Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 31)

Προσπαθώ να δέσω μια λωρίδα ύφασμα στην πληγή του για να σταματήσω την αιμορραγία, όταν ορμούν στο δωμάτιο ο Μπράντον, η Σούζαν, ο Χένρι, η Κόρα, ο Σαντιάγκο και ο Ρότζερ. Όλοι τρέχουν κοντά μου και με ρωτούν με αγωνία πως είμαι. Νιώθω μια ζεστασιά να απλώνεται μέσα μου βλέποντας πόσοι άνθρωποι νοιάζονται για μένα ειλικρινά, όχι μόνο επειδή είμαι η Φύλακας της Προφητείας. Αφού τους διαβεβαιώνω πως είμαι καλά, στρέφομαι προς την Κόρα.
«Κόρα, ο Γουίλ τραυματίστηκε, νομίζω πως είναι σοβαρά. Κοίταξέ τον σε παρακαλώ», της λέω ικετευτικά, ενώ τα μάτια μου είναι υγρά από δάκρυα ανησυχίας που δεν επιτρέπω να κυλήσουν. Η Κόρα γνέφει καταφατικά και εγώ σηκώνομαι όρθια για να πάρει τη θέση μου μπροστά στο Γουίλ.
«Θα μείνω να τη βοηθήσω. Εσύ πήγαινε με τους άλλους έξω», μου λέει ο Μπράντον και σκύβει δίπλα στην Κόρα που ήδη έχει πιάσει δουλειά. Εγώ προσπαθώ να διαμαρτυρηθώ, αλλά οι υπόλοιποι με παρασύρουν έξω.
Η Σούζαν αναλαμβάνει να καθαρίσει και να δέσει το χέρι μου που είναι πληγωμένο από το στιλέτο του Κόνραντ, όσο μου λέει τι συνέβη όταν με έπιασαν. «Δημιούργησαν αναταραχή με τον καπνό κι έτσι μας αιφνιδίασαν. Κάποιοι ήταν επιφορτισμένοι με το να σε απαγάγουν, ενώ άλλοι μας επιτίθονταν. Χάσαμε τον Όουεν και τη Σεσίλια. Αφού οι επιφορτισμένοι με την απαγωγή σου απομακρύνθηκαν, οι υπόλοιποι υποχώρησαν κι έφυγαν επίσης», μου εξηγεί δείχνοντας καταβεβλημένη και κουρασμένη.
«Το ήξερα για τον Όουεν. Πρόλαβα να τον δω να πεθαίνει, όχι όμως για τη Σεσίλια. Δεν άξιζαν να πεθάνουν έτσι. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι. Μακάρι να…», η φωνή μου δεν είναι πολύ σταθερή, καθώς δάκρυα αγανάκτησης και θλίψης παλεύουν στα μάτια μου, αλλά η Σούζαν με κόβει.
«Σσς… Λάιρα, δε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο γι’ αυτούς. Είμαι σίγουροι πως όλοι θα το κάναμε αν υπήρχε. Πίστεψέ με. Δεν υπάρχει λόγος να βασανίζουμε τους εαυτούς μας με υποθετικά σενάρια. Έχουμε πόλεμο και στον πόλεμο συμβαίνουν τέτοια πράγματα, όσο άδικα και αν είναι», μου λέει χαϊδεύοντας το μάγουλό μου τρυφερά. Έπειτα σηκώνεται και μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.
«Πάω να ελέγξω κάτι. Σε μισή περίπου ώρα θα φύγουμε, καθώς έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο. Θα είσαι εντάξει;», με ρωτά. Εγώ γνέφω καταφατικά προς απάντηση κι εκείνη μου γυρίζει την πλάτη όταν μια απορία γεννιέται μέσα μου.
«Σούζαν;» Εκείνη γυρνά πάλι προς το μέρος μου.
«Ναι;»
«Πως μας βρήκατε; Αυτό το μέρος είναι καλά κρυμμένο», λέω κοιτάζοντας πόσο πυκνά είναι τα δέντρα γύρω από την καλύβα η οποία είναι με φυσικό τρόπο καμουφλαρισμένη από τα βρύα που φυτρώνουν στις αποχρώσεις του δάσους και ενθυμούμενη συγχρόνως και τα λόγια του Κόνραντ «Οι φίλοι σου δεν πρόκειται να σε βρουν πριν τελειώσω μαζί σου. Δεν πρόκειται να βρουν αυτή την καλύβα».
