Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 5) Σχολικές προετοιμασίες

“Μπόνι, ξύπνα. Θα αργήσουμε για το σχολείο.” ακούω την φωνή του Τάι μέσα στον ύπνο μου να με καλεί. Νιώθω το χέρι του να με σκουντάει απαλά στο μπράτσο. Ανοίγω τα μάτια μου αργά, νωχελικά και τον βλέπω από πάνω μου να μου χαμογελάει γλυκά αλλά τρομερά αμήχανα.
“Τι ώρα είναι;” ρωτάω ναζιάρικα.
“Εφτάμισι”.
“Βάρβαρε”, του απαντώ γλυκά και γυρίζω από την άλλη.

“Ω Θεέ μου”, τον ακούω να αναφωνεί παίρνοντας βαθιά ανάσα και μπορώ να ξεχωρίσω την αμηχανία στο ανεπαίσθητο τρέμουλο της φωνής του. “Εγώ πάω... έξω... κάτω για... πρωινό”, τον ακούω να μου λέει πίσω από την πλάτη μου κομπιάζοντας. Περίεργο. “Εσύ ντύσου... και έλα”.
«Ντύσου»; έτσι εξηγούνται όλα. Σηκώνομαι απότομα, καταλαβαίνοντας πως η περίεργη στάση του Τάι προέρχεται από την γύμνια μου. Και όντως μέσα στον ύπνο μου δεν είχα συνειδητοποιήσει πως η μπλούζα που φορούσα είχε ανεβεί τόσο ψηλά που άφηνε σε κοινή θέα το σώμα μου μέχρι κάτω από το στήθος. Αρπάζω γρήγορα το σεντόνι που βρισκόταν κουλουριασμένο στα πόδια μου και σκεπάζομαι μέχρι το λαιμό. Μάλλον το είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα ο Τάι για να σκεπάσει τα επίμαχα σημεία αλλά το κλώτσησα λόγω ζέστης. Είναι ακόμα Σεπτέμβρης και βράζει ο τόπος από τη ζέστη και την υγρασία λες και είναι Αύγουστος.
“Συγγνώμη”, ψελλίζω πεθαίνοντας από ντροπή.
“Μην το σκέφτεσαι... Χαρά μου... Ε όχι, δεν ακούστηκε σωστά αυτό.”, απαντά και φέρνει το χέρι του στο μέτωπό του σε έκφραση απόγνωσης γι’ αυτό που μόλις του είχε ξεφύγει. “Τα ρούχα σου είναι στον καναπέ. Θα σε περιμένω κάτω”.
Τηλεμεταφέρεται από τη σοφίτα και εγώ πετάγομαι από το κρεβάτι ζωηρή και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ντύνομαι γρήγορα, κοιτάζω το είδωλό μου σε έναν μεγάλο αντικέ καθρέφτη που βρισκόταν ακουμπισμένος σε έναν τοίχο και εύχομαι να είχα μαζί μου την τσάντα μου και τα καλλυντικά μου. Λίγο κονσίλερ θα έκανε θαύματα αυτή τη στιγμή.
Δένω τα μαλλιά μου σε μια ψηλή κοτσίδα και αφήνω δυο τρεις πυρόξανθες τουφίτσες να πέφτουν απαλά γύρω από το πρόσωπό μου. Κατεβαίνω τα σκαλιά σαν σίφουνας και φτάνω στην κουζίνα όπου βρίσκεται ο Τάι με την μητέρα του και τον μικρό Μαξ. Συζητούν χαμηλόφωνα για κάποιο σοβαρό θέμα απ’ ότι μπορώ να καταλάβω ενώ  ταυτόχρονα η Άρια επιβλέπει τον Μαξ που προσπαθεί να φάει τα δημητριακά του κρατώντας σωστά το κουτάλι του - μια πράξη που απαιτεί όλη του την προσοχή. Η ίδια έχει μπροστά της ένα φλιτζάνι καφέ και δυο κρουασανάκια βουτύρου ενώ ο Τάι έχει στο πιάτο του δυο μεγάλες φέτες ψωμί με μαργαρίνη και μαρμελάδα.
“Καλημέρα σε όλους”, λέω χαμογελαστή μπαίνοντας στην κουζίνα. Η συζήτησή τους σταματά απότομα. Κακό σημάδι αυτό, αλλά το προσπερνάω λόγω καλής διάθεσης –προς το παρόν.
“Καλημέρα Μπόνι. Πώς κοιμήθηκες;”, με ρωτά η Άρια ρίχνοντας μου μια γρήγορη ματιά και μετά στρέφει και πάλι την προσοχή της στον Μαξ.
