Η Μελωδία του Λύκου και της Λέαινας (Κεφάλαιο 1)


Νότος, κάστρο των Λάναστερ

«Λέα, πιο σιγά! Δεν προλαβαίνω!» η φωνή του μικρότερου αδελφού της και τα γέλια τους έσκιζαν την απόκοσμη ησυχία του δάσους.
Τα φύλλα χόρευαν, καθώς ο άνεμος τα παρέσερνε σε έναν δικό τους ρυθμό και όλο το δάσος γύρω τους ήταν σε πλήρη αρμονία.
Τα πουλιά πάνω στα δέντρα τιτίβιζαν και κελαηδούσαν, ενώ άλλα ζώα έτρεχαν μακριά από τα γρήγορα άλογα και τους θορυβώδεις αναβάτες τους.
Τα γέλια της νεαρής ακούγονταν δυνατά να τον προκαλούν να την προφτάσει.
Σταμάτησε σε ένα ρυάκι λίγο πιο μακριά και κατέβηκε από τη μαύρη φοράδα της, την Ήρα.
Καθώς καθόταν στο έδαφος και έπινε νερό δίπλα απ' το άλογό της, άκουσε ποδοβολητά και τον αδελφό της να αναστενάζει και να ξεφυσά.

Σταμάτησε το άλογό του δίπλα απ' το δικό της και κατέβηκε, προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
«Είναι η τελευταία φορά που βγαίνω μαζί σου! Όλο το ίδιο παθαίνω!» διαμαρτυρήθηκε παιδιάστικα, κάνοντάς τη να γελάσει δυνατά με τη φάτσα του.
«Εντάξει, ηρέμησε! Την επόμενη φορά θα αφήσω εσένα να πας μπροστά!» του είπε χαμογελώντας και εκείνος την κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια του απορημένα.
«Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να συμβαδίσουμε;» ρώτησε εκείνος ειρωνικά, αλλά η απάντησή της ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε.
«Είμαι αρκετά ανταγωνιστική για να καθίσω ήσυχη, αδελφέ.» του απάντησε παιχνιδιάρικα και εκείνος αναστέναξε και ήπιε νερό, χαμογελώντας.
Μια πιτσιλιά από την ίδια ήταν αρκετή για να αρχίσει ένα παιχνίδι μεταξύ των αδελφών, με τα άλογά τους δίπλα να πίνουν και να τρώνε, κοιτώντας τους ιδιοκτήτες τους.
Παρόλο που η νεαρή Αρχόντισσα ήταν ήδη γύρω στα 17, το ανήσυχο πνεύμα της δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Περνούσε σχεδόν 3 χρόνια τον μικρό της αδελφό, και όμως ποτέ δεν έπαψε να παίζει μαζί του. Η φύση και το κλίμα γύρω από το κάστρο τους ήταν ευνοϊκό για τα παιχνίδια και τις βόλτες τους.
Πολλοί έλεγαν στον πατέρα της ότι έπρεπε σύντομα να σοβαρευτεί και να τιθασευτεί, διότι με τον ανήσυχο χαρακτήρα της, δύσκολα κάποιος θα την έπαιρνε για νύφη του. Αλλά δεν την ένοιαζαν αυτά. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η φοράδα της και τα αδέλφια της, τα οποία την υπερασπίζονταν συνέχεια.
«Ελπίζω να τελειώσατε το παιχνίδι σας, γιατί πρέπει να γυρίσουμε.» ακούστηκε η βραχνή αντρική φωνή του μεγαλύτερου αδελφού τους, διακόπτοντας έτσι τη στιγμή παιχνιδιού ανάμεσα στα αδέλφια του, τα οποία είχαν γίνει μούσκεμα και έσταζαν νερό από κάθε άκρη του σώματός τους.
«Γλυκέ μου αδελφέ, πάντα φτάνεις την πιο ακατάλληλη στιγμή!» του είπε η νεαρή μαυρομάλλα, χαμογελώντας και σηκώνοντας το σώμα της απ' το -μουσκεμένο πλέον- έδαφος.
