Διπλά Δευτερόλεπτα της Angelina S.

Τρέχω. Το μονο πράγμα που μου απομένει να κάνω είναι να τρέξω. Ο φόβος με έχει κατακλύσει και τα ποδια μου εκτελούν εντολές που δεν δίνει το μυαλό αλλά το σώμα μου. Είναι νύχτα και σχεδόν δεν βλέπω απο το σκοτάδι που καλύπτει τον δρόμο που απλώνεται μπροστά μου . Αμιδρά παχύτερες σκιές δηλώνουν τα εμπόδια που πρέπει να αποφύγω. Οι κινήσεις μου είναι μηχανικές.. Βήμα, ανάσα, βήμα..

Στρίβω δεξιά στο πρώτο στενό που βρίσκω, ελπίζοντας οτι θα με οδηγήσει πιο μακριά απο το μέρος που έζησα εναν απο τους μεγαλύτερους φόβους μου. Στα αυτιά μου ακόμα έρχονται οι κραυγές της την ώρα που ο μαυροφορεμένος μεγαλόσωμος άντρας έχωνε με μανία το μαχαίρι στην κοιλιά της.. στο στήθος της.. στο λαιμό της..

Σταματώ να τρέχω και προσπαθώ να ηρεμίσω την ανάσα μου. Κλείνω τα μάτια μου και η μορφή της ξεπετάγεται μπροστά μου. Το λερωμένο με αίμα πρόσωπό της με κοιτάζει παρακλητικά, ζητώντας μου βοήθεια.
Γιατί δεν την βοήθησες; με ρωτάει επίμονα το υποσυνείδητό μου. Δεν χρειαζόταν να απαντήσω. Ήξερα πόσο δειλή ήμουν. Από μικρό παιδί, δεν έμαθα ποτέ να έχω θάρρος να αντιμετωπίσω το οτιδήποτε. Δεν θα άλλαζε αυτό τώρα.


Θυμάμαι τα μάτια του όταν με κοίταξε. Ήταν μάτια αλλιώτικα, βγαλμένα όχι απο αυτόν εδώ τον κόσμο. Τα μάτια ενός τρελού. Πάγωσα μόλις συνειδητοποίησα οτι με είδε. Αφησε το άψυχο πια σώμα της κοπέλας να πέσει κάτω και πλησίασε αργά προς το μέρος μου. Έκανα να ουρλιάξω αλλά η φωνή μου δεν υπάκουσε. Πήγα να τρέξω αλλά δυο χέρια με αγκάλιασαν και με κράτησαν ακινητοποιημένη. Ένιωσα το τέλος μου να έρχεται..


Τα χέρια του ανέβηκαν στο λαιμό μου, σέρνοντας μαζί το μαχαίρι που θα έβαζε τελεία στις σκέψεις μου. Και σαν να πάγωσε ο χρόνος, σε μια στιγμη απελπισίας απελευθερώθηκα απο τη λαβή του και άρχισα να τρέχω....


Περπατάω γρήγορα. Δεν ακουω πίσω μου βήματα κι αυτό με καθησυχάζει σε μεγάλο βαθμό. Ισως να του ξέφυγα. Πρέπει να παω σε ασφαλές μέρος. Τα λόγια αυτά επαναλαμβάνονται μέσα μου. Δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα.


Μπαίνω σε έναν μεγαλύτερο δρόμο, ελπίζοντας να βγάζει κάπου κεντρικά. Ακούω βήματα. Ωχ, οχι! Κρύβομαι σε ενα κατώφλι πόρτας. Τα βήματα πλησιάζουν, αργά και σταθερά. Φαίνεται σαν κάποιος να ψάχνει. Τα ακούω περισσότερο κοντά μου. Τα πόδια μου λυγίζουν, νιώθω οτι θα λιποθυμήσω. Μαζέυω τις δυνάμεις μου και βγαίνω απο την κρυψώνα μου. Ότι είναι να γίνει ας γίνει, σκέφτομαι.