“Καλύτερα από ποτέ”, απαντώ ειλικρινά και βουτάω την δεύτερη φέτα από το πιάτο του Τάι. “Ροδάκινο;”
“Βερίκοκο”, μου απαντά ψευτο-πειραγμένος. “Νόμιζα ότι αυτή η φέτα προοριζόταν για μένα”.
“Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε. Αυτό το υπέροχο μηλαράκι προορίζεται για σένα”, του λέω και του κλέινω το μάτι, αφήνοντας στο πιάτο του ένα κόκκινο μήλο που πήρα από την φρουτιέρα μπροστά μου.
“Καλά, θα σε φτιάξω αργότερα”, λέει και μου κλείνει και αυτός το μάτι.
“Πού είναι οι υπόλοιποι;”
“Έχουν ήδη φύγει για το σχολείο. Είναι οχτώ παρά δέκα”, μου απαντά η Άρια σε χαλαρό τόνο. Εγώ έχω αρχίσει να αγχώνομαι. “Μην ανησυχείς, θα τηλεμεταφερθείτε εκεί σε ένα λεπτό. Φάε το πρωινό σου με την ησυχία σου. Κάτσε να σου βάλω και λίγο γάλα να πιεις”.
Αφού φάγαμε και οι δυο, ο Τάι πηγαίνει να πάρει τη τσάντα του και εγώ μπαίνω στο μπάνιο για να πλυθώ και να βαφτώ λίγο. Συναντιόμαστε στο σαλόνι και αφού χαιρετάμε την Άρια και τον μικρό Μαξ είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Με αγκαλιάζει διστακτικά από τη μέση και εγώ βάζω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.
“Έτοιμη;”
“Πανέτοιμη”. Ξεροκαταπίνω και κλείνω τα μάτια μου μπας και μειωθεί η ζαλαδά της τηλεμεταφοράς. Νιώθω το κορμί μου να γίνεται ελαφρύτερο και το στομάχι μου να γυρίζει όπως ο κάδος των πληντυρίων στη φάση του στυψίματος και αυτό μου προκαλεί ναυτία.
“Φτάσαμε”.
Η φωνή του Τάι με επαναφέρει στην πραγματικότητα και τότε μόνο καταλαβαίνω ότι έχω κολλήσει πάνω του σαν βδέλλα.
“Α, ωραία” λέω και κυριολεκτικά ξεκολλάω από πάνω του. Κοιτάζω γύρω μου προσπαθώντας να καταλάβω που είμαστε. Γυάλινα πειραματικά δοχεία, φλόγιστρα και δοσομετρητές... δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε στο Χημείο.
“Λοιπόν, σε αφήνω. Εγώ έχω Αγγλική φιλολογία πρώτη ώρα”, μου λέει και στρέφεται προς την έξοδο.
“Στάσου λίγο”, τον σταματώ αποφασιστικά. “Μου χρωστάς μια εξήγηση για σήμερα το πρωί. Τι λέγατε με τη μητέρα σου και έπρεπε να ψιθυρίζετε την ώρα που μπήκα στην κουζίνα;”
“Εμ, τίποτα”.
“Τάι, δεν είμαι χαζή”, του υπενθυμίζω και αρχίζω να εκνευρίζομαι. Μάλλον πρέπει να του υπενθυμίσω και πόσο ευέξαπτη είμαι ώρες ώρες.
Στρέφεται πάλι προς το μέρος μου και αφήνει κάτω το σάκο του.
“Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να ξέρεις;”
Η ερώτησή του με τρομάζει λίγο. Γνέφω καταφατικά όμως και περιμένω τις εξηγήσεις του.
“Η επίθεση που έγινε στο σπίτι μας... Δεν έπρεπε να είχε γίνει. Δεν ήταν δυνατό να συμβεί. Θυμάσαι που σου είπα ότι ουσιαστικά είναι “θωρακισμένο’ από δαιμονικές επιθέσεις;”
“Ναι, το θυμάμαι. Υποθέτω ότι θα βρήκαν κάποια “τρύπα’ στην μαγική άμυνα του σπιτιού”.
“Εδώ και δώδεκα χρόνια έχει να σημειωθεί δαιμονική επίθεση στο πατρικό μου. Σου φαίνεται λογικό που την μοναδική βραδιά που σε φιλοξενήσαμε, κάποιος δαίμονας έτυχε και “έσπασε’ την προστασία μας για να σου επιτεθεί; Και μάλιστα μια μαγική προστασία χτισμένη από πολύ ανώτερα πλάσματα στον κόσμο της μαγείας, συγκριτικά με τον Χαμαιλέοντα;”.