«Η Κλαρίσσα χρησιμοποίησε τη δύναμή της να ελέγχει τα ηχητικά κύματα. Άκουσε που σε πήγαιναν τα μέλη της Αδελφότητας της Φλόγας και μας οδήγησε σε εσένα, ακολουθώντας τα ηχητικά κύματα», μου εξηγεί η Σούζαν και αφού της γνέφω καταφατικά εκείνη απομακρύνεται.
Οπότε χρωστάω τη ζωή μου και την αποτροπή της καταστροφής με την παρ’ ολίγο απώλεια του ελέγχου της Πύλης στην Κλαρίσσα. Παρ’ όλο που δε χαίρομαι ιδιαίτερα, πρέπει να της το αναγνωρίσω και να την ευχαριστήσω. Σηκώνομαι από τη θέση μου και την πλησιάζω. Στέκεται κάτω από ένα δέντρο και λιμάρει νωχελικά τα νύχια της με ένα κοφτερό στιλέτο. Μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία μου μού ρίχνει ένα καχύποπτο, αυστηρό βλέμμα.
«Τι;», με ρωτά.
«Ευχαριστώ που τους οδήγησες σε εμένα. Σου χρωστάω τη ζωή μου», λέω χωρίς να χρωματίσω τη φωνή μου και η φράση μου ακούγεται περισσότερο τυπική από όσο ήθελα.
«Έπρεπε να το κάνω. Αλλιώς θα χάναμε τον έλεγχο της Πύλης και όλοι οι κόποι μας θα πήγαιναν στράφη», μου λέει στον ίδιο τόνο. Δεν περίμενα να μου πει παρακαλώ ή να υποστηρίξει πως το έκανε για μένα και όχι καθαρά για να μην χάσουμε τον ελέγχω της Πύλης, αλλά το ήλπιζα παρ’ όλα αυτά. Κυρίως το πρώτο. Μην έχοντας τι άλλο να πω γνέφω και απομακρύνομαι από κοντά της. Εκείνη την ώρα βγαίνει από την καλύβα η Κόρα. Τρέχω κοντά της.
«Πώς είναι;», τη ρωτώ με την αγωνία να με καίει.
«Θα γίνει καλά. Το τραύμα δεν είναι ιδιαίτερα βαθύ και ευτυχώς η λεπίδα δεν τρύπησε κάποιο ζωτικό όργανο, αλλά έχασε πολύ αίμα και θα πονάει αρκετά τις πρώτες μέρες. Καλύτερα να μη μετακινηθεί ακόμα. Πρέπει να ξεκουραστεί», μου εξηγεί η Κόρα.
«Σ’ ευχαριστώ που τον φρόντισες Κόρα», της λέω ανακουφισμένη και τότε συνειδητοποιώ πως ο Όουεν ήταν ο αδελφός της και τον έχασε σήμερα. Αυτόν δε μπόρεσε να τον βοηθήσει. Προσέχω πως η ζωντάνια έχει στραγγίσει από το πρόσωπό της. Είναι χλωμή, τα μάτια της είναι πρησμένα και η φωνή της άχρωμη. Σα να μη μιλάει ένα ζωντανό άτομο, αλλά μια σκιά, ένα προσωπείο θλίψης και θανάτου.
«Λυπάμαι πολύ για τον Όουεν», της λέω και την αγκαλιάζω. «Μακάρι να μπορούσα να το αποτρέψω». Εκείνη για μια στιγμή τρέμει ακίνητη μέσα στην αγκαλιά μου, αλλά μετά σηκώνει και αυτή τα χέρια της και με αγκαλιάζει. Νιώθω πως κλαίει, αλλά δεν ακούω κάποιον ήχο. Χαϊδεύω καθησυχαστικά την πλάτη της.
« Όλα θα πάνε καλά», της λέω, χωρίς να είμαι σίγουρη γι’ αυτό, όμως χωρίς την ελπίδα τι έχουμε;
Μια στιγμή μετά χωριζόμαστε.