Τα βήματα γίνονται πιο γρήγορα. Αυτός είναι. Με έψαχνε.. Με βρήκε.. Βάζω όλη τη δύναμή μου στα πόδια μου. Τρέχω όπως δεν έχω ξανατρέξει ποτέ. Η αδρεναλίνη μου έχει φτάσει στα ύψη. Νιώθω οτι έχω βάλει αρκετή απόσταση ανάμεσά μας. Στρίβω σε έναν στενό δρόμο και ψάχνω άλλη μια φορά για κρυψώνα. Βρίσκω έναν αναποδογυρισμένο κάδο απορριμάτων. Τον σηκώνω χωρίς δεύτερη σκέψη, και χώνομαι με δυσκολία από κάτω του. Προσεύχομαι μέσα μου να μη με ψάξει εδώ. Το τελευταίο πράγμα που βλέπω πριν χαθώ στο σκοτάδι της κρυψώνας μου είναι το όνομα του εγκαταλελλειμένου εστιατορίου μπροστά μου. Γίνομαι μια μάζα σώματος και σχεδόν σταματάω να αναπνέω.

Τον ακούω να στρίβει. Κλέινω τα μάτια. Έρχεται προς το μέρος μου.. Πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Δεν αναπνέω. Δεν τολμώ να κουνήσω καν τις βλεφαρίδες μου από το φοβο μου. Με προσπερνάει. Απομακρύνεται ώσπου χάνεται τελείως ο θόρυβος. Αφήνω την ανάσα μου και ανοίγω τα μάτια μου. Δεν μπορώ να βγώ ακόμα.. Θα περιμένω.. Πολύ.


***


“Ήμουν τόσο κοντά, το καταλαβαίνεις;”
Η φωνή μου βγαίνει πιο δυνατά απ'οτι υπολογίζω, και χτυπάω το χέρι μου στο τραπέζι πριν προλάβω να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Νιώθω τόσο εξοργισμένος.
“Σας καταλαβαίνω Ντετέκτιβ Μάρλοου. Αλλά πρέπει να ηρεμίσετε. Σας χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε στην συγκεκριμένη υπόθεση.”
Το βλέμμα της υπαστυνόμου μαλακώνει, η φωνή της είναι ήρεμη, σε αντίθεση με τη δική μου . Πρέπει να χαλαρώσω.


Η χθεσινή νύχτα ήταν ιδιαίτερα κουραστική και το γεγονός οτι δεν είχαμε φέρει εις πέρας την αποστολή μας την έκανε χειρότερη. Ήμουν στο αυτοκίνητό μου και έκανα άσκοπες βόλτες κοντά στον Τάμεση, όταν χτύπησε το κινητό μου. Ένας φόνος, λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Πάτησα το γκάζι χωρίς δεύτερη σκέψη και σε λίγα λεπτά βρισκόμουν στο σημείο που μου είχαν υποδείξει. Το σκηνικό γνωστό. Αστυνομία παντού, πολυβουία, αστυνομικές κορδέλες να ξεχωρίζουν τον τόπο του εγκλήματος.. Μια γυναίκα νεκρή, ένα μαχαίρι λίγα μέτρα πιο πέρα, και ματωμένα χνάρια που οδηγούσαν σε ένα σκοτεινό στενό. Δεν χρειάστηκε να κάνω άλλη σκέψη. Ακολούθησα τον δρόμο που χάραζαν μέχρι που με τύλιξε το σχεδόν απόλυτο σκοτάδι. Στην αρχή δεν είχα κάποιο αποτέλεσμα, περιπλανιόμουν χωρίς να βρίσκω ίχνος του δράστη. Μέχρι που άκουσα βήματα. Ξεκίνησα ένα ανθρωποκυνηγητό χωρίς όμως να καταφέρω να τον φτάσω. Ήταν σαν να ανοιξε η γή και να τον κατάπιε. Γυρισα άπραγος πίσω, κάνοντας με μισή καρδιά την αναφορά μου. Ήταν μια δύσκολη υπόθεση, χωρίς μάρτυρες…


«Σε δέκα λεπτά πρέπει να δώσεις την συνέντευξη τύπου. Γι’αυτό συγκεντρώσου.» λέει το αφεντικό μου βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου. Ανασαίνω και προετοιμάζομαι να το αντιμετωπίσω κι αυτό.