 “Δεν καταλαβαίνω... Υποννοείς ότι μπορεί να είχε βοήθεια από κάποιον που ήξερε ακριβώς πώς λειτουργούσε αυτή η προστασία στο πατρικό σας; Κάποιον από τον στενό σας κύκλο;”
“Δυστυχώς δεν μπορούμε να ξέρουμε. Για την ακρίβεια, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα του τι ακριβώς συμβαίνει. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για το ποιος μπορεί είναι αυτός “ο κάποιος’. Θα μπορούσε να είναι ένας από αυτούς που βοήθησαν να φτιαχτεί η μαγική προστασία ή “κάποιος’ που μπαινοβγαίνει στο σπίτι μας. Θα μπορούσε αυτός “ο κάποιος’ να συνεργάζεται με τον εχθρό μας ή απλά να τον έχουν κάνει του χεριού τους ακόμα και εν αγνοία του. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν. Και αυτό μας έχει ανησυχήσει όλους σε απίστευτο βαθμό. Όλα αυτά είναι ενδείξεις πως ο πραγματικός εχθρός μας είναι πιο δυνατός απ’ όσο πιστεύουμε και το χειρότερο...”
“... φαίνεται ότι είναι ένα βήμα μπροστά”, συμπληρώνω την τελευταία του πρόταση.
Ντριν.
Αυτό είναι το κουδούνι για την πρώτη ώρα. Οι μαθητές της δευτέρας τάξης έχουν ήδη ξεκινήσει να μπαίνουν στην αίθουσα. Ο Τάι παίρνει τον σάκο του και σκύβει στο αυτί μου για να μου ψιθυρίσει.
“Μην ανησυχείς για σήμερα. Δεν θα υπάρξει καμία επίθεση στο σχολείο. Η μητέρα μου με διαβεβαίωσε γι’ αυτό”.
Γυρνάει προς την έξοδο και φεύγει γρήγορα για το δικό του μάθημα. Εγώ κάθομαι σε έναν πάγκο στο μέσο της αίθουσας και σκέφτομαι τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκονταν πλέον όλοι όσοι ήταν κοντά μου. Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα του να προκαλέσω κακό στον Τάι, στην Κάρι ή ακόμα στην Νόρα, απλά και μόνο επειδή θα βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί τους.
“Μπόνι”, η διαπεραστική φωνή της καλύτερής μου φίλης κόντεψε να μου τρυπήσει τα τύμπανα. Γυρνάω το κεφάλι μου προς την πόρτα για να την χαζέψω να ελίσσεται ανάμεσα στα κορμιά των μαθητών που κατέκλυζαν σιγά σιγά την αίθουσα αναζητώντας το ταίρι τους για το μάθημα της Χημείας. Η Μίμη είναι λίγο πιο κοντή από μένα, αδύνατη, με καστανόξανθα, σε στυλ “όμπρε”,  μακριά μαλλιά και καστανοπράσινα μάτια.
“Καλημέρα  Μίμη”, την υποδέχομαι με ένα φιλί στο μάγουλο όταν φτάνει δίπλα μου.
“Είναι δυνατόν να φοράς τα ίδια ρούχα με χθες; Και μιας και το “φερε η κουβέντα που ήσουν χθες;”
Η Μίμη Τζοάννα Πιτ μπορεί να γίνει πολύ αυταρχική καμιά φορά, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ρούχα και τη μόδα ή την ομάδα των τσιρλίντερ του σχολείου μας, καθώς είναι και η αρχηγός μας φέτος. Έχει όμως, καρδιά μάλαμα, απίστευτη υπομονή και πολύ ιδιαίτερο χιούμορ , κάτι που λίγοι γνωρίζουν. Και αυτό γιατί της έχουν κολλήσει την ταμπέλα της χαζής “σεξοβόμβας’, που ασχολείται συνεχώς με την εικόνα της και τις κατακτήσεις της, χωρίς να μπορεί να ανταπεξέλθει σε τίποτα άλλο. Εγώ προσωπικά πιστεύω πως οι περισσότεροι τη ζηλεύουν και στηριζόμενοι στον τίτλο της σαν “κόρη του δημάρχου’, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να την γνωρίσουν πραγματικά.
“Δεν ήμουν και πολύ καλά. Έφυγα νωρίς”, βρήκα δικαιολογία.
“Α, μάλιστα. Μήπως δεν ένιωθες καλά όταν έφυγες από την βιβλιοθήκη;”
Έπρεπε να έχω σκεφτεί νωρίτερα πως η Μίμη θα συνέδεε τα γεγονότα. Είναι πολύ πιο έξυπνη απ’ όσο της το αναγνωρίζουν. Από τη στιγμή που ξέρει για τα μπλεξίματά μου, μιας και εκτός από φίλη μου είναι και αυτή μάγισσα, θα της ήταν εύκολο να καταλάβει τι περίπου παίχτηκε.
