Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 15) "Games of Power"



 Άκουσα το κάλεσμα του σαν ένα ενοχλητικό και αδιάκοπο βουητό στα αυτιά μου. Έβρισα από μέσα μου και κοίταξα τριγύρω. Το σοκάκι στο οποίο είχα παρασύρει αυτή την τύπισσα που βρισκόταν τώρα γονατισμένη μπροστά μου, ήταν άδειο και σκοτεινό. Κοίταξα την είσοδο πίσω μου αλλά κανείς δεν φάνηκε να εμφανίζεται από το σκοτάδι. Προσπάθησα να αγνοήσω το κάλεσμα αλλά ήταν μάταιο. Όσο δεν ανταποκρινόμουν τόσο αυτό συνέχιζε ασταμάτητο και ολοένα και πιο δυνατό. Γρύλισα τσαντισμένος ενώ έπιανα το κεφάλι της κοπέλας και την έσπρωχνα στα πλάγια. Ανέβασα το φερμουάρ μου βρίζοντας κάτω από την ανάσα μου. 
  «Τι έγινε?» με ρώτησε ενώ σηκωνόταν από το έδαφος. Δεν της απάντησα ενώ της γυρνούσα την πλάτη και κατευθυνόμουν προς την έξοδο. «Ε!» μου φώναξε ξανά και έκανε να με ακολουθήσει. Πεισματάρες γυναίκες. Γύρισα, την έπιασα από τον λαιμό και κοπάνησα το κεφάλι της στον πέτρινο τοίχο.
  «Σκάσε.» της είπα απλά και χαμήλωσε το κεφάλι. Μια όξινη μυρωδιά αίματος πλημμύρισε τον αέρα ενώ άφηνα τον λαιμό της. Έπεσε αναίσθητη στο έδαφος και έμεινα να την κοιτάζω αδιάφορος. Το κάλεσμα πλέον είχε φτάσει στην μέγιστη ένταση που δεν με άφηνε ούτε να σκεφτώ.  «Έρχομαι!» φώναξα και άνοιξα τα φτερά μου. Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να νιώθω τον αέρα από κάτω καθώς έπεφτα. Προσγειώθηκα στις γνωστές μου πέτρες ενώ σήκωσα και ένα σύννεφο σκόνης.
  «Επιτέλους! Γιατί δεν υπακούς?» με ρώτησε ο αδερφός μου τσαντισμένος ενώ κατέβαινε από τον πέτρινο θρόνο του.
  «Γιατί δεν είμαι ο δούλος σου ίσως?» απάντησα ειρωνικά ενώ στεκόμουν όρθιος και έδιωχνα την σκόνη από τα ρούχα μου.
  «Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι?» Ω, κάτι είχε γίνει. Το πιο πιθανό ήταν κάποιος να τον είχε απογοητεύσει.
  «Αδερφέ, θες να μου πεις γιατί με κάλεσες? Ξέρεις, είχα μια δουλειά εκεί πάνω που διέκοψες.» προσπάθησα να του εξηγήσω αλλά ταυτόχρονα και να τον ξεφορτωθώ.
  «Τι είναι πιο σημαντικό από τον άρχοντα σου?» Κοίταξα τριγύρω μου. Δυο από τα στρατεύματα μου βρίσκονταν στην αίθουσα, γονατισμένοι και με σκυμμένο το κεφάλι. Τι είχε γίνει?
  «Τίποτα Άρχοντα μου.» απάντησα μηχανικά χωρίς να παίρνω το βλέμμα μου από τους συντρόφους μου. Το βλέμμα του Τζέικ σηκώθηκε ελάχιστα για να συναντήσει το δικό μου για ένα δεύτερο. Το δεξί του μάγουλο έσταζε αίμα από μια βαθιά χαρακιά κάτω από το μάτι του. Το αίμα μου άρχιζε να βράζει πάλι και ο θυμός άρχισε να με κυριεύει.