***


Ξυπνάω στο κρεβάτι μου μετά από μια πολύωρη ξεκούραση. Νιώθω πόνους σε όλο μου το σώμα. Μου παίρνει πολλή ώρα να σηκωθώ και να συρθώ μέχρι την κουζίνα. Το μέρος είναι ανάστατο. Τα λερωμένα με αίματα ρούχα μου από χτες είναι πεταμένα ολόγυρα.


Φτιάχνω καφέ και ανοίγω την τηλεόραση. Όλα τα κανάλια μιλούν για το ίδιο πράγμα.


Νεαρή γυναίκα βρέθηκε δολοφονημένη χτες το βράδυ. Ο δράστης αγνοείται. Δεν υπήρχαν μάρτυρες. Όποιος γνωρίζει την παραμικρή λεπτομέρεια ας επικοινωνήσει με την αστυνομια.


Μια φράση επαναλαμβάνεται στο μυαλό μου.


Δεν υπήρχαν μάρτυρες…


Κι όμως, κάνουν λάθος. Υπάρχω εγώ.


Όχι, δεν μπορώ να το κάνω. Θα μπλέξω. Καλύτερα να τους αφήσω να ψάχνουν.


Αρχίζω να αγχώνομαι. Βηματίζω στο δωμάτιο και προσπαθώ να βάλω μια τάξη στη σκέψη μου. Θυμάμαι τα παρακλητικά μάτια της κοπέλας. Της το χρωστάω. Δεν μπόρεσα να την βοηθήσω χτες, θα το κάνω σήμερα.


Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνω το τηλέφωνο.


***


Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Στο γραφείο γίνεται χαμός και τα τηλέφωνα με έχουν τρελάνει. Εμφανίστηκε από το πουθενά ένας μάρτυρας. Ελπίζω να μην είναι άλλη μια κακόγουστη φάρσα. Ο διευθυντής μου με ενημερώνει ότι θα εφαρμοστεί ο νόμος προστασίας μαρτύρων, μιας και ο δράστης έχει χαθεί από προσώπου γης τις τελευταίες ώρες και ο μάρτυρας φοβάται για τη ζωή του.


Βγαίνουν όλοι έξω. Λογικά κατέφθασε. Σηκώνομαι από το γραφείο μου και τους ακολουθώ.


***


Είμαι έξω από το αστυνομικό τμήμα. Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο άγχος. Και νόμιζα οτι η αποφοίτησή μου ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχα αντιμετωπίσει. Προχωράω με αργό και σταθερό βήμα. Κάποιοι αστυνομικοί έρχονται προς το μέρος μου. Αρχίζω να νιώθω ανακούφιση. Σε λίγο θα είμαι και πάλι ασφαλής.


Ή όχι. Οι αστυνομικοί αρχίζουν να τρέχουν προς εμένα φωνάζοντας μου να πέσω κάτω. Σαστίζω. Ο φόβος μου χτυπάει κόκκινο. Είμαι τρομοκρατημένη. Ακολουθώ τις διαταγές τους και γονατίζω στο πεζοδρόμιο. Το τοπίο γύρω μου στροβιλίζεται, η όρασή μου χάνεται. Κάποιος είναι πίσω μου. Αυτός.. Είναι εδώ.. Είναι κοντά μου…


Νιώθω χέρια να με πιάνουν και ακούω λέξεις που δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Με καταπίνει το σκοτάδι…


***


«Μα να τολμήσει να εμφανιστεί εδώ; Αυτό είναι θράσος!» λέω μέσα από τα δόντια μου ενώ προσπαθώ να ηρεμήσω. Οι τελευταίες ώρες ήταν μια σκέτη κόλαση στο γραφείο. Παίρνω από το πακέτο ένα τσιγάρο και το ανάβω.


«Ντετέκτιβ Μάρλοου, δεν επιτρ-»


«Δεν με ενδιαφέρει.» την διακόπτω. «Που τον έχουν τώρα, υπαστυνόμε;» ρωτάω ενώ συναισθήματα απέχθειας γεμίζουν το μυαλό μου.


«Στη νοσοκομειακή πτέρυγα. Έχει διάφορα τραύματα από χτες και τον φροντίζουν.»


Αφήνω ένα ειρωνικό ρουθούνισμα να ξεφύγει. «Θελει και περίθαλψη. Δεν τον αφήνουν να σαπίσει καλύτερα;»


Πετάω το μισοτελειωμένο τσιγάρο μου στο πάτωμα και το σβήνω με το πόδι μου.