«Πώς είναι ο πατέρας σου;», τη ρωτώ επιφυλακτικά.
«Άσχημα. Ήταν ο μοναδικός του γιος και ήταν τόσο μικρός. Κατηγορεί τον εαυτό του για ότι συνέβη. Ισχυρίζεται πως αν είχε απαγορεύσει στον Όουεν να έρθει τώρα θα ήταν ζωντανός. Όμως δε φταίει αυτός. Ο Όουεν ήθελε τόσο πολύ να έρθει που τον παρακαλούσε όλη μέρα για τέσσερεις μέρες. Τελικά ο πατέρας αναγκάστηκε να τον πάρει μαζί μας. Ο μικρός ήταν τόσο χαρούμενος…», λέει η Κόρα και στην ανάμνηση η φωνή της σπάει και ένα νέο κύμα λυγμών τη συνταράσσει. Την κοιτάζω με κατανόηση και θλίψη κι έπειτα σφίγγω το χέρι της στο δικό μου. Ο Πίτερ αγαπούσε πάρα πολύ τον Όουεν και την ίδια και πάντα έδειχνε τόσο προστατευτικός και περήφανος γι’ αυτούς. Είναι σπουδαίος πατέρας. Είναι τόσο άδικο που κάτι τόσο άσχημο συνέβη σε έναν τόσο καλό άνθρωπο.
«Που είναι ο πατέρας σου;», τη ρωτώ συνειδητοποιώντας πως δεν τον έχω δει από τότε που με βρήκαν.
«Έμεινε με τον Όουεν. Ήθελε να περάσει μερικές στιγμές κοντά του και να τον θάψει σωστά. Ήθελε να μείνει μόνος. Είπε πως θα μας συναντήσει αργότερα σήμερα», μου απαντά. Όλο αυτό είναι πολύ επώδυνο για την ίδια κι έτσι αποφασίζω να μην τη ρωτήσω άλλα γι’ αυτό το θέμα.
«Μπορώ να δω τον Γουίλ;», τη ρωτώ τελικά.
«Φυσικά», μου απαντά. Γνέφω και την προσπερνώ ακουμπώντας το χέρι μου στον ώμο της.
Η καλύβα εκτός από ελάχιστα έπιπλα είναι άδεια κι έτσι ο Γουίλ κοιμάται ξαπλωμένος στο τραπέζι που ήμουν δεμένη, τυλιγμένος με επίδεσμο στο σημείο του τραύματος, Εκτός αυτού δεν του φόρεσε κανείς ένα καινούριο πουκάμισο αφού το δικό του καταστράφηκε. Κάνω μεταβολή για να πάω να του φέρω ένα, όταν ακούω τη φωνή του.
«Λάιρα, μη φεύγεις. Μείνε λίγο μαζί μου», λέει. Γυρνάω προς το μέρος του και τον πλησιάζω. Παίρνω μια αναποδογυρισμένη καρέκλα και τη φέρνω δίπλα του. Κάθομαι και σηκώνω το χέρι μου για να χαϊδέψω τα καστανά μαλλιά του. Έπειτα συναντώ τα μάτια του, τα δύο βαθυγάλανα πελάγη που με κοιτάζουν με τρυφερότητα και αναρωτιέμαι πως μπόρεσα να αμφισβητήσω την αγάπη τους και να είμαι τόσο σκληρή και εγωίστρια.
«Πόση ώρα είσαι εδώ;», με ρωτά ενώ συνεχίζω να χαϊδεύω τα μαλλιά του. Η φωνή του είναι βραχνή από τον ύπνο και την ταλαιπωρία.
«Μόλις ήρθα. Με τσάκωσες αμέσως», του λέω χαμογελώντας.
«Δε μου ξεφεύγεις εύκολα. Αντιλαμβάνομαι την παρουσία σου», απαντά κι αυτός εύθυμα χαμογελώντας ελαφρά. Έπειτα πάει να κουνηθεί λίγο, αλλά αμέσως κάνει ένα μορφασμό πόνου και ένα αγκομαχητό ξεφεύγει από τα χείλη του, καθώς το πρόσωπό του συσπάται από τον πόνο.