  «Μπορείς να το εξηγήσεις λοιπόν σε αυτούς τους άχρηστους?» Φούσκωσε το στήθος του και πρόταξε τα φτερά του ως δείγμα ανωτερότητας και εξουσίας αλλά σε μένα δεν λειτουργούσε αυτό. Τον κοίταξα στα μάτια και πρόταξα και τα δικά μου φτερά. Μπορεί, σε μια πολύ παλιά ζωή, να μην έπιανα μία σε ομορφιά και σε κύρος μπροστά σε εκείνον, αλλά όχι πια. Οι αμαρτίες και η Κόλαση είχαν αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του. Τα φτερά του είχαν ξεφτίσει και το πρόσωπο του δεν έμοιαζε πια ανθρώπινο, μονάχα τα πράσινα μάτια του, καθρέφτης των δικών μου, θύμιζε την αγγελική του καταγωγή. Τώρα λοιπόν, εγώ υπερτερούσα.
  «Αυτοί οι άχρηστοι όπως τους λες, είναι οι συμπολεμιστές μου. Έχουν αποδείξει και ποιοι είναι και τι μπορούν να κάνουν. Έχουν πολεμήσει στο πλάι μου και έχουν αποδεκατίσει στρατιές των αγγέλων.» Με κοίταξε και χαμογέλασε σαρδόνια.
  «Νομίζεις ότι είναι κάτι ιδιαίτερο? Χιλιάδες θα το έκαναν για μένα.» Η σιγουριά και η αυταρέσκεια του ήταν μόνο μερικά από τα ‘χαρίσματα’ του. Πλέον δεν μπορούσα ούτε δυο λεπτά να τον ανεχτώ, πόσο μάλλον να σκύψω το κεφάλι και να υποταχτώ.
  «Τότε πιο είναι το πρόβλημα?» ρώτησα μπερδεμένος.
  «Αυτοί οι ηλίθιοι αρνούνται να ακολουθήσουν την εντολή μου. Θέλω τον θηλυκό άγγελο εδώ. Πόσες φορές πρέπει να το πω?» Για πρώτη ίσως φορά στα τόσα χρόνια μετά την Πτώση τον άκουγα τόσο πωρωμένο και δυσαρεστημένο. Τι εμμονή είχε πάθει πια?
  «Δαίμονες είναι. Διψάνε για μάχη. Σιγά μην ασχοληθούν με ένα κορίτσι.» προσπάθησα να εξηγήσω χωρίς επιτυχία.
  «Ένα Νέφελιμ.» με διόρθωσε. Η παλάμη που κράδαινα το όπλο άρχισε να με τρώει. Πόσο θα ήθελα να του κόψω αυτό το σιχαμένο στόμα από το υπόλοιπο πρόσωπο του. Θα ήμουν νεκρός στο λεπτό όμως.
  «Ότι και αν είναι. Θέλουν αίμα.» γρύλισα μέσα από τα δόντια μου προσπαθώντας με όλες τις δυνάμεις μου να συγκρατηθώ.
  «Αυτό είναι? Ή μήπως αρνούνται να ακολουθήσουν την εντολή επειδή δεν προέρχεται από εσένα?»
  «Τι σημαίνει πάλι αυτό?» φώναξα. Τι στο καλό τον είχε πιάσει? Τα εννοούσε αυτά?
  «Μήπως εποφθαλμιάς την θέση μου αδερφέ?» Αυτό που έλεγε με προσέβαλε και με πλήγωνε περισσότερο από όσο περίμενα. Αν είχε αυτήν την άποψη για μένα... Δεν έφταναν όσα είχα κάνει για εκείνον από την στιγμή που είχα ελευθερωθεί ως απόδειξη της πίστης μου? Όσο το σκεφτόμουν όμως και εγώ ο ίδιος αμφισβητούσα τις προθέσεις μου. Δεν ήθελα την θέση του. Ήμουν γεννημένος πολεμιστής όχι υπερόπτης ηγέτης. Τίναξα τα φτερά μου. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσα να την αποκτήσω.
  «Αν ήθελα την θέση σου, θα την είχα.» του απάντησα με ένα χαιρέκακο χαμόγελο.