Εκείνος της έδωσε ένα λοξό γοητευτικό χαμόγελο, ενώ τα κρύα γκρίζα μάτια του πετούσαν σπίθες διασκέδασης με την εμφάνιση της αδελφής του. «Μικρή μου αδελφούλα, ο πατέρας μας θέλει να σου μιλήσει. Και πρέπει να είναι πολύ σημαντικό αν κρίνω από το ύφος του...» την πληροφόρησε, κερδίζοντας ένα μπερδεμένο βλέμμα από δύο ζευγάρια μάτια, το καθένα διαφορετικού χρώματος.
«Τι θέλει;» τον ρώτησε ο ιδιοκτήτης του σκούρου γκρίζου βλέμματος και έστρεψε το δικό του ανοιχτό στον αδελφό του.
«Μόνο αν πάμε θα το μάθουμε.» είπε, στρέφοντας το άλογό του στο πλάι, δείχνοντας ότι δεν θα τους περιμένει για πολύ.
Έτσι, τα τρία «λιοντάρια» έτρεχαν με τα άλογά τους μέσα από το δάσος, με κατεύθυνση το -παραπάνω από πολυτελές- σπιτικό τους.
Δίνοντας τα χαλινάρια των αλόγων τους στους υπηρέτες, περπάτησαν με γοργά βήματα προς το εσωτερικό του ψηλού πέτρινου κάστρου.
Το βλέμμα της νεαρής κοπέλας έπεσε στον μεγαλύτερο αδελφό της, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά για τον θάλαμο του γραφείου του πατέρα τους. Φαινόταν προβληματισμένος και σκεπτικός.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε με περιέργεια, ακουμπώντας του τον ώμο.
Εκείνος αμέσως την κοίταξε, λες και ξύπνησε από κάποιο όνειρο. «Είμαι καλά.» είπε απλά και επιτάχυνε το βήμα του, βεβαιώνοντας την αδελφή του ότι κάτι τρέχει με εκείνον.
Αποφάσισε να μην τον ρωτήσει, εξάλλου θα μάθαινε αργά ή γρήγορα.
Χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν μέσα ένας-ένας. Στάθηκαν μπροστά απ' το γραφείο του πατέρα τους, ο οποίος κρατούσε μερικά κομμάτια χαρτιών στο ένα χέρι και στο άλλο μια μαύρη πένα με ένα κατάμαυρο φτερό στην κορυφή.
Ο μεσήλικας άντρας, τελειώνοντας το γράψιμό του, έστρεψε το παγερό και σοβαρό βλέμμα του στα τρία παιδιά του, τα οποία περίμεναν υπομονετικά αλλά και με την περιέργεια να πηγάζει από μέσα τους. Τουλάχιστον τα δύο μικρότερα...
«Μπένζαμην, πήγαινε.» πρόσταξε αυταρχικά και ο μικρότερος απ'τα αδέλφια έφυγε απ' το δωμάτιο ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα συμπόνιας στα αδέλφια του, πριν κλείσει την πόρτα πίσω του.
Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά ασυναίσθητα κατάπιαν τον κόμπο που είχε αρχίσει να τυλίγεται στον λαιμό τους. Ήξεραν ότι όταν ο πατέρας τους τούς φώναζε με ολόκληρο το όνομά τους και χωρίς κανένα υποκοριστικό ή παρατσούκλι, αυτό σήμαινε ότι είτε ήταν θυμωμένος μαζί τους είτε είχε πάρει αποφάσεις.
Το παγερό βλέμμα του πατέρα τους «έτρεξε» σε όλο το κορμί της με ένα αυστηρό ύφος. «Τι χάλια είναι αυτά;» ρώτησε τελικά, σπάζοντας τη σιωπή.
Η νεαρή κοπέλα αναστέναξε βουβά. «Πατέρα-» άρχισε αλλά ως συνήθως τη διέκοψε.
«Λεάννα, πρέπει να μάθεις να συμπεριφέρεσαι σαν μια κανονική αρχόντισσα και όχι σαν κάποιο χωριατοκόριτσο!» της είπε αυταρχικά και εκείνη προσπάθησε σκληρά ώστε να μη γυρίσει τα μάτια της.