“Συγγνώμη, έπρεπε να σε ειδοποιήσω...”
“Μην το σκέφτεσαι, απλά χαίρομαι που είσαι καλά”, μου λέει αλλάζοντας τελείως διάθεση και με αγκαλιάζει σφιχτά. “Και φρόντισε να μη μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό.”
“Ναι, αρχηγέ μου”, δηλώνω υπάκουα και της χαμογελώ.
Αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε την κουβέντα όταν μπήκε στην τάξη η χημικός μας, η κυρία Λοβ, με το κλασσικό στενό ταγεράκι της που αναδείκνυε την τέλεια μέση-δαχτυλίδι που έχει. Άρχισε να γράφει κάποιες οργανικές και ανόργανες αντιδράσεις στον πίνακα και σήκωσε τον Ίζι Κάρτερ από τον πρώτο πάγκο για να προσπαθήσει να τις συμπληρώσει με τα ανάλογα προϊόντα που προέκυπταν. Κατευθείαν στο ζουμί, όπως πάντα.
Το μάθημα προχωράει ομαλά. Όλη η τάξη αντιγράφει στα τετράδιά της τις αντιδράσεις που λύνει ο Ίζι, αφού όπως μας πληροφορεί η κυρία Λοβ, είναι μέσα στην ύλη για το επόμενο διαγώνισμα στα μέσα Οκτωβρίου.
Όσο και να θέλω να συγκεντρωθώ στο μάθημα, το ενδιαφέρον της Μίμη για την χθεσινή μου εξαφάνιση, δεν μου το επιτρέπει. Μου αφήνει συνεχώς μικρά ραβασάκια πάνω στο πόδι μου, κάτω από το θρανίο και αν δεν απαντήσω αμέσως σε αυτά, με τσιμπά ελαφρά στο μπούτι ή μου κάνει μουντζούρες πάνω στις σημειώσεις που κρατάω και μου αφήνει ένα χαρτάκι ακόμα.
Αναστενάζω δυνατά για να καταλάβει τον εκνευρισμό μου η σπαστικιά μου φίλη και αρχίζω να ανοίγω ένα ένα τα χαρτάκια και να απαντώ.
“Ποιος σου επιτέθηκε;”
“Χαμαιλέοντας. Να τα πούμε στο διάλλειμα; ”
“Όχι. Τι ήθελε;”
“Κλασσικά, εμένα. Για να βρουν την Πέτρα”.
“Ήσουν με τον Τάι μετά;”
“Ναι, αλλά μόνο για προστασία. Με πήγε σπίτι του”.
“Δεύτερη φορά μέσα σε δυο εβδομάδες. Σε βλέπει σοβαρά.”
“Κόψε”.
“Καλά. Τι να κάνω για να σε βοηθήσω; Ανησυχώ.”
“Δεν ξέρω. Κι εγώ”.
Δεν θέλω να μπλέξω και την Μίμη σε όλη αυτή την τρέλα. Μπορεί να είναι μάγισσα και αυτή αλλά είναι σε χειρότερη εκπαιδευτική κατάσταση απ’ ότι είμαι εγώ. Με το χάρισμά της μπορεί να λυγίσει τη θέληση κάποιου ή να του προκαλέσει κάποιο συναίσθημα τρόμου για να τον ακινητοποιήσει αλλά βασίζεται στο άμεσο άγγιγμα με το δέρμα αυτού και η ίδια το χρησιμοποιεί κυρίως όταν θέλει καλύτερο βαθμό σε κάποιο μάθημα ή καλύτερη τιμή για κάποιο φόρεμα που έχει βαλθεί να αγοράσει.
Χτυπά το κουδούνι και πετάγονται όλοι σαν τα αγρίμια από την τάξη, στους άδειους διαδρόμους.
“Καλό απόγευμα παιδιά. Και μην ξεχάσετε την εργασίας της Παρασκευής. Περιμένω τα γραπτά σας μέχρι αύριο στις δυο στο γραφείο μου”, φώναζε πίσω μας η κυρία Λοβ.
“Και να γιατί θα αποτύχουμε στο μάθημα της Χημείας φέτος”, σχολιάζω βγαίνοντας από την αίθουσα και όντας απελπισμένη που ξέχασα να κάνω την εργασία μου.
