Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 17)


Είναι παραμονή Χριστουγέννων, και το Ντάνβιλ είναι πανέμορφο όταν είναι χιονισμένο. Οι λίμνες παγώνουν, και οι κάτοικοι στολίζουν τα σπίτια τους γιορτινά. Κάθε χρόνο ανταγωνίζονται για το ποιο σπίτι έχει τα καλύτερα στολίσματα. Ο Ρικ, που φοράει ένα καφέ παντελόνι, μποτάκια και χοντρό μαύρο μπουφάν, επιστρέφει σπίτι κρατώντας ένα φρεσκοκομμένο έλατο και βλέπει τη Μέριλιν, η οποία φοράει ένα κόκκινο πουλόβερ μ’ έναν χιονάνθρωπο πάνω και μια χριστουγεννιάτικη ποδιά, να σερβίρει υπέροχο χοιρινό ρολό με ροδισμένες πατάτες φούρνου και σαλάτα Σίζαρς. Έχει ανάψει κεριά στο τραπέζι και όλο το σπίτι είναι στολισμένο χριστουγεννιάτικα και το τζάκι είναι αναμμένο. Ένα χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο του Ρικ μετά από πολύ καιρό. 
«Είπα να φτιάξω λίγο την ατμόσφαιρα» του λέει και πάει να τον βοηθήσει με το δέντρο. «Ουάου, πότε πρόλαβες και τα κανες όλα αυτά; Πόσο καιρό έλειπα;» τη ρωτάει και της δίνει ένα φιλί.
Κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλον και τρώνε, πίνουν κόκκινο κρασί ενώ ανταλλάσσουν βλέμματα και χαμόγελα χαράς ενδιάμεσα της συζήτησής τους στο ποιος από τους γείτονες έχουν το καλύτερα στολισμένο σπίτι. Όταν τελειώνουν με το φαγητό, ο Ρικ σηκώνεται και κάθεται δίπλα της.
«Περάσαμε πολλά τους τελευταίους μήνες. Και τώρα νομίζω, Μέριλιν, και ελπίζω δηλαδή να τα αφήσουμε όλα πίσω μας και να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτό που είχαμε» της λέει με ένα χαμόγελο ζεστό και της δίνει πίσω το δακτυλίδι των αρραβώνων τους. Η Μέριλιν το βλέπει και δακρύζει από τη συγκίνηση. «Τι λες;» τη ρωτάει. Αυτή ξεροκαταπίνει και σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα και βάζει το δακτυλίδι στο δάκτυλό της και του δίνει ένα παθιασμένο φιλί.
«Θα είναι μεγάλη μου τιμή, Ρικ. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ και δεν πρόκειται ποτέ ν’ αγαπήσω κανέναν άλλον σαν εσένα» του λέει κι αυτός συγκινείται και της δίνει κι άλλο φιλί.
«Λοιπόν, έλα έχουμε να στολίσουμε το δέντρο» της λέει, «Μισό να μαζέψω τα πιάτα» του λέει η Μέριλιν. «Άστα τώρα, θα τα μαζέψω εγώ μετά. Έλα να το στολίσουμε, θέλω να το δω να λάμπει μέσα στο σπίτι» της λέει χαρούμενα. Βάζουν λοιπόν μουσική χριστουγεννιάτικη, τα κλασικά, και αρχίζουν και το στολίζουν. Η ατμόσφαιρα είναι τόσο ζεστή και ρομαντική.
Όταν πια βάζουν και το άστρο και ανάβουν τα λαμπάκια, το χαζεύουν, χαμογελώντας, ενώ ο Ρικ πιάνει το χέρι της Μέριλιν και το κρατάει σφιχτά. Αυτή γυρίζει και τον κοιτάει. Τότε αρχίζει και παίζει το «All I want for Christmas is you».
Στην εισαγωγή του τραγουδιού, φιλιούνται κάτω από το δέντρο και όταν μπαίνει το τραγούδι την παίρνει κι αρχίζουν και χορεύουν. Την κάνει σβούρες και αυτή γελάει, και την παίρνει στην αγκαλιά του και γυρίζει γύρω-γύρω, ενώ τραγουδούν τους στίχους. Αυτός αρχίζει και την γαργαλάει κι αυτή τρέχει στο σαλόνι κι αυτός την κυνηγάει και τη γαργαλάει και πέφτουν στο χαλί, γελώντας.