«Καληνύχτα» φωνάζει η συνάδελφός μου την ώρα που παίρνω το σακάκι μου και βγαίνω από το γραφείο. Χρειάζομαι ξεκούραση. Αύριο με περιμένει δύσκολη μέρα.
***


Ανοίγω με δυσκολία τα μάτια μου. Δεν μπορώ να εστιάσω. Τα πάντα γύρω μου είναι θολά. Προσπαθώ να τινάξω το νοητό πέπλο που εμποδίζει την όραση μου, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να τρανταχτώ από τον πόνο που διατρέχει όλο μου το κορμί.


Που βρίσκομαι;


Δεν μου παίρνει ώρα για να καταλάβω ότι είμαι ακινητοποιημένη. Τα χέρια και τα πόδια μου είναι δεμένα. Το παγωμένο σίδερο στέλνει μικρά ρίγη στα σημεία που με ακουμπάει.


Ο ήχος από το μηχάνημα που είναι συνδεδεμένο πάνω μου είναι το μόνο που ξεκαθαρίζω. Λίγα λεπτά αργότερα η ζαλάδα μου επιστρέφει. Τα μάτια μου δεν λένε να ανοίξουν. Τι έχω πάθει; Φοβάμαι.. Χάνομαι ξανά..


Ακούω φωνές. Κάποιος είναι μαζί μου. Είναι δύο. Προσπαθώ να επικοινωνήσω, να δείξω ότι τους ακούω. Το σώμα μου δεν εκτελεί καμία εντολή. Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.


***


«Ντετέκτιβ Μάρλοου, τι πληροφορίες έχετε συγκεντρώσει μέχρι στιγμής;» με ρωτάει όλο επισημότητα ο διευθυντής μου.


Καθαρίζω το λαιμό μου.
«Αρκετές. Είναι επαρκείς για να μπορέσουμε να προσάψουμε τις κατηγορίες και να περάσουμε σε δίκη.» Διστάζω.


«Έχετε ομολογία;»


«Ναι. Ο δράστης είναι ένοχος χωρίς αμφιβολίες. Το μόνο που με προβληματίζει…»


«Ναι;»


«Το μόνο που με προβληματίζει είναι ότι δεν είναι ψυχολογικά υγιής. Τουλάχιστον απ’ότι δείχνουν μέχρι τώρα τα πράγματα.»


«Πες μου και κάτι που δεν γνωρίζω, ντετέκτιβ. Ποιός άνθρωπος που έχει σώας τας φρένας θα δολοφονούσε τη γυναίκα του στα καλά καθούμενα;» αφήνει ένα πνιχτό γέλιο να βγει από τα χείλη του. Έχει δίκιο.


«Θα ήθελα λίγες μέρες παράταση μέχρι το δικαστήριο. Να εξετάσω περισσότερο την υπόθεση. Νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά.»


Δείχνει προβληματισμένος. Με κοιτάζει ευθέως και ξέρω ότι με ζυγίζει. Κρατάω το βλέμμα μου σταθερο. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες πάνω του.


«Θα τις έχεις.» λέει αποφασιστικά μετά από μερικά δευτερόλεπτα. «Και μόνο επειδή εμπιστεύομαι το ένστικτό σου, Μάρλοου.»


«Ευχαριστώ πολύ κύριε.» λέω και βγαίνω φουριόζος από το γραφείο του.


Φτάνω στην ιατρική πτέρυγα. Χαιρετάω τον φύλακα απ’έξω και ανοίγω την πόρτα. Τον βλέπω για άλλη μια φορά δεμένο στο κρεβάτι του. Είναι επικίνδυνος. Το βλέμμα του πέφτει πάνω μου με το που μπαίνω στο δωμάτιο. Είναι παγωμένο και νιώθω ότι κατά κάποιο τρόπο διαπερνά την ψυχή μου.


Σφίγγω τα δόντια μου και πλησιάζω. Είναι η τρίτη φορά που μιλάω μαζί του. Τις δύο προηγούμενες μου είχε παραδεχτεί τα πάντα σχετικά με τη δολοφονία. Δεν αρνήθηκε τίποτα. Μάλιστα φαινόταν να το διασκεδάζει.