“Μην ανησυχείς... Να πάρε”, λέει η Μίμη και μου δίνει ένα ντοσιέ. Το ανοίγω και στην πρώτη σελίδα γράφει τον τίτλο της εργασίας και το όνομά μου. “Ευγενική χορηγία του Ίζι Κάρτερ” σπεύδει να μου εξηγήσει με καρτεργάρικο χαμόγελο. “Δεν θα άφηνα έτσι τη φίλη μου”.
“Μίμη, δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις στον καημένο τον Ίζι”.
“Μα δεν του κάνω τίποτα. Θέλω να πω, δεν χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου πάνω του... από μόνος του το κάνει.”
“Φυσικά και το κάνει από μόνος του, αφού του αρέσεις.”
“Ας μου το πει τότε”, μου απαντά και μάλιστα χωρίς ίχνος ενοχής που εκμεταλλευόταν τα συναισθήματα του Ίζι προς όφελός της. Δεν το λέει από κακία, το ξέρω. Βέβαια και ο Ίζι δεν βοηθάει λίγο την κατάστασή του. Ο καημενούλης είναι ένα μικρό “σπασικλάκι”, κοντούλης, αδύνατος και με κάτι τεράστια κοκκάλινα γυαλιά. Ποτέ δεν χάνει κανένα μάθημα, παίρνει πάντα άριστα σε όλα και είναι αρχηγός της ομάδας σκακιού και της λέσχης βιβλίου του σχολείου μας. Τον συμπαθώ αρκετά γιατί είναι ένα πολύ ευγενικό παιδί και μάλιστα έχω επισκεφθεί τη λέσχη σκακιού του δυο τρεις φορές, αλλά με κέρδισε το τσιρλίντινγκ.
“Ποτέ δεν θα τολμούσε και το ξέρεις”.
“Μέχρι να μου το πει, εγώ δεν ξέρω τίποτα. Πάμε να πάρω έναν καφέ;”
“Αχ, ναι κι εγώ χρειάζομαι έναν...”
“Πάμε λίγο στα αποδυτήρια πρώτα. Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο με αυτά τα ρούχα “.
Ο καθένας έχει τα κολλήματά του. Την ακολούθησα στα αποδυτήρια των κοριτσιών όπου κρατάει τουλάχιστον τρεις αλλαξιές ρούχα στο ντουλάπι της για έκτακτες περιπτώσεις. Βγάζει από το ντουλάπι μία μίνι τζιν φούστα και ένα λευκό τοπάκι και μου δίνει επιπλέον ένα μεγάλο μεταλλικό κολιέ σε χρυσαφί απόχρωση και ένα μεταλλικό βραχιόλι μπράτσου. Δεν τόλμησα να της πω όχι σε τίποτα.
“Επιτέλους, τώρα δείχνεις άνθρωπος.”
“Γιατί πριν πώς έδειχνα;”
“Ε, ναι”. Δεν απάντησε. Τώρα κατάλαβε ότι δεν την παίρνει.
“Άντε, πάμε για εκείνον τον καφέ γιατί θα χτυπήσει το κουδούνι”.
“Φύγαμε”.
Φτάσαμε στο κυλικείο του σχολείου όπου γινόταν ο κακός χαμός με παιδιά από όλες τις τάξεις να προσπαθούν να προμηθευτούν εγκαίρως τον πολυπόθητο πρωινό καφέ τους.
“Γεια σας κορίτσια.” ακούω πίσω μου μια αντρική φωνή και έπειτα νιώθω ένα χέρι να με αγκαλιάζει από τη μέση. Γυρίζω ενοχλημένη να εντοπίσω τον ιδιοκτήτη αυτού του χεριού. Όταν συνειδητοποιώ ότι είναι ο Ματ Ντι Κάρλο μου περνάνε τα νεύρα. Συμπεριφορά κλασσικού Ματ. Ρίχνει τα δίκτυα του παντού και ό,τι πιάσει. Εγώ έχω ξεκαθαρίσει απέναντί του τη θέση μου με το που πάτησα το πόδι μου σε αυτό το σχολείο. “Δεν σε βλέπω ερωτικά”, του είχα πει πρόπερσι που μου την έπεσε στον χειμερινό χορό. Αλλά είναι επίμονος. Και πολύ καλός στο να φλερτάρει.
