Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 4)



«Τον μισώ ήδη τον παλιόβασιλιά!» αναφώνησε εξοργισμένη η Αγγέλα, διακόπτοντας για άλλη μια φορά την γιαγιά της.

Η καημένη Αντιγόνη, με τόσα ξεσπάσματα απ'τα παιδιά, ήταν έτοιμη σχεδόν να παρατήσει την ιστορία και να τους στείλει για ύπνο. Οι δυνατές φωνές τους, καθώς συμφωνούσαν για το πόσο κακός είναι ο βασιλιάς, έκανε το κεφάλι της να χτυπά ξανά και ξανά. Ίσως και να τελείωνε την ιστορία πιο γρήγορα από ότι σχεδίαζε...

«Ή θα ηρεμήσετε ή πάτε για ύπνο και συνεχίζουμε αύριο!» τους προειδοποίησε, θέτοντάς τους όρους.
 Εκείνοι αμέσως μεμιάς σώπασαν. Δεν ήθελαν να πάνε για ύπνο. Ανυπομονούσαν να δουν πώς θα εξελιχθεί το ειδύλλιο μεταξύ του Στρατηγού και της Αρχόντισσας.

«Καλά λέει! Άντε σώπασε να ακούσουμε!» είπε ο Φοίβος, κοιτώντας προς την γιαγιά τους και η Αγγέλα στένεψε το μαύρο βλέμμα της, θυμωμένα.

«Γιατί να σωπάσω εγώ και όχι εσύ, μπουμπούνα; Εσύ μιλάς!» του αντιγύρισε, εξοργισμένη με το κήρυγμά του. Ποτέ δε της άρεσε να την μαλώνει. Ειδικά αυτός. Η χροιά της φωνής του, ειδικά τώρα που είχε αλλάξει λόγω εφηβείας, και τα ανοιχτόχρωμα μάτια του την έκαναν να ανατριχιάζει. Και αυτό την εξόργιζε απίστευτα πολύ.

Η γιαγιά, πλέον έχοντας χάσει τελείως την υπομονή της, στρέφει το εκνευρισμένο γκριζοπράσινο βλέμμα της κάτω και βγάζει τα μαύρα γυαλιά της.

«Εντάξει, αρκετά, ώρα για ύπνο!» αναφωνεί και αμέσως τα παιδιά σωπαίνουν και την κοιτούν τρομοκρατημένα.

«Όχι όχι όχι! Πες μας την ιστορία και δε θα ξαναμιλήσουμε!» λένε αμέσως με μια φωνή και εκείνη τους κοιτά, σηκώνοντας ένα γκρίζο φρύδι.

«Υπόσχεση;» ρωτά και εκείνοι σε απάντηση, κάνουν ότι κλειδώνουν τα στόματά τους και πετάν το αόρατο υποτιθέμενο κλειδί. Εκείνη γελά σιγανά και ανοίγει το βιβλίο ξανά.
«Πολύ καλά.» μουρμουρά και αρχίζει ξανά την ιστορία, βάζοντας τα γυαλιά της και βολεύοντας τον εαυτό της ξανά στην πολυθρόνα


                                                                                ******

Είχαν περάσει μέρες. Αρκετές μάλιστα. Είχε αναρρώσει πλήρως εκείνη χάρις την αλοιφή και την ξεκούραση στους θαλάμους της. Σχεδόν δύο εβδομάδες κλεισμένη, υπό εντολή του βασιλιά, ώστε να αναρρώσει σύντομα, ήταν υπερβολικά πολύ για εκείνη. Φαινόταν ότι ο βασιλιάς ήταν ανυπόμονος να παντρευτεί την εξωτική ομορφιά στο παλάτι του.
Την εκνεύριζε όλο αυτό. Δύο φρουροί είχαν σταθεί έξω απ' την πόρτα της για να την φυλάνε. Από τι ακριβώς, δεν ήξερε. Ίσως, ο Μαρτίνος είχε πει στον βασιλιά να το κάνει, γιατί ήταν σίγουρο ότι θα προσπαθούσε να βγει. Δεν προσπάθησε.

Είχε βάλει την Μελωδία να μάθει πώς ήταν ο Στρατηγός. Χάρις αυτόν ανέπνεε. Χάρις το θάρρος του. Και δεν είχε προλάβει να του πει ούτε ένα ευχαριστώ. Η μελαχρινή υπηρέτρια, της είχε πει ότι ανάρρωνε και πλέον μπορούσε να χρησιμοποιήσει το χέρι του ξανά στη μάχη.

Του μετέφερε τις ευχαριστίες της μέσω εκείνης. Όμως, ακόμα ένιωθε ντροπή. Δεν είχε καταφέρει να του μιλήσει προσωπικά. Ο θείος της την είχε επισκεφτεί μια φορά, τις πρώτες μέρες, για να δει πώς είναι η κατάστασή της. Του είχε ζητήσει να μεσολαβήσει, ώστε ο βασιλιάς να την αφήσει να βγει, έστω και λίγο έξω.

