Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 9) - "Επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη"

Κίεβο, Δεκέμβριος 1017

Δώδεκα μέρες έχουν περάσει από τότε που επέστρεψα στο παλάτι, κι όμως δεν έχω ακόμη προσαρμοστεί στη νέα καθημερινότητα.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως το περίμενα. Είχα σκοπό να μελετήσω τις καθημερινές συνήθειες του Καταραμένου, πού συχνάζει, πότε βγαίνει από τους τοίχους του κάστρου, πόσο στενά τον προστατεύει η φρουρά του. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες θα αποφάσιζα πότε και πώς θα έστηνα τη φονική παγίδα μου. Να τον σκοτώσω με στιλέτο; Ή μήπως να στείλω ένα βέλος στην καρδιά του από μακριά;

Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπόρεσα να κάνω· δεν πρόλαβα καν να τον συναντήσω. Κι αιτία, τα καθήκοντά μου ως θεραπαινίδα της Αναστασία. Είμαι υποχρεωμένη να την ακολουθώ παντού, σαν σκιά της. Ανήκουστο! Λες και το ότι την υπηρετώ δεν είναι αρκετό, πρέπει να  με προτιμά κι από τις υπόλοιπες;
 Ποιος θα μου φέρει το τσάι μου; Ναντέζντα. Ποιος θα με συνοδεύσει στον αυλόγυρο; Ναντέζντα. Ποιος θα μου διαβάσει την Αγία Γραφή; Ναντέζντα. Απομυζεί κάθε λεπτό του χρόνου μου.
Σαφώς όμως, οι θεραπαινίδες της, η Λαρίσσα και η Σβετλάνa είναι σπιούνες της ραδιούργας Μίρα. Έχει κάθε λόγο να τις αντιπαθεί. Ως κόρες βογιάρων που ήθελαν την εύνοια του Σβιατοπόλκ, μεγάλωσαν και οι δυο στην αυλή, αλλά δεν συμπεριφέρονται με το ήθος που τους αρμόζει. Διαρκώς υποκρίνονται τις σεμνές και χαμηλοβλεπούσες ενώ μόνη τους έννοια να βρουν σύζυγο. Και βέβαια, το κυριότερο ελάττωμά τους είναι ότι τρέφουν αισθήματα βαθιάς αφοσίωσης για τη Μεγάλη Πριγκίπισσα.
Αυτή η γυναίκα είναι στ’ αλήθεια άξια της μοίρας της. Είδα τον τρόπο που με κοιτούσε όταν πρωτοήρθα. Λες και ήθελε να μου βγάλει τα μάτια! Ήταν φθόνος αυτό που διέκρινα στο βλέμμα της, είμαι βέβαιη. Η άποψή μου ισχυροποιήθηκε όταν άκουσα τα κουτσομπολιά. Κάποια τα ήξερα ήδη, όπως το ότι δεν έχουν παιδιά, άλλα τα φανταζόμουν, όπως το ότι ο Σβιατοπόλκ έχει ερωμένες. Δεν ήξερα όμως ότι αυτή τον αγαπάει. Σοβαρά, τώρα;
Καταρχάς, είναι κατακυρωμένο πως μια γυναίκα δεν πρέπει ποτέ να αγαπήσει το σύζυγό της. Καλύτερα να φυλάξει την καρδιά της, να υψώσει ανθεκτικούς τοίχους γύρω της και να αδιαφορεί για την ίδια την ύπαρξή του. Έτσι, όταν εκείνος αναπόφευκτα θα αποκτήσει ερωμένες και νόθα τέκνα, απλά δεν θα διακινδυνεύσει να πληγωθεί και να χάσει τον αυτοσεβασμό της.  Αν και, προσωπική μου άποψή είναι να μην παντρευτεί καθόλου. Η ελευθερία και η ανεξαρτησία είναι υπερβολικά πολύτιμες για κάθε γυναίκα, για να τις πουλήσει με αντάλλαγμα τη μάλλον αμφίβολη προστασία και σιγουριά που θα της προσέφερε κάποιος άνδρας. Και φυσικά, δεν υπάρχει μεγαλύτερο σφάλμα από τον έρωτα χωρίς μέλλον. Δεν μπορώ να καταλάβω τις γυναίκες που αποκτούν εραστές ενώ είναι ταγμένες σε άλλον, ή δίνουν το σώμα τους σε άνδρες παντρεμένους. Τους λείπει η αυτοεκτίμηση, αυτό πιστεύω.
