίνεις σημασία.» του είπα απαλά. Ηρέμησε αλλά ήταν ακόμα ενοχλημένος.
«Μπες μέσα.» είπε αφήνοντας με και μπήκαμε στο αμάξι…




Damien’s POV


Ο γείτονας θα πέθαινε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα γυρνούσα να τον σκοτώσω. Τα δάχτυλα μου με έτρωγαν να τυλιχτούν γύρω από τον λαιμό του όπως ένιωθα και τα δόντια μου να λυσσάνε να μπηχτούν στο δέρμα του. Μπορούσα βέβαια να ενεργήσω αλλιώς. Μπορούσα να τον καταστρέψω με ανθρώπινο τρόπο και να του έκλεβα ότι είχε στην κατοχή του. Απλά θα έπαιρνε περισσότερο. Και θα τον πονούσε περισσότερο… Αυτό θα έκανα. Να δούμε αν θα του αρέσει του βρωμόγερου τότε. Οδηγούσα σιωπηλός κατευθυνόμενοι προς το αεροδρόμιο. Οι ώρες μου μαζί της τελείωναν και γινόμουν όλο και πιο κακοδιάθετος. Δεν είχα καταλάβει ότι όλα τελείωναν μέχρι την στιγμή που είχε βουρκώσει βάζοντας τον Μπλάντι στο κλουβί μεταφοράς. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες ώρες που θα περνούσα μαζί της. Και με ενοχλούσε πολύ. Είχε πει ότι δεν θα χαθούμε αλλά ήξερα καλύτερα. Θα γυρνούσαμε, θα επέστρεφε στην πολύπλοκη ζωή της και εγώ πάλι στην μιζέρια μου. Δεν θα βλεπόμασταν ξανά γιατί κάπου θα έβρισκε ο άχρηστος ο πατέρας μου να με στείλει και εκείνη δεν θα έφευγε ποτέ από το Μίστικ Φολς. Όλα θα ξεχνιόντουσαν, όλος ο χρόνος που περάσαμε μαζί… Γι’ αυτό δεν ήθελα να δένομαι γαμώτο μου! Έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου και έκλεισε τα μάτια της. Αναστέναξα.
«Θα μου λείψεις.» ψιθύρισε τόσο χαμηλά όσο να μιλούσε στον εαυτό της αλλά την άκουσα. Έριξα την ταχύτητα προσπαθώντας να ξεκλέψω λίγες ακόμα στιγμές. Δεν θα της το παραδεχόμουν ποτέ αλλά και εμένα θα μου έλειπε. Πολύ. Θα είχα όμως πάντα τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει με το δώρο της. Χαμογέλασα ελαφρά. Πάρκαρα αργά αλλά δεν κουνήθηκα. Την είχε πάρει ο ύπνος στον ώμο μου και λυπόμουν να την ξυπνήσω. Χάιδεψα απαλά το μάγουλο της και απομάκρυνα μερικές τούφες από το πρόσωπο της. Άνοιξε αργά τα βλέφαρα της και με κοίταξε με τα μεγάλα νυσταγμένα γαλάζια της μάτια.

«Φτάσαμε?» με ρώτησε αργά. Κούνησα το κεφάλι μου θετικά χαμογελώντας της. «Πρέπει να φύγουμε?» Έγνεψα ξανά. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και με αγκάλιασε. Δεν αντέδρασα καθώς με έπιασε απροετοίμαστο. «Ευχαριστώ» ψιθύρισε στο αυτί μου. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό μου και ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά μου. Ήταν ένα τόσο γλυκό φιλί, ένα φιλί για ευχαριστώ που της ταίριαζε τόσο. Απομακρύνθηκε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Έμεινα να την κοιτάζω με λύπη ενώ έπαιρνε τα πράγματα της και έμπαινε στο αεροδρόμιο. Ένας κύκλος έκλεινε σήμερα και εγώ δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Πήρα τα κλειδιά στα χέρια μου και έμεινα για λίγο στο αυτοκίνητο κοιτώντας το άπειρο. Δεν υπήρχε ελπίδα να την δω ξανά οπότε έπρεπε να θυμάμαι τα πάντα. Κάθε χαμόγελο, κάθε μυρωδιά, κάθε βλέμμα της. Κάθε φορά που γελούσε ή τραγουδούσε. Κάθε φορά που μαγείρεψε για μένα και το πόσο με φρόντισε. Ήταν άδικο να μην υπάρχει στην ζωή μου αυτή η γυναίκα. Με δεχόταν και ας ήμουν ένα κάθαρμα. Και όταν επιστρέφαμε θα συνέχιζε να ζει την ζωή της. Αυτό όμως που δεν ήξερα τότε, ή μάλλον δεν φανταζόμουν ήταν ότι σε αυτές τις τόσο πολύτιμες στιγμές δεν είμασταν μάρτυρες μόνο εγώ και η Λίλιθ...




Nadia