Πάλι τα ίδια, σκέφτηκε, κρατώντας έναν απειλητικό αναστεναγμό που προσπαθούσε να ξεφύγει από τα σαρκώδη χείλη της.
«Πατέρα, παίζαμε-» άρχισε αλλά τη διέκοψε για άλλη μια φορά.
«Οι σωστές αρχόντισσες δεν παίζουν! Μα τους Θεούς, Λεάννα, είσαι 17 χρονών, πότε θα μάθεις να συμπεριφέρεσαι ανάλογα της τάξης και της ηλικίας σου;» τη ρώτησε έξαλλος, ενώ τα γκρι μάτια του είχαν σκοτεινιάσει επικίνδυνα από τον θυμό του.
Ανίκανη να μιλήσει πλέον εκείνη, ο αδελφός της παίρνει τον λόγο. «Πατέρα, είναι μικρή ακόμα.» είπε και το αυστηρό βλέμμα του πατέρα τους έπεσε σε εκείνον.
Αμέσως, έχασε το θάρρος του. Υποψίες γέμισαν πάλι τη Λεάννα.
Τι συνέβαινε με τον αδελφό της;
«Μπράντον, ξέρεις ότι πρέπει σύντομα να γίνει γυναίκα. Πώς θα τη στείλουμε αλλιώς;» τον ρώτησε ρητορικά ο πατέρας του. Το μπερδεμένο βλέμμα της έπεσε στον πατέρα τους, ενώ ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τον αδελφό της.
«Τι εννοείς;» ρώτησε τον πατέρα της, ελπίζοντας σιωπηλά να μην είναι αυτό που νομίζει... Έστρεψε το κεφάλι της προς τον αδελφό της.  «Μπράντον, τι εννοεί;» απαιτούσε πλέον να μάθει. Ξαφνικά, το πάτωμα έδειχνε πολύ ενδιαφέρον θέαμα για τον αδελφό της.
Ξανακοίταξε τον πατέρα τους, ενώ την κοιτούσε σιωπηλός και ο ίδιος. «Πατέρα, τι εννοείς;» ρώτησε για τρίτη φορά, ελπίζοντας να πάρει πλέον την απάντηση που ήθελε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.
Το βλέμμα του, πλέον πιο μαλακό, έπεσε στον σιωπηλό αδελφό της. Τα βλέμματά τους έδειχναν να κάνουν μια σιωπηλή συζήτηση μεταξύ τους. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τόσο περισσότερο μεγάλωνε το άσχημο συναίσθημα που ένιωθε.
Τελικά, μετά από μερικές ακόμα στιγμές σιωπής, ο αδελφός της στράφηκε προς αυτήν. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα.
«Λέα...» άρχισε, όμως ποτέ δεν τελείωσε. Δεν τον άφησε.
Ανεξέλεγκτα ενοχλητικά δάκρυα προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από τα μαύρα μάτια της. «Όχι...» μουρμούρισε, κοιτώντας τον φοβισμένη και απογοητευμένη.
Πρώτη φορά. Η πρώτη φορά που τον κοιτούσε με αυτό το βλέμμα. Τον σκότωνε.
Δεν τολμούσε να την αγγίξει. Θα λύγιζε. Έπρεπε να φανεί δυνατός. Ήξερε ότι κάποια στιγμή θα έφτανε η ώρα που θα έπρεπε να το κάνει.
«Υποσχέθηκες!» η φωνή της σπασμένη, έδειχνε πόσο απογοητευμένη αισθανόταν.
«Λεάννα, δεν γίνεται να το καθυστερήσεις άλλο. Είσαι 17!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά μόνο να πυρπολήσει την οργή της κατάφερε.
Τα μάτια της άστραψαν από παράπονο. «Όταν υποσχέθηκες δεν κοίταξες ηλικία!» φώναξε σχεδόν και μια έντονη στιγμή πέρασε, καθώς τα μάτια της ήταν γεμάτα οργή και παράπονο.
Ο πατέρας τους αποφάσισε να επέμβει τότε. «Λεάννα, όσο και να το αρνείσαι, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Θα παντρευτείς.» απάντησε ο πατέρας της και εκείνη έστρεψε το βλέμμα της σε αυτόν.
Ήξερε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη.