Ορίστε, η Μίρα είναι τρανό παράδειγμα, γιατί μια γυναίκα δεν πρέπει να δίνει την καρδιά της σ’ έναν άνδρα. Υποφέρει, αφού ο Σβιατοπόλκ δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά της, και είναι αναγκασμένη να βλέπει την απειλή και τον κίνδυνο στο πρόσωπο κάθε όμορφης κοπέλας. Έχει χάσει πάσα ιδέα για τον εαυτό της, δε θεωρεί πως έχει την παραμικρή αξία.
Πάντως το πρόβλημα παραμένει. Η Αναστασία είναι αναγκασμένη να επιδιώκει τις δικές μου υπηρεσίες˙ λαμβάνοντας υπόψη ότι η  παραμάνα της, η Γιουστίνα είναι συχνά απασχολημένη με τη μικρή Κάτια…
Αυτό πάλι, πού το πας; Δεν είχα ιδέα ότι η πριγκίπισσα η Ρεγγελίντα είχε αποκτήσει κόρη. Όταν την είδα  ξαφνικά μπροστά μου, έπαθα σοκ! Δε μοιάζει καθόλου στο Βλαντιμίρ, όπως άλλωστε τα περισσότερα παιδιά, του αλλά είναι σαν αγγελούδι. Τόσο μικρή και αθώα... Κι η Αναστασία δείχνει να τη λατρεύει. Μόνο όταν είναι κοντά της μοιάζει ζωντανή!
Αχ, αυτό το κορίτσι… Τα μαύρα μάτια της είναι πάντα μελαγχολικά. Δεν είναι ζωή αυτή που ζει. Όσον καιρό είμαι εδώ, δεν την έχω δει να βγαίνει από το μίζερο διαμέρισμά της, μόνο μέχρι κάτω στην αυλή και μετά πάλι πάνω. Σαν φυλακισμένη. Κι όσο πιο δυστυχισμένη είναι, τόσο δυσκολότερο είναι να μην τη λυπηθώ.
Δεν έχω σκοπό όμως να το κάνω αυτό. Μπορεί να περνώ κάθε λεπτό της ημέρας μου μαζί της, όμως θα παραμείνω συναισθηματικά αποστασιοποιημένη. Εξάλλου, δεν έχω κάτι να της δώσω. Έχω στερέψει μέσα μου από αισθήματα στοργής και αγάπης για τον οποιοδήποτε. Ο τελευταίος άνθρωπος που εμπιστεύτηκα ήταν ο πατέρας μου. Με πρόδωσε. Ο τελευταίος άνθρωπος που αγάπησα ήταν ο αδερφός μου. Σκοτώθηκε.
Κι όσο για κείνον που έφτασε τόσο κοντά στο να ξυπνήσει αυτά τα νεκρωμένα αισθήματα, με πρόδωσε, κι είναι σαν να σκοτώθηκε.
Έκτοτε κλείστηκα στο καβούκι μου, ύψωσα ψηλούς τοίχους, φράγματα ανάμεσα στον εαυτό μου και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μη διαλυθείς, να μην καταρρεύσεις.  Δεν δίνεις τίποτα, δε δέχεσαι τίποτα και δεν προσδοκείς τίποτα.
Οι δυο ετεροθαλείς αδερφές βρίσκονταν στο ψηλότερο πάτωμα του κάστρου, σε μια μα σκονισμένη και παραμελημένη αίθουσα. Εκεί στεγαζόταν η βιβλιοθήκη, σε μια αίθουσα αρκετά ευρύχωρη, εξοπλισμένη με πολυάριθμα ράφια, και έπιπλα, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει μια πολυπληθή συλλογή βιβλίων και χειρογράφων.
Ήταν ιδέα της Ναντέζντα να την επισκεφτεί, να βρει στην πριγκίπισσα καινούργια αναγνώσματά, με πρόσχημα την έκδηλη ανία της αρχόντισσας κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης ανάγνωσης της Καινής Διαθήκης. Έκανε αυτήν την πρόταση, όχι επειδή είχε πάρει στα σοβαρά τα καθήκοντά της, μα με το σκεπτικό, πως έτσι θα ξεγλιστρούσε για λίγο από τον ασφυκτικό κλοιό της και θα έψαχνε ανενόχλητη τον Σβιατοπόλκ. Μα το σχέδιό της είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η προοπτική είχε φανεί τόσο θελκτική  στη Αναστασία  που είχε επιμείνει να την ακολουθήσει.