  «Τόσο απλό το βρίσκεις? Πρόσεχε τι λες αδερφέ γιατί δεν έχω σε τίποτα να σε φυλακίσω ξανά.» μου έδειξε τα δόντια του ως απειλή αλλά εγώ το μόνο που έκανα ήταν να χαμογελάσω πιο πλατιά.
  «Μπορείς να προσπαθήσεις. Δεν θα καταφέρεις όμως.»
  «Πιστεύεις ότι φλεγόμενες αλυσίδες και 660 φρουροί δεν θα καταφέρουν να σε κρατήσουν? Τα κατάφεραν μια χαρά την πρώτη φορά.» Τα μάτια μου στένεψαν και έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές. Πόσες μαχαιριές θα έτρωγα αν απλά του έριχνα μια στο πιγούνι?
  «Την πρώτη φορά με φυλάκισες εν αγνοία μου!» ούρλιαξε ενώ η όραση μου άρχισε να θολώνει.
  «Τι να πω? Είμαι κακός δαίμονας.» Είδα με την άκρη του ματιού μου τον Τζέικ να μου κάνει νόημα να ηρεμήσω αλλά ήταν πραγματικά ακατόρθωτο σε αυτό το σημείο.
  «Ξανακάνε κίνηση.» τον πέταξα απειλητικά. Με κοίταξε για ένα δεύτερο παγωμένος πριν ξεσπάσει σε γέλια.
  «Εσύ θα με σταματήσεις?» κατάφερε να αρθρώσει με κόπο.
  «Δεν είμαι μόνος μου πλέον αδερφέ.» είπα αποφασισμένος ενώ διέταξα τους άντρες μου να σηκωθούν στα πόδια τους. Υπάκουσαν αμέσως.
  «Νομίζεις ότι 2 στρατιές αξιοθρήνητων δαιμόνων και ένα ξεμαλλιασμένο σκυλί θα σε βοηθήσουν αν εξαπολύσω την οργή μου?» Έδειξε τον Τζέικ.
  «Μίλα καλύτερα για τον Στρατηγό μου.»
  «Α, ναι ξέχασα. Αυτός είναι ο νέος σου αδερφός τώρα.» Αυτό ήταν... Παράπονο? «Εγώ είμαι ο Δίδυμος σου αν θυμάσαι.» Ω ναι, ήταν σίγουρα παράπονο. Από τον τόνο του και το πώς ανέβασε την φωνή του μπορούσα να διακρίνω και κάτι άλλο. Ζήλεια?
  «Δεν με αφήνεις να το ξεχάσω.» απάντησα πριν το σκεφτώ. Ακούστηκα αδυσώπητος και φάνηκε στο πρόσωπο του. Έπρεπε να προσπαθώ να τον ηρεμήσω, όχι να τον τσαντίσω και άλλο. Η λογική όμως ποτέ δεν ήταν ένα από τα δυνατά μου σημεία. «Και όχι. Δεν θα σε σταματήσουν αυτοί. Εγώ θα το κάνω.»
  «Τι θα κάνεις? Θα βγάλεις το σπαθί σου και θα με μαχαιρώσεις?» με προκαλούσε αλλά δεν θα ενέδιδα.
  «Ποτέ δεν θα το έκανα αυτό. Είσαι αδερφός μου.» Για μια στιγμή, μονάχα μία, μου θύμισε τον παλιό του εαυτό. Πριν Πέσει. Είδα καλοσύνη και αγάπη να περνούν με ταχύτητα φωτός από το πρόσωπο του πριν επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση του. Αναστέναξα αθόρυβα.
  «Ω, μην μου πεις ότι κράτησες τον κώδικα τιμής σου από την Πτώση αδερφέ. Σε είχα για πιο έξυπνο. Οι αιώνες που ήσουν αλυσοδεμένος δεν σε βοήθησαν να σκεφτείς καθαρά?»
  «Μια χαρά σκέφτομαι. Και, παρόλο που ήμουν αλυσοδεμένος, καλύτερα από εσένα τα κατάφερα.» Χτύπημα κάτω από την ζώνη. Τον είδα να σφίγγει την γροθιά του και περίμενα να με χτυπήσει. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Το στόμα του συσπάστηκε μονάχα ενώ ένα γρύλισμα ξέφυγε από τα δόντια του.
