Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 20)

Αναλύζα

Πονούσα.
Έγλειψα τα ξεραμένα χείλη μου και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά ήταν λες και ήταν κολλημένα με κόλλα. Ήθελα να σηκώσω το χέρι μου, αλλά δεν μπορούσα. Που ήμουν; Ήταν μαλακά εδώ και μύριζε υπέροχα... Μύριζε Τζόναθαν.
Οι αναμνήσεις ήρθαν σαν θύελλα φθινοπώρου, ο Κάιν, η αναίσθητη μητέρα μου, το μαχαίρι στην κοιλιά μου...
Κουνήθηκα, ανήμπορη να ανοίξω ακόμα τα μάτια μου όταν ένιωσα απαλά δάχτυλα να με ακουμπάνε στο μέτωπο.
«Είναι όλα καλά Άνα, είσαι στο σπίτι μου» η φωνή του Τζόναθαν ήταν καθησυχαστική. Μισάνοιξα τα μάτια μου και περίμενα μέχρι να καθαρίσει η όραση μου, το οποίο ήταν πιο δύσκολο από τι περίμενα. Θυμόμουν το οργισμένο πρόσωπο του Τζόναθαν καθώς αναποδογύριζε το τραπέζι, αλλά αυτό που αντίκριζα τώρα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Τα χαρακτηριστικά του είχαν μαλακώσει και τα μάτια του ήταν ζεστά και έμοιαζαν πιο μπλε. Άνοιξα το στόμα αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένας ξερός ήχος.  Έφερε ένα ποτήρι στα χείλη μου και σήκωσε ανάλαφρα το κεφάλι μου για να με βοηθήσει να πιω νερό. Δυσκολευόμουν να καταπιώ και κάποιο από το νερό έτρεξε στο πηγούνι μου.
«Η μ...μητέρα μου» κατάφερα να ψελλίσω. Το βλέμμα του φωτίστηκε.
«Μην ανησυχείς, έστειλα το Γουίλ και βρήκε τη μητέρα σου. Είναι σε μία από τις οικίες μου, ασφαλής»
Μειδίασα από ανακούφιση, αναρωτιόμουν γιατί δεν είχαν έρθει αλλά μου αρκούσε που η μητέρα μου ήταν μακριά από το Κάιν.
«Συγνώμη» μουρμούρισα, τον κοίταξα στα μάτια. Δεν ήμουν ότι με είχε ακούσει, όταν έσκυψε προς το μέρος μου. Τα χείλη του άγγιξαν πολύ απαλά τα δικά μου, ένιωσα να τα χάιδευε ένα φτερό.
«Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη» άγγιξε το μάγουλο μου προσεχτικά. «Έχουν περάσει εικοσιτέσσερις ώρες» τα χείλη του μετακινήθηκαν στο μέτωπο μου. Με μπέρδεψε η τελευταία πρόταση του , ήμουν έτοιμη να τον ρωτήσω όταν ολόκληρο το  πρόσωπο του έλαμψε. Από την μια στιγμή στην άλλη μετατράπηκε σε ένα φωτεινό ήλιο.
«Θα γίνεις καλά» γέλασε και ένιωσα την ανάσα του να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. «Θα γίνεις καλά»
Τον πίστεψα, δεν ήξερα αν ήταν γιατί απλώς είχα ανάγκη να το πιστέψω. Ο πόνος ήταν σχεδόν αφόρητος, αλλά ο Τζος ήταν δίπλα μου και τα πάντα έμοιαζαν ότι μπορούσαν να πάνε προς το καλύτερο.

Νάιλα
Είχα φτάσει στα όρια μου. Είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα. Μια ολόκληρη μέρα αφότου είχα μάθει ότι η Αναλύζα είχα μαχαιρωθεί. Κόντευα να τρελαθώ από αγωνία και ότι είχα τον αδερφό του Τζόναθαν Ράιντερ εδώ με εκνεύριζε ακόμα περισσότερο. Ήταν τόσο ήρεμος ενώ εγώ είχα την ανάγκη να σπάσω ότι έβρισκα μπροστά μου, να βγω έξω και να ουρλιάξω. Αντίθετα, τον είχα αφήσει να με βάλει στην θέση μου χθες το βράδυ όταν με έπιασε στα πράσα.
Ήξερα ότι μπορούσα να του ξεφύγω, μια μικρή πίεση ανάμεσα στην κλείδα του και θα έπεφτε κάτω όπως ένα ξερό κλαδί.
Φαινόταν όμως να ενδιαφέρεται πραγματικά στο να με κρατήσει ασφαλής και μακριά από τα χέρια του Κάιν. Από που πήγαζε όμως αυτό το ενδιαφέρον; Από ανησυχία για μένα ή για το ενδιαφέρον του για τη κόρη μου;
Ο Γουίλλιαμ μπήκε φουριόζος μέσα στο δωμάτιο μου, βγάζοντας με απότομα από τις σκέψεις μου. Τινάχτηκα από τη τρομάρα μου και του έριξα ένα εχθρικό βλέμμα.
«Χτύπα πριν μπεις, θα μπορούσα να είμαι γυμνή» στην αρχή φάνηκε να κλονίζεται από την παρατήρηση μου, ύστερα όμως τίναξε το κεφάλι του σαν να ήθελε να αποδιώξει τη σκέψη και με πλησίασε.
«Έχουμε νέα» με έπιασε από τα μπράτσα και αποσβολωμένα σκέφτηκα πόσο ανάρμοστη ήταν η συμπεριφορά του απέναντι σε μια παντρεμένη γυναίκα. Μετά όμως επεξεργάστηκα τα λόγια του.
«Για τη κόρη μου;» τον κοίταξα στα μάτια.
«Ναι, ήρθε ο οδηγός μας πριν λίγο, η Αναλύζα ξεπέρασε το κίνδυνο! Θα γίνει καλά»
Η ανακούφιση ξέσπασε σαν παλιρροιακό κύμα μέσα μου. Έβγαλα μια χαρούμενη κραυγή και τον αγκάλιασα. Η κόρη μου θα γινόταν καλά! Ένιωσα το σώμα του Γουίλλιαμ να γίνεται άκαμπτο από έκπληξη και πριν προλάβω να επεξεργαστώ τι ακριβώς έκανα κόλλησα τα χείλη μου πάνω στα δικά του.
Το φιλί ήταν ζεστό και καθώς ο άντρας που με κράταγε άνοιγε το στόμα του για να με υποδεχτεί ξέχασα τα πάντα. Ξέχασα την άσχημη ζωή μου με το Κάιν, ξέχασα ότι η κόρη μου είχε μαχαιρωθεί. Ξέχασα τα χρόνια μου στη Κίνα. Αυτή η στιγμή ήταν μονάχα για εμένα.
Και κράτησε μονάχα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έκανα. Πισωπάτησα και έτριψα τα χείλη μου.
«Και τώρα τι κάνουμε; Πότε μπορώ να τη δω;» πείραξα τα μαλλιά μου. Ο Γουίλλιαμ με κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός.
«Θα βγω έξω το βράδυ για να διαπιστώσω αν ο Κάιν τα έχει παρατήσει. Ύστερα θα μπορέσει να δεις τη κόρη σου»
Κούνησε το κεφάλι του, σταύρωσε τα χέρια του και βγήκε από το δωμάτιο.
Κάθισα ταραγμένη στο κρεβάτι. Άγγιξα το στόμα μου. Ενοχή με κατέκλυσε.

Ενοχή, γιατί το φιλί μου άρεσε. 

Αγγελίνα Παντελή