Πράγματι η Αναστασία λάτρευε τη λογοτεχνία, μια αγάπη που μοιραζόταν με τη μητέρα της, η οποία είχε δράσει καταλυτικά στην ταχύτατη ανάπτυξη της ρωσικής λογοτεχνίας.
Αρχικά, πριν το Βυζάντιο αρχίσει να επιδρά στο ρωσικό πολιτισμό, δεν υπήρχε καν αλφάβητο, πόσο μάλλον υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο. Όμως, μετά τον Εκχριστιανισμό, ήταν επιτακτική η ανάγκη των βιβλίων, ώστε να μεταδοθεί απ’ άκρη σ’ άκρη του κράτους το μήνυμα του Χριστού. Έπρεπε οπωσδήποτε  ανατραπούν οι αναχρονιστικές αντιλήψεις στη συνείδηση των πολιτών, παρμένες από τη σλαβική μυθολογία, σχετικά με τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Με τον ερχομό της, η Άννα η Πορφυρογέννητη πρωτοστάτησε σ’ αυτή τη μεταρρύθμιση. Μπορεί ο απλός λαός να μην είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την παρουσία της, όμως εκείνη είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή στις τέχνες και τα γράμματα. Οι θεολόγοι και οι γλωσσολόγοι που είχε φέρει μαζί της, διδάξαν στους Ρώσους τη νέα θρησκεία και το κυριλλικό αλφάβητο, μεταβάλλοντας εκ θεμελίων τη νοοτροπία τους.  Αμέσως, ξεκίνησε η μετάφραση βιβλίων από τα ελληνικά αλλά και τα βουλγαρικά, και η ρωσική λογοτεχνία έκανε την πρώτη της εμφάνιση.
Τα πρώτα κείμενα αφορούσαν τη λειτουργία της εκκλησίας όπως η Πενταύτευχος, η Καινή Διαθήκη, το Ψαλτήριο, αν και ολοκληρωμένη μετάφραση της Βίβλου δεν υπήρχε ακόμη. Αυτά αποτελούσαν και την πλειονότητα των χειρογράφων μέχρι και σήμερα. Σταδιακά όμως, καινούργια κείμενα γράφονταν ή μεταφράζονταν, όπως Κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας, βίοι αγίων, μικρά διηγήματα διδακτικού χαρακτήρα σχετικά τις ζωές μοναχών και ασκητών, αλλά και ιστορικά συγγράμματα.
Εντούτοις, η Αναστασία ποτέ δεν είχε σκεφτεί ποτέ της να επισκεφτεί τη βιβλιοθήκη του παλατιού, την οποία είχε χτίσει η ίδια η μητέρα της. Ίσως επειδή φοβόταν ότι ακόμα κι αυτή η ακίνδυνη πράξη θα προκαλούσε το μένος του Σβιατοπόλκ, και δεν είχε αντοχές για κάτι τέτοιο. Μέχρι που οι υποκρίτριες θεραπαινίδες της, άρχισαν να μιλούν με κατάφορη απαξίωση για τη μόρφωση των γυναικών, καθώς και για την ελληνική γλώσσα, με αφορμή τα λόγια της Ναντέζντα. Τότε, αποφάσισε να το τολμήσει, έτσι, για να τους δείξει ότι ήταν περήφανη για την καταγωγή της κι ότι δε φοβόταν κανένα.
Εδώ και ώρες οι δυο κοπέλες παρατηρούσαν προσεκτικά τα βιβλία που υπήρχαν σε κάθε ράφι. Η μελέτη όλων θα απαιτούσε τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια.  Ωστόσο, πολλά ράφια ήταν άδεια, παρά τη φιλοδοξία της Άννας να δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη εφάμιλλη του Ιερού Παλατιού, στην Κωνσταντινούπολη.  Και βέβαια, μονάχα το ένα τρίτο των βιβλίων ήταν γραμμένο στη ρωσική γλώσσα, τα υπόλοιπα ήταν αντιγραμμένα βυζαντινά ή βουλγαρικά κείμενα. Έτσι, η Αναστασία αναλάμβανε να της εξηγήσει κάθε τίτλο, και να της πει δυο λόγια για κάθε ενδιαφέρον βιβλίο που απαντούσε, ως γνώστρια της ελληνικής. Αγνοούσε φυσικά ότι η Ναντέζντα γνώριζε άψογα και τις τρεις γλώσσες.  