«Μην μετακινείσαι», τον επιπλήττω. «Δεν σου κάνει καλό».
«Δεν το πιστεύω πως αυτό μου το έκανε η σκύλα η Εστέλλα.», δηλώνει. Αιφνιδιάζομαι και αμέσως με πιάνουν τα γέλια με το χαρακτηρισμό του. Δεν περίμενα να την αποκαλέσει έτσι, αλλά δεν τον αδικώ κιόλας. Αν ταιριάζει σε κάποιον ο χαρακτηρισμός , αυτή είναι σίγουρα η Εστέλλα. Βλέποντας με να γελάω χαλαρώνει κι εκείνος και μου χαμογελά.
«Της άξιζε η μπουνιά που της έδωσες. Υπερασπίστηκες την τιμή μου», συνεχίζει αστειευόμενος, «Που είναι τώρα;»
«Την στείλαμε σπίτι αναίσθητη, αλλά δε νομίζω πως θα συνεχίσει να διοικεί το Όρεστεν. Ο λαός θα επιλέξει καινούριο βασιλιά. Κάτι τέτοιο άκουσα», του λέω.
«Τέλεια», χαμογελά εκείνος, αλλά έπειτα σοβαρεύει.
«Με συγχώρεσες για όσα έμαθες για μένα;», ρωτά και το βλέμμα του φανερώνει την αγωνία του.
Για μια στιγμή το σκέφτομαι. Αλλά δεν είναι δύσκολο να το απαντήσω. Η Σούζαν έχει δίκαιο. Τα αισθήματα του Γουίλ προς το μέρος μου είναι ολοφάνερα, το ίδιο και το πώς μου είπε την αλήθεια για το όσα συνέβησαν. Θα ήταν πολύ εγωιστικό από μέρους μου να προσποιηθώ πως δεν το βλέπω αυτό και να συνεχίσω να τον τιμωρώ για κάτι που δε μπορούσε να αποφύγει κι όμως σταμάτησε τόσο νωρίς. Πως θα μπορούσα να είμαι θυμωμένη μαζί του, όταν δίπλα του νιώθω ευτυχισμένη και χαρούμενη, όταν η αγάπη μου καταπολεμά όλα τα άλλα αισθήματα και όταν το μόνο που θέλω είναι να κοιτάζω το πρόσωπό του, να φιλώ τα χείλη του;
«Φυσικά», του απαντώ σφίγγοντας το χέρι του. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξεφεύγει από τα χείλη του.
«Πρέπει να τραυματίζομαι πιο συχνά τότε. Εσείς τα κορίτσια έχετε αδυναμία στους τραυματισμένους για χάρη σας νέους», αστειεύεται.
«Όχι σε όλους», του απαντώ χαμογελώντας.
«Και τι γίνεται από εδώ και πέρα; Τα πράγματα μεταξύ μας θα είναι όπως πριν; Εννοώ, όπως το πρόσφατο πριν ή το παλαιότερο πριν;», ρωτάει ανήσυχα. Καταλαβαίνω πως ρωτά αν θα ήμαστε φίλοι ή κάτι περισσότερο.
Αντί για απάντηση του χαμογελώ κι έπειτα σηκώνομαι, σκύβω και ακουμπώ απαλά τα χείλη μου στα δικά του. Όταν σηκώνομαι και πάλι τον βλέπω να μου χαμογελά.
«Καλή επιλογή. Νομίζω πως κι εγώ αυτό προτιμώ», λέει εύθυμα. Το χαμόγελο του είναι πλατύ και ειλικρινές, αυτό το χαμόγελο που κάνει τα δυο μικροσκοπικά λακκάκια να εμφανιστούν στο γωνιώδες πρόσωπό του.
«Πάω να σου φέρω ένα πουκάμισο. Θα κρυώσεις», του λέω και προχωρώ προς την πόρτα.