“Α, γεια σου Ματ”, χαιρετάω σχεδόν αδιάφορα, σε αντίθεση με την Μίμη. Ο Ματ έχει βάλει το άλλο του χέρι στην μέση της και αυτό την έχει ξετρελάνει. Είναι και αυτή ψιλοκαψούρα με τον ψηλό, ξανθό, γαλανομάτη αθληταρά του σχολείου μας, όπως το ενενήντα τις εκατό των κοριτσιών αυτού του σχολείου. Αλλά μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα, η Μίμη απέφευγε να του δώσει θάρρος και να μπλεχτεί μαζί του κυρίως γιατί ο Ματ, λόγω της εμφάνισης του και της θέσης του στην ομάδα, απολάμβανε στο έπακρο το ενδιαφέρον των κοριτσιών και συνήθως επέλεγε να βγαίνει με πάνω από τρεις κοπέλες ταυτόχρονα. Γυναικάς με Γ κεφαλαίο.
“Γεια σου όμορφε. Πώς πάνε οι προετοιμασίες για τον αγώνα αύριο;”
“Καλύτερα δε γίνεται. Η ομάδα “πετάει” και το μόνο σίγουρο είναι πως οι “Κύκλωπες” θα φάνε τα μούτρα τους αύριο.”
Ο αιώνια αισιόδοξος –και ποτέ μετριόφρων- γόης του σχολείου μας είναι μέλος της ομάδας ποδοσφαίρου και ο καλύτερος φίλος του Αρχηγού τους, του Τάι Χάλιγουελ. Οι δυο τους είναι αχώριστοι από τότε που τους θυμάμαι και βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο της προσοχής, είτε είναι για καλό είτε για κακό.
“Το ελπίζω, γιατί δεν θα ήθελα να πάει στράφι το νικητήριο πάρτυ που έχω κλείσει στο μαγαζί του Τζο για μετά τον αγώνα”.
“Χμμ, φυσικά και δεν θα πάει στράφι μωρό μου. Αφού είμαι εγώ στην ομάδα”, καυχήθηκε, φούσκωσε το στήθος του και έδειξε τον εαυτό του με τους αντίχειρές του.
“Και πού ξέρεις, μπορεί να υπάρχει και κάποιο έπαθλο για τον πρώτο σκόρερ του αγώνα”, τον πληροφορεί πονηρά η Μίμη και αρχίζει να παίζει με μια τουφίτσα από τα μαλλιά της – ακαταμάχητη κίνηση για κάθε άντρα.
“Ε, τότε θα φροντίσω να είμαι εγώ αυτός –δεν θα “ναι δύσκολο”, της απαντά ο Ματ που τσίμπησε αμέσως το δόλωμα και τώρα βάζει και τα δυο του χέρια στη μέση της φίλης μου. “Τι θα φοράς το βράδυ για μένα;”
“Ει, είμαι ακριβώς εδώ και σας ακούω...”, γκρινιάζω σοκαρισμένη. Δεν θέλω να μάθω λεπτομέρειες για το βράδυ που θα περνάσουν αυτοί οι δυο μαζί, αρκετούς εφιάλτες βλέπω και χωρίς αυτές τις πληροφορίες.
Ντριν.
Να το πάλι το κουδούνι για μάθημα. Και καφέ δεν ήπιαμε.
“Τα λέμε κορίτσια”, λέει ο Ματ κλείνει το μάτι. Σε ποια από τις δυο μας, πάω στοίχημα πως ακόμα και ο ίδιος δεν ξέρει.
“Κρίμα, δεν προλάβαμε να πάρουμε καφέ”, σχολιάζω απογοητευμένη.
“Τι να τον κάνεις τώρα τον καφέ αγάπη μου.”, λέει η Μίμη με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και κάνει αέρα στον εαυτό της με ένα φυλλάδιο που κρατάει για βεντάλια.
“Τι ενθουσιασμός είναι αυτός Μίμη; Και μάλιστα για τον Ντι Κάρλο; Δεν πιστεύω να ερωτεύτηκες αυτόν τον καζανόβα; Δεν είναι αυτός για αγάπες και λουλούδια”, την  προειδοποιώ με ζήλο, γνωρίζοντας αρκετά για τη φήμη του. Σε αντίθεση με το ερωτικό παρελθόν του Τάι, αυτό του Ματ είναι πάνω κάτω γνωστό σε όλες. Η τακτική που ακολουθεί σχεδόν πάντα είναι η εξής: ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε.
“Όχι βέβαια. Απλά θέλω να βγω μαζί του για να επιβεβαιώσω τις φήμες...”
“Περί...;”
“Μεγέθους, φυσικά.”
“Μιμή!”