Της φαινόταν περίεργο, μα η Αναστασία διασκέδασε περισσότερο με αυτή την απλή περιήγηση στο χώρο της βιβλιοθήκης, απ’ όσο είχε εδώ και καιρό. Ίσως να συνέβαλε σ’ αυτό και η παρουσία της Ναντέζντα με την κοφτερή γλώσσα που δεν έχανε ευκαιρία να καυτηριάζει και να σχολιάζει την κάθε της κουβέντα, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για το ταξικό χάσμα ανάμεσά τους.
«Εδώ είναι το χρονικό του Γεώργιου του Αμαρτωλού, ήταν μοναχός.», ενημέρωσε τη Ναντέζντα.
«Χαίρω πολύ, τέτοια προσωνύμια που διατυμπανίζουν την αυταπάρνηση του ονομαζόμενου, μόνο μοναχοί έπαιρναν. Λες και αν τον αποκαλούσαν Γεώργιο Ενάρετο, θα υπήρχε καμιά διαφορά. Το θέμα είναι το ποιόν του ανθρώπου όχι το όνομά του.»
«Μα μειώνοντας τον εαυτό του, θέλει να δείξει πόσο ταπεινός είναι!», υπερασπίστηκε η Αναστασία το βυζαντινό έθιμο.
«Αν ένα προσωνύμιο ήταν αρκετό για να κάνει κάποιον στ’ αλήθεια ταπεινό, τότε κανείς δε θα πήγαινε στην κόλαση, πίστεψε με.»
«Δε νομίζω…»
«Αυτό που σου λέω, εγώ!», τη διέκοψε αυταρχικά η Ναντέζντα.
«Ξέρεις ότι μπορώ να βάλω να σε μαστιγώσουν γι’ αυτό, σωστά;», αντείπε η Αναστασία με ύφος σοβαρό, μοχθηρό. Ήθελε απλά να δει την αντίδρασή της.
«Και μετά ποιος θα σου κάνει τα θελήματα; Οι κάργιες της Μίρα, μήπως;», αποκρίθηκε χωρίς να θορυβηθεί από την απειλή της.
Η Αναστασία αυθόρμητα χαμογέλασε. Έβρισκε τη συμπεριφορά και τους τρόπους της αναζωογονητικούς. Ιδίως επειδή μόνο κόλακες και ψεύτες την περιτριγύριζαν. Ήξερε ότι η Ναντέζντα δεν την είχε σε μεγάλη εκτίμηση μα, δεν την πείραζε καθόλου. Απέδιδε την αποστροφή της στο γεγονός ότι η ίδια ήταν μια αριστοκράτισσα ενώ εκείνη είχε γεννηθεί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Πίστευε λοιπόν, πως με τον καιρό θα της απεδείκνυε ότι ήταν αξιόλογος άνθρωπος και ότι θα κέρδιζε το σεβασμό της˙ την ενδιέφερε στ’ αλήθεια ν’ αναπτύξει μια φιλία μαζί της.
Προτίμησε τελικά να πάρει μαζί της κάποια έργα του Άγιου Ιωάννη του Χρυσόστομου, μεταφρασμένα στα ρωσικά, και ένα χρονικό του Ιωάννη Μαλάλα, γραμμένο στα ελληνικά. Η Ναντέζντα θα ήθελε να ξαναδιαβάσει την αρχαία ελληνική τραγωδία «Αντιγόνη», του Σοφοκλή. Ήταν ένα από τα αγαπημένα της έργα. Της άρεσε μάλιστα να παρομοιάζει τον εαυτό της με την Αντιγόνη που πήγε αντίθετα στις εντολές του σκληρού Κρέοντα για χάρη του αδερφού της. Όπως εκείνη ήθελε να τιμήσει το δικό της αδερφό. Μόνο που η Αντιγόνη δε σχεδίασε να σκοτώσει κάποιον, αλλά αυτή τη λεπτομέρεια την παρέβλεπε. Ωστόσο, δεν μπορούσε να το πάρει, όχι χωρίς να αποκαλύψει τις ασυνήθιστες γνώσεις της. Τελικά οι δυο κοπέλες αποφάσισαν να φύγουν.