«Ποιον;» αποφάσισε να ρωτήσει. Ίσως να ήταν μια καλή επιλογή και να της το έκανε πιο εύκολο.
«Τον διάδοχο των Λάικαν. Τον πρίγκιπα.» απάντησε εκείνος και η Λεάννα αμέσως άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
Ήταν αλήθεια ότι όποιον και να της έλεγε δεν θα της άρεσε. Αλλά προτιμούσε οποιονδήποτε άλλον εκτός από αυτόν!
«Πατέρα, όχι αυτόν!» φώναξε αυθόρμητα αλλά εκείνος δεν έδειχνε να θέλει να το συζητήσει παραπάνω.
«Η απόφαση έχει παρθεί. Φεύγεις σε μία εβδομάδα.» ανακοίνωσε και κάθισε ξανά στη θέση του, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των παιδιών του.
Ο δυνατός κρότος από το κλείσιμο της πόρτας ήταν το τελευταίο πράγμα που ακούστηκε, καθώς οι δύο άντρες βυθίστηκαν στη σιωπή.
Ο Μπράντον άφησε έναν ελαφρό αναστεναγμό να ξεφύγει απ'τα χείλη του, προσπαθώντας με κάποιον τρόπο να πάρει δύναμη, ώστε να αντιμετωπίσει τον πατέρα του. «Πατέρα...» η φωνή του έδειχνε πόση προσπάθεια καταλάμβανε για να σταθεί στο ύψος του. «...δεν νομίζεις ότι είναι λίγο νωρίς; Είναι μόλις 17!» προσπάθησε να λογικέψει τον πατέρα του. Βέβαια, και οι δύο ήξεραν ότι η αδελφή του ποτέ δεν θα ήταν για αυτόν αρκετά μεγάλη για να εγκαταλείψει εκείνον και το σπιτικό τους.
«Τόσο ήμουν και εγώ όταν παντρεύτηκα τη μητέρα σας. Και εκείνη ήταν μόλις 15. Πολύ άργησε η Λεάννα, έτσι και αλλιώς.» απάντησε αμετάβλητος ο γκριζομάλλης άντρας, κρατώντας το βλέμμα του απασχολημένο στις στοίβες χαρτιών.
«Ναι, αλλά...» άρχισε αλλά η πρότασή του ποτέ δεν έλαβε τέλος.
Ο πατέρας του έστρεψε το κρύο βλέμμα του προς αυτόν. Και μόνο αυτό έκανε το αίμα στις φλέβες του να παγώσει. «Αρκετά, Μπράντον.» είπε με τη βραχνή και σοβαρή φωνή του. Στάθηκε ίσια, με το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα καρφωμένο στον γιο του, ενώ εκείνος είχε σκύψει το κεφάλι του. Η στιγμή του θύμιζε πολύ την εποχή που ήταν μικρός και έκανε σκανταλιές, οι οποίες ακολουθούσαν συνέπειες απ' τον πατέρα του. Τότε, όμως, ήταν ένα μικρό παιδί, ένα αγρίμι όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν. Τώρα, είχε βάλει σκοπό του να κάνει περήφανο τον πατέρα του, σαν διάδοχος της Δύσης που ήταν. Όμως, καμιά φορά φάνταζε άθλος μόνο και να κοιτάξει τα γκρι μάτια του.
Ο Άρχοντας αναστέναξε βλέποντας έτσι τον γιο του. Ήταν ακόμα παιδιά, πράγματι. Ωστόσο, έπρεπε να μάθουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Το είχε καθυστερήσει όσο μπορούσε. Τα περιθώρια είχαν στενέψει ασφυκτικά. Στην ηλικία τους ο ίδιος είχε πάρει τον τίτλο του σαν Άρχοντας και Φύλακας.
Κίνησε και στάθηκε μπροστά απ'τον γιο του, ο οποίος έδειχνε ανίκανος να σκεφτεί κάποια διαφυγή από την επιλογή του πατέρα του. «Γιε μου...» η φωνή του πιο ήπια και μαλακή, σχεδόν σαν το πατρικό, σπάνιο χάδι στα μαλλιά, που τους έδινε όταν ήταν ακόμα μικρά. «... ξέρω ότι θέλεις να την προστατέψεις. Αλλά είναι καιρός να την αφήσεις να κάνει τη ζωή της. Δεν θα είναι για όλη τη ζωή της παιδί.» του είπε κοιτώντας τον και ο Μπράντον σήκωσε δειλά το βλέμμα του σε αυτόν.