  «Πες στα σκυλιά σου να ακολουθήσουν την εντολή μου αλλιώς θα τους εξοντώσω.»  Τον κοίταξα στα μάτια πριν γυρίσω να κοιτάξω τις διμοιρίες μου. Ο θυμός μου είχε εξαφανιστεί όσο γρήγορα είχε έρθει. Τώρα ένιωθα απλά λύπηση για τον αδερφό μου και ότι έπρεπε να κάνω τα πάντα να προστατέψω τους συντρόφους μου.
  «Θες τον Άγγελο? Θα έχεις τον Άγγελο.» είπα κουρασμένα και κατευθύνθηκα προς τον Τζέικ. Του έτεινα το χέρι και τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του.
  «Δεν θα τον έχω εγώ Ντέιμιαν. Τον ρίχνεις, τον παίρνεις.» Οι υπόλοιποι σηκώθηκαν επίσης για να με κοιτάξουν καλά-καλά με το άκουσμα των λέξεων του αδερφού μου. Δεν μίλησαν αλλά ήξερα τι σκεφτόντουσαν. Θα ήμουν το πιο καυτό θέμα συζήτησης για βδομάδες. Μην πω μήνες.

  «Εντάξει.» είπα και βγήκα γρήγορα από την Αίθουσα. Έτρεξα και μπήκα στο δωμάτιο μου κοπανώντας την πόρτα πίσω μου. Έριξα το κεφάλι μου πάνω στον κακοφτιαγμένο, πέτρινο τοίχο και έκλεισα τα μάτια μου. Ξαφνικά ένιωθα σαν κάθε σταγόνα ενέργειας και δύναμης να είχε χαθεί από τον οργανισμό μου. Άκουσα ένα χαμηλό χτύπημα στην απέναντι πλευρά της πόρτας. Δεν χρειάστηκε να ακούσω την φωνή του επισκέπτη μου. Ήξερα ήδη ποιος ήταν. «Όχι απόψε Τζέικ. Αύριο θα σας ενημερώσω για το σχέδιο.» Άκουσα το ξεφύσημα του και τα βήματα του που απομακρύνονταν. Το να τον βλέπω έτσι χτυπημένο δεν θα βοηθούσε την ψυχική μου κατάσταση. Κάτι τέτοιες στιγμές βλαστημούσα την ύπαρξη μου. Έπρεπε να είχα πεθάνει στην Πτώση. Ή στα χρόνια που ήμουν δέσμιος του αδερφού μου. Τέτοιες στιγμές κάποια υπολείμματα αγγελικών συναισθημάτων που πάλευα να θάψω βαθιά βγαίνανε στην επιφάνεια. Δεν μπορούσα να βλέπω τους συντρόφους μου υποταμένους και φοβισμένους. Ούτε τον Τζέικ ματωμένο. Ούτε τον αδερφό μου σε πλήρη σύγχυση. Αναστέναξα βαθιά. Τι μπορούσα να κάνω να τα διορθώσω όλα αυτά? Η λύση ήταν μπροστά μου. Δεν έπρεπε να ρίξω το Νέφελιμ. Έπρεπε να το αφανίσω. Έτσι ο αδερφός μου θα σταματούσε να ξεσπά στον στρατό μου. Θα ήταν εύκολο να το δικαιολογήσω. Πάνω στην μάχη δεν ελέγχεις τους νεκρούς σου.  Θα μου έλυνε αυτό όμως όλα μου τα προβλήματα? Δεν το γνώριζα αυτό. Αλλά αν έβγαινε από την μέση αυτό, ίσως τα υπόλοιπα να μπαίνανε σε σειρά. Έβγαλα το ξίφος μου από το θηκάρι του και το κοίταξα στο ελάχιστο φως από τις δάδες. Άλλο ένα αγγελικό κεφάλι θα έπαιρνε. Σιγά το πράμα. Γιατί τότε το αισθανόμουν τόσο λάθος?

Nadia