Όταν βγήκαν από τη βιβλιοθήκη, μια ανάμνηση κεραυνοβόλησε τη Ναντέζντα. Θυμόταν εκείνη την πτέρυγα, ήταν η δυτική πτέρυγα. Εκεί στεγάζονταν τα διαμερίσματα που κάποτε ανήκαν στη Ρογκνέντα. Ένιωσε ξαφνικά την έντονη ανάγκη να τα επισκεφτεί. Ήθελε να θυμηθεί το παρελθόν για μια τελευταία φορά, να θυμηθεί γιατί πολεμούσε. Τα περιθώρια της στένευαν, σε λίγο καιρό θα υλοποιούσε το σχέδιο του φόνου και θα αποχαιρετούσε την ζωή. Και κανείς δεν μπορούσε να της εγγυηθεί πως θα έβλεπε τους αγαπημένους της στην επόμενη. Μπορεί άλλωστε να πήγαινε στην Κόλαση, και να μην τους συναντούσε ποτέ.
Χωρίς, να προειδοποιήσει τη Αναστασία, άρχισε να περπατά προς εκείνη την κατεύθυνση.
«Πού πας;», ρώτησε εκείνη τρέχοντας πίσω της.
«Μιας και ήρθαμε ως εδώ, ας περιηγηθούμε λίγο. Να πάμε να κλειστούμε ξανά στον τάφο;», αποκρίθηκε δήθεν αδιάφορα.
Έφτασαν μέχρι το τέλους του μακρόστενου διαδρόμου, σχεδόν τρέχοντας. Μπροστά τους, μια σιδερένια πόρτα. Επικοινωνούσε με το νοτιοδυτικό πυργίσκο, που  κάποτε, βρισκόταν στη διάθεση μητέρας της. Η Ναντέζντα προσπάθησε ν’ ανοίξει την πόρτα μα στάθηκε αδύνατο. Κατάλαβε ότι ήταν κλειδωμένη, κι ένιωσε την καρδιά της να ματώνει. Ήθελε απλά να ξαναδεί τον οικείο χώρο, τα οικεία αντικείμενα, που έμεναν σκονισμένα και ρημαγμένα πίσω από την πόρτα. Ήθελε μόνο, να νιώσει την παρουσία της μητέρας της. Όμως δεν μπορούσε. Απογοητευμένη και έξαλλη, χτύπησε η γροθιά της στην πόρτα. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε.
«Συμβαίνει κάτι;», ρώτησε η Αναστασία, που μόλις την είχε φτάσει. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν η στραμμένη πλάτη της κι έτσι δεν αντιλήφθηκε ότι στα μάτια της ανέβλυζαν καυτά δάκρυα.
Εκείνη, ακούγοντάς την ερώτηση της, σκούπισε τα μάτια της με την αναστροφή του χεριού της και γύρισε να την αντικρίσει.
«Σαν τι δηλαδή;», ρώτησε ατάραχη. «Να, εγώ απλά αναρωτιόμουν γιατί είναι κλειδωμένη αυτή η πόρτα.»
«Δε θυμάμαι πολύ καλά…», αποκρίθηκε η Αναστασία σκεπτική, ακόμα απορημένη με τη συμπεριφορά της. «Α, ναι! Παλιά, έμενε εδώ η Ρογκνέντα του Πόλοτσκ, μια από τις πρώην συζύγους του πατέρα μου. Με δική του διαταγή, τα διαμερίσματα της σφραγίστηκαν για πάντα, επειδή, όπως έλεγε, ήταν σατανική και δεν έπρεπε να επιτραπεί το ενδεχόμενο να μολυνθεί κάποιος ένοικος από το μίσος της και τη χολή της. Η μητέρα μου όμως,  υποστήριζε ότι ήταν υπερβολικός. Σύμφωνα με την κρίση της, η Ρογκνέντα ήταν όντως μια γυναίκα που είχε προκαλέσει πολλά δεινά στη χώρα. Αυτό όμως δεν την έκανε σατανική. Σήμαινε απλά ότι είχε χάσει το δρόμο της.»
Όσο μιλούσε, παρατήρησε την έκφραση της Ναντέζντα να σκληραίνει, τα μάτια της να σκοτεινιάζουν. Σκέφτηκε για μια στιγμή ότι θα ξέσπαγε σε βρισιές ή κλάματα. Εκείνη όμως απλά έσφιξε τις γροθιές και την προσπέρασε βιαστικά.