Έπρεπε να το πιστέψει. Το ότι δεν ήθελε ήταν το μόνο πρόβλημα. Η μικρή του αδελφή... Πώς θα την έδινε μακριά;
Η φωνή του πατέρα του τον επανέφερε στο τώρα. «Επίσης, έχεις και εσύ υποχρεώσεις. Πρέπει και ο ίδιος να παντρευτείς. Να κάνεις διαδόχους. Να είσαι έτοιμος για τη θέση.» του είπε και ο Μπράντον για άλλη μια φορά αναστέναξε.
Υποχρεώσεις. Καθήκον. Ποτέ δεν τις συμπάθησε αυτές τις λέξεις. Ούτε και το βάρος που έφερναν, φυσικά.
Εν τέλει, κοίταξε τον πατέρα του αποφασιστικά. Κούνησε το κεφάλι του. «Θα προσπαθήσω να την πείσω.» είπε σοβαρός και ο μεγάλος Άρχοντας χαμογέλασε υπερήφανος.
«Μπράβο, γιε μου. Μαθαίνεις.» είπε περήφανα, αγγίζοντας τον ώμο του γιου του πατρικά.
Όσο χαρούμενος και να ήθελε να νιώσει, δεν τον άφηνε η σκέψη ότι θα έπρεπε να μιλήσει στην αδελφή του και να αντιμετωπίσει το παράπονό της.
Παίρνοντας όσο κουράγιο μπορούσε, κίνησε προς το μόνο μέρος που ήξερε ότι θα την έβρισκε: στο ρυάκι.
Μόλις έφτασε, οι σκέψεις του επιβεβαιώθηκαν. Καθόταν εκεί, με σκυμμένο το κεφάλι και, αν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, θα έλεγε ότι έκλαιγε. Από θυμό... Από λύπη... Από αγανάκτηση... Θα μάθαινε σύντομα.
Πλησίασε δειλά και κάθισε δίπλα της αμίλητος. Εκείνη, αν και τον κατάλαβε, δεν του έδωσε σημασία. Εκείνος δεν μίλησε. Ήξερε ότι προσπαθούσε να συγκρατήσει τον θυμό της και να μη δείχνει τόσο αξιολύπητη.
«Γιατί;» ρώτησε τελικά. Η φωνή της έσπασε. Παράπονο. Το αναγνώρισε αμέσως. Και τον γονάτιζε όλο αυτό. Αλλά τι θα μπορούσε να κάνει; Να πάει ενάντια στη βούληση του πατέρα τους;
«Καθήκον, μικρή μου.» απάντησε εκείνος. Εκείνη αναστέναξε.
«Υποσχέθηκες.» τώρα δεν υπήρχε παράπονο. Ήταν λες και του θύμιζε τότε που ήταν παιδιά και της είχε υποσχεθεί. Τότε, εκείνο το καλοκαίρι στα 15α γενέθλιά της. Τότε που οι φόβοι της είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και οι άντρες να παρατηρούν την ύπαρξή της περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Την κοίταξε θλιμμένα. Το ίδιο και αυτή. «Δεν μπορώ.» έδειχνε ηττημένος. Κέρδιζε την εύνοια του πατέρα τους, έχανε τον λόγο του στην αδελφή του.
Εν τέλει, έκανε κάτι που τον έπιασε απροετοίμαστο. Έσκυψε το κεφάλι της και το ακούμπησε στον ώμο του. «Δεν μπορείς.» επανέλαβε εκείνη και απόλυτη σιγή τους κατέκλυσε.
Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος. Έβλεπε την προσπάθειά της να τον καταλάβει. Και αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν.
Τύλιξε το χέρι του γύρω της και την κράτησε κοντά του.
Σιωπηλά, υποσχέθηκε να την προστατεύει πάντα. Και ας τους χώριζε όλη η γη.


Despoina Andreoy