Κάθομαι στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι. Δεν διστάζω και του ανταποδίδω το βλέμμα. Χαμογελάει.


«Τι άλλο θέλετε να μάθετε ντετέκτιβ; Δεν έχουμε καλύψει το θέμα;»


«Θα σου μιλήσω ευθέως. Κάτι τύποι σαν κι εσένα δεν την γλιτώνουν στην φυλακή. Βοήθησε με να καταλάβω τι κρύβεται απο πίσω και ίσως την σκαπουλάρεις.»


Τον κοιτάζω καχύποπτα και ένα μικρο μειδίαμα σχηματίζεται στα χείλη του. Ή κάτι κρύβει, ή είναι τελείως τρελός.


«Δεν έχω να σας πώ κατι διαφορετικό από τις άλλες φορές. Έμαθα ότι η γυναίκα μου ήταν πρώην πόρνη, καταγόταν από άλλη χώρα και ότι όλον αυτόν τον καιρό μου έλεγε ψέματα. Την αγαπούσα.. Αλλά δεν μετανιώνω. Αν μου δινόταν η ευκαιρία θα το ξανάκανα.»


Τονίζει τις τελευταίες λέξεις του και ένα ρίγος με διαπερνά. Μπροστά μου έχω ένα τέρας.


«Γιατί παραδόθηκες; Γιατί δεν κρύφτηκες; Η τουλάχιστον γιατί δεν το προσπάθησες;» ρωτάω απότομα.


Δείχνει σαστισμένος.
«Μα δεν παραδόθηκα. Με συλλάβατε.»


Σειρά μου να σαστίσω.
«Μα.. αφού..»


«Δεν έχω να σας πω κάτι άλλο ντετέκτιβ. Τώρα τελευταία χάνω συχνά τις αισθήσεις μου. Το είπαν και οι γιατροί. Μάλλον μετά το φόνο λιποθύμησα και όταν ξύπνησα βρισκόμουν εδώ.» ανασηκώνει τους ώμους του.


Νευριαζω.


«Θελεις να το παίξεις ανήξερος κάθαρμα.» βρίζω και τον πιάνω από τον γιακά. Τραντάζεται και αρχίζει να έχει σπασμους. Τον αφήνω και πατάω το κουμπί έκτακτης ανάγκης. Το δωμάτιο γεμίζει με νοσοκόμους. Με σπρώχνουν έξω δίνοντας διάφορες εντολές ο ένας στον άλλο.


Γυρίζω στο γραφείο να δώσω την αναφορά μου και περιμένω τηλεφώνημα για την εξέλιξη της κατάστασης του δολοφόνου.
Ελπίζω να μην πεθάνει.. Ελπίζω να ζήσει για να λάβει την τιμωρία που του αξίζει.


***
Νιώθω σαν να ξυπνάω από έναν βαθύ λήθαργο. Όλα μου τα μέλη είναι μουδιασμένα. Κουνάω το χέρι μου σιγά.. Τα καταφέρνω. Ανοίγω τα μάτια μου. Ένας νοσοκόμος είναι δίπλα μου και φτιάχνει τη δοσολογία στον ορό μου. Ξεροβήχω.


«Επιτέλους, ξύπνησες!» λέει σαρκαστικά. «Αναρωτιόμασταν αν θα μπορέσεις να παρευρεθείς αύριο στο δικαστήριο. Έτσι όπως είσαι βέβαια..»


Γελάει και βγαίνει από το δωμάτιο. Είμαι μπερδεμένη. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα μια γιατρός. Φαίνεται καλοσυνάτη αλλά με κοιτάζει περίεργα. Εστιάζει στα μάτια μου. Της χαμογελάω.


«Ειμαι η δρ. Έλγουντ. Ήρθα να κάνουμε τον τελευταίο ψυχολογικό έλεγχο. Οι προηγούμενοι συνάδελφοι έχουν δώσει τις αναφορές τους. Μόλις ολοκληρώσουμε και σήμερα, θα στείλουμε την κατάθεση στο δικαστήριο.»


Ποιόν έλεγχο; Τι λέει;


«Συγγνώμη.» λέω δειλά. «Που βρίσκομαι;»


Συνωφρυώνεται παραξενεμένη.