Η φίλη μου μάλλον έχει μείνει μόνη για πολύ καιρό και αυτό άρχισε να της επηρεάζει τον εγκέφαλο. Αυτή είναι η καλύτερη εξήγηση που μπορώ να δώσω αυτή τη στιγμή για το ενδιαφέρον της για τον Ματ. Γιατί, εντάξει, η Μίμη είναι μια κοπέλα με εμπειρίες, αλλά ποτέ δεν έκανε εφήμερες σχέσεις. Τουλάχιστον όχι τόσο εφήμερες όσο αυτές που προτιμάει ο Ντι Κάρλο. Η μικρότερη σχέση της μετράει τρεις μήνες και αντίστοιχα η μικρότερη σχέση του Ματ μετράει το πολύ τρεις ώρες. Παρόλα αυτά καταλαβαίνω ότι μια κοπέλα έχει ανάγκες (απ” ότι διαβάζω στα περιοδικά τουλάχιστον) και αν πρόκειται για την απλή ικανοποίησή τους, τουλάχιστον ας είναι με τον ωραίο του σχολείου. Ποια είμαι εγώ πού θα κρίνω τη φίλη μου;
Προχωράμε βιαστικά στο διάδρομο για την αίθουσα τρία μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές μας. Αυτήν την ώρα έχουμε μαθηματικά. Το χειρότερό μου πραγματικά. Μπαίνουμε στην αίθουσα και πιάνουμε με την Μίμη τελευταίο θρανίο κάτω από το παράθυρο. Αφού τακτοποιείται όλη η τάξη στις θέσεις της, μπαίνει μέσα ο κύριος Μπλάκχοκ. Κατσούφης όπως πάντα, εισέρχεται αμίλητος στην αίθουσα, κάθεται στην έδρα του και παίρνει αμέσως παρουσίες. Δυο μαθήτριες που τολμούν να μπουν στην αίθουσα μετά από αυτόν, παίρνουν απουσία και τις βγάζει έξω. Έπειτα, γράφει κάτι ασκήσεις στον πίνακα και μας βάζει να τις λύσουμε μέσα στην επόμενη μία ώρα για εξάσκηση.

Ντριν.
Χτυπάει το κουδούνι για διάλλειμα και έχω λύσει μόλις τις μισές από τις ασκήσεις που μας έβαλε. Απογοητευμένη με τον εαυτό μου, παίρνω τη Μίμη αγκαζέ και κατευθυνόμαστε για καφέ στο κυλικείο. Έχουμε κενό την τρίτη ώρα και θέλω να κάτσουμε σε ένα τραπεζάκι για να μιλήσουμε.
Παίρνουμε από έναν γαλλικό σκέτο και καθόμαστε στην πιο ήσυχη γωνία, πράγμα σπάνιο για εμάς τις φασαριόζες.
“Πραγματικά ανυπομονώ για αύριο”, μου λέει η Μίμη με την λαχτάρα εμφανή στο βλέμμα της.
“Ελπίζω όχι για να βρεθείς με τον Ντι Κάρλο”, προσπαθώ να την προσγειώσω.
Φυσικά, για να βρεθώ μαζί του”, μου απαντά με ενοχλημένο ύφος.
“Συγγνώμη, δεν το λέω για να σε κατακρίνω. Απλά ανησυχώ για σένα. Ο Ματ δεν  είναι του στυλ σου”.
“Μπορεί να βαρέθηκα αυτό το στυλ”, μου απαντά εκνευρισμένη. Η Μίμη μισεί τις ταμπέλες τόσο, όσο και το να φοράει κάποιος τα ίδια ρούχα δυο μέρες συνεχόμενα. Δηλαδή, πολύ.
“Καλά, απλά να προσέχεις. Μόνο αυτό”, της λέω τελικά για να κλείσω αυτή την κουβέντα. Κλείνει για λίγο τα μάτια της, ξεφυσά και έπειτα με κοιτάζει σοβαρή.
“Τέλος πάντων, όλα καλά. Ό,τι και να γίνει θα είσαι εκεί για να μαζέψεις τα κομμάτια μου, σωστά;”
“Σωστά”, της λέω χαμογελώντας, για να κρύψω την ανησυχία μου.
“Ας γυρίσουμε σε πιο σοβαρά θέματα τώρα. Τι θα κάνουμε για να ξεφύγεις από όλη αυτή την κατάσταση; Στο κυνηγητό με τους δαίμονες αναφέρομαι”.
“Μίμη, δεν μπορώ να “ξεφύγω” έτσι απλά. Είμαι στόχος λόγω της μαγικής μου φύσης και κληρονομιάς και αυτό δεν μπορείς να το εξαφανίσεις με ένα χτύπημα των δαχτύλων σου”. Δυστυχώς. Τι νόημα έχει να είσαι μάγισσα αν δεν μπορείς να εξαφανίσεις έτσι απλά τα προβλήματά σου;
“Αφού, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την κληρονομιά σου, τι θα έλεγες να κάναμε κάτι για να σε κρύψουμε; Αν δεν μπορούν να βρουν εσένα, δεν θα βρουν και την Πέτρα”.