Αρνήθηκε. Της είπε ότι θα ήταν καλύτερα να μείνει μέσα και να ξεκουραστεί. Το παράθυρο έφερνε όσο καθαρό αέρα χρειαζόταν. Παρότι την εξόργισε η άρνησή του, προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη. Δε δέχτηκε να τον συναντήσει άλλη φορά. Και το ότι δεν ερχόταν ο ίδιος, έκανε καλύτερη την κατάστασή της.

Ο Μύρωνας απ' την άλλη, δεν την είχε επισκεφτεί καθόλου. Από τη μέρα που την άφησε στην κρεβατοκάμαρά της είχε να τον δει. Καλύτερα, είχε σκεφτεί.

 Άλλη μια καλοκαιρινή μέρα με αφόρητη ζέστη. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι αν δεν έβγαινε λίγο έξω απ' τους καυτούς θαλάμους της, θα πέθαινε απ' την ζέστη. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς οι άντρες μπορούσαν να φορούν πανοπλίες και να κάνουν προπόνηση μέσα στον καυτό ήλιο. Καθώς προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της με ένα μεγάλο βιβλίο στα χέρια της, χτύπησε η πόρτα.

Έξω από αυτήν εμφανίστηκε ο βασιλιάς. Το αξύριστο πρόσωπό του έδειχνε πιο άγριο από ότι ήδη ήταν και τα κρύα μάτια του την επεξεργάζονταν σαν να ήταν θύραμα. Και δεν απείχε πολύ από αυτό...

Σηκώθηκε, στρώνοντας το κόκκινο φόρεμά της.

«Βασιλιά μου» υποκλίθηκε ευγενικά, αν και ο τόνος της θα μπορούσε να προδώσει πόση ενόχληση της προσέφερε η επίσκεψή του. Εκείνος συνέχισε να την κοιτά από πάνω μέχρι κάτω.

«Σου πάει το κόκκινο.» μονολόγησε τελικά κι εκείνη τον κοίταξε για λίγο μπερδεμένη.
«Ευχαριστώ.» μουρμούρισε, κοιτάζοντάς τον περίεργη.

Δεν ήξερε πού το πήγαινε ακριβώς. Ή δεν ήθελε να το πιστέψει τουλάχιστον... Το εξονυχιστικό βλέμμα του την έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια. Ανατρίχιασε ασυναίσθητα.

«Θα ήταν ωραίο για νυφικό αυτό το χρώμα. Ένα άσπρο φόρεμα με κόκκινες λεπτομέρειες... Το φαντάζεσαι;» τη ρώτησε, πλησιάζοντάς την.

Εκείνη ασυναίσθητα έκανε βήματα προς τα πίσω, μέχρι που συγκρούστηκε με το παράθυρο. Γαμώ το, σκέφτηκε. O Μύρωνας, με τον οποίο απείχαν πλέον λίγα εκατοστά, χαμογέλασε ελαφρά.

«Με φοβάσαι;» τη ρώτησε και εκείνη κούνησε με δυσκολία αρνητικά το κεφάλι της. Η αλήθεια ήταν, ότι από την πρώτη στιγμή ένιωσε... άσχημα με το άγγιγμά του. Δεν της άρεσε. Την απωθούσε με το παραμικρό. Δε της άρεσε τίποτα πάνω του. Ούτε τα μάτια του... ούτε η φωνή του... ούτε το χαμόγελό του... Όλα πάνω του την έδιωχναν λες και ήταν ξίδι στην πληγή της.

Χαμογελώντας ακόμα, σήκωσε το χέρι του και της χάιδεψε το μάγουλο με τα ακροδάχτυλά του, λες και αν την άγγιζε, θα έσπαγε. Αλλά δεν ήξερε, ότι και μόνο με το άγγιγμά του, θα μπορούσε να σπάσει... Τα μάτια του εξέταζαν το πρόσωπό της, σχεδόν με μια γλυκιά μελαγχολία. Την απωθούσε και αυτό.

«Δε χρειάζεται να με φοβάσαι.» της είπε.

Ήθελε να τον πιστέψει, αλλά η χροιά του και η ματιά του μόνο ανατριχίλα μπορούσαν να την κάνουν να νιώσει. Όχι όμως εκείνη την γλυκιά ανατριχίλα που διαπέρασε την σπονδυλική της στήλη εκείνη τη μέρα στο δάσος, με τον μαυρομάλλη Στρατηγό από πάνω της. Μια ανατριχίλα που την έκανε να νιώθει αηδιασμένη με το άγγιγμά του. Τελικά έφυγε απ' τους θαλάμους της.


Ο γάμος θα γινόταν την επόμενη μέρα.

Despoina Andreoy