«Εσύ γιατί ρωτάς;», ρώτησε η Αναστασία, φανερά προβληματισμένη.
Τα λόγια της, κάρφωσαν τη Ναντέζντα στη θέση της. Δίχως να κάνει άλλο βήμα, έκανε περιστροφή και της έστειλε ένα βλέμμα ψυχρό, μα οργισμένο. Χαμογέλασε πλατιά, χωρίς όμως, το χαμόγελο να φτάσει μάτια της. «Χωρίς λόγο!», είπε κουνώντας ανέμελα τους ώμους.
Για πρώτη φορά, η Αναστασία αναλογίστηκε πως ίσως η Ναντέζντα, να μην ήταν όλα όσα έδειχνε.
Ώστε έτσι ε; Θέλω να φωνάξω, μα δεν μπορώ. Και τι ξέρει η μάνα σου για τη ζωή της δικής μου; Τι ξέρει αυτή από συμφορές και θλίψη και τολμά να την κρίνει; Αυτή, που μάγεψε τον σκληρότερο άντρα που γνώρισα ποτέ μου, χωρίς καν να προσπαθήσει; Απλά και μόνο με την ουράνια ομορφιά και χάρη της; Η μητέρα μου δε στάθηκε τόσο τυχερή. Δε στάθηκε καθόλου τυχερή.
Προσέβαλε λοιπόν το Βλαντιμίρ εξαιτίας του ορμητικού της χαρακτήρα, και τέθηκαν οι βάσεις για το γάμο της με το Γιαροπόλκ. Ο Βλαντιμίρ κατέφυγε στην Σκανδιναβία, όπου με το χρυσό του επέταξε το στρατό του Κόνουνγκ Όλαφ. Και περίμενε μέχρι ο στρατός μισθοφόρων να είναι έτοιμος για πόλεμο. Έτσι, δύο χρόνια μετά, άφησε τον Όλαφ και επέστρεψε στη Ρωσία.
Ήταν αποφασισμένος να ανακαταλάβει το Νόβγκοροντ, εγχείρημα διόλου δυσεπίτευκτο. Ο λαός τον αγαπούσε, γι’ αυτό έδιωξε τον άνθρωπο του Γιαροπόλκ και τον καλωσόρισε. Έχοντας πια ανακτήσει αυτό που δικαιωματικά του ανήκε είχε έρθει η ώρα να τιμωρήσει το Γιαροπόλκ που τον είχε καθαιρέσει και εξωθήσει στη φυγή και μαζί μ’ αυτόν να τιμωρήσει και τη μνηστή του.
Εφόσον είχε πια κηρύξει τον πόλεμο στον Γιαροπόλκ, αναπόφευκτα έπρεπε να κυριεύσει το Πόλοτσκ και να υπερνικήσει τον ηγεμόνα του, τον Σκανδιναβό  Ρόγκβολοντ, για να φτάσει στο Κίεβο. Επιτέθηκαν λοιπόν στην πόλη από δυο μεριές, αιφνιδιαστικά, μέσα στη νύχτα. Οι Βαραγγοί μισθοφόροι που είχε μαζί του, αποδείχτηκαν αξιόμαχοι, ενώ ο ίδιος, δαιμόνιος στρατιωτικός ηγέτης. Η μάχη κρίθηκε σύντομα άνιση, σε βάρος του παππού μου. Αμέτρητοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σ’ εκείνη τη σφαγή. Ο ίδιος ο Βλαντιμίρ σκότωσε με τα χέρια του τον  Ρόγκβολοντ και τους δυο του γιους. Ήταν πια κύριος του Πόλοτσκ.
Σαν η Ρογκνέντα έμαθε τα νέα της σφοδρής ήττας, ήξερε πως ήταν χαμένη. Μα δεν προσπάθησε να τρέξει, να γλιτώσει τη μοίρα της. Όχι, έδειξε θάρρος και περίμενε υπομονετικά για κείνον που ήξερε πως θα έρθει. Τελικά όμως, οι στρατιώτες του, κι όχι ο ίδιος, έσπασαν την πόρτα του δωματίου της. Την τράβηξαν με τη βία και την έσυραν στα πόδια του. Η τιμωρία που της επεφύλασσε ήταν βάναυση, όσο και διεστραμμένη. Ο Βλαντιμίρ, την άρπαξε και την ανάγκασε να κοιτάξει στην πύλη της πόλης. Πάνω στα τείχη ήταν παλουκωμένα τα κεφάλια της οικογένειάς της.