Όταν πια τελειώνει το τραγούδι, παίζει η ροκ μπαλάντα «Its Only Christmas» του Ronan Keating.
Κοιτιούνται στα μάτια, δίπλα στο τζάκι. Αυτός της βγάζει το πουλόβερ κι αυτή το δικό του. Σύντομα γδύνονται τελείως και αρχίζουν να φιλιούνται με πάθος και τότε αυτός χαϊδεύει το κορμί της, κάθε εκατοστό του, και μετά, αυτή τον κρατάει από τον λαιμό όσο αυτός αρχίζει και μπαίνει μέσα της.
Καταλήγουν να κάνουν έρωτα, όσο το χιόνι απ’ έξω δυναμώνει.
Την ίδια ώρα, η Ζωή πλένει τα πιάτα στο σπίτι με δάκρυα στα μάτια, όσο ο Μπράντλεϋ βλέπει τηλεόραση. Μετά κάθεται στο κρεβάτι της και κοιτάει το χιόνι έξω από το παράθυρο. Ξεσπάει σε κλάματα, ακούγοντας το ίδιο ακριβώς τραγούδι (Its Only Christmas).
Όταν τελειώνει ο Ρικ με τη Μέριλιν, αυτός είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα, αυτή του φιλάει τον λαιμό, κι εκείνος γυρνάει και χαζεύει τη φωτιά στο τζάκι. Ένα δάκρυ κύλισε στο πρόσωπό του αλλά προσπάθησε να το κρύψει.
Τελικά αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα, και όταν πια πέφτει για ύπνο ο πατέρας της, παίρνει μια βαλιτσούλα και φεύγει και χάνεται μέσα στη χιονισμένη πόλη που κάνει τα δάκρυά της σταλαχτίτες στα μάγουλά της.
Το επόμενο πρωί, η Μέριλιν με τον Ρικ παίρνουν ταξί για να επισκεφτούν τον πατέρα της. Όταν φτάνουν, ο Μπράντλεϋ την αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια και της φιλάει τα μάγουλα και το μέτωπο. «Χρόνια πολλά, μπαμπά…» του λέει με δάκρυα στα μάτια.
«Κορούλα μου, πόσο μου έλειψες, δε μπορείς να φανταστείς» της λέει. Ο Ρικ κοιτάει, με περιέργεια,  τριγύρω στην κουζίνα και στο μπαλκόνι και τις σκάλες. «Η…Ζωή ξύπνησε;» ρωτάει, προσπαθώντας να μη δείξει έντονο ενδιαφέρον.
«Δε ξέρω, δεν την άκουσα καθόλου» λέει ο Μπράντλεϋ κοιτώντας τον, θυμωμένος. «Άσε, θα πάω εγώ να τη ξυπνήσω» λέει, χαρούμενη, η Μέριλιν και τρέχει στο δωμάτιο. Ο πατέρας της βάζει έγκνογκ στον Ρικ να πιεί. «Πολύ νόστιμο» σχολιάζει ο Ρικ, «η Ζωή το φτιαξε» του απαντάει ο Μπράντλεϋ κοιτώντας τον συνεχώς με ένα θυμό.
Η Μέριλιν μπαίνει στο δωμάτιο της Ζωής κάνοντας «Χο χο χο, καλά χριστούγεννα…» αλλά σταματάει όταν βλέπει άδειο το δωμάτιο και το κρεβάτι της στρωμένο με ένα γράμμα πάνω.
Πηγαίνει, το ανοίγει και το διαβάζει. Ξεροκαταπίνει και ξεφυσάει. «Κορίτσια, ελάτε, έχουμε να ανοίξουμε δώρα!» ακούει τη φωνή του πατέρα της από κάτω.
Όταν εμφανίζεται στο σαλόνι η Μέριλιν τους κοιτάει ενοχικά και με ανησυχία στο βλέμμα. Αυτοί την κοιτάνε, μπερδεμένοι. «Έρχεται η Ζωή;» ρωτάει ο Ρικ, κι η Μέριλιν τον κοιτάει σιωπηλά για λίγα δευτερόλεπτα προτού απαντήσει. «Όχι, δεν είναι στο δωμάτιό της» απαντάει η Μέριλιν, νευρικά.

«Τι; Πού μπορεί να είναι αυτό το κορίτσι; 6 ώρα ξύπνησα και δεν την άκουσα να φεύγει. Ίσως πήγε στην αγορά» λέει ο πατέρας της και πάει να βάλει κι άλλο έγκνογκ. «Άφησε κανένα σημείωμα;» ρωτάει ο Ρικ, ανήσυχος κι η Μέριλιν απαντάει «όχι» και κάθεται δίπλα του στον καναπέ, στην αγκαλιά του.

ΣταύροςkS