«Δεν ξέρεις;»
***


Σβήνω το αποτσίγαρό μου την στιγμή που χτυπάει το κινητό μου. Ο κατηγορούμενος ζει. Η γυναίκα στην γραμμή μιλάει γρήγορα και δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω. Όμως δεν μπορώ να μην καταλάβω αυτό που μου λέει.


Σοκάρομαι.
«Τι;»
Το κινητό πέφτει από τα χέρια μου.


***


Κλαίω. Για άλλη μια φορά τα δάκρυά μου κυλάνε αυτόνομα από τα μάτια μου. Δεν μπορεί να το έκανα εγώ αυτό. Εγώ ήμουν πάντα ήρεμη.. Δεν μπορεί..
Όμως τόσα ψυχολογικά τέστ.. Τόσες εξετάσεις..


Εγώ την σκότωσα…


***


Οι πληροφορίες είναι σαν καταιγισμός για τον κουρασμένο μου εγκέφαλο. Η δρ. ‘Ελγουντ μιλάει σαν τρελή.


«Τι εννοείτε είναι αθώος;» ρωτάω σαστισμένος.


«Τυπικά δεν είναι. Τεχνικά όμως είναι. Ο ένας εαυτός του δηλαδή.»


«Δεν ξέρω τι μου λέτε. Δεν είναι πράγματα αυτά. Θα δικαστεί κανονικά. Είναι ένοχος. Βρήκαμε τα ματωμένα ρούχα στο διαμέρισμά του. Και τα δαχτυλικ-»


«Δεν με καταλαβαίνετε. Ο άντρας φυσικά και είναι ένοχος. Σε περιπτώσεις διπλής προσωπικότητας τα πράγματα περιπλέκονται όμως. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε το διαφορετικό. Πρέπει να δράσουμε αναλόγως.»


Ξεφυσάω. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο περίπλοκο;


***


Η δρ. ‘Ελγουντ μου εξήγησε τα πάντα. Είναι τόσο καλή. Αυτό που μου συμβαίνει είναι τόσο περίεργο. Με το ζόρι το χωράει ο νούς μου. Το καλό είναι ότι δεν σκότωσα εγώ την γυναίκα. Είμαι αθώα.


Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να το αποδείξω…


***


«Είναι σαν να καταδικάζουμε έναν αθώο άνθρωπο!» ωρύεται η ψυχολόγος.


Εν μέρει την καταλαβαίνω. Η γυναικεία προσωπικότητα του κατηγορούμενου φαίνεται να έχει επικρατήσει.


«Ναι δόκτορα. Πριν κάποιες μέρες όμως είχε επικρατήσει η προσωπικότητα του άλλου. Δεν ξέρουμε ποιος είναι ποιος, και ουτε θα κάτσουμε να κρίνουμε ποιος από τους δύο είναι παρόν περισσότερη ώρα!»
Είμαι έξαλλος για άλλη μια φορά.


***


Είμαι η Μέριλιν Τζόουνς. Είμαι 28 χρονών, ανύπαντρη, ξανθιά, με αγάπη για τη ζωγραφική. Δυστυχώς έχω μια κακή πλευρά. Ονομάζεται Μπλέικ Λέιβερ και είναι δολοφόνος.


Δημιουργήθηκα την στιγμή που ο Μπλέικ σκότωσε την γυναίκα του, Μόιρα, αφήνοντας ορφανό τον μοναχογιό τους. Έτρεξα μακριά από εκείνον αλλά δεν μπόρεσα να του ξεφύγω γιατί είναι ένα κομμάτι δικό μου.


Στο στενό δεν με κυνηγούσε ο δολοφόνος, αλλα ένας αστυνομικός. Έξω από το τμήμα, οι αστυνομικοι δεν έτρεξαν για να με σώσουν, αλλα για να με συλλάβουν.


Δεν έχω πολλή ώρα στη διάθεσή μου. Έχω πάρει την απόφασή μου.
Πάντα ήμουν δειλή και δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τον κόσμο.. Ήρθε η ώρα να το κάνω.


Για μένα..
Για την γυναίκα που με κοίταξε προδομένη..
Για το μικρό αγόρι που έμεινε ορφανό..



Θα σκοτώσω τον άνθρωπο που έφταιξε για όλα αυτά. Τώρα.




Angelina S.