«Ναι καλά. Παραδέξου πως τα μυώδη μου μπράτσα σου αποσπούν την προσοχή», φωνάζει στην πλάτη μου σίγουρα χαμογελώντας στραβά, όπως όταν αστειεύεται. Εγώ γελάω και βγαίνω από το δωμάτιο. Πάντως πράγματι ο Γουίλ έχει όμορφα γυμνασμένα μπράτσα και θώρακα που όταν τα βλέπω θέλω να τα ακουμπήσω. Χαμογελώ και κουνάω το κεφάλι μου για να διώξω αυτές τις σκέψεις.



***


Μισή ώρα μετά είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Ο Πίτερ έχει έρθει και επιμένει να μας ακολουθήσει, παρ’ όλο που δε δείχνει καθόλου καλά. Είναι χλωμός, τα μάτια του είναι πρησμένα και δείχνει απότομα γερασμένος και πολύ κουρασμένος. Παρ’ όλα αυτά δεν αφήνει την Κόρα να έρθει μαζί μας. Δε θέλει να διακινδυνεύσει να χάσει το μοναδικό παιδί που του χει απομείνει, από τη στιγμή που είναι σίγουρο πως όταν βγούμε στο λιβάδι που βρίσκεται η Πύλη θα αντιμετωπίσουμε τα στρατεύματα και των δύο κόσμων της Αδελφότητας της Κυανής Φλόγας. Έχουν ακόμα μια τελευταία ευκαιρία να πετύχουν τον σκοπό τους, ακόμα και χωρίς τον επικεφαλής τους, τον Κόνραντ που είναι πια νεκρός. Αν η Πύλη δεν κλείσει ως τα μεσάνυχτα τότε θα μείνει ανοιχτή για πάντα. Η προθεσμία των δεκαπέντε ημερών τελειώνει απόψε κι αυτοί θα κάνουν τα πάντα για να περάσει άπρακτη. Βέβαια θα εξακολουθώ να μπορώ να την ελέγχω, αλλά ποιο το όφελος όταν θα υπάρχει για πάντα και θα μπορώ να την κλείνω για πολύ μικρά διαστήματα και αυτό ώσπου να πεθάνω και να μείνει ορθάνοιχτη για πάντα; Όχι πρέπει να σφραγιστεί σήμερα μια για πάντα, για το καλό της ανθρωπότητας των δύο κόσμων.
Η Κόρα θα μείνει εδώ να φροντίζει τον Γουίλ, που προφανώς δε θα έρθει να πολεμήσει σε αυτήν την κατάσταση. Θα μείνουν μαζί τους πέντε στρατιώτες από το στρατό του βασιλιά Ρίτσαρντ, να τους φυλάνε. Έπειτα θα έρθουν να μας συναντήσουν όταν η μάχη τελειώσει, ελπίζω υπέρ ημών. Ο υπόλοιπος στρατός του βασιλιά Ρίτσαρντ, όπως και ο ίδιος μας συνάντησαν πριν λίγο και θα έρθουν μαζί μας. Η τελική μάχη πλησιάζει και χωρίς το μεγάλο στράτευμά του δε θα είχαμε καμία πιθανότητα.
Πριν ανέβω στο άλογό μου πηγαίνω να χαιρετήσω τον Γουίλ. Τον βρίσκω να κοιμάται πάνω στο τραπέζι του.
«Έλα κοντά μου σύντομα», του ψιθυρίζω στο αφτί, αν και είμαι σίγουρη πως δεν με ακούει και αφού τον φιλώ στο μέτωπο και αγκαλιάζω την Κόρα βγαίνω από την καλύβα.
Καθώς καλπάζουμε προς το λιβάδι νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι. ‘Κι αν δεν τα καταφέρουμε; Αν πεθάνουμε όλοι; Η Πύλη θα μείνει για πάντα ανοιχτή και αυτοί που θα την ελέγχουν θα φέρουν δυστυχία, φτώχια και εκμετάλλευση στους δύο κόσμους. Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον Γουίλ. Δε θα ξαναφιλήσω τα χείλη του, δε θα ξαναδώ το χαμόγελό του. Όλα θα τελειώσουν’, λέει μια φωνή μέσα μου. ‘Σταμάτα!’, την προστάζω. ‘Όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά’, επαναλαμβάνω μέσα μου μέχρι να το πιστέψω.


Όλγα Σ.