«Αυτά παθαίνουν όσοι μου αντιστέκονται. Κατάλαβες;»
Η Ρογκνέντα ήταν πια απόκτημά του, σκλάβα του, σύμφωνα με τους απαραβίαστους, άγραφους νόμους του πολέμου κι είχε δικαίωμα να κάνει μαζί της ό,τι επιθυμούσε. Την έριξε λοιπόν με τη βία στο κρεβάτι του, λες και το να ξεκληρίσει την οικογένειά της δεν ήταν αρκετό. Όχι, έπρεπε να την κάνει να υποφέρει με όλους τους τρόπους που μια γυναίκα μπορεί να υποφέρει.
Όμως, η μητέρα μου, οπλισμένη με ατσάλινη θέληση, δε λύγισε, παρά υπέμεινε τα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό της στωικά, επιδεικνύοντας δύναμη ψυχής και αξιοπρέπεια. Η περηφάνια της, που στάθηκε αιτία για τόσο αίμα και πόνο, δεν την εγκατέλειψε εκείνες τις ώρες.
Ίσως γι’ αυτό ο Βλαντιμίρ εντυπωσιάστηκε μαζί της. Δε δίστασε λοιπόν, να της ζητήσει να τον παντρευτεί. Ο άθλιος! Πίστευε πως μπορούσε να της κάνει ό,τι έκανε και μετά να γίνει επίσημος σύζυγός της; Να την αλυσοδέσει σε μια ζωή στο πλευρό του μέχρι να πεθάνει; Ακριβώς αυτό.
Ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβω για ποιο λόγο είπε το «ναι». Ίσως, αν ζούσε, να είχα μια ευκαιρία να τη ρωτήσω, και ακούγοντας τις εξηγήσεις της να κατανοήσω τα κίνητρά της. Δυστυχώς όμως, είναι νεκρή και κάτι τέτοιο ποτέ δε θα συμβεί. Μοναδικό στοιχείο, η αινιγματική συμβουλή με την οποία με αποχαιρέτησε καθώς έφευγε να επισκεφτεί το μεγαλύτερο γιο της, ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό.
«Μην αγαπάς κανέναν, αν θες να επιβιώσεις σ’ αυτόν τον κόσμο, κόρη μου. Εκτός από τα παιδιά σου, σ’ αυτό μια γυναίκα δεν έχει επιλογή, φοβάμαι.»
Δεν τον αγάπησε, είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Ποτέ δεν τον αγάπησε. Μπορεί όμως, να σκέφτηκε ότι σαν επίσημη σύζυγος θα είχε μια άνετη ζωή, καλύτερη απ’ ότι σαν σκλάβα του. Μπορεί να θαμπώθηκε από την προοπτική της εξουσίας και να λησμόνησε τι είχε κάνει ο επίδοξος σύζυγός της. Ίσως πάλι να δέχτηκε με το σκεπτικό ότι αν αποκτούσαν παιδιά, θα είχαν καλύτερη μοίρα σαν νόμιμα τέκνα του Βλαντιμίρ…
Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, κατάφερε να τον σαγηνεύσει. Για χρόνια, βρισκόταν στην πιο περίοπτη θέση, ανώτερη απ’ όλες τις άλλες νόμιμες συζύγους και παλλακίδες. Και μετά εμφανίστηκε η Άννα, η αληθινή βασίλισσα της καρδιά του. Και το άστρο της μητέρας μου έσβησε για πάντα.
Νομίζω όμως, ότι κατά βάθος, ξέρω την αλήθεια. Η Ρογκνέντα τον μισούσε. Τον μισούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Και τον παντρεύτηκε για να μεθοδεύσει ευκολότερα την εκδίκηση της. Είναι το μόνο λογικό.
 Άρα λοιπόν, μετά από όλα τα κρίματα του Βλαντιμίρ εναντίον της, είναι παράλογη η αντίδρασή της; Ήταν σατανική, αν ζητούσε να τον εκδικηθεί; Θα ‘θελα να ‘βλεπα την Άννα. Να ‘βλεπα τι θα ‘κανε στη θέση της. 

Σοφία Γκρέκα