“Μην ανησυχείς γι’ αυτό, το έχω κανονίσει”.
“Δηλαδή;”
“Απόψε θα κάνουμε ένα ξόρκι με τον Τάι και τις αδερφές του που θα με εξαφανίσει από κάθε δαιμονικό ραντάρ για τρεις μέρες”.
“Και πότε ακριβώς θα μου το ‘λεγες αυτό; Τώρα θα πρέπει να ακυρώσω το κομμωτήριο για να έρθω μαζί σας μετά την προπόνηση...”
Κόντεψε να μου βγει ο καφές από τη μύτη με την αυτο-πρόσκλησή της.
“Κάτσε λίγο, περίμενε... Δεν νομίζω πως μπορεί να έρθει ο οποιοσδήποτε...”
“Ε, τότε χαίρομαι που δεν είμαι ο “οποιοσδήποτε”. Είμαι η καλύτερή σου φίλη.”, μου απαντά χωρίς να μου αφήσει περιθώρια περαιτέρω διαπραγμάτευσης.
Το παραδέχομαι. Αν ξέρει ένα πράγμα να κάνει καλά αυτή η κοπέλα είναι να καταφέρνει να γίνεται πάντα το δικό της. Και χωρίς απαραίτητα να χρησιμοποιεί τη δύναμή της.
“Τώρα, το επόμενο σοβαρό θέμα μας”, λέει και σηκώνει το ποτήρι της να πιει δύο γουλιές ακόμα. “Ποιος θα είναι το ραντεβού σου για το πάρτι;”
“Έχω πιο σοβαρά προβλήματα από αυτά Μίμη”, της υπενθυμίζω λοξοκοιτάζοντάς την πάνω από το δικό μου ποτήρι.
“Δεν γίνεται να λείπουν οι τσιρλίντερς από το πάρτι μου, ξέχασέ το.”
“Μάλλον ξέχασες ότι είμαι δαιμονικός στόχος ακόμα”.
“Μάλλον εσύ ξέχασες πως από σήμερα το βράδυ θα είναι αδύνατο να σε εντοπίσουν δαίμονες”.
“Ουφ. Δεν είναι άδικο να νικάς σε κάθε λογομαχία μας;”
“Η ζωή είναι άδικη, φίλη μου.”, μου απαντά έχοντας ξαναβρεί το κέφι της και σηκώνουμε τα ποτήρια μας στο αέρα για να τσουγκρίσουμε σε αυτήν την μεγάλη αλήθεια. Αν και είναι γρουσουζιά να το κάνεις αυτό με τον καφέ, λέω να το ρισκάρω. Δεν νομίζω πως μπορεί να μου συμβεί κάτι χειρότερο από τη χθεσινή επίθεση.
Αφού το συζητήσαμε λίγο, αποφασίσαμε πως το καλύτερο είναι να ζητήσω από τον Τάι να με συνοδεύσει. Ούτως ή άλλως δεν είχα όρεξη για ραντεβού και επιπλέον ο Τάι θα είναι αναγκαστικά εκεί σαν αρχηγός της ομάδας. Θα του το έλεγα απόψε πριν το ξόρκι.
Μιλήσαμε λίγο και για πιο κοριτσίστικα θέματα όπως η μόδα και τα μαλλιά και μπόρεσε επιτέλους να χαλαρώσει λίγο το μυαλό μου από όλη αυτή την ένταση των τελευταίων ημερών. Όταν χτύπησε το κουδούνι για την τέταρτη ώρα, απλά ευχήθηκα να είχα λίγο χρόνο ακόμα για να νιώσω σαν φυσιολογική έφηβη και όχι σαν μάγισσα υπό συνεχή δαιμονική απειλή.
Η Μίμη είχε Κοινωνιολογία αυτή την ώρα ενώ εγώ Αγγλική Λογοτεχνία, οπότε οι δρόμοι μας χωρίστηκαν προς το παρόν. Θα την έβλεπα την  επόμενη ώρα στην πρόπονηση. Είχαμε απαλλαγή από τα υπόλοιπα μαθήματα λόγω του αυριανού αγώνα. Οπότε αφού την φίλησα σταυρωτά, έφυγα από το κυλικείο σχεδόν τρέχοντας. Μπήκα στην τάξη του κ. Σκωτ με πολλή όρεξη, μιας και αυτό είναι το αγαπημένο μου μάθημα, και αφέθηκα για μια ολόκληρη ώρα στην μαγεία του έργου της Τζέιν Ώστιν “Λογική και ευαισθησία